Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

29 Ιουνίου 2021 Αγαπητό μου ημερολόγιο.

 

Σήμερα βγήκαν πολλά δελτία για επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα με τον καύσωνα ήδη να μας στέλνει τα σημάδια του. Σύμφωνα με τις προγνώσεις η Πέμπτη θα είναι η πιο ζεστή μέρα με τον υδράργυρο να φτάνει τους 43 βαθμούς.

Αυτό που μας ανησυχεί τόσο πολύ, είναι η ανυδρία. Τα δέντρα έχουν αρχίσει ήδη να ξεραίνονται και οι πηγές στερεύουν. Οι επιπτώσεις θα είναι πολύ οδυνηρές για τις καλλιέργειες για τα ζώα και για εμάς.

Δεν γράφω κάτι νέο. Όπως σε όλα τα θέματα , όλα έχουν γραφεί. Και όμως, επιμένουμε να επαναλλαμβάνουμε κοινοτυπίες λες και θα αλλάξει κάτι αν το πούμε λίγο έτσι, η λίγο διαφορετικά.

Σκέφτομαι να πάω στην θάλασσα νωρίς το πρωί. Είναι η καλύτερη ώρα για μια τόσο ζεστή μέρα. Όχι μόνο για την ζέστη και για τον αέρα που δεν σηκώνεται πριν τις 10, αλλά και γιατί είναι ένα μικρό διάστημα ανάμεσα στον ύπνο και στην επαφή με τον κόσμο και θα είναι λίγο δύσκολο να προλάβει κάποιος να χαλάσει την διάθεση για λίγη ηρεμία. Να ταράξει το ήδη ευαίσθητο νευρικό μας σύστημα , να γύρει την ντραμπάλα κατά μας παρά υπέρ μας. Σε αυτό το μικρό άνοιγμα του πρωινού, να προλάβουμε για λίγες στιγμές ηρεμίας και επαφής με την φύση ενώ ο ήλιος ανεβαίνει στον ουρανό και η ζέστη αρχίζει να σκεπάζει σαν  μια ημιδιάφανη ώχρα κάπα τον κόσμο.

Πολλοί εργάζονται αύριο, πολλοί περίμεναν πως και πως να ξεκινήσουν μετά από πολύμηνη διακοπή και βίαιη διακοπή από την εργασία τους. Μερικοί από μας, αφήσαμε όλη μας την υπομονή πάνω στα πληκτρολόγια και τις οθόνες και πρέπει να αναρρώσουμε. Όχι να ξεκουραστεί το μυαλό μας αλλά να αναρρώσει. Έτσι αισθάνομαι και προσπαθώ να προφυλάξω την ψυχολογία μου από ότιδήποτε θα μπορούσε να διαταράξει αυτήν την ανάρρωση.

Όσο και να προσπαθεί όμως κάποιος, δεν μπορεί να αποφύγει το τυχαίο, το παράλογο που έρχεται από εκεί που δεν μπορείς να το αποφύγεις παρά μόνο αν πραγματικά θα αποφάσιζες να μείνεις μόνος η μόνη σε μια παραλία η σε μια καλύβα στο βουνό. 

Από την άλλη, ας προσπαθήσουμε να δροσίσουμε την ψυχή μας με το νερό της αμοιβαίας κατανόησης και καλής πρόθεσης όπου την βρίσκουμε.

Με το καλό να έρθει ο καύσωνας και με το ακόμα καλύτερο να έρθουν και βροχές.


Πως ο Λάμπρος γύρισε στην φάρμα. Ένα παραμύθι, που όμως είναι αλήθεια.

 

Πως ο Λάμπρος γύρισε στην φάρμα.

 


O παπαγάλος ο Παύλος κτύπησε τα φτερά του πάνω στα κάγκελα του κλουβιού και φώναξε με ανθρώπινη φωνή, « Μαρία- Μαρία επισκέπτης», το ίδιο γρύλισε και ο Λάμπρος το γουρούνι, αλλά δεν τον κατάλαβε κανείς. Ούτε ο Παύλος ο παπαγάλος, ούτε ο επισκέπτης σκύλος με τον άνθρωπο συνοδό του. Ο σκύλος κρύφτηκε πίσω από τον άνθρωπο του με την άσπρη του ουρά να κυματίζει σαν σημαία σε παρέλαση. «Έλα  Gordon,  μην φοβάσαι! Στο κτηνιατρείο είμαστε, ζώα θα βρούμε»

«Ποιο είναι το ζώο?» ρώτησε ο Λάμπρος τον Παύλο και ο παπαγάλος φτερούγισε πάλι τα πολύχρωμα φτερά του « Είσαι γουρούνι- είσαι γουρούνι Λάμπρο».

Το μαύρο γουρούνι Λάμπρος, ξεφύσηξε μέσα από την πλακουτσωτή μουσούδα του και τα γυαλιστερά του ματάκια κοίταξαν με ενδιαφέρον τον σκύλο Gordon. “Γιατί είσαι εδώ?»  Ο Gordon  κατάλαβε τον Λάμπρο και κούνησε την ουρά ακόμα πιο χαρούμενα αφού κατάφερε να καταλάβει μια ξένη γλώσσα. Η διαμονή πριν μερικό καιρό στην φάρμα είχε αποτέλεσμα τελικά και ούτε ο ίδιος δεν το περίμενε. «Μαμά μιλάω με το γουρούνι! Τον λένε Λάμπρο» της είπε με την νοηματική του αλλά η μαμά του δεν κατάλαβε και πολλά. Μόνο ότι ήταν χαρούμενος και ήθελε να παίξει με το γουρούνι.

Μαρία και Λάμπρος


«Είναι ο Λάμπρος- είναι ο Λάμπρος» φώναξε ο παπαγάλος και ο Gordon άρχισε να μυρίζει τον Λάμπρο και ο Λάμπρος τον μάλωσε. «ΑΑΑ, σε παρακαλώ!! Ας κρατήσουμε τις αποστάσεις παρακαλώ πολύ!! Εδώ είναι ιατρείο, δεν είναι παιδική χαρά!» Ο Gordon  στεναχωρήθηκε και κατέβασε την ουρά του. Έριξε τα αυτιά του πιο κάτω και κάθισε δίπλα στα πόδια της μαμά του που καθόταν στον καναπέ. «Γιατί ήρθες στο ιατρείο μας παρακαλώ?» - «Έχω πρόβλημα με την κοιλίτσα μου –κάτι με πείραξε»

«Η κ.Μαρία θα σου γράψει κάποια δίαιτα» είπε με ύφος ειδικού ο Λάμπρος, ενώ ο Παύλος ο παπαγάλος άρχισε πάλι να μιλά ανθρώπινα « Και ο Λάμπρος πρέπει να κάνει δίαιτα –είναι χοντορούλης –χοντρούλης» Η μαμά του Gordon  άρχισε να γελά, ο Gordon κοίταζε μια τον Παύλο και μια τον Λάμπρο που ξεφύσηξε θυμωμένα τώρα και είπε με πείσμα «Δεν είναι χοντρός- είμαι γουρούνι! Τα γουρούνια είναι στρο-γγυ-λά! Έχουμε με-γάλες κα-αμπύ-λες!» τόνισε μια μια τις συλλαβές και άρχισε να πλησιάζει επικίνδυνα το μεγάλο κλουβί του Παύλου. Εκείνος φοβήθηκε και έβαλε τις φωνές . «Μαρία- Μαρία –επείγον –επείγον» 

Η κτηνίατρος Μαρία βγήκε από το χειρουργείο αναστατωμένη από την φασαρία.

Κοίταξε τριγύρω προσεκτικά να εκτιμήσει ζημιές και προβλήματα, αλλά δεν είδε παρά τον Λάμπρο να κοιτά δολοφονικά τον Παύλο και τον Gordon, να κοιτά με ανυπομονησία, μια την μαμά του και μια την Μαρία.

«Τι φασαρία είναι αυτή παιδιά? Τι πάθατε?» ρώτησε τον Παύλο και τον Λάμπρο. «Καλημέρα σας» είπε στους επισκέπτες. «Τι έχουμε εδώ? Τι έπαθε ο Gordon?” ‘”Πονάει η κοιλίτσα μου» κλαψούρισε το σκυλί, «Πονάει η κοιλίτσα του» επιβεβαίωσε η ανήσυχη μαμά του. Ο Παύλος μαζεύτηκε πάνω στην κούνια του και γύρισε προς το παράθυρο ενώ ο Λάμπρος κάθισε στα δυο του πίσω πόδια και προσπάθησε να πάρει όσο το δυνατόν πιο λυπημένη έκφραση.

«Παύλο! Γιατί φώναζες επείγον? Τι έπαθες?» ρώτησε η Μαρία τον παπαγάλο. Εκείνος, ταλαντεύτηκε αρκετές φορές μέχρι να πάρει απόφαση να γυρίσει προς το μέρος της για να αντιμετωπίσει το επικριτικό της βλέμμα. « Λάμπρος είναι φίλος- είναι φίλος- είναι φίλος» άρχισε να επαναλαμβάνει και να ταλαντεύεται όλο και περισσότερο πάνω στην κούνια του.

Η μαμά του Gordon, άρχισε να δίνει εξηγήσεις, για το πώς ο Παύλος μίλησε στον Λάμπρο, και με έκπληξη της είπε, «Μαρία μου είναι σαν να συνεννοούνται ! Δεν το πιστεύω και όμως!! Ο καημένος ο Λάμπρος, είναι τόσο καλός, αλλά ο Παύλος, όλο τον πειράζει!» «Καλά Παύλο! Θα τα πούμε μετά εμείς οι δύο!» Η προιδοποίηση έκανε τον Παύλο να αρχίσει να σκύβει το κεφάλι ξανά και ξανά, ενώ ο Λάμπρος ευχαριστημένος, κούνησε την στριφογυριστή του ουρίτσα 8 φορές.

«Από πού είσαι?» ρώτησε ο Gordon. « ΑΑΑ, είναι μεγάλη ιστορία!! « Ο Λάμπρος πήρε μια έκφραση αναπόλησης και άρχισε να λέει την ιστορία του.

« Η μαμά μου ήρθε εδώ όταν ήταν να γεννήσει. Δυστυχώς πέθανε στην γέννα όπως και όλα μου τα αδελφάκια. Ήμουν μικρούλης και μόνος αλλά η κ.Μαρία με μεγάλωσε σαν δικό της παιδί, και τώρα είμαι βοηθός στο κτηνιατρείο. Τα Σαββατοκύριακα πάω στα ξαδέλφια μου στην φάρμα και παίζουμε σε μεγάλους νερόλακκους. Είναι πάρα πολύ ωραία, αλλά δεν μπορώ να αφήσω την Μαρία μόνη της! Θα στενοχωρηθεί πάρα πολύ!»

 « Έχει εμένα- εμένα- τον Παύλο –τον παπαγάλο» άρχισε πάλι τις εξυπνάδες ο Παύλος και χάλασε την συγκίνηση της στιγμής. Ο Gordon, κοίταξε τον Λάμπρο με μεγάλη συμπάθεια .

« Η κ.Μαρία, αγαπάει όλα τα ζώα, και εσένα πάρα πάνω, αλλά θέλει το καλό μας και το καλό μας είναι να είμαστε στο φυσικό μας περιβάλλον. Τουλάχιστον, όσο περισσότερο μπορούμε. Εγώ μένω σε ένα μεγάλο κτήμα. Τρίβω την μουσούδα μου στα χόρτα, κάνω εξερευνήσεις και βγάζω τα ποντίκια από τις τρύπες τους, κυνηγάω τα πουλιά και τις γάτες. Πάμε και βόλτες μαζί αλλά και μόνος μου. Όταν η Μαρία σε πάει στην φάρμα ξανά  και περνάς ωραία, να της δείξεις ότι θέλεις να μείνεις εκεί. Το καλό σου θέλει, και το καλό σου είναι να είσαι με τα ξαδέλφια σου στην φάρμα. Να έχεις παρέα στο φυσικό σου περιβάλλον» είπε με ύφος γεμάτο κατανόηση ο Gordon  και ευχαριστημένος για τα τόσο σωστά λόγια που είχε πει, αγκάλιασε με τα μπροστινά του ποδαράκια τα μπροστινά ποδαράκια του Λάμπρου. «Είσαι πολύ καλός Gordon. Δεν καταλάβαινε άλλος την γλώσσα μου, δεν είχα με ποιον να μιλήσω τόσα χρόνια! Ο Παύλος δεν σταματά ποτέ να με πειράζει» Ο Λάμπρος ήταν πολύ συγκινημένος και αν δεν ήταν γουρούνι, τα ματάκια του θα έτρεχαν δάκρυα .

Η Μαρία βγήκε και με χαμόγελα πήρε τον Gordon για εξέταση ενώ η μαμά του Gordon, χάιδεψε με αγάπη τον Λάμπρο για είχε καταλάβει ότι υπήρξε μια τρυφερή συνομιλία ανάμεσα στα δυο ζώα.

Δεν είχε περάσει παρά μια μόνο βδομάδα όταν η μαμά του Gordon, είδε φωτογραφίες του Λάμπρου στο φέις στην σελίδα της Μαρίας που ανακοίνωνε την οριστική επανένωση του Λάμπρου με την ευρύτερη μεγάλη του οικογένεια στην φάρμα. Φωτογραφίες με έναν ευτυχισμένο Λάμπρο που να κάνει μπάνιο στον νερόλακκο, με άλλα γουρουνάκια να τρώνε μήλα και με την χαρούμενη Μαρία, που μεγάλωσε και παρέδωσε ένα καλό ζωάκι στο φυσικό του περιβάλλον.

«Gordon, Gordon! Κοίτα!!» Πήρε το λάπ τοπ και βγήκε στο κτήμα και ο Gordon, έχωσε την μουσούδα του στην οθόνη και είδε τις φωτογραφίες του Λάμπρου.  Κούνησε την ουρά του χαρούμενος και αντάλλαξε βλέμματα κατανόησης με την μαμά του που τον κοιτούσε με μεγάλη τρυφερότητα.

Γυρίζοντας μέσα στο σπίτι, η μαμά του έγραψε στο τοίχο του face book. “ H αγάπη πάντα βρίσκει τρόπο να πλησιάσει μια καρδιά που την χρειάζεται» χωρίς πάρα πέρα εξηγήσεις.

 

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

Αγάπη παντού για πάντα και πάντα.

 

Ένα από τα καλά του να δουλεύεις σε μια μικρή πόλη και να είσαι δασκάλα, είναι το που βλέπεις τα παιδιά να μεγαλώνουν, να δουλεύουν, να κάνουν οικογένειες και  να ανανεώνουν την κοινωνία που ζεις. Αισθάνεσαι πολύ έντονα ότι τα νιάτα και η δύναμη της ζωής που προχωρά, σπρώχνει τους μεγαλύτερους στην άκρη αλλά αυτό δεν με τρομάζει. Αντίθετα με γεμίζει με μια μεγάλη συγκίνηση,με μια βαθιά χαρά. Είναι σαν η αγάπη που έχουμε για όλα αυτά τα παιδιά, να γίνεται σαν δέντρο και όσο περνούν τα χρόνια, οκορμός του να μεγαλώνει, τα κλαδιά του να απλώνονται και να φτάνουν τον ήλιο.

Πολλοί λένε για τα vibes, αλλά νομίζω ότι είναι κάτι που αφορά τον καθένα. Δηλαδή, το πως αισθάνεσαι και το πως βλέπεις γενικά την ζωή, η το πως τα συναισθήματα θέλεις να επηρεάζουν την ζωή σου. Καμιά φορά, είναι θέμα επιλογής πιστεύω.  Ίσως λόγω ιδιοσυγκρασίας, δεν μπορώ να φανταστώ μια ζωή που δεν είναι γεμάτη από δυνατά συναισθήματα. Την αίσθηση ότι ζεις την ζωή σου και την καθορίζεις εσύ το πως την βιώνεις. Δεν μπορεί να γίνει αυτό χωρίς πολύ πολύ δόση αγάπης για ότι κάνεις και τους γύρω σου.  Αν υπάρχουν κάποια μυστικά, αυτά είναι ίσως ξεχωριστά για τον καθένα. Για μένα, είναι να μην σκέφτεσαι ποτέ τα χρήματα που βγαίνουν η άλλες απολαβές, και το δεύτερο, να έχεις ένα κύκλο με πρέπει και με μη που να τον έχεις κάνει μόνη σου. Αυτό βέβαια, προυποθέτει ότι έχεις βγει από τους κύκλους που έχουν επιβληθεί από άλλους. Δεν είναι καθόλου εύκολο .. Τα πρέπει και τα μη που διαλέγεις αν δεν ισχύουν για το ευρύτερο κοντινό σου περιβάλλον, τότε χρειάζεται πολύ μεγάλη δύναμη να το κρατήσεις. Η αγάπη δεν είναι εύκολη. Θέλει μεγάλη εξάσκηση και μεγάλο και συνεχές συναισθηματικό ξεκαθάρισμα είτε το καταλαβαίνουν οι άλλοι, είτε όχι. Δεν είναι θέμα αν αξίζει τον κόπο η όχι. Είναι η εσωτερική πυξίδα που γυρίζει μόνη της προς τα εκεί που σου λέει ο βαθύτερος εαυτός σου και μερικοί απλά, κάνουν ησυχία για τον ακούσουν, και από την πρώτη φορά, δεν μπορούν να τον σιωπήσουν.

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

Γραφειοκρατία εις τον αιώνα των αιώνων αμήν...

 

Αν θυμάμαι κάτι πολύ καλά, ήταν η διαδικασία της άδειας διδασκαλίας και άδειας λειτουργίας.

Δεν μπορούσα να φανταστώ τότε ότι θα με βασάνιζαν για 30 ολόκληρα χρόνια με αυτές τις άδειες και περισσότερο αυτήν της λειτουργίας. Κάθε χρόνο, μα κάθε χρόνο, έπρεπε να κάνουμε ανανέωση και τα τελευταία χρόνια κάθε 2. Σε μια ολόκληρη ζωή όμως, συμβαίνουν πολλά. Ειδικά σε μια μάνα με μωρά παιδιά, χωρίς ιδιαίτερη βοήθεια, εκτός της πληρωμένης σε συγκεκριμένες ώρες. Κάποτε που το παιδί μου ήταν άρρωστο, έχασα τις ημερομηνίες και αναγκάστηκα να βγάλω πάλι άδεια από την αρχή. Είχα πάρει τηλ και είχα μιλήσει με 3 διαφορετικούς ανθρώπους για το τι χαρτιά θα έπρεπε να πάρω μαζί μου για να τελειώνουμε σε μια μέρα.

Αφού μετέφερα τις ώρες, κανόνισα με την νταντά, πήρα τα χαρτιά μου και πήγα στην Χαλκίδα να τακτοποιήσω το θέμα. Η πόρτα όμως ήταν κλειστή. Η υπάλληλος εκείνη τη ημέρα που είχαμε ραντεβού, δεν πήγε. Ούτε αυτή ούτε κανείς. Το γραφείο ήταν κλειστό.  Γύρισα πίσω άπραγη αλλά ψύχραιμη. Από την επόμενη μέρα, άρχισα πάλι τα τηλέφωνα για να μην έχω πάλι κάποια έκπληξη. Θυμάμαι ειδικά στο Νοσοκομείο Χαλκίδας που χρειαζόταν να καταθέσω την ακτινογραφία θώρακος,- λες και πήγαινα φαντάρος-, είχα πάρει πάνω από 5 φορές. Την επόμενη φορά το γραφείο ήταν ανοιχτό, όμως στο Νοσοκομείο μου ζήτησαν κάποια χαρτόσημα που δεν μου είχαν πει τόσες φορές που είχα πάρει τηλέφωνο. Εκείνη την ώρα που είπε ο γιατρός, "Πρέπει να ξανά έρθετε" κατέρρευσα πάνω στο γραφείο. Έκλαιγα με λυγμούς από απελπισία και κούραση, από το παράλογο που κτυπούσε πάνω μου σαν απρόσμενο χαστούκι. Ο γιατρός σάστισε και δεν ήξερε τι να κάνει για να με ηρεμήσει. Ανάμεσα στους λυγμούς του εξηγούσα πόσες φορές είχα πάρει τηλέφωνο, για το πως έχασα την προσθεσμία, για την κλειστή πόρτα.

Με λυπήθηκε στο τέλος. Άνοιξε το συρτάρι και έβαλε το χαρτόσημο μόνος του. Ήταν τόσο απλό τελικά. Και όμως, ταλαιπωρούν τον κόσμο για το τίποτα. Για να έχουν λόγο ύπαρξης τα διάφορα βύσματα των πολιτικών πίσω από γραφεία με χαρτόσημα και σφραγίδες.

Όπως τότε, την πρώτη πρώτη φορά που έπρεπε να κάνω την μετάφραση του πιστοποιητικού γλωσσομάθειας και μετά από πολλές πόρτες και ορόφους, κατέληξα σε ένα μικρό σκοτεινό γραφείο, με ένα μεγάλο τραπέζι που ήταν γεμάτο σφραγίδες. Πίσω από το γραφείο, ένας βαριεστημένος υπάλληλος πήρε χωρίς καν καλημέρα το χαρτί και αμίλητος διάλεξε μια μεγάλη σφραγίδα και το σφράγισε.

Αυτό ήταν όλο....Καμιά φορά νομίζουμε ότι αυτά που βλέπουμε σε ταινίες είναι υπερβολικά. Και όμως, δεν είναι.. Είναι η γραφειοκρατία που μέχρι και σήμερα, τόσα πολλά χρόνια μετά, δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου και συνεχίζουν να ταλαιπωρούν εμένα και τόσους άλλους για απλά και αυτονόητα πράγματα.

Ένας πίνακας ανακοινώσεων κατέβηκε ...ένα κεφάλαιο ζωής που τελειώνει...

 

Πριν πολλά πολλά χρόνια, το μακρινό 1989 ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι της διδασκαλίας. Απαραίτητο αξεσουάρ στο φροντιστήριο, ο πίνακας ανακοινώσεων.

Αυτός ο πίνακας έκανε 2 μετακομίσεις για να κατέβει για τελευταία φορά από εκεί που πρωτομπήκε με τόσα όνειρα και αγωνία  για το τι θα έφερνε το μέλλον.

Το μέλλον έφερε τόσα πολλά πράγματα, μια ζωή σε συνέχειες στην τάξη για 30 χρόνια. Αλλά αυτό που έφερε πιο πολύ τώρα που φτάνω στο τέλος της διαδρομής, είναι ένα τεράστιο φορτίο αγάπης. Ώρες ώρες πίστευα, ότι δεν θα μπορούσα να αγαπήσω άλλα παιδιά τόσο πολύ. Ότι θα συγκινούμε τόσο δυνατά σε ότι τους συμβαίνει ότι θα χωρούσε και άλλη αγάπη και άλλη υπομονή και άλλη επιμονή και άλλα όνειρα και άλλο κουράγιο.

Και όμως. Όλα αυτά ξεκινούσαν από την αρχή σε κάθε νέο μουτράκι που έμπαινε στην τάξη, σε κάθε μικρό χεράκι που έπιανε το μολύβι και άρχιζε να σχηματίζει τα γράμματα.

Και ανάλογα το πόσο γρήγορα τα μαθαίνει τόσο πιο πολύ η μηχανή των ονείρων παίρνει μπρός και φαντάζομαι το παιδί, χαρούμενο ενήλικα να ταξιδεύει, να σπουδάζει και να μιλάει αγγλικά τόσο καλά που όλοι να τον/την θαυμάζουν.

Δεν σταματώ την διδασκαλία ..όχι..όχι ακόμα, αλλά είναι πια ο δρόμος πολύ πιο λίγος μπροστά από όσο όταν κοιτάμε πίσω. Είμαι πολύ περήφανη για αυτά που βλέπω στις αναμνήσεις . Δεν είπα ψέμματα, δεν βαρέθηκα ποτέ, δεν σταμάτησα να προσπαθώ για το καλύτερο για όλα τα παιδιά με όποιο κόστος, ακόμα και αν ήταν βαρύ μερικές φορές.

Με παρέσυραν οι αναμνήσεις και ας αρχίσουμε τα πράγματα από την αρχή, από εκείνον τον μακρινό Σεπτέμβρη στα εγκαίνια στην ίδια αυλή που θέλω να κάνω έναν μικρό κήπο τώρα που τα παιδιά είναι λίγα και μοιάζει πιο πολύ από φροντιστήριο σε ένα σπίτι που απλά, γίνονται και μαθήματα.


Τέλος σχολικής χρονιάς! Game over!

 

Για άλλη μια φορά ο χρόνος μας γέλασε και νομίζαμε ότι δεν θα περάσει ποτέ αυτός ο μακρύς και  άσχημος χειμώνας.

Και όμως, πέρασε και για άλλη μια φορά ήρθε το τέλος της σχολικής μας χρονιάς που αρχίζει στις 15 Σεπτέμβρη και τελειώνει στις 15 Ιουνίου.

Έχουμε τις εξετάσεις που μετακόμισαν από Μάη για τέλος Ιουνίου, αλλά την Παρασκευή θα πούμε αντίο και ραντεβού τον Σεπτέμβρη. 

Είναι ένα γλυκόπικρο αντίο μιας και δεν ήρθαμε τόσο κοντά όσο άλλες χρονιές. Δεν μοιραστήκαμε τα βάσανα του σχολείου, δεν θάψαμε κακούς δασκάλους και άπονους καθηγητές, δεν κλάψαμε για χαμένους γκόμενους και άσπλαχνες φίλες, δεν δεν δεν...

Μαζί με αυτά δεν καλύψαμε πολλές αναγκαίες δεξιότητες αλλά τους δώσαμε ραντεβού τον Σεπτέμβρη .

Εύχομαι σε όλα τα παιδιά να περάσουν ένα πολύ πολύ όμορφο καλοκαίρι και την άλλη σχολική μας χρονιά, να την χαρούμε από κοντά μέσα στην τάξη μας.

Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

To θαύμα του τζακοφύλακα.Ένα παραμύθι για μικρά παιδάκια, η..μήπως όχι.

 



To θαύμα του τζακοφύλακα.Ένα παραμύθι για μικρά παιδάκια, η..μήπως όχι.

 

Η συνέλευση   των  φυλάκων ήταν περιπετειώδης και γεμάτη φωνές.

Πολύς κόσμος στριμωγμένος στους πάγκους που ήταν αραδιασμένοι στην μεγάλη άδεια ξυλαποθήκη στην άκρη της πόλης  .

Ο Γενάρης ήταν  ο μήνας που έδειχνε ξεκάθαρα το πόσο καλή προετοιμασία είχαν κάνει από το καλοκαίρι, αν είχαν σωστά αποθεματικά και το πόσο ρυθμισμένη  ήταν η ροή καύσης σε κάθε τζάκι , με τις καμινάδες να στέλνουν στον παγωμένο αέρα τον καπνό τους που χόρευε μαζί με τα σύννεφα, η έλιωνε το χιόνι πριν ακουμπήσει στο έδαφος.

Όμως εκείνο τον χειμώνα κάτι δεν πήγε καλά στην διανομή και όλοι έψαχναν να βρουν τον υπεύθυνο από την μια, και μια λύση από την άλλη, που θα έβαζε τα πράγματα στην θέση τους ξανά και όλοι οι άνθρωποι, να έχουν μια ζεστή γωνιά στο σπίτι με το τζάκι τους αναμμένο.

Οι φύλακες των τζακιών, κτυπούσαν τις μπότες τους με ανυπομονησία στο παγωμένο τσιμέντο της αίθουσας, τα κασκέτα τους έμπαιναν και έβγαιναν νευρικά από τα κεφάλια τους ενώ οι φωνές τους γινόντουσαν όλο και πιο δυνατές όσο περνούσε η ώρα.

Δεν βρίσκαμε ξύλα, άκουγες από εδώ.

Δεν  μπορούμε να βάλουμε τζάκι στις σκηνές, άκουγες από εκεί.

Ήταν ο χειμώνας βαρύς και ο πόλεμος  ανάμεσα στις μεγάλες αρκούδες των βουνών είχε καταστρέψει πολλά δάση.    Σαν να μην έφτανε όμως  αυτό, τα χωριά ανάμεσα στα στρατόπεδα τους είχαν αδειάσει από τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να σωθούν από τον θυμό και την μανία των άγριων αυτών θηρίων που μέσα στην μανία τους δεν υπολόγιζαν τίποτα πια.

Είχαν καταστρέψει τα μελίσσια, είχαν καταστρέψει τις καλλιέργειες των ανθρώπων, είχαν αδειάσει τις αποθήκες τους και τα  είχαν κρατήσει  για να έχουν δυνάμεις μέχρι να νικήσουν, αλλά και εκείνα σιγά σιγά τελείωναν με αποτέλεσμα να έχουμε πολλές θυμωμένες αρκούδες στα δάση , πολλούς διωγμένους ανθρώπους και κατεστραμμένα χωριά.

Μαζεύτηκαν στις άκρες των πόλεων στην πεδιάδα και εκεί οι άλλοι άνθρωποι τους έδωσαν σκηνές και πρόχειρα σπιτάκια να μείνουν μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος.

Όμως ο πόλεμος δεν τελείωσε γρήγορα και ο χειμώνας ήρθε βαρύς  .

Ο θυμός δεν αφήνει ούτε τους ανθρώπους ούτε τις αρκούδες να κοιμηθούν  και έτσι εκείνη την χρονιά δεν πήγαν για την χειμερία νάρκη που οι άνθρωποι περίμεναν πως και πως μήπως και γυρίσουν πίσω να σώσουν κάτι από τις ζωές τους, η μήπως πάλι, ξυπνήσουν οι αρκούδες την Άνοιξη και δεν θυμούνται γιατί  πολεμούσαν.

Μάταιες οι ελπίδες τους βούλιαξαν στο χιόνι, και έμειναν να κρυώνουν μέσα σε πάνινες σκηνές με τον αέρα να λυσσομανά και να φέρνει από τα βουνά τις κραυγές των αρκούδων.

Οι αρχές τους είχαν καθησυχάσει ότι οι  τζακοφύλακες  κάνουν εξαιρετική δουλειά, και ποτέ κανείς  δεν είχε παράπονο από την δουλειά τους.

Μην  ανησυχείτε, τους είπαν, Δεν πρόκειται να κρυώσει ούτε μωρό, ούτε μεγάλος , ούτε γέρος. Ούτε άντρας, ούτε γυναίκα, ούτε το ξωτικό σας, ούτε η νεράιδα σας.

Η νεραιδούλα είχε τυλίξει τα φτερά της γύρω από  το μωράκι της γυναίκας που άκουγε τις υποσχέσεις με διάπλατα μάτια, ενώ το ξωτικό που την είχε ακολουθήσει, αόρατο όπως ήταν στους ανθρώπους της πόλης, του έχωσε μια μπουνιά και ο υπεύθυνος, έπιασε το στομάχι του έκπληκτος, λέγοντας, υπάρχουν επιθετικοί ιοί, καλύτερα να πάω σπίτι γρήγορα.

Μέσα στις σκηνούλες χωρούσαν άνθρωποι ξωτικά νεράιδες και κάτι λιγοστά πραγματάκια, ίσα ίσα να θυμίζουν κάτι σαν σπίτι.

Είχε αδειάσει το δάσος από τα πλάσματα του και τα ζωάκια του είχαν πάρει και αυτά τον δρόμο της προσφυγιάς ήδη από την αρχή του πολέμου.

Κανέναν πλάσμα δεν εμπιστευόταν τον άνθρωπο, παρά μόνο ο άνθρωπος και έτσι έμειναν και εκείνοι στις σκηνές πιστεύοντας τις υποσχέσεις των άλλων ανθρώπων.

Οι τζακοφύλακες   όμως ήταν ένα περίεργο μείγμα ανθρώπων με όλα τα στοιχεία όλων των πλασμάτων, ακόμα και των ζώων.

Ήταν η φωτιά που τα έλιωνε όλα , ήταν τα βουνά και  τα δέντρα που μιλούσαν μέσα τους και ήξεραν το πώς και το πότε και από πού να κόψουν τα ξύλα, ήταν η γη που τους είχε διαλέξει για το ιερό καθήκον του δώρου της   ζεστασιάς στους ανθρώπους.

Η συνέλευση αργούσε και ο εκνευρισμός ήταν έκδηλος πια σε όλους και δεν ήταν παρά όταν ήταν ήδη όλοι έτοιμοι να τσακωθούν η να φύγουν που ο αρχιτζακοφύλακας  άνοιξε την πόρτα και όλοι σώπασαν με σεβασμό.

 

Ήταν ψηλός  και γεροδεμένος με μια άσπρη γεννιάδα μέχρι την μέση, με τα φρύδια του πυκνά πάνω από τα μαύρα σαν λαμπερό κάρβουνο μάτια του και τα χείλη του δεν έμοιαζαν παρά μια σχισμή, μια θυμωμένη , πολύ θυμωμένη  σχισμή που άρχισε αμέσως να πετάει  κατηγορίες προς όλους όσους αμφισβητούσαν την αξιοπιστία τους και την αφοσίωση στο έργο τους.

Κανείς δεν έχει την παραμικρή απόδειξη ότι  το φταίξιμο είναι δικό μας. Πρώτα οι αρκούδες  άρχισαν τον πόλεμο, μετά οι άνθρωποι έδωσαν υποσχέσεις που δεν μπορούσαν να κρατήσουν και ζητάνε από εμάς να βάλουμε την φωτιά , που;, πείτε μου που;.. Στις σκηνές, να καούν οι άνθρωποι; .. Είναι τρελοί όλοι τους, όλοι τους παλάβωσαν και αν δεν συνέλθουν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.

Ναι, ναι, έχεις δίκιο, έτσι είναι. Μουρμούρισαν οι τζακοφύλακες και περίμεναν την συνέχεια.

Όμως  ο αρχιτζακοφύλακας, πιο ήρεμος τώρα, κατέβασε το κεφάλι και είπε.

Δεν ήμαστε εμείς αυτοί που θα μπορέσουμε να πείσουμε τις αρκούδες να σταματήσουν τον πόλεμο, ούτε μπορούμε να πείσουμε τους ανθρώπους να ανοίξουν τα σπίτια τους και να τα μοιραστούν με όσους ήρθαν από το δάσος.  Είναι άδικο να μας κατηγορούν, αλλά πρέπει να τους πούμε τις ευθύνες τους και να μην τα ρίχνουν σε μας.

Χμ,χμ…Ακούστηκε μια φωνή..Μπορώ να πω κάτι.

Όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον πιο νέο τζακοφύλακα της συνέλευσης.

Ήταν ένα παιδί , ένα αγοράκι με το πιο γλυκό χαμόγελο στον κόσμο και το βλέμμα του ήταν τόσο πολύ γελαστό που η  νεραιδούλα του ποτέ δεν εγκατέλειπε τον ώμο του και ας καρβουνιαζόταν που και που.

Έχεις καμιά ιδέα νεαρέ μου.

 Ρώτησε ο αρχιτζακοφύλακας.

 Ναι, απάντησε ο μικρούλης, στρίβοντας το καπέλο του στα χεράκια του.

Σκέφτομαι, αν αντί για να μαζεύουμε τα ξύλα , να  τα χτίζαμε σε μεγάλες αίθουσες, σαν και αυτή, και βάζαμε τζάκια γύρω γύρω, θα χωρούσαν οι άνθρωποι των σκηνών μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος και γυρίσουν στο χωριό τους.

ΜΑ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΔΟΥΛΕΙΑ.

Ακούστηκαν φωνές από την αίθουσα, όμως ο αρχιτζακοφύλακας τους σταμάτησε.

Έχει δίκιο το παιδί, είπε με αποφασιστικότητα.

Μήπως είναι δουλειά των αρκούδων να είναι ξύπνιες τέτοια εποχή;  Μήπως είναι δουλειά των ζώων να τρέχουν σε ξένα δάση;  Μήπως είναι δουλειά των ξωτικών να ζουν μακριά από τα δέντρα και των νεράιδων μακριά από τις πηγές;

H, μήπως είναι δουλειά των ανθρώπων να μας κατηγορούν επειδή δεν μπορούν να προστατέψουν το είδους τους;

Ε, λοιπόν και εμείς θα κάνουμε ότι είπε ο μικρός, και όσο καιρό το χτίζουμε, ας φροντίζουν μόνοι τους την φωτιά τους .

ΩΩΩΩΩΩΩΩΩ, Φώναξαν όλοι έκπληκτοι.. Μόνοι τους…είπαν σαν υπνωτισμένοι..

Όπως το βλέπω, συνέχιζε  ο αρχιτζακοφύλακας, αφού δεν το θεωρούν ιερό για όλους τους ανθρώπους, θα μπορούμε και μεις να τους θεωρούμε, το υπόλοιπο από τους άλλους  που θα μπορούν και χωρίς την φροντίδα μας για λίγο.

Ναι, έχεις δίκιο..Φωνές ενθουσιασμού γέμισαν την αίθουσα και αμέσως άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για το που θα έχτιζαν την νέα αίθουσα.

Τελικά δεν το σκέφτηκαν και πολύ μιας και ο χώρος στην μέση των σκηνών ήταν αρκετά μεγάλος.

Οι άνθρωποι μαζεύτηκαν στην αρχή με περιέργεια, μετά με ενθουσιασμό και όλοι μαζί, άρχισαν να κουβαλούν τα ξύλα, να τα κάνουν τοίχους χοντρούς και ζεστούς, με πάτωμα στέρεο και μεγάλα τζάκια και στις τέσσερις πλευρές.

Ήταν τόσο ενθουσιασμένοι και παρασυρμένοι από την επιτυχία τους που γρήγορα έχτισαν και μια άλλη, για να παίζουν τα παιδιά και να βρίσκουν ησυχία οι μεγάλοι.

Οι νεραιδούλες  χόρευαν τριγύρω, τα ξωτικά έφερναν νερό, οι μικροί τζακοφύλακες διάλεγαν τα καλύτερα ξύλα και οι μεγαλύτεροι έδιναν συμβουλές για το χτίσιμο.

Είχαν ήδη τελειώσει και οι οικογένειες  άρχισαν να συγυρίζουν τα υπάρχοντα τους ενώ  μεγάλες φωτιές άρχισαν να ανάβουν και τα παιδιά επιτέλους να ζεσταίνονται πρώτη φορά εδώ και μήνες.

Εν τω μεταξύ, οι άνθρωποι στην πόλη έκπληκτοι, είδαν τις φωτιές τους να σβήνουν, τους σωρούς από ξύλα στην αυλή τους να εξαφανίζονται και ανάστατοι άρχισαν να ψάχνουν να δουν τι είχε συμβεί.

Ρώτησαν στο δημαρχείο αλλά τους είπαν ότι  ο δήμαρχος είχε πάει για ξύλα στο βουνό, έτσι άρχισαν να πηγαίνουν και αυτοί.

Άρχισαν να κόβουν αδέξια τα ξύλα, τα πριόνια πήραν μπρος και ο θόρυβος τους τρόμαξε τα πουλιά που πέταξαν μακριά από τις κορφές των δέντρων.

Δεν είχαν καιρό να καλέσουν σε συνάντηση τους τζακοφύλακες, ούτε να αναλύσουν  το πώς  και το γιατί, μιας και ο χιονιάς κατέβαινε απειλητικός και έπρεπε να προλάβουν  πριν τους κλείσει το χιόνι στο βουνό. Πρόσεχαν για τις αρκούδες και οι περιπολίες τους ειδοποιούσαν αν υπήρχε κίνδυνος.

Ευτυχώς όλα πήγαν καλά και πρόλαβαν να γυρίσουν στο σπίτι τους με αρκετά ξύλα για να περάσουν το κύμα του χιονιά.

Όταν εκείνο ήρθε τους  βρήκε όλους με ζέστα και οι τζακοφύλακες ήταν πολύ περήφανοι που βρήκαν τρόπο να κρατούν ζεστούς  όλους τους ανθρώπους τους, όπως και οι άνθρωποι ήταν περήφανοι που κατάφεραν να κάνουν μόνοι τους κάτι τόσο σημαντικό όπως να κρατήσουν ζεστή την οικογένεια τους.

Οι αρκούδες κοιτούσαν από ψηλά της καμινάδες να καπνίζουν και κύματα ζεστού αέρα έφτανε μέχρι σε αυτές  με την μυρωδιά του καμένου ξύλου να γεμίζει τα ρουθούνια τους.

Στάθηκαν  μέσα στο χιόνι και αναλογίστηκαν γιατί στο καλό δεν είναι  στην ζεστή τους σπηλιά να κοιμούνται και να περιμένουν την άνοιξη.

Τι κατάφεραν παρά να διώξουν την ζωή από το δάσος και τι να το κάνουν αφού δεν έμεινε τίποτα από όσα αγαπούσαν;

Ήταν πολύ κουρασμένες για να αποφασίσουν τι να κάνουν και έτσι αποφάσισαν να κάνουν ανακωχή και να πάνε όλες για ύπνο.

Λίγος ύπνος πάντα βοηθάει, ειδικά όταν χιονίζει, είπε ο αρχηγός και απεσταλμένος αρκούδος νύσταζε αρκετά για να διαφωνίσει.

Το χιόνι απλώθηκε παντού και η νύχτα σκέπασε τα πλάσματα της.  Την Άνοιξη η ζωή θα είχε άλλη μια ευκαιρία να δείξει ότι μπορεί να είναι δημιουργική και πάντα ανίκητη.

 

 

 

 

 

 

στις Δεκεμβρίου 30, 2016 1 σχόλιο:   

Παιδικό ποιηματάκι. Άνοιξη.

 



Παιδικό ποιηματάκι. Άνοιξη.



Χοπ χοπ χοπ

 Οι γλάροι χορεύουν τσα τσα 

Στην άμμο

 και στην ακροθαλασσιά.


Φλαπ φλαπ και δύο φλοπ

 Οι κύκνοι λικνίζονται

 πάνω στο νερό. 

Βουτούν και τινάζουν το κεφαλάκι

 από εκεί και από εδώ.

 Και ένα ψαράκι 

δεν κολυμπάει πια στο κύμα 

και στον βυθό.


Φρουτ φρουτ φρουτ 

μέσα στο δέντρο το σκιερό 

Στα φρέσκα φύλλα και στον καρπό


Μια φωλίτσα μικρή

 σαν μια γροθιά

 Το σπιτάκι θα είναι για τα πουλιά.


Η Άνοιξη έχει φωνή 

και μας μιλά

 μέσα από την θάλασσα

 μέσα από τα δέντρα

και τα φυτά. Με τα πουλιά

Η νεράϊδα της οκλαής. Παραμύθι για παιδάκια και γιαγιάδες.

 

Η νεράϊδα της οκλαής.

 


" Γιαγιά, πιστεύεις στις νεράϊδες?" ρώτησε η Μυρτώ καθισμένη στο καρεκλάκι δίπλα στον σοφρά όπου τα φύλλα άνοιγαν σχεδόν μαγικά από την αεικίνητη γιαγιά της.
"Η καλύτερη νεράϊδα, κρύβεται μέσα στην οκλαή" της είπε με νόημα και συνέχισε να ανοίγει την ζύμη σε έναν ολοστρόγγυλο κύκλο μέχρι που έγινε ένα διάφανο στρογγυλό τραπεζομάντηλο πάνω στον σοφρά.

Η Μυρτώ την παρακολουθούσε σκεφτική και έφερνε ξανά και ξανά στο μικρό της μυαλουδάκι την φράση της γιαγιά της.

"Μα πως είναι δυνατόν να έχει η οκλαή νεράιδα?Τα βιβλία που της διάβαζε η μαμά της το βράδυ, έλεγαν για αέρινες νεράϊδες, ψηλές και λιγερόκορμες, με μαλλιά που ανέμιζαν στον άνεμο και στολισμένα με λουλουδένια στεφάνια.

Έλεγαν για τις νεράίδες των ποταμών και του δάσους, ακόμα και της θάλασσας , αλλά ποτέ για πράγματα και τόσο...μα τόσο..πεζά όπως η οκλαή.

Άλλωστε η Μυρτώ , μπορεί να το έκρυβε από όλους ,αλλά όχι και από τον εαυτό της , ότι την φοβόταν και λίγο την οκλαή.

"Θα σε πάρω δυο βόλτες με την οκλαή να μάθεις εσύ!" της έλεγε  απειλητικά πότε πότε η μαμά της, όταν δεν καθόταν να διαβάσει τα μαθήματα της η όταν δεν έλεγε που πήγαινε να παίξει και όλοι έβγαιναν στους δρόμους να την ψάξουν, μέχρι να την δουν να γυρίζει αμέριμνη και αναψοκοκκινισμένη από το παιχνίδι στις γειτονιές.

 

Εκείνο το Πάσχα όμως, η Μυρτώ βασάνιζε το επτάχρονο μυαλουδάκι της με τον γρίφο των ξωτικών και των νεραίδων.

Στην ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας πίστευαν, τα παραμύθια ήταν γεμάτα, οι ιστορίες που έλεγε ο παππούς από τότε που ήταν μικρός στο χωριό διαβεβαίωναν την ύπαρξη τους, όμως στο κατηχητικό ο παπά Φώτης το είχε ξεκόψει μια και έξω.."Αυτά είναι πράγματα που διαβόλου  και να μην σας ξανακούσω να τα λέτε! " της είπε απότομα και αμέσως ξεκίνησε να τους περιγράφει τον ιστορία του δράκου και του Άϊ Γιώργη.

"Πάτερ!" τον διέκοψε η Μυρτώ. "Υπάρχουν τελικα΄οι δράκοι πράγματι?"

Το βλέμμα του παπά  Φώτη την έκανε να μαζευτεί στην καρέκλα της και να κρυφτεί πίσω από την Ελένη που ποτέ δεν έφερνε αντιρρήσεις και κυρίως , ποτέ δεν έκανε ενοχλητικές ερωτήσεις.

 

Η μυρωδιά της ψημένης πίτας γέμισε το σπίτι και το τυράκι που έλιωνε μύριζε τόσο προκλητικά που η Μυρτώ άρπαξε μια γωνίτσα και την τράβηξε με λαιμαργία.

Η γιαγιά της έτεινε την οκλαή απειλητικά .."Να έχεις υπομονή! Θα καείς! Και κοίτα να δεις! Μην νευριάζεις την νεράϊδα! 

 

Για άλλη μια φορά μαζεύτηκε η Μυρτούλα φοβισμένη στην γωνιά της.

 

Το βράδυ ονειρεύτηκε μια στρογγυλή νεραϊδούλα να ξεπηδάει μέσα από την οκλαή και να πετάει γύρω από το κεφάλι της.

Τα  φτερά της άγγιζαν το ένα το άλλο, τα μαλλιά της ένα με το στρογγυλό της πρόσωπο ,τα χέρια μπερδεμένα και αυτά ενώ συνέχισε να πετά σε κύκλους και να της λέει με μια λεπτή και μελωδική φωνή..." ζήτησες και ήρθα και θα μείνω μαζί σου για πάντα και πάντα!"

 

H Mυρτώ πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένη και φοβισμένη από το όνειρο που δεν  ήξερε αν έπρεπε να το πει εφιάλτη και έκανε πολύ ώρα μέχρι να μπορέσει να κοιμηθεί ξανά αφού στο τέλος την πήρε το παράπονο μιας και από όλες τις όμορφες νεράϊδες που είχε φανταστεί και είχε δει στα βιβλία , εκείνης της έτυχε η ολοστρόγγυλη της οκλαής.

 

Την άλλη μέρα δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω της και την έσπρωξε μάλιστα με το δάκτυλο να δει αν γίνει κάποιο  απρόσμενο θαύμα , αλλά τίποτα, Όλα στην θέση τους και η οκλαή με λίγα ξεραμένα ζυμαράκια που δεν έλεγαν να βγουν.

 

Τα χρόνια πέρασαν και το όνειρο ξεχάστηκε. 

Η Μυρτώ μεγάλωσε και έμαθε να κάνει πίτες, κουλουράκια, ψωμάκια, το ένα καλύτερο από το άλλο.

Όλοι είχαν να πουν έναν καλό λόγο για την επιδεξιότητας της και για την μοναδική μαστοριά της.Η οκλαή , η ίδια οκλαή της γιαγιάς της , στα δικά της χέρια τώρα, άνοιγαν τα φύλλα σαν τραπεζομάντηλα πάνω στον σοφρά.

Η δική της εγγονή καθόταν τώρα στο σκαμνάκι δίπλα της και την παρακολουθούσε να ανοίγει το ένα φύλλο μετά το άλλο.

"Γιαγιά, πιστεύεις στις νεράίδες?" 

Γύρισε και κοίταξε με έκπληξη το μικρό κοριτσάκι που ήταν στην ηλικία της όταν είχε κάνει την ίδια ερώτηση στην δική της γιαγιά.

Kαι τότε κατάλαβε το τι ήθελε να πει η γιαγιά της  τόσα χρόνια πίσω στον ψεύτη χρόνο, που όλο λέει ότι δεν περνάει και όμως φεύγει τόσο γρήγορα. Τόσο γρήγορα που αν  αφαιρεθείς λίγο νομίζεις ότι είσαι εσύ που κάθεσαι στο σκαμνάκι και όχι η εγγονή σου.

Αναστέναξε η Μυρτώ , σκούπισε τα χέρια της και αγκάλιασε  τη μικρή Μυρτώ. " Ναι μωρό μου, πιστεύω στις νεράϊδες και οι καλύτερες είναι στα πράγματα που μας κάνουν να μοιραζόμαστε αγάπη και προκοπή"

Η μικρούλα ευχαριστήθηκε με την απάντηση της και έπιασε ένα ζυμαράκι να κάνει την δική της μικρή πιτούλα.

Το βράδυ εκείνο, μετά από 50 ολόκληρα χρόνια, η νεράϊδα της οκλαής, ξαναήρθε στον ύπνο της Μυρτώς.

Πετούσε όπως και τότε όλο τριγύρω και την ρώτησε και την μελωδική της φωνή.

"Θέλεις να μείνω και μαζί με την Μυρτούλα?"

"Δεν θα μπορούσα να ζητήσω τίποτα καλύτερο αγαπημένη μου νεράϊδα" της απάντησε η Μυρτώ και χαμογέλασε γαλήνια στον ύπνο της.

 

"Το βήμα του χορού που έμεινε πίσω" Ένα παραμύθι για παιδιά.

 




 

Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένα βήμα χορού που ήρθε στον κόσμο μαζί με ένα  κοριτσάκι  την ώρα που άλλαζε ο χρόνος  και τα  δευτερόλεπτα έτρεχαν να ξεφύγουν από τον παλιό και να προφτάσουν τον νέο.

Πάνω στο τελευταίο δευτερόλεπτο  του χρόνου το βήμα έμεινε για ένα κλάσμα του εκατομμυριοστού του εκατοστού λίγο αναποφάσιστο πριν μπλεχτεί στο ποδαράκι της μικρούλας .

Το ρολόι κτύπησε 12, και βήματα πολλά σύρθηκαν γύρω του. Φοβήθηκε μη μπλεχτεί σε λάθος πόδια και άρπαξε το μεγάλο δάκτυλο της μπεμπούλας. Κρύφτηκε εκεί ανάμεσα στο μεγάλο και στον μέσο και άκουγε φωνούλες να σκεπάζουν την κούνια του μωρού.

Να ζήσει ευτυχισμένο, έλεγε η μία.

Πάντα καλότυχο, συμπλήρωνε μια άλλη. Ευχαριστώ ,ευχαριστώ πολύ, απαντούσε η κουρασμένη φωνή της μανούλας ενώ η  νεογέννητη μπέμπα γουργούριζε και τίναζε τα ποδαράκια της σαν να ήθελε να χορέψει τον πρώτο της χορό.

Μαζί  τιναζόταν και το βήμα τρομαγμένο και  μόνο έξω από το σώμα που θα το φιλοξενούσε, παγιδευμένο στο μοιραίο εκείνο εκατομμυριοστό της αλλαγής του χρόνου.

Χρόνια πολλά, καλή χρονιά, έλεγαν τώρα οι φωνές και άκουγε φιλιά να έρχονται από ψηλά, εκεί  από όπου οι μεγάλοι έσταζαν βλέμματα αγάπης στο μωρό.

Οι  ώρες περνούσαν , το μωρό ξυπνούσε και έπινε το γάλα του, γουργούριζε ξανά και ξανά μέχρι να βρει τον δικό του ρυθμό και μαζί με αυτόν, τα βήματα που χορού μπερδεύονταν στα ποδαράκια του που τινάζονταν χορευτικά όταν έπαιζε, όταν έβλεπε όνειρα, όταν έκφραζε την χαρά του, την αγωνία του, την ανυπομονησία του, ακόμα και την οργή του όταν κάποιο μεγάλο χέρι το έπιανε άγαρμπα η το ζούλαγε σαν μια φούσκα νερό για να δει το προς τα πού θα μαζευτεί το νερό.

Οι μέρες , οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν γρήγορα και το κοριτσάκι έμαθε να περπατά , να τρέχει να σκαρφαλώνει, να σχηματίζει μικρές πατουσίτσες στην άμμο το καλοκαίρι και αγγελάκια στο χιόνι τον χειμώνα.

Το προσωπάκι της έμοιαζε σαν ένας ήλιος που έλαμπε πάντα με τα χρυσαφένια της  ατίθασα μαλλιά να πετάγονται σαν τις αχτίνες του μέσα από τις κορδέλες, ενώ τα ματακάκια της σαν την καλοκαιρινή θάλασσα λαμπίριζαν από το εσωτερικό της φως και την φλόγα που έκρυβαν τα βήματα χορού που όσο περνούσαν τα χρόνια ζητούσαν επίμονα να αναλάβουν τον έλεγχο των κινήσεων της.

Από τα πρώτα παιχνίδια στην αγκαλιά της μαμάς και τα πρώτα τραγούδια, μέχρι και το νήπιο που άρχισαν να μπλέκονται με τα βήματα των άλλων παιδιών, τα βήματα που χορού της αναζητούσαν το βήμα που έλειπε και είχε μείνει μόνο του και παραπονεμένο να περιμένει την ιδανική στιγμή να πιαστεί και αυτό με όλα τα άλλα, εκεί ανάμεσα στο μεγάλο δάκτυλο και στον μέσο.

Του φώναζαν και το καλούσαν αλλά η αόρατη κουρτίνα του χρόνου έμενε πάντα αδιαπέραστη και συμπαγής προξενώντας μεγάλο πόνο στο αποκλεισμένο βήμα.

Πότε πότε, όταν η μικρούλα κοιμόταν τολμούσε να ξεφύγει από την κρυψώνα του και να δοκιμάζει μόνο του να βρει τον ρυθμό του. Την μια μπορεί να ακολουθούσε τα βήματα κάποιου άλλου μέσα στο σπίτι, την άλλη της μουσικής που ακουγόταν από το ραδιόφωνο η την τηλεόραση, όμως η αγωνία του να μην χαθεί μακριά από την μικρούλα ήταν τόσος μεγάλος που ποτέ δεν μπορούσε πραγματικά να αφεθεί και να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο μακριά της.

Παρόλα αυτά μάθαινε και εκείνο τον κόσμο και τους χιλιάδες ήχους  που θα μπορούσαν να ταιριάξουν με κάποιο συναίσθημα. Μάθαινε το νόημα των λέξεων που θα μπορούσαν να μπουν σε ένα τραγούδι, να περιγράψουν μια ιστορία . Μάθαινε την φύση και τα πλάσματα της  στις εκδρομές και τις βόλτες της μικρούλας  . Έμαθε για τα βήματα που έχουν τα πουλιά πριν να πετάξουν από την φωλιά τους για πρώτη φορά, έμαθε για τον ρυθμό που τρέχουν οι αλεπούδες όταν κυνηγούν το βράδυ όπως και τον φοβισμένο χορό των θηραμάτων τους  που έτρεχαν να ξεφύγουν μακριά τους.

Όσο πιο πολύ περνούσαν τα χρόνια , τόσο πιο ασφαλές αισθανόταν το βήμα να απομακρύνεται από το κορίτσι  μιας είχε μάθει πια τους δρόμους  και τους τρόπους να γυρίζει πάντα πίσω χωρίς να χάνεται και η στεναχωριέται τόσο πολύ.

Άλλωστε σαν βήμα χορού, μπορούσε να βρίσκει δρόμους μέσα από τα συναισθήματα που με τον καιρό έμαθε με το όνομα τους. Φόβος, ανησυχία ελπίδα σιγουριά, δύναμη απελπισία μοναξιά , ανυπομονησία προσμονή ,χαρά λύπη ακόμα και χαρμολύπη, όλα είχαν ένα όνομα , όλα ανήκαν παντού και όλα συνδέονταν με μια αόρατη αλυσίδα που δεν έσπαγε ποτέ και πάνω της το βήμα ακολουθούσε τον ρυθμό της ζωής.

Το κορίτσι μεγάλωσε , έγινε μια όμορφη κοπέλα που βρήκε τα βήματα του έρωτα της  και εκείνη όπως και η μητέρα της θα έφερνε στον κόσμο το δικό της παιδί στην αλλαγή του χρόνου.

Σε εκείνα τα δευτερόλεπτα της αλλαγής του χρόνου όπου το νέο μωρό ερχόταν στο κόσμο, το βήμα βρήκε το κενό στον χρόνο και πήδηξε την τελευταία στιγμή για να συναντήσει τα υπόλοιπα βήματα που είχε αφήσει πίσω τόσα χρόνια πριν.

Τα βήματα συναντήθηκαν και ξεπροβόδησαν όλα μαζί  τα βήματα του μωρού προσέχοντας να μη ξεμείνει κανένα πίσω πάλι , και η αλήθεια είναι ότι ποτέ οι νοσοκόμες δεν είχαν ξαναδεί την ζωή να υποδέχεται μωρό με τόσο ρυθμό και χορευτικές κινήσεις.

 

 

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...