Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

3 μικρά παραμυθάκια.

 O πρίγκηπας Παραμή και η πριγκίπισσα Θάκη. Για μικρά αλλά και μεγάλα ...παιδιά.

Μια φορά και έναν καιρό, που ο καιρός ήταν πολύ πριν και αρκετά μετά, σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ήρεμα και ευτυχισμένα ο πρίγκηπας Παραμή .
Ο πρίγκηπας Παραμή μπορεί να μην ήταν φιλόδοξος, αλλά εκτιμούσε ότι  άφησαν οι προηγούμενοι και διοικούσε με την δύναμη του στρατού του και την δικαιοσύνη των νόμων του.
Οι υπήκοοι του δεν είχαν κανένα παράπονο και έσκυβαν με σεβασμό στο πέρασμα του.
Τους εξασφάλιζε μια ζωή που μπορούσαν να κάνουν όνειρα και ο κύκλος της ζωής τους δεν διακοπτόταν συνήθως με κάποιο βίαιο τρόπο.


Αν και τα καλοκαίρια ήταν ζεστά και οι χειμώνες ήπιοι, μια παγωνιά είχε τρυπώσει εκείνο το Φθινόπωρο στην καρδιά του Παραμή.
Τα χρόνια περνούσαν και το γκρίζο αντικαθιστούσε σιγά σιγά το βαθύ μαύρο χρώμα στα μαλλιά . Η μοναξιά του μεγάλωνε κάθε μέρα και πιο πολύ . Μεγάλωνε τόσο που δεν έβρισκε πια παρηγοριά στα χαμόγελα και τις ζεστές κουβέντες των υπηκόων του, ούτε στα δώρα των καλών του γειτόνων.
Η πριγκίπισσα που θα του ζέστανε την καρδιά δεν είχε έρθει ακόμα στον δρόμο του και είχε πια πειστεί πως μάταια περίμενε το ιδανικό του ταίρι.

Όπως γίνεται και τούτον το καιρό, έτσι γινόταν και τότε που ο καιρός ήταν πολύ πριν και αρκετά μετά, τα ξαφνικά που φέρνουν το καλό, αλλάζουν την ζωή μας και η απογοήτευση μετατρέπεται σε ελπίδα.

'Ηταν σε μια από τις τυπικές επισκέψεις στο εργοστάσιο υφαντουργίας που είδε μια όμορφη κοπέλα να εξετάζει μερικά υφάσματα.
Έσκυψε το κεφάλι μπροστά στον Παραμή και οι όμορφες της μπούκλες της σκέπασαν το πρόσωπο.

Ο γλυκός αέρας του πρωινού έφερνε αρώματα από τους γύρω λόφους και ήταν λες και όλες του οι αισθήσεις του ψιθύριζαν ότι αυτό ήταν το πεπρωμένο του.

Την ρώτησε το όνομα της και του απάντησε, Θάκη.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και η Θάκη συστήθηκε από τον Παραμή από μεγάλο μπαλκόνι του παλατιού του στους υπηκόους του ,σαν την πριγκίπισσα τους.
Ο κόσμος φώναξε ζήτω, γελούσε και χαιρόταν με την χαρά του πρίγκηπα τους, ευγνωμονούσαν και την καλή τους τύχη που η Θάκη ήταν πάντα τόσο καλή και ευγενική με όλους.
 Κάθε μέρα από τότε που έγινε ζευγάρι με τον Παραμή, νοιαζόταν και φρόντιζε όσους είχαν ανάγκη, όσους της ζητούσαν συμβουλές, όσους είχαν μια πληγωμένη καρδιά και πονεμένη ψυχή.

Ο λαός ήταν χαρούμενος γιατί ένας ικανοποιημένος λαός δεν έχει εμπάθεια για τον τίμιο πρίγκηπα του. Δεν ζηλεύει τα πάρα πάνω πλούτη δεν αναρωτιέται για την δική του μοίρα. Ο λαός που δέχεται την φροντίδα και την αγάπη , την δικαιοσύνη και την συμπόνοια, κάνει προσευχές να έχει ο πρίγκηπας τους πολλά πολλά χρόνια ζωής και προσωπική ευτυχία.

Πράγματι, οι ευχές τους εισακούστηκαν και σε λίγους μήνες η Θάκη γέννησε ένα πανέμορφο μωρό.
Ένωσαν τα ονόματα τους και τον έβγαλαν Παραμηθάκη.

Έτσι ο Παραμηθάκης μεγάλωνε γαλήνια σε μια εύφορη γη και δροσερά ποτάμια. Μάθαινε να παίζει με όλα τα παιδιά στους λόφους και την ακροθαλασσιά και οι μεγάλες σάλες ήταν πάντα γεμάτες από τα παιδιά που τιτίβιζαν σαν τα πουλιά στα δέντρα.

Και έζησαν αυτοί καλά και εκείνοι ακόμα καλύτερα. Χωρίς κακούς, χωρίς δράκους, χωρίς αδικίες και μίσος.
Βλέπεις δεν ήταν παρά τότε που ο καιρός ήταν πολύ πριν και αρκετά μετά, και τα παραμύθια διαρκούσαν μια ολόκληρη ζωή.

στις Μαΐου 13, 2016 Δεν υπάρχουν σχόλια:   


Παρασκευή, 22 Απριλίου 2016

Η νεράϊδα της οκλαής.

 

" Γιαγιά, πιστεύεις στις νεράϊδες?" ρώτησε η Μυρτώ καθισμένη στο καρεκλάκι δίπλα στον σοφρά όπου τα φύλλα άνοιγαν σχεδόν μαγικά από την αεικίνητη γιαγιά της.
"Η καλύτερη νεράϊδα, κρύβεται μέσα στην οκλαή" της είπε με νόημα και συνέχισε να ανοίγει την ζύμη σε έναν ολοστρόγγυλο κύκλο μέχρι που έγινε ένα διάφανο στρογγυλό τραπεζομάντηλο πάνω στον σοφρά.

Η Μυρτώ την παρακολουθούσε σκεφτική και έφερνε ξανά και ξανά στο μικρό της μυαλουδάκι την φράση της γιαγιά της.

"Μα πως είναι δυνατόν να έχει η οκλαή νεράιδα?Τα βιβλία που της διάβαζε η μαμά της το βράδυ, έλεγαν για αέρινες νεράϊδες, ψηλές και λιγερόκορμες, με μαλλιά που ανέμιζαν στον άνεμο και στολισμένα με λουλουδένια στεφάνια.

Έλεγαν για τις νεράίδες των ποταμών και του δάσους, ακόμα και της θάλασσας , αλλά ποτέ για πράγματα και τόσο...μα τόσο..πεζά όπως η οκλαή.

Άλλωστε η Μυρτώ , μπορεί να το έκρυβε από όλους ,αλλά όχι και από τον εαυτό της , ότι την φοβόταν και λίγο την οκλαή.

"Θα σε πάρω δυο βόλτες με την οκλαή να μάθεις εσύ!" της έλεγε  απειλητικά πότε πότε η μαμά της, όταν δεν καθόταν να διαβάσει τα μαθήματα της η όταν δεν έλεγε που πήγαινε να παίξει και όλοι έβγαιναν στους δρόμους να την ψάξουν, μέχρι να την δουν να γυρίζει αμέριμνη και αναψοκοκκινισμένη από το παιχνίδι στις γειτονιές.

 

Εκείνο το Πάσχα όμως, η Μυρτώ βασάνιζε το επτάχρονο μυαλουδάκι της με τον γρίφο των ξωτικών και των νεραίδων.

Στην ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας πίστευαν, τα παραμύθια ήταν γεμάτα, οι ιστορίες που έλεγε ο παππούς από τότε που ήταν μικρός στο χωριό διαβεβαίωναν την ύπαρξη τους, όμως στο κατηχητικό ο παπά Φώτης το είχε ξεκόψει μια και έξω.."Αυτά είναι πράγματα που διαβόλου  και να μην σας ξανακούσω να τα λέτε! " της είπε απότομα και αμέσως ξεκίνησε να τους περιγράφει τον ιστορία του δράκου και του Άϊ Γιώργη.

"Πάτερ!" τον διέκοψε η Μυρτώ. "Υπάρχουν τελικα΄οι δράκοι πράγματι?"

Το βλέμμα του παπά  Φώτη την έκανε να μαζευτεί στην καρέκλα της και να κρυφτεί πίσω από την Ελένη που ποτέ δεν έφερνε αντιρρήσεις και κυρίως , ποτέ δεν έκανε ενοχλητικές ερωτήσεις.

 

Η μυρωδιά της ψημένης πίτας γέμισε το σπίτι και το τυράκι που έλιωνε μύριζε τόσο προκλητικά που η Μυρτώ άρπαξε μια γωνίτσα και την τράβηξε με λαιμαργία.

Η γιαγιά της έτεινε την οκλαή απειλητικά .."Να έχεις υπομονή! Θα καείς! Και κοίτα να δεις! Μην νευριάζεις την νεράϊδα! 

 

Για άλλη μια φορά μαζεύτηκε η Μυρτούλα φοβισμένη στην γωνιά της.

 

Το βράδυ ονειρεύτηκε μια στρογγυλή νεραϊδούλα να ξεπηδάει μέσα από την οκλαή και να πετάει γύρω από το κεφάλι της.

Τα  φτερά της άγγιζαν το ένα το άλλο, τα μαλλιά της ένα με το στρογγυλό της πρόσωπο ,τα χέρια μπερδεμένα και αυτά ενώ συνέχισε να πετά σε κύκλους και να της λέει με μια λεπτή και μελωδική φωνή..." ζήτησες και ήρθα και θα μείνω μαζί σου για πάντα και πάντα!"

 

H Mυρτώ πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένη και φοβισμένη από το όνειρο που δεν  ήξερε αν έπρεπε να το πει εφιάλτη και έκανε πολύ ώρα μέχρι να μπορέσει να κοιμηθεί ξανά αφού στο τέλος την πήρε το παράπονο μιας και από όλες τις όμορφες νεράϊδες που είχε φανταστεί και είχε δει στα βιβλία , εκείνης της έτυχε η ολοστρόγγυλη της οκλαής.

 

Την άλλη μέρα δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω της και την έσπρωξε μάλιστα με το δάκτυλο να δει αν γίνει κάποιο  απρόσμενο θαύμα , αλλά τίποτα, Όλα στην θέση τους και η οκλαή με λίγα ξεραμένα ζυμαράκια που δεν έλεγαν να βγουν.

 

Τα χρόνια πέρασαν και το όνειρο ξεχάστηκε. 

Η Μυρτώ μεγάλωσε και έμαθε να κάνει πίτες, κουλουράκια, ψωμάκια, το ένα καλύτερο από το άλλο.

Όλοι είχαν να πουν έναν καλό λόγο για την επιδεξιότητας της και για την μοναδική μαστοριά της.Η οκλαή , η ίδια οκλαή της γιαγιάς της , στα δικά της χέρια τώρα, άνοιγαν τα φύλλα σαν τραπεζομάντηλα πάνω στον σοφρά.

Η δική της εγγονή καθόταν τώρα στο σκαμνάκι δίπλα της και την παρακολουθούσε να ανοίγει το ένα φύλλο μετά το άλλο.

"Γιαγιά, πιστεύεις στις νεράίδες?" 

Γύρισε και κοίταξε με έκπληξη το μικρό κοριτσάκι που ήταν στην ηλικία της όταν είχε κάνει την ίδια ερώτηση στην δική της γιαγιά.

Kαι τότε κατάλαβε το τι ήθελε να πει η γιαγιά της  τόσα χρόνια πίσω στον ψεύτη χρόνο, που όλο λέει ότι δεν περνάει και όμως φεύγει τόσο γρήγορα. Τόσο γρήγορα που αν  αφαιρεθείς λίγο νομίζεις ότι είσαι εσύ που κάθεσαι στο σκαμνάκι και όχι η εγγονή σου.

Αναστέναξε η Μυρτώ , σκούπισε τα χέρια της και αγκάλιασε  τη μικρή Μυρτώ. " Ναι μωρό μου, πιστεύω στις νεράϊδες και οι καλύτερες είναι στα πράγματα που μας κάνουν να μοιραζόμαστε αγάπη και προκοπή"

Η μικρούλα ευχαριστήθηκε με την απάντηση της και έπιασε ένα ζυμαράκι να κάνει την δική της μικρή πιτούλα.

Το βράδυ εκείνο, μετά από 50 ολόκληρα χρόνια, η νεράϊδα της οκλαής, ξαναήρθε στον ύπνο της Μυρτώς.

Πετούσε όπως και τότε όλο τριγύρω και την ρώτησε και την μελωδική της φωνή.

"Θέλεις να μείνω και μαζί με την Μυρτούλα?"

"Δεν θα μπορούσα να ζητήσω τίποτα καλύτερο αγαπημένη μου νεράϊδα" της απάντησε η Μυρτώ και χαμογέλασε γαλήνια στον ύπνο της.

 

 

στις Απριλίου 22, 2016 Δεν υπάρχουν σχόλια:   


Κυριακή, 27 Μαρτίου 2016

Ο Λύκος και τα 7 κατσικάκια σε νέα έκδοση. Παραμύθι.

Μια φορά και ένα καιρό, στην άκρη ενός  μικρού  χωριού  πάνω στην Όχη στην Νότια Εύβοια που το έλεγαν Άνεμο, ζούσε μια κατσικούλα με τα επτά κατσικάκια της.
Ο μπαμπάς τράγος, είχε πάει στην άλλη άκρη του βουνού να μαζέψει σπάνια φυτά που άρεσαν πολύ στα κατσικάκια, και έτσι η κατσικούλα είχε μείνει μόνη να προσέχει τα κατσικάκια.
Οι μέρες περνούσαν και τα εφόδια λιγόστευαν και όσο και να μην ήθελε να τα αφήσει μόνα τους, στο τέλος το πήρε απόφαση ότι έπρεπε να πάει στο χωριό να αγοράσει ότι χρειαζόταν .
Τα μάζεψε τα κατσικάκια και τους εξήγησε για ακόμα μια φορά να προσέχουν τον λύκο, να μην ανοίξουν την πόρτα σε καμιά περίπτωση και να περιμένουν υπομονετικά μέχρι να γυρίσει.

"Εντάξει μαμά"! Φώναξαν τα κατσικάκια και χαρούμενα άκουσαν το κλειδί να γυρίζει 3 φορές .
Άρχισαν να χορεύουν να πηδάνε εδώ και κει, να πετάνε μαξιλάρια το ένα στο άλλο, και να κάνουν τις συνηθισμένες σκανταλιές που κάνουν όλα τα μικρά όταν είναι μόνα τους στο σπίτι.


Εν τω μεταξύ ενώ η μαμά κατσίκα απομακρυνόταν, ο λύκος που παρακολουθούσε το απομακρυσμένο σπίτι τους , άρχισε να ξερογλείφεται μιας και θεωρούσε δεδομένο το καλύτερο γεύμα εδώ και καιρό.
Η μόνη του απορία ήταν το πιο κατσικάκι να φάει πρώτο και πιο να αφήσει για το τέλος.
Έτσι πήγε καμαρωτός καμαρωτός, και κτύπησε την πόρτα.
"Ανοίξτε μικρά μου! γύρισα! Είμαι η μαμά σας!"

Tα κατσικάκια δεν τον άκουσαν αμέσως γιατί έπαιζαν και φώναζαν, και έτσι ο λύκος αναγκάστηκε να φωνάξει δυνατότερα, αλλά έτσι η φωνή του έγινε ξεκάθαρο στα κατσικάκια ότι ήταν ο λύκος και φώναξαν όλα μαζί,
"Φύγε κακιέ λύκε! Φύγε !"


Θύμωσε ο λύκος και γύρισε να φύγει φουρκισμένος, σκεπτόμενος το πως θα ξεγελάσει τα  κατσικάκια. ΄Έτσι πήγε στο πρώτο σπίτι  που συνάντησε και βούτηξε από την απλωταριά μια ρόμπα και ένα μαντήλι. Τα φόρεσε και προσπάθησε ξανά να ξεγελάσει τα κατσικάκια.
"Τοκ τοκ τοκ" κτύπησε την πόρτα.
"Ποιος είναι" φώναξαν τα κατσικάκια μιας και είχαν εξαντληθεί από το παιχνίδι και είχαν ηρεμήσει.
"Εγώ είμαι ! η μαμά σας! γύρισα!"
Το μικρότερο έβαλε το κεφαλάκι του στο πάτωμα και είχε την μαύρη πατούσα του λύκου και όλα μαζί φώναξαν για άλλη μια φορά,
"Φύγε κακιέ λύκε! φύγε!"

"A να χαθείτε παλιοκατσικάκια! Δεν πρόκειται να μου γλυτώσετε! θα σας φάω!" Φώναξε ο λύκος και τα κατσικάκια αγκαλιάστηκαν και άρχισαν να τρέμουν από τον φόβο τους. Μετά, έβαλαν ακόμα μια καρέκλα πίσω από την πόρτα και έλεγξαν για άλλη μια φορά το παράθυρο.

Ο λύκος γύριζε ανάμεσα στις αστοιβιές και από τα νεύρα του δεν πρόσεχε που πατούσε και γέμισε αγκάθια που τον νευρίαζαν ακόμα πιο πολύ. Στο τέλος εξαντλημένος κάθισε να ξεκουραστεί πάνω σε μια πέτρα που του άφησε μια ασπρίλα στην πατούσα του.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και το σκοτάδι δεν θα αργούσε να σκεπάσει τον κόσμο , και τότε του ήρθε η ιδέα να πασπαλίσει την μουσούδα του και τις πατούσες του με άσπρη σκόνη και να ξαναβάλει την ρόμπα και το μαντήλι για να ξεγελάσει τα κατσικάκια.
Ενθουσιασμένος από την ιδέα, ξέχασε τον πόνο από τα αγκάθια και έτρεξε για άλλη μια φορά στο κατώφλι του μικρού σπιτιού.
"Τοκ τοκ τοκ"
"Ποιος είναι?"
"H μαμά σας! γύρισα! ανοίξτε μικρά μου! Σας έφερα πολλά δώρα!"

Τα κατσικάκια ενθουσιάστηκαν και κοίταξαν από το παράθυρο, κοίταξαν κάτω από την πόρτα και ξεγελάστηκαν πράγματι από το μασκάρεμα του λύκου. Άνοιξαν την πόρτα χαρούμενα και ενθουσιασμένα για τα δώρα που πίστευαν ότι θα έβλεπαν μπροστά τους. Αντί για αυτό, είδαν τον λύκο να πετάει την ρόμπα και το μαντήλι και να πατάει με την μαύρη του πατούσα την ουρά του ενός, ενώ άρπαζε με την άλλη του το άλλο.
Το ένα μετά το άλλο, τα κατσικάκια, όσο και να προσπαθούσαν να γλυτώσουν την κακή τους μοίρα, χάθηκαν μέσα στο μεγάλο στόμα του λύκου, εκτός από το μικρό που κρύφτηκε στο μεγάλο ρολόι κούκο που ήταν και οικογενειακό κειμήλιο και το είχαν λαδώσει την προηγούμενη βδομάδα.


Κρύφτηκε και έτρεμε και η καρδούλα του κτυπούσε τόσο δυνατά που μπέρδεψε το κτύπημα του ρολογιού με την καρδιά του και δεν ήξερε ποιος χτύπος ήταν ποιος!
"Αχ μανούλα μου που είσαι?" Έκλαιγε από τον φόβο του, έκλαιγε για τα αδέλφια του, έκλαιγε για την μαμά του , έκλαιγε και μετάνιωνε που ζήτησε από τον πατέρα του να πάει να του φέρει τα νόστιμα χορταράκια που του άρεσαν τόσο πολύ.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο λύκος έφυγε. Μια ησυχία απόκοσμη απλώθηκε στο ανάστατο σπίτι και το τικ τακ του ρολογιού ήταν η μόνη του παρηγοριά.
Πάνω στο τελευταίο χτύπο του 8, άκουσε επιτέλους την τρομαγμένη φωνή της μαμάς του.
"Που είστε κατσικάκια μου! Θε μου τι έγινε?"
"Aχ μανούλα μου! ήρθες!" Άνοιξε την πορτούλα του ρολογιού και έτρεξε να αγκαλιάσει την μαμά του το μικρό μας κατσικάκι και μετά της είπε με το νι και με το σίγμα το πως τους ξεγέλασε ο κακός ο λύκος.
Η κατσικούλα μας όμως δεν έχασε την ψυχραιμία της. Άνοιξε το κουτί με τα ραπτικά, πήρε ένα ψαλίδι, πήρε και πολύ κλωστή , γερή γερή, και τράβηξε μαζί με το κατσικάκι να πηδάει ανήσυχο από πίσω της, να βρει τον λύκο
Πράγματι τον βρήκε να κοιμάται του καλού καιρού  δίπλα στο ποταμάκι κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι.


Η κατσικούλα με αποφασιστικές κινήσεις, άνοιξε την κοιλιά του λύκου και ένα ένα με την σειρά, πετάχτηκαν έξω τα κατσικάκια της που την αγκάλιασαν και την φιλούσαν.
"Αφήστε τα αυτά τώρα! Μαζέψτε πέτρες να γεμίσουμε την κοιλιά του λύκου!"
Πράγματι τα κατσικάκια μάζεψαν πολλές πετρούλες και σιγά σιγά γέμισαν την κοιλιά του λύκου και μετά η κατσικούλα την έραψε καλά καλά, και μετά , με δυο τρις δυνατές σπρωξιές, κύλησαν τον λύκο μέχρι που έπεσε στο ποτάμι!


Αφού τον είδαν να βυθίζεται και να σταματούν οι φυσαλίδες, πήραν τον δρόμο στο φως του φεγγαριού να γυρίσουν στο σπίτι τους, όπου εξαντλημένοι από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες την ημέρας , τακτοποίησαν τα ψώνια και έπεσαν για ύπνο.

Την άλλη μέρα το πρωί, και ενώ η κατσικούλα έφτιαχνε τον χυλό για το πρωινό των μικρών της, ένα άνθρωπος της κτύπησε την πόρτα.
"Παρακαλώ?" ρώτησε με απορία η κατσικούλα, αφού οι άνθρωποι απέφευγαν να πλησιάζουν τα σπιτάκια που ήταν στις άκρες του χωριού και ζούσαν κατσικούλες.
"Με συγχωρείται για την ενόχληση κυρία κατσίκα" είπε ο άνθρωπος που ήταν μια κοπελίτσα πολύ μεγάλη για τα χρόνια της κατσίκας γύρω στα 30. Η κατσικούλα πάντα ήταν περίεργη για το τι κάνουν τόσα χρόνια ζωής οι άνθρωποι αλλά θεώρησε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να λύσει τις απορίες της. Έτσι λοιπόν ρώτησε ευγενικά τι ήθελε στην πόρτα της πρωί πρωί.

"Ξέρετε  κυρία κατσίκα, είμαι από τον ΑΡΤΟΥΡΟ και ψάχνω τον λύκο που ζει εδώ γύρω. Μήπως τον είδατε?"
Ξεροκατάπιε η κατσικούλα και είπε ένα αφηρημένο .."παρακαλώ? δεν ξέρω τι εννοείται"
"Να σας εξηγήσω" άρχισε η άνθρωπος και της είπε ότι ο λύκος ανήκει στα είδη προς εξαφάνιση και το τοπικό γραφείο είχε αναλάβει την καταγραφή τους και παρακολουθούσαν την διαβίωση τους.

"Τι ακριβώς εννοείται ,με το ..διαβίωση"? ψέλλισε η κατσικούλα και έκανε νόημα τα κατσικάκια που εκείνη την ώρα άρχισαν να μαζεύονται γύρω από το τραπέζι, να πάνε ξανά στο δωμάτιο τους και να μείνουν εκεί.
Τα κατσικάκια ήταν τόσο φοβισμένα που δεν τόλμησαν να βγάλουν έστω ένα κιχ και εξαφανίστηκαν αμέσως.
"Tι ωραία ανατροφή τους έχετε δώσει! μπράβο σας κυρία κατσίκα!" "Ευχαριστώ πολύ" απάντησε η κατσικούλα, και μετά ρώτησε κάπως ανήσυχη.."Και τι τρώει ο λύκος που σας ενδιαφέρει τόσο πολύ?"
"Τρώει λαγούς, πουλιά, κότες..." τέτοια πράγματα, αλλά πολλά ζώα χάθηκαν στις φωτιές, και τα θηράματα λιγόστεψαν για τον καημένο τον λυκούλη μου!" είπε η άνθρωπος και αναστέναξε λυπημένη..
Η κατσικούλα κατάπιε, ξεροκατάπιε την περιέργεια της αλλά στο τέλος ρώτησε την άνθρωπο.."και αν κάποιος τον έχει σκοτώσει"?
"A πα πα!! μην λέτε τέτοια λόγια κυρία κατσικούλα! Αν τον πιάσω θα πεθάνει στην φυλακή! Είναι έγκλημα , δεν το ξέρεται?"
"Τι να ξέρω και γω..μια απλή και αδύναμη κατσικούλα είμαι. Αν τον δώ θα σας ειδοποιήσω.."συμπλήρωσε ευγενικά αλλά αποφασιστικά οδήγησε στην έξοδο την άνθρωπο που έψαχνε τον λυκούλη της, τον ίδιο λύκο που είχε φάει το ένα μετά το άλλο τα μικρά της κατσικάκια.

Είχαν φάει πια το φαγητό τους, και έλεγαν για άλλη μια φορά το πως τους ξεγέλασε ο κακός ο λύκος, όταν είδαν από το παράθυρο μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων να περνάει έξω από το παράθυρο της.
Γεμάτη περιέργεια άνοιξε την πόρτα να δει τι στο καλό κάνουν στην γειτονιά της ακόμα μια φορά οι άνθρωποι. Ο κύκλος άνοιξε και πάνω σε ένα φορείο ήταν ο λύκος λιπόθυμος αλλά ακόμα ζωντανός.
Η άνθρωπος που τον έψαχνε είχε οργανώσει ομάδα με τους φιλόζωους του χωριού και είχαν οργώσει όλη την πλαγιά μέχρι που τελικά τον βρήκαν. Όλα της τα είπε με περηφάνια όταν την είδε να προσπαθεί να καταλάβει του τι συμβαίνει.. "Ναι ναι..."πρόσθεσε η κατσικούλα.."μπράβο μπράβο..μόνο πρόσεξε να μην τον αφήνεις νηστικό..γιατί αυτός..ουυυυυ  μέχρι και πέτρες τρώει από την πείνα του!"

στις Μαρτίου 27, 2016 Δεν υπάρχουν σχόλια:   

Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείουBlogThis!Μοιραστείτε το στο Twitter

"Ο κ.Λαγοπόντης και η Κυρά Μάρω."

 


Παρασκευή, 20 Απριλίου 2018

"Ο κ.Λαγοπόντης και η Κυρά Μάρω."

 Μια φορά και ένα καιρό, σε ένα σκιερό δάσος αλλά με μεγάλα λιβάδια, ζούσε ένα χαριτωμένο μικρό άσπρο λαγουδάκι με μαύρα αυτάκια.
Ήταν τόσο χαριτωμένο που αν και έκανε ένα σωρό αταξίες , πάντα βρισκόταν κάποιος να τον σώσει, να τον δικαιολογήσει ακόμα και να πάρει πάνω του τα λάθη και να πληρώνει τις ζημιές που προκαλούσε στις φωλιές των άλλων που υπήρχαν τριγύρω .

Το μικρό λαγουδάκι  στο τέλος είχε πιστέψει ότι ήταν ο βασιλιάς του κόσμου και τίποτα και ποτέ δεν θα μπορούσε να του χαλάσει την διάθεση του και να αποτρέψει τα σχέδια του για περισσότερες σκανταλιές και αταξίες.

Όμως έρχεται το πλήρωμα για όλους και όλα. Έτσι και στην περίπτωση του ήρθε η ώρα που στο λιβάδι ήρθε ένας μεγάλος λαγός.
Είχε γυρίσει όλα τα λιβάδια του δάσους και είχε φέρει μαζί του μεγάλους θησαυρούς.
Όταν άκουσε τα παράπονα για τις ζημιές του Λαγοπόντη, έτσι έλεγαν το λαγουδάκι, θύμωσε πάρα πολύ και αποφάσισε να το συνετίσει.

Ο Λαγοπόντης προσπάθησε να τον καλοπιάσει, να του κάνει κοπλιμέντα και να του πάει δώρα, αλλά ο κυρ Πλατοαυτιάς είχε ήδη μάθει ότι όλα αυτά δεν είναι παρά ένα θέατρο και ήταν πολύ αυστηρός και απότομος μαζί του.
Του απαγόρευσε να γυρίζει κοντά στην φωλιά του και έκλεισε όλες τις τρύπες και τα λαγούμια που είχε σκάψει για να περνάει απαρατήρητος και ο Λαγοπόντης κόντευε να σκάσει.
Σκέφτηκε να αλλάξει την συμπεριφορά του και να κάνει πονηριές σαν την αλεπού.
Όμως πως είναι δυνατόν να κάνει ένα λαγουδάκι την αλεπού?


Ένα λαγουδάκι μπορεί να είναι τόσο πονηρό όσο ένα λαγουδάκι. Ποτέ δεν θα γίνει αλεπού, όπως και η αλεπού δεν θα γίνει ποτέ άγρια σαν την τίγρη ,γιατί η τίγρη είναι τίγρη και η αλεπού αλεπού ενώ το λαγουδάκι όσα όνειρα και να κάνει για βρει τρόπους αλεπουδίσιους , το μόνο που θα βρει θα είναι την αλεπού να το περιγελά και να θέλει να το φάει.

Ο Λαγοπόντης είχε βρει τον μάστορα του και όσο περνούσε ο καιρός τόσο ξεθάρρευαν και οι υπόλοιποι και έβλεπαν το πως τους κορόϊδευε τόσο καιρό ο Λαγοπόντης .
Σιγά σιγά ο Πλατοαυτιάς απέκτησε τον σεβασμό των πληθυσμού και άρχισε να βάζει τάξη στο λιβάδι.
Όσο πιο πολύ τάξη έμπαινε, τόσο πιο πολύ ο Λαγοπόντης έμενε μόνος του και φυσούσε ξεφυσούσε χωρίς να μπορεί να βρει τρόπο να γυρίσει στις παλιές του συνήθειες.

Μια μέρα ενώ ο ήλιος έλαμπε και τα χορταράκια κιτρίνιζαν στο καλοκαιρινό αεράκι , η αλεπού βρέθηκε στο λιβάδι να μυρίζει τις εισόδους των λαγουμιών χωρίς να βρει ούτε δείγμα από τα λαγουδάκια. Όλα είχαν πάει επίσκεψη στο διπλανό λιβάδι για να δείξουν το πόσο καλά τα είχαν καταφέρει με την καθοδήγηση του Πλατοαυτιά. Ο μόνος που είχε μείνει πίσω ήταν ο Λαγοπόντης που είχε σκάψει βαθιά βαθιά και είχε χωθεί μέσα για να μη βλέπει ούτε το φως ούτε τίποτα και ήταν έτοιμος να κρατήσει την αναπνοή του μέχρι να σκάσει !
Τότε άκουσε τον βηματισμό της αλεπούς που όσο περνούσε η ώρα και δεν έβρισκε κανέναν έτρεχε πιο ελεύθερα τριγύρω.
Έφτανε υπόκωφος μέχρι το βάθος του λαγουμιού του και τότε ο Λαγοπόντης πήγε κοντά στο στόμιο του λαγουμιού και ξεφύσηξε τόσο δυνατά που μερικά χώματα πετάχτηκαν και τράβηξαν την προσοχή της αλεπούς.


Ενώ η κυρά Μάρω πλησίασε την μουσούδα της στο στόμιο της τρύπας, ο Λαγοπόντης έριχνε τα τοιχώματα του διπλανού τούνελ , που του το είχε  μισογκρεμίσει ο Πλατοαυτιάς . Το έδαφος υποχώρησε και η αλεπού βρέθηκε να πέφτει μέσα σε μια μεγάλη τρύπα . Το βάρος της έριξε ακόμα 2 χωρίσματα στα τούνελ και η αλεπού μας σαστισμένη προσπαθούσε να καταλάβει πως τα καλά του καθουμένου, βρέθηκε έτσι παγιδευμένη.
Όταν τελικά σήκωσε το κεφάλι της, είδε την χαριτωμένη φατσούλα του Λαγοπόντη να την κοιτάει περιπαιχτικά και να της τραγουδάει με αναίδεια:
Αχ κυρά Μάρω σε έπιασα
και σε έβαλα στην φάκα
και τώρα ο Πλατοαυτιάς
θα φύγει μάνι μάνι
αφού όλοι θα δούνε
ότι είμαι εγώ τζιμάνι!

Η Κυρά Μάρω δεν κάθισε να αναλύσει το ποίημα παρά άρχισε να σκέφτεται το πως θα τον ξεγελάσει για να βγει από την τρύπα που είχε πέσει.

"ΑΑΑΑ! Του είπε  με νάζι...." Πως φαίνεσαι ότι είσαι ξεχωριστός από όλους τους άλλους! Ο πιο όμορφος και σίγουρα ο πιο έξυπνος για να μη πω και ο πιο γενναίος αφού σε άφησαν μόνο να φυλάς ολόκληρο λιβάδι!"

"Nαι, είμαι ο πιο γενναίος! " Περηφανεύτηκε ο Λαγοπόντης και για μια στιγμή ονειρεύτηκε τον εαυτό του με μια γυαλιστερή πανοπλία  και ένα μεγάλο σπαθί !

¨Και σίγουρα θα είσαι και το πιο δυνατό ,χωρίς αμφιβολία! Αν και φαίνεσαι αδύναμο και μικρούλη!χμμμ!"

" Τι χμμμ!"  Θορυβήθηκε  ο Λαγοπόντης! " Είμαι πολύ δυνατός!"

" Ε, τότε για τράβα αυτό το κλαδί μέχρι σε μένα! Πιστεύω ότι μπορείς βέβαια, αλλιώς δεν θα σε άφηναν μόνο να παλέψεις με όποιον θα ερχόταν να σας κλέψει τις φωλιές, αλλά και πάλι, αν δεν το δω πως να το πιστέψω! Είναι που μοιάζεις τόσο απροστάτευτος!! "

" Φυσικά και μπορώ" Φύσηξε ξεφύσηξε και τράβηξε με όλη του την δύναμη και άλλη τόση που βρήκε κρυμμένη στην μανία του να εντυπωσιάσει την αλεπού.
Η Αλεπού άρπαξε με τα δόντια της το κλαδί, σύρθηκε έξω από την τρύπα και και τίναξε τα χώματα από την κοκκινωπή της γούνα.

Ο Λαγοπόντης άρχισε να φοβάται και να μετανιώνει αλλά ήταν ήδη αργά.
Η Τελευταία του σκέψη  θα ήταν το πόσο είχε μετανιώσει που δεν είχε πάει στο λιβάδι με τους άλλους ,αν εκείνη την ύστατη ώρα δεν ορμούσαν 2 φίλοι του  ασβοί να αφήσουν την βρώμα τους πάνω στην αλεπού και εκείνη άρχισε να τρέχει να σωθεί και να μπορέσει να πάρει μια αναπνοή.

Όταν η καρδιά του μπήκε πάλι στην θέση της, ευχαρίστησε τους ασβούς και άρχισε να καταστρώνει σχέδια για το πως θα παρουσίασε την ιστορία της αλεπούς χωρίς το ντροπιαστικό τέλος.

Άλλωστε οι ασβοί, ποτέ δεν ήταν και πολύ υπολήψημοι στην κοινωνία τους και ο Πλατοαυτιάς είχε απαγορεύσει στα μικρά να παίζουν μαζί τους.



Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΚΑΙ ΚΑΡΑΜΕΛΙΤΑ

 


 ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΚΑΙ ΚΑΡΑΜΕΛΙΤΑ

Μέρος 1

Μια φορά και έναν καιρό, στο βασίλειο της Καλοχαράς, γεννήθηκε η πιο μικρή πριγκίπισσα του βασιλείου από την μαμά Καλομοίρα και τον μπαμπά Καλότυχο.

Το παραμύθι μας, η μάλλον, η ιστορία μας, θα μπορούσε να ξεκινά έτσι και να τελειώνει στην επόμενη φράση, με το , "Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα" γιατί τι θα μπορούσε να πάει στραβά σε μια ιστορία που έγινε στην χώρα της Καλοχαράς σε μια πριγκίπισσα από την μαμά Καλομοίρα και ένα μπαμπά που τον λένε Καλότυχο? Τίποτα θα σκεφτεί κάποιος και λογικά δεν θα είχε άδικο.

Όμως η ζωή κρύβει πολλές τούμπες, αναμπουμπούλες, φουσκοθαλασσιές απότομες καταιγίδες και ξαφνικά μπουρίνια, που μπορεί ξαφνικά και σε μια στιγμή να στείλει κάποιον από την χώρα της Καλοχαράς στην χώρα της Κακιάς Ώρας ,εκεί που κάνει κουμάντο η βασίλισσα Κακομοίρα ο βασιλιάς Κακότυχος και αναστατώνει όλο το παλάτι από τα πεισματικά κλάματα της η πριγκίπισσα Καραμελίτα.

Ας γυρίσουμε όμως πάλι στην χαρούμενη στιγμή που γεννήθηκε η μικρούλα Ζαχαρούλα, και όλες οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα να σκορπίσουν παντού τα καλά νέα.

Όλοι ήταν τόσο χαρούμενοι και ευτυχισμένοι για τον ερχομό της πιο μικρής πριγκίπισσας στο βασίλειο γιατί οι καλοκάγαθοι κάτοικοι χαιρόντουσαν πάντα με την χαρά του άλλου και δεν έχαναν ευκαιρία να γελάσουν και ανταλλάξουν ευχές πάντα με την καλή τους την κουβέντα.

¨Στο καλό!" 'Ελεγαν,  και με χαμόγελο ξεπροβόδιζαν κάποιον!  "Καλημέρα! Καλησπέρα!" "Καλώς τον! Καλωσόρισες!" "Κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό" και πολλές άλλες εκφράσεις και λέξεις έλεγαν για να δείξουν την καλή τους διάθεση και την αγάπη τους για τον διπλανό τους.

Πόσο τυχερή ήταν η μικρή μας πριγκίπισσα που γεννήθηκε ανάμεσα σε τόσο καλομίλητους ανθρώπους που δεν στενοχωρούσαν ούτε πλήγωναν ποτέ ο ένας τον άλλον! 

Η μαμά Καλομοίρα, πετούσε στους επτά ουρανούς και στα μάτια φτερούγιζαν όλες οι ελπίδες και τα όνειρα για την μικρή της Ζαχαρούλα, ενώ ο μπαμπάς της είχε πάντα χρόνο να παίξει μαζί της λίγο μέσα στην μέρα και να την βάλει για ύπνο το βράδυ. Έτσι πέρασαν πέντε  όμορφα και ευτυχισμένα χρόνια.

Το βασίλειο της Καλοχαράς, δεν ήταν πλούσιο αλλά είχε αρκετές πεδιάδες για να καλλιεργούν ότι χρειαζόντουσαν, λίγα δάση, δυο μικρά βουνά χωρίς εκπλήξεις και φόβους, και πολλές πολλές όμορφες παραλίες με την πιο όμορφη θάλασσα για κολύμπι και παιχνίδια στο νερό για τα παιδιά, όλο το καλοκαίρι.

Οι Καλοχαρήτες δεν ήθελαν τίποτα πάρα πάνω και μετά τόσα πολλά χρόνια ειρήνης και ηρεμίας ,δεν πίστευαν πια ότι θα γινόταν κάτι που θα τάραζε την ηρεμία τους.

Αλλά όπως πάντα,  η μοίρα κτυπά όταν δεν το περιμένεις.

Ήταν ένα απομεσήμερο της τρίτης Αυγούστου. Μια Αυγουστιάτικη μέρα με πολύ παιχνίδι δίπλα στο κύμα, με κάστρα που ποτέ δεν στέριωναν οι τοίχοι, και τάπερ που ποτέ δεν έκλειναν. Μια αυγουστιάτικη μέρα που το παιχνίδι δίπλα στην ακροθαλασσιά ποτέ δεν ήταν αρκετό, και οι φωνές των μαμάδων ποτέ δεν ακουγόντουσαν. Αυτή την μέρα ήταν που κανείς δεν πρόσεξε μια κουκίδα τόση δα στο ορίζοντα. Κανείς δεν έδωσε σημασία σε μια εφημερίδα που πέρασε σαν αεροπλάνο πάνω από ένα σπίτι, η τα λίγα φύλλα που παράσυρε κάποιο αεράκι.

Όμως η κουκίδα μεγάλωσε και όλο κύκλωνε το κύμα, όλο σήκωνε άσπρο αφρό και θάλασσα μαζί, μέχρι που φούσκωσε και έγινε ένα τρομερό τέρας που εγκυμονούσε φόβο και καταστροφή. Τα παιδιά σταμάτησαν να παίζουν και κοιτούσαν με δέος τον ανεμοστρόβιλο που όλο και πλησίαζε, οι μαμάδες ανάστατες μάζευαν τα παιχνίδια  τις πετσέτες και τα ρούχα των παιδιών, ενώ σιγά σιγά όλοι όσοι στην παραλία  άρχισαν να μαζεύουν ομπρέλες και καρέκλες και να τρέχουν στην ασφάλεια του αυτοκινήτου τους. Έτσι και η μαμά Καλομοίρα με όλη την παρέα, κρατώντας τα παιδιά σφιχτά από το χέρι προσπαθούσαν να φτάσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο δικό τους αυτοκίνητο. Ένα λεπτό πριν γυρίζει το κλειδί και μισό μέχρι να ακουστεί το κλικ που ξεκλειδώνει, η Ζαχαρούλα είχε ελευθερωθεί από το χέρι της μαμάς και είχε σηκώσει τα χεράκια της ψηλά ενώ άφοβα κοιτούσε τον ανεμοστόβιλο που σήκωνε την άμμο. Και ήταν εκείνη την στιγμή που ο αέρας ρούφηξε μαζί με την άμμο την Ζαχαρούλα και την σήκωσε ψηλά πάνω από τα ανοιχτά χέρια της μαμάς της που είχαν απλωθεί μέσα στον χαμό για να την κρατήσουν, πάνω από το αυτοκίνητο και στο τέλος πάνω από τα σπίτια και τους λόφους. Γυρνούσε γύρω γύρω μαζί με τις νερό και τα ψάρια που ήταν και κείνα κατάπληκτα και σπαρταρούσαν στο κενό πάνω από την Καλοχώρα μέχρι που βγήκαν από τα σύνορα και τράβηξαν στο κέντρο της χώρας της Κακιάς Ώρας, και εκεί , σιγά σιγά εξασθένησε και λες ένα αέρινο χέρι ακούμπησε μαλακά μαλακά την Ζαχαρούλα στον κήπο που έπαιζε η Καραμελίτα, η μικρή της βασίλισσας Κακομοίρας.

Και ενώ στο βασίλειο της Καλοχώρας υπήρχε κλάμα και οδυρμός για τον χαμό της Ζαχαρούλας, στην χώρα της Κακιάς Ώρας, είχε ξημερώσει μια καλή μέρα και όλα φαινόντουσαν διαφορετικά. Η Καραμελίτα έτρεξε προς το μέρος της Ζαχαρούλας και χωρίς καν να αναρωτηθεί με έκπληξη για το αν είναι καλά και το πως έφτασε εκεί, της ζήτησε τον λόγο για την προσγείωση της στον κήπο. " Είναι δικός μου ο κήπος!" φώναξε και με δύναμη κτύπησε το πόδι της στο έδαφος. "Να φύγεις αμέσως! Δεν θέλω να παίξουμε μαζί!" "Μα έρχομαι από τα σύννεφα και σου έφερα και ψάρια !" είπε ψύχραιμα η Ζαχαρούλα και άρχισε να αδειάζει τις τσέπες της από τα μικρά ψαράκια που είχαν σηκωθεί μαζί της στην μεγάλη αέρινη φυσούνα.

 

ΜΕΡΟΣ 2

Η Καραμελίτα άρχισε να τρέχει προς το σπίτι της φωνάζοντας "Μαμά μπαμπά, ένα κοριτσάκι κατέβηκε από τον ουρανό και έχει στις τσέπες της ψάρια!"

Η μαμά της βγήκε από το σπίτι τρέχοντας γιατί είχε δει τον ανεμοστρόβιλο αλλά δεν περίμενε ποτέ το τι θα της είχε αφήσει στην αυλή της. Πήγε κοντά στην Ζαχαρούλα και αντί να την καθησυχάσει, της είπε με στριμμένο ύφος. "Ποια είσαι? Πως σε λένε? Να έρθουν οι γονείς σου αμέσως να σε πάρουν"

"Με λένε Ζαχαρούλα,η μαμά μου είναι η Καλομοίρα και ο μπαμπάς μου ο Καλότυχος" είπε όσο μπορούσε πιο ήρεμα η Ζαχαρούλα ενώ τα κοτσίδια της είχαν χαλάσει και κρεμόντουσαν σαν λυπημένα αυτιά κούνελου πάνω από τα αυτιά της.

Ο κήπος ήταν μεγάλος περιτριγυρισμένος με ένα ψηλό μαντρότοιχο με πολλές μαραμένες και απεριποίητες τριανταφυλλιές .Πάνω στα αγκάθια της πιο κοντινής πιάστηκε η κορδέλα της Ζαχαρούλας και ενώ προσπάθησε να την φτάσει ένα αγκάθι της τρύπησε το δακτυλάκι και μια σταγόνα αίμα έπεσε στο ξερό χώμα. Πόσα να αντέξει πια ένα μικρό κοριτσάκι? Τα ματάκια της θόλωσαν από τα δάκρια, τα χειλάκια της σούρωσαν και σωριάστηκε απελπισμένη στο έδαφος φωνάζοντας την μαμά της.

Ασυγκίνητη η κ.Κακομοίρα, έκανε αέρα με το χέρι της να διώξει την ζέστη που την περικύκλωνε , ρώτησε την Ζαχαρούλα αν θυμάται το τηλ της μαμάς της η του μπαμπά της.

« Μα είμαι ένα τόσο δα μικρό κοριτσάκι , που να θυμάμαι τόσους πολλούς αριθμούς» είπε κλαίγοντας η Ζαχαρούλα, “αλλά “ πρόσθεσε, «Αν πάρετε τηλέφωνο τον βασιλιά θα στείλει αμέσως να με πάρουν γιατί είμαι η πιο μικρή πριγκίπισσα» .

«Α χα! Ώστε έτσι λοιπόν!. Μια μικρή πριγκίπισσα από την Καλοχαρά! Θα μας μολύνεις το περιβάλλον! Καραμελίτα! Γρήγορα πάμε να πάρουμε τηλέφωνο!» Είπε επιτακτικά η Κακομοίρα και η Καραμελίτα έτρεξε στο κατόπι της. Με έκπληξη η Ζαχαρούλα είδε την τριανταφυλλιά που είχε στάξει το χεράκι της, να ζωηρεύει και τα τριαντάφυλλα να μυρίζουν ένα υπέροχο άρωμα που έφτασε μέχρι την καρδιά της μικρούλας και την ζέστανε σαν ένα ποτήρι ζεστό γάλα και το χάδι της μαμάς της πριν την πάρει ο ύπνος.

Σιγά σιγά, όλος ο κήπος άνθισε, και τα λουλούδια γύρισαν προς το μέρος της λες και της μιλούσαν.

Η Ζαχαρούλα σηκώθηκε και χάιδεψε όλα τα λουλούδια αγκάλιασε όλους τους κορμούς των δέντρων και προσπάθησε να πιάσει μέχρι και τα πιο ψηλά κλαδιά.

Ήταν σαν να της μιλούσαν και εκείνη άκουγε αυτήν την σιωπηλή πολυλογία των φυτών.

Δεν είχε περάσει πάνω από μισή ώρα όταν ξαναφάνηκε στον κήπο η κ.Κακομοίρα με ένα κύριο που ολοφάνερα ήταν σωφέρ.

«Πήρα τηλέφωνο και σε περιμένουν στα σύνορα να σε παραλάβουν. Εμπρός, φεύγεις αμέσως», της είπε η κ.Κακομοίρα χωρίς καν να προσφέρει ένα ποτήρι νερό στο κουρασμένο παιδί.

Ακολούθησε τον σωφέρ στο μεγάλο αυτοκίνητο και μαζεύτηκε στο πίσω κάθισμα αμίλητη και φοβισμένη. Ανυπομονούσε να φτάσει στην μαμά της και στους καλούς ανθρώπους της χώρας της. Ήταν ολοφάνερο ακόμα και σε ένα τόσο μικρό παιδί σαν την Ζαχαρούλα ότι η καλοσύνη μπορεί να εκτιμηθεί από τα πλάσματα της φύσης εκτός από όσους ζουν στην χώρα της κακιάς Ώρας. Αλλιώς δεν θα είχαν για βασίλισσα την κ.Κακομοίρα ούτε για βασιλιά τον κ.Κακότυχο.

Αφού πέρασαν τις πεδιάδες και τα βουνά που χώριζαν τις δυο χώρες, έφτασαν στα σύνορα όπου με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της, την περίμενε η μαμά της μαζί με τον μπαμπά και πολύ κόσμο που είχε ανησυχήσει πάρα πολύ για την  υγεία της μικρούλας τους.

Όταν άνοιξε η πόρτα ξεχύθηκε σαν τον σίφουνα και κρύφτηκε στην αγκαλιά της μαμάς της. Την έσφιγγε σφικτά σφικτά όπως κρατούσε τα χρωματιστά μπαλόνια που της αγόραζαν κάθε καλοκαιρινή βραδιά και ονειρευόταν έναν ουρανό πολύχρωμο και μπαλονιένιο πριν κοιμηθεί.

Όλοι μαζί γύρισαν στο παλάτι και έκαναν ένα τρελό πάρτι για να γιορτάσουν τον γυρισμό της και εκείνη την καλοκαιρινή βραδιά, από μακριά έφτανε ένα υπέροχο άρωμα τριαντάφυλλο λες και ο αέρας είχε ποτίσει ομορφιά και καλοσύνη.

 

ΜΕΡΟΣ 3

Ενώ λοιπόν το πάρτι για την επιστροφή της Ζαχαρούλας κράτησε μέχρι το πρωί, η Καραμελίτα στριφογύριζε στο κρεβατάκι της και δεν μπορούσε να κοιμηθεί όσα προβατάκια και αν μετρούσε.

Σκεπτόταν την Ζαχαρούλα που είχε μια έκφραση διαφορετική από αυτήν που είχαν οι κάτοικοι της Κακιάς Ώρας. Δεν τσίριξε και δεν έβρισε, δεν καταράστηκε κανέναν και δεν τα έβαλε ούτε καν με τον μεγάλο ανεμοστρόβιλο. Το πιο περίεργο όμως από όλα, ήταν που ο κήπος ζωντάνεψε και όταν πήγε μετά να παίξει μόνη της, είδε με έκπληξη τα ανθισμένα λουλούδια και μύρισε μια πρωτόγνωρη μυρωδιά.

Είχε πάει να φωνάξει την μαμά της αλλά εκείνη κοίταξε με ξινισμένο ύφος γύρω της και δεν είδε καμιά διαφορά. Ίσα ίσα που μάλωσε την Καραμελίτα που την διέκοψε από τις δουλειές της.

Ο νονός της Καραμελίτα, είχε έρθει για επίσκεψη αργά το απόγευμα και αφού άκουσε με προσοχή όλα τα παράξενα που είχαν συμβεί, αποφάσισε ότι ήταν άλλη μια στριμάδα της φύσης που έχει βαλθεί να τους τρελάνει- και καλά θα έκαναν να στερέωναν καλά τις τέντες, και να έκλειναν πάντα τις πόρτες γιατί ποιος ξέρει τι θα γινόταν αν ο ανεμοστρόβιλος έμπαινε από την μια πόρτα και έφευγε από την άλλη! - Όλο το παλάτι θα ήταν στον αέρα να χορεύει με ότι άλλο θα είχε σηκώσει και ποιος ξέρει μέχρι που θα έφταναν τα πράγματα τους και τι θα μπορούσαν να μαζέψουν ξανά.!

ΑΑΑ, Όλα και όλα.! Ο κύριος Κακορίζικος, ο νονός της Καραμελίτα, ήταν πολύ σχολαστικός και ο βασιλιάς Κακότυχος  χρωστούσε πολλά από τα πλούτη του σε εκείνον.

Τσιγκούνης και στριμμένος δεν υποχωρούσε μπροστά στα παρακάλια για βοήθεια ούτε έδινε ποτέ κάτι λίγο πάρα πάνω από όσα μάζευαν με φόρους από τους κατοίκους της Κακιάς Ώρας.

Βλέπετε παιδιά, μπορεί οι κάτοικοι να ήταν πάντα σκυθρωποί, και δύσκολα τους έπαιρνες μια κουβέντα, ιδιαίτερα καλή κουβέντα, αλλά είχαν και ένα λόγο πάρα πάνω από τους βασιλιάδες τους που αν και είχαν πλούτη δεν τα ευχαριστιόντουσαν γιατί φοβόντουσαν το κακό το μάτι, την κακιά κουβέντα, τα μάγια και τις ζήλιες των αυλικών.

Και έτσι κανείς δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένος. Ούτε καν τα παιδιά.

Ο κ.Κακορίζικος είχε ακούσει με προσοχή την Καραμελίτα να του λέει και για τα λουλούδια του κήπου και μάλιστα πήγαν μαζί να δουν τις τριανταφυλλιές. Άδικος κόπος. Δεν είδε καμιά διαφορά όπως και η μαμά της.

Η Καραμελίτα ήταν πολύ στενοχωρημένη γιατί δεν είχε ξαναδεί τα λουλούδια έτσι όμορφα και ήθελα να το μοιραστεί με κάποιον. Βλέπετε, θέλει χρόνο και πολύ εκπαίδευση να γίνει κάποιος πραγματικά κακορίζικος και κακομοίρης και η μαμά της Καραμελίτα δεν φρόντιζε τόσο πολύ για την σωστή διαπαιδαγώγηση της μικρής της κόρης.

‘Έπεσε να κοιμηθεί λοιπόν η Καραμελίτα και το άρωμα του κήπου μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο και κάθισε δίπλα της στο μαξιλάρι μέχρι πια από το πολύ μέτρημα και συγκεκριμένα τον αριθμό 1055 , η Καραμελίτα βυθίστηκε σε έναν ύπνο γεμάτο όνειρα και εφιάλτες για ανεμοστρόβιλους που την σήκωναν ψηλά και την πήγαιναν σε άλλα μέρη που οι άνθρωποι ήξεραν να χαμογελούν.

Το πρωί ξύπνησε με καλύτερη διάθεση  και έτρεξε στον κήπο να δει πάλι τα λουλούδια. Ήταν όλα όπως τα είχε αφήσει και πριν καν πάρει το πρωινό της, πήρε ένα ποτιστήρι και άρχισε να ποτίζει μια μια τις ρίζες των λουλουδιών και των δέντρων.

Ένα ωραίο αίσθημα ικανοποίησης την γέμισε όταν τέλειωσε και αυθόρμητα ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.

Από μακριά άκουσε την φωνή της μαμάς της που την φώναζε για το πρωινό της και έσβησε γρήγορα το χαμόγελο από τα χείλη της να μην το δει κανείς και την μαλώσουν.

Όπως της έλεγε ο δάσκαλος της, ο κόσμος είναι ένα πολύ τρομαχτικό μέρος και αυτό που λέμε χαμόγελο, είναι μόνο για τους χαζούς που δεν καταλαβαίνουν την σοβαρότητα των προβλημάτων.

Τι και αν ήταν μόνο 10 χρονών? Έπρεπε και εκείνη να σηκώνει στους μικρούς της ώμους όλη την δυστυχία του κόσμου και να είναι πάντα τσαντισμένη για να ξορκίζει ότι χαρούμενο μπορούσε να τρυπώσει στην παιδική της καρδιά.

Όπως, τώρα καλή ώρα..ΩΩ, Συγνώμη, κακή ώρα ήθελα να πω, που τα λουλούδια και η Ζαχαρούλα είχαν μοιραστεί μαζί της κάτι όμορφο και αφού το καλοσκέφτηκε η Καραμελίτα, αποφάσισε να το κρατήσει μυστικό. Να μην ξαναπεί κουβέντα σε κανέναν για όλα αυτά, αλλά να συνεχίζει να φροντίζει τα λουλούδια του κήπου και να  κάνει πρόβα το χαμόγελο γιατί είχε δει στον καθρέπτη το πόσο πολύ την ομόρφαινε.

Μέρος 4

Τα χρόνια πέρασαν και οι δύο πριγκίπισσες μεγάλωσαν και έγιναν δύο όμορφες νεαρές κυρίες στο κατώφλι των δέκα οχτώ τους χρόνων. Οι κάτοικοι της Καλοχώρας αγαπούσαν μέχρι λατρείας της καλή τους πριγκίπισσα, ενώ οι κάτοικοι της Κακιάς Ώρας, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι τους έφταιγε στην ομορφιά της Καραμελίτας.

Υπήρχε μια καλοσύνη, μια γλυκιά νότα μελιού εκεί κρυμμένη καλά καλά πίσω από την μάσκα της ξινίλας.

Είναι αλήθεια παιδιά, και δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί ότι η καλοσύνη δύσκολα κρύβεται, εκτός και αν είσαι πάρα πολύ καλός ηθοποιός. Αλλά η καημένη η Καραμελίτα, δεν ήταν..Ακόμα και στα έργα που ανέβαζαν στο σχολείο, ποτέ της δεν είχε καταφέρει να πάρει πρωταγωνιστικό ρόλο παρά το μέσο και τις απειλές της Βασίλισσας. «Δεν θα καταστρέψω την παράσταση για να σου κάνω το χατίρι!» της απαντούσε πεισματικά και κακότροπα ο δάσκαλος και η Βασίλισσα αν και έσκαγε μέσα της, καταλάβαινε , και στο τέλος υποχωρούσε γιατί όπως και να το κάνουμε, οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι πρέπει να δίνουν το κακό παράδειγμα και η κόρη της, παρά τις προσπάθειες της, το μόνο που μπορούσε να παίξει καλά, ήταν του κομπάρσου που ήταν καλός και έφερνε ανατροπή στην πλοκή.

Οι πολίτες της χώρας παρακολουθούσαν τις παραστάσεις και χλεύαζαν το βασιλικό ζεύγος για το ότι δεν είχαν καταφέρει να κάνουν την πριγκίπισσα σαν και αυτούς, αλλά και οι ίδιοι πια κόντευαν να παραιτηθούν και να δεχθούν ότι το παιδί τους για κάποιο ανεξήγητο λόγο δεν τους μοιάζει. Άλλωστε, είχε ήδη μεγαλώσει για σχολικές παραστάσεις, και προσπαθούσαν να την κρατούν όσο το δυνατόν πιο μακριά από τα αδιάκριτα και ερευνητικά μάτια των υπηκόων και των παλατιανών.

Αυτό που δεν ήξεραν όμως είναι ότι το ίδιο ήθελε και η Καραμελίτα. Ήθελε να περνά όσο το δυνατόν περισσότερο καιρό στον κήπο της που τα δέντρα ήταν πράσινα και τα λουλούδια πολύχρωμα. Με τον καιρό, αποδημητικά πουλιά είχαν κάνει φωλιές και μαζί με τα πουλιά, σμήνη ζουζουνιών και όμορφων πεταλούδων, έδιναν ζωή στον κήπο και έκαναν παρέα στην Καραμελίτα, της έκαναν παρέα και μαζί κατέστρωναν τα σχέδια τους.

 Το παιδικό της όνειρο να πάει σε άλλους τόπους που οι άνθρωποι ξέρουν να χαμογελούν, με τα χρόνια είχε μετατραπεί σε ένα πείσμα για  το πώς θα κάνει τους υπηκόους της χώρας της να πετάξουν από πάνω τους τον σκοτεινό μανδύα του κακού και να ντυθούν με τα αέρινα πέπλα της καλοσύνης.

Έτσι λοιπόν, καλλιεργούσε στον κήπο της όσο πιο πολλά λουλούδια μπορούσε και κάθε εποχή, μετρούσε τα νέα βλαστάρια που μπορούσαν να γίνουν νέα φυτά. Μάζευε σπόρους που τους φυλούσε σαν θησαυρούς και περίμενε υπομονετικά να κλείσει τα 18.

Μέρος 4

Η μέρα των γενεθλίων, η 28 Φλεβάρη, έφτασε φέρνοντας μαζί χιόνι και χαλάζι. Μελανά σύννεφα απλώνοντας απ΄άκρη σ΄άκρη στον ορίζοντα κάνοντας την βασίλισσα να τρίζει τα δόντια από την χαρά της. «Ότι πρέπει για τα γενέθλια της κορούλας μου» ψιθύρισε με ικανοποίηση και παράγγειλε στον ζαχαροπλάστη μια μεγάλη τούρτα από πικραγκουριά για να κεραστούν όλοι στο παλάτι.  Έπρεπε να γίνει μια μεγάλη γιορτή το βράδυ με καλεσμένους όλους τους κακότροπους και χειροτερότερους συνεργάτες του βασιλιά και έτσι η βασίλισσα ξεκίνησε να δίνει εντολές και διαταγές σε όλους τους δυσαρεστημένους και δυσανασχετισμένους υπηρέτες του παλατιού.

Η Καραμελίτα ξύπνησε το πρωί, κοίταξε έξω τα μολυβένια σύννεφα και άνοιξε το παράθυρο να πιάσει λίγες παγωμένες νιφάδες χιονιού. Μετά, τύλιξε γύρω της καλά καλά την ζεστή της κουβερτούλα  και αναστέναξε χαρούμενη. Ήταν πια ενήλικη, ήταν πια σε θέση να κάνει ότι αποφασίσει και σαν την μοναδική κληρονόμο του βασιλιά, κανείς δεν θα μπορούσε να της φέρει αντίρρηση. Το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να υπομείνει ακόμα λίγο τις κακοτοπιές μέχρι να έρθει η Άνοιξη.

Το βράδυ χαμογέλασε όσο πιο ξινά μπορούσε στους καλεσμένους, στραβοκοίταξε με επιτυχία όλες τις  κοπέλες που ήταν στην αίθουσα και απάντησε με όση πιο μεγάλη αναίδεια μπορούσε, σε όσους υποψήφιους μνηστήρες της ζήτησαν να χορέψει μαζί τους, είτε δεχόταν είτε όχι.

Με το κεφάλι ψηλά για να πετυχαίνει το κατάλληλο αφ΄υψηλού βλέμμα, πάτησε μερικούς στον χορό από την αδεξιότητα της και οι γονείς της την καμάρωναν όλο το βράδυ γιατί εδώ και πολλά χρόνια, κατάφερε να γίνει η πιο αντιπαθητική από όλες.

Η βραδιά τελείωσε, και σε λίγο τελείωσε και ο Χειμώνας. Η Άνοιξη ήρθε λαμπρή και το σχέδιο της Καραμελίτας μπήκε σε εφαρμογή. Πρωί πρωί, πριν να ξυπνήσουν όλοι στο παλάτι, πήγαινε στον κήπο, έπαιρνε μικρά λουλούδια, βολβούς και σπόρους, και τα φύτευε σπίτι σπίτι, δίπλα στα ρέματα, γύρω γύρω από τους μεγάλους βράχους που ήταν στους πρόποδες του βουνού και στεφάνωνε την πόλη .

Ευτυχώς, κανείς δεν την είχε πάρει είδηση η καρδιά της πήγαινε να σπάσει κάθε φορά που έφευγε από την μικρή πορτούλα του κήπου και κάθε φορά που γύριζε γεμάτη χώματα. Απέφευγε όσο μπορούσε τους γονείς της και κάθε λογής αυλικό, βρίσκοντας χίλιες δυο δικαιολογίες, και περίμενε με ανυπομονησία να φυτρώσουν οι σπόροι, να φανούν τα λουλούδια.

Και πράγματι, έτσι έγινε. Σιγά σιγά, τα φυτά μεγάλωναν, τα μπουμπούκια άνοιξαν και ένα πολύχρωμο χαλί φαίνεται να υφαινόταν γύρω γύρω από τα μεγάλα βράχια. Οι κάτοικοι στην αρχή δεν το έβλεπαν. Συνηθισμένοι στο να μην βλέπουν τίποτα ωραίο, δεν έβλεπαν τα χρώματα, δεν άγγιζαν τα απαλά πέταλα, δεν έσκυβαν με ενδιαφέρον στα μικρά λουλουδάκια που έλιωναν κάτω από τις σόλες τους.

Όμως το κάλεσμα της Φύσης είχε αποτέλεσμα και τα ζουζούνια του κήπου άρχισαν να εξαπλώνονται σε όλη την πόλη. Πεταλούδες πετούσαν γύρω από τα μάτια των περαστικών που τις έδιωχναν σαν κουνούπια και μια μέρα, τα πουλιά που είχαν έρθει στον κήπο, έψαξαν να βρουν και αλλού φωλιά.

Ήταν μια πραγματικότητα που δεν μπορούσαν πια να αγνοήσουν. Οι πρώτοι που παραπονέθηκαν για την κατάσταση ήταν φυσικά οι τοκογλύφοι, μετά ήταν οι παρατρεχάμενοι και τελευταίοι οι κόλακες. Ένας ένας πήγαινε στον βασιλιά και του εξέθετε την κατάσταση με τον απαιτούμενο εκνευρισμό και αγανάκτηση που απαιτούσε η περίσταση.

«Δεν είναι κατάσταση αυτή Βασιλιά μου! Η ομορφιά έχει έρθει την πόλη μας και όσα λουλούδια να ξεριζώνουμε, φυτρώνουν άλλα! Πουλιά, πεταλούδες! Αν το πιστεύεται! Πεταλούδες! Που πάει αυτός ο κόσμος! Που θα πάει αυτή η κατάσταση!» έλεγαν ξανά και ξανά και η Καραμελίτα που τους παραφύλαγε πίσω από τις κουρτίνες γελούσε από μέσα της με την καρδιά της.

 Το αγιόκλημα, το νυχτολούλουδο, και το γιασεμί, κτυπούσαν με ευωδιά αλύπητα τους ανθρώπους μέχρι που τα παιδιά άρχισαν πρώτα να υποχωρούν και να αφήνουν τις ευωδιές να μπουν μέχρι μέσα, βαθιά στα πνευμόνια τους. Μια γαλήνη τους γέμιζε και τα πρώτα χαμόγελα άνθισαν στα πρόσωπα τους. Όσο πιο πολλοί παραπονιόντουσαν στον βασιλιά, τόσο άλλοι τόσοι άρχιζαν να επηρεάζονται και όταν πια ήταν αρκετοί, η Καραμελίτα βρήκε το θάρρος και ζήτησε επίσημη ακρόαση από τον βασιλιά.

Και εκεί με κάθε επισημότητα του ζήτησε να ασκήσει το δικαίωμα της σαν διάδοχος να διατάξει το πρώτο της διάταγμα.

Συγκινημένος ο βασιλιάς την ρώτησε τι θα ήθελε και εκείνη με σιγουριά και αυτοπεποίθηση του ζήτησε να ανακηρυχθούν προστατευμένα ήδη όλα τα λουλούδια και να υποχρεωθούν όλοι οι κάτοικοι, να έχουν λουλούδια στις αυλές τους.

Ο Βασιλιάς έμεινε άναυδος, η βασίλισσα πρασίνισε από την σύγχιση και οι αυλικοί έσκυψαν το κεφάλι με αποτροπιασμό.

Όμως ο νόμος είναι νόμος και έτσι το δέχτηκαν σιωπηλά. Η Καραμελίτα με θάρρος πήγε στο μπαλκόνι και ανάγγειλε τον πρώτο της νόμο στους υπηκόους της.

«Τα λουλούδια προστατεύονται! Είστε υποχρεωμένοι να φυτέψετε όσα μπορείτε στις αυλές σας και τα μπαλκόνια σας! Όποιος τα καταστρέφει θα τιμωρείται!» Ανάγγειλε με επίσημο ύφος, και τα παιδιά ζητωκραύγασαν ενώ οι μεγάλοι μπερδεμένοι και σιωπηλοί επέστρεψαν σπίτι τους.

Οι μέρες περνούσαν και τα λουλούδια πλήθαιναν, και όσο πλήθαιναν, τόσο η ξινίλα έφευγε. Μαζί με τα λουλούδια, βότανα έδιναν την δική τους νότα στις ευωδιές της ατμόσφαιρας και κάποια στιγμή, άρχισαν να τα χρησιμοποιούν και στα φαγητά.

Η νοστιμιά ξαναγύρισε στα σπίτια τους μετά από δεκαετίες και οι γηραιότεροι άρχισαν να θυμούνται ιστορίες από τα νιάτα τους, τότε πριν να πάρει την εξουσία ο παππούς της Καραμελίτας, που οι γονείς τους μαγείρευαν νόστιμα και τελικά δεν ήταν οι άνθρωποι τόσο κακοί. Γιατί να μην αλλάξουν και αυτοί λοιπόν? Και έτσι το αδιανόητο έγινε μια σκέψη και μετά η σκέψη ήθελε να γίνει πράξη και πριν καλά καλά βγει το καλοκαίρι , οι κάτοικοι της Κακιάς Ώρας, διαδήλωναν για να κάνουν βασίλισσα τους την Καραμελίτα.

Φυσικά και η Καραμελίτα δέχθηκε και τους υποσχέθηκε ότι όλα θα πάνε καλύτερα αρκεί να μην σταματήσουν να μαθαίνουν όλοι μαζί, κάθε μέρα, να κάνουν κάτι καλό μέχρι να γίνουν ένα με τους υπηκόους της Χώρας της Καλοχαράς.

Και τότε έγινε κάτι πραγματικά ανεπάντεχο..αλλά αυτό είναι μια ιστορία που θα την πούμε άλλη μέρα.

 

 

 

 

 

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...