Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙΣΤΟΡΙΕΣ - Η ομάδα "ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ" ξανακτυπά !!

Τα Χριστούγεννα του 2017 ανεβάσαμε μια παράσταση στο πατάρι της Χόβολης και είχαμε περάσει τέλεια. Την ίδια χρονιά στις απόκριες κάναμε την παράσταση με τους γάμους του Δία και της Ήρας. Φέτος, λόγω κόβιτ, σας δείχνουμε την παραστασούλα μας σε βίντεο. Λόγω της ηλικίας των παιδιών, δεν υπάρχει εικόνα. Ελπίζω όμως, οι φωνές τους και οι ιστορίες τους να σας παρασύρουν σε μια γιορτινή ατμόσφαιρα. 
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

H ερασιτεχνική καλλιτεχνική παιδική και εφηβική ομάδα ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ, παρουσιάζει τις ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙΣΤΟΡΙΕΣ!
Συμμετέχουν
Λίτσα Βουλή: Εισαγωγή
Νίκος Αθέρας : Γνωριμία με τους Καλικάντζαρους- Δοξασίες και ονόματα
Εμανουέλ Ντρέτσα : Έμμετρη εισαγωγή στο παραμύθι
Ιωάννα Μυρίση : Αφήγηση παραμυθιού
Πέγκυ Μήλα : Αφήγηση παραμυθιού
Χρήστος Μπαγιάτης: Στίχοι παραμυθιού
Απαγγελίες στίχων από την Αγέλαστη Πολιτεία των Αδελφών Κατσιμίχα
Πέτρος Μπαγιάτης: Έκρυθμες καταστάσεις
Παναγιώτης Μπαλτάς : Πολύ έκρυθμες καταστάσεις.
Βάσια Μπαγιάτη: Χαμός στο Ίσιωμα
Ευαγγελία Δρίτσα: Το επόμενο πρωί
Απαγγελία στίχων του τραγουδιού «Οι καλικάντζαροι» του Ορφέα Περίδη : Παναγιώτης Μήλας
Απαγγελία αγγλικού ποίηματος «For Goblins’ name”: Γιώργος Ψάλτης
Αφήγηση ιστοριών από το βιβλίο ΠΑΡΑΔΟΣΗ του Νικολάου Πολίτη
Δημήτρης Γάβριας : Ο Μυλωνάς και τα Λυκοκάντζαρα
Δώρα Κιούκη: Η Πλούμπω και η Μαλάμω
Λίτσα Βουλή : Tα παγανά
Κόλλια Σοφία: Χαιρετισμός
Οργάνωση παράστασης- επιμέλεια κειμένων-συγγραφή παραμυθιού : Σοφία Κόλλια
Μουσική επιμέλεια – πιάνο – Κωνσταντίνα Κολόμπαρη
Ηχογράφηση-ραδιοσκηνοθεσία & δημιουργία video- Γιάννης Πρεβενιός


Μέρος 2ο Το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Λούσιους. Ένα σύγχρονο παραμύθι για μεγάλους και μικρούς.

 




Είχε πάει κιόλας μεσημέρι όταν οι φίλοι του άρχισαν ένας ένας να τηλεφωνούν και να σχολιάζουν την αναφορά του στις ειδήσεις χωρίς να έχουν καμιά πρόθεση όμως να επιμεριστούν την ποινή.

Δεν τους κράτησε κακία ο Λούσιος. Πιθανόν και ο ίδιος να έκανε το ίδιο. Παρόλα αυτά, η εικόνα του φωτισμένου δέντρου είχε ενθουσιάσει τόσο εκείνον και την παρέα του όσο και όσους πρόλαβαν να το δουν.

Η απαγόρευση του φωτισμού των δέντρων κρατάει πίσω στον χρόνο, τότε το μακρινό 2060, που το κραχ στην ενέργεια βύθισε τον πλανήτη στην απόλυτη αλλαγή της ζωής όπως την ήξεραν μέχρι τώρα. Οι ανανεώσιμες πηγές όσο και να είχαν αναπτυχθεί δεν επαρκούσαν να καλύψουν τις ανάγκες μιας και δεν προσφέρουν σταθερή ισχύ ούτε μπορεί να αποθηκευτεί. Η προσπάθεια για να την αποθηκεύουν σε τεράστιες μπαταρίες, είχε εξαντλήσει τα αποθέματα πολύτιμων μετάλλων και οι κοινωνίες ταρακουνήθηκαν συθέμελα όταν ήρθαν αντιμέτωπες με την ωμή αλήθεια. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, αλυσιδωτά ατυχήματα σε παλαιά πυρηνικά εργοστάσια έκαναν τους πολίτες του κόσμου να ξεχυθούν μαζικά στους δρόμους για να αποκλείσουν τα σχέδια για επέκταση παλαιών και νέων.  Οποιαδήποτε σπατάλη είχε απαγορευτεί και η χρήση της επιβαλλόταν με θρησκευτική ευλάβεια ενώ τα πρόστιμα έπεφταν βαριά σε κάθε παραβίαση των κανόνων .

Ο φωτισμός των δέντρων θα μπορούσε, και είχαν γίνει προσπάθειες για αυτό, να γίνει με φωτοβολταικά, για παράδειγμα. Μάλιστα για λίγα χρόνια προσπάθησαν να κυκλοφορήσουν στην αγορά αστέρια με κυψέλες που όταν έβαζαν το δέντρο κοντά στο παράθυρο η στόλιζαν στις αυλές, το βράδυ το δέντρο τους καμάρωνε φωτισμένο. Ήταν μια ωραία εικόνα αλλά δυστυχώς, το υπουργείο ενέργειας αποφάσισε ότι η πρακτική και η εικόνα, έστελνε λάθος μηνύματα στους πολίτες για την χρήση της ενέργειας για ψυχαγωγικούς σκοπούς, και έτσι, με βαριά καρδιά, μια μέρα του Δεκέμβρη του 2065, αποσύρθηκαν υποχρεωτικά όλα τα αστέρια και κάτι άλλο που λειτουργούσε με αυτόν τον τρόπο.

Στα σχολεία οι δάσκαλοι έλεγαν για το πόσο σοφή ήταν αυτή η απόφαση και το πόσο ηθική θα μπορούσε να πει κανείς, μιας και «δεν είναι καθόλου σωστό να διασκεδάζεις με φωτάκια και παιχνίδια και την ίδια ώρα δίπλα σου πιθανόν , να υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν από την έλλειψη ενέργειας και ότι αυτό συνεπάγεται. Δείχνει αναλγησία και αναισθησία,» συνέχιζαν οι δάσκαλοι και κοιτούσαν στα μάτια τα παιδιά με μια σοβαρότητα που δεν επιδεχόταν καμιά απολύτως αντίρρηση η αμφισβήτηση.

Ο Λούσιος είχε μεγαλώσει έτσι και τώρα πια στο 2080 το να ανάψουν το δέντρο έμοιαζε σχεδόν σαν επαναστατική πράξη.

Το απόγευμα στο στέκι, όλοι τον πλησίασαν και σχολίαζαν χαρούμενοι το γεγονός και όσοι πιο πολύ μαζεύονταν γύρω από το τραπέζι του Λούσιους, τόσο περισσότεροι περίεργοι μαζεύονταν μέχρι που στο τέλος, απλώθηκαν στην αίθουσα και η συνάθροιση πήρε τα χαρακτηριστικά συνέλευσης. Φοιτητές από όλες τις ειδικότητες έλεγαν ιδέες και προτάσεις για το πώς θα άρχιζε πάλι το έθιμο της φωταγώγησης ενώ πολλοί είχαν φέρει παλιές φωτογραφίες , άλλες οικογενειακές και άλλες από περιοδικά και εφημερίδες που έδειχναν ανάλογους στολισμούς. Και όπως ζυμώνεις το ψωμί με το νερό, το λάδι το αλάτι, και τα μυρωδικά, έτσι και εκεί ζυμωνόταν η ιδέα και ο ένας οδηγούσε την σκέψη του άλλου, μέχρι που οι λέξεις να γίνουν προτάσεις και οι προτάσεις λύσεις και οι λύσεις  απόφαση και η απόφαση πράξη.

Κάθισαν μέχρι αργά και όσοι έμειναν στο τέλος έδωσαν τα χέρια και αποφασισμένοι να τα δώσουν όλα για όλα για να ξημερώσουν φωτισμένα Χριστούγεννα για όλον τον κόσμο της πολιτείας τους.

Και έτσι έγινε.. Το  επόμενο βράδυ, τα δέντρα στις αυλές , στους δρόμους και στις πλατείες, φωτίστηκαν πολύχρωμα αλλά κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει το πώς. Δεν έβλεπαν ούτε φωτάκια, ούτε φωτοβολταικά, ούτε άλλη πηγή ενέργειας. Ήταν σαν να έβγαινε το φως από το ξύλο, από τα φύλλα και από τον κορμό των δέντρων. Τα παιδιά χαρούμενα βγήκαν να παίξουν , οι μεγάλοι περιεργαζόντουσαν τα δέντρα με χαρούμενες φωνές να γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Ακούστηκαν τραγούδια και κάλαντα, και μιας και κανείς δεν έμπαινε μέσα, τα φαγητά βγήκαν έξω και στρώθηκαν στις γειτονιές ένα εορταστικό τραπέζι, με ότι είχε ετοιμάσει ο καθένας. Μεγάλα βαρέλια στήθηκαν και άναψαν φωτιές για το κρύο αλλά η ζέστη είχε μπει στην καρδιά τους και κανείς δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτά τα μαγικά Χριστούγεννα .

Αυτοί που σίγουρα δεν θα ξεχνούσαν ποτέ και κάποτε θα είχαν πολλά να πουν για αυτό, ήταν ο Λούσιος και η παρέα του που πέρασαν όλο το προηγούμενο βράδυ στο εργαστήρι νανοτεχνολογίας να προσαρμόζουν τα νανοσωματίδια για τις ανάγκες του φωτισμού. Τα αστέρια του εργαστηρίου έκαναν τις αλλαγές για το φως και όλοι μαζί αργότερα τα σκόρπισαν τα έβαλαν στα δέντρα. Ο προγραμματισμός ήταν τέλειος και η έναρξη του φωτισμού εντυπωσιακή.

Η κλοπή του υλικού άργησε να φανεί και οι υπαίτιοι δεν ανακαλύφθηκαν ποτέ. Ο Λούσιος και τα άλλα παιδιά, συνέχισαν την ζωή τους σαν να μην είχε συμβεί τίποτα άλλο πέρα από το γνωστό περιστατικό αλλά αυτή τους η επέμβαση είχε σαν αποτέλεσμα την επόμενη χρονιά , στις αρχές του Δεκέμβρη να ακούσουν με τεράστια έκπληξη ότι η Κυβέρνηση αποφάσισε τον στολισμό των δημόσιων χώρων μετά την εκπληκτική εφεύρεση του καθηγητή Μανούς για την ανάλογη χρήση της νανοτεχνολογίας.

Ο Λούσιος και η παρέα του ήταν ακόμα κάποιοι αφανής ήρωες της καθημερινής ζωής που όμως δεν είχαν να το μοιραστούν παρά μόνο μεταξύ τους.

Εκείνα τα Χριστούγεννα, συμμετείχαν με όλη τους την καρδιά στο στρώσιμο των τραπεζιών και στο άναμμα της φωτιάς. Μια άλλη μέρα ξημέρωνε γεμάτη ελπίδα για φως και αγάπη σε όλο τον κόσμο.

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Λούσιους. Ένα σύγχρονο παραμύθι για μεγάλους και μικρούς.

 


Δυο γεροδεμένοι νεαροί αστυνομικοί πλησίασαν με γοργά βήματα τον Λούσιους , τον άρπαξαν από τις μασχάλες και στον σήκωσαν στον αέρα ενώ συνέχισαν τον γρήγορο βηματισμό τους.

Ο Λούσιος τρομαγμένος προσπάθησε να ξεφύγει τα πρώτα δευτερόλεπτα αλλά αμέσως κατάλαβε το πόσο μάταιο θα ήταν να συνεχίσει την προσπάθεια του. Άλλωστε, ήξερε πολύ καλά το γιατί τον συνέλαβαν και το τι θα επακολουθούσε.

Στον δρόμο για το τμήμα, ανάμεσα στα ανοίγματα των διασταυρώσεων έβλεπε καθαρά το χριστουγεννιάτικο δέντρο φωτισμένο με το λαμπρό του αστέρι να σκορπά τις ακτίνες του στους τοίχους των σπιτιών.

Το μεγάλο δέντρο ήταν ψηλά, ψηλά στην ταράτσα της πολυορόφης πολυκατοικίας, που μαράζωνε ακατοίκητη και τα λεηλατημένα τελάρα των παραθυριών έχασκαν σαν αδειανά ξεδοντιασμένα στόματα στην καρέκλα του οδοντίατρου. Ήταν εκεί που ανενόχλητοι οι παρέα του και ο ίδιος ανακάλυψαν σε ένα από τα διαμερίσματα της μια κούτα με το δέντρο και πολλές άλλες με τα στολίδια και τα φώτα.

Οι στολισμοί των Χριστουγέννων  ήταν πια μια μακρινή ανάμνηση που χανόταν στο βάθος των πρώτων του χρόνων και έμοιαζε πια σαν όνειρο. Οι χαρούμενες φωνούλες έκπληξης που είχε βγάλει, είχαν μετατραπεί σε πικρή μετάνοια μετά τόσες ώρες κατήχησης στο σχολείο για την οικονομία που πρέπει να κάνουν στην ενέργεια και για τις καταστροφικές συνέπειες της αλόγιστης σπατάλης της τόσα χρόνια που έφεραν τον πλανήτη στα όρια της καταστροφής.

Ο Λούσιος ήταν ένα νέο παιδί, γύρω στα 20. Το πρωί πήγαινε στο Πανεπιστήμιο, το απόγευμα διάβαζε η πήγαινε καμιά βόλτα να βρει τους φίλους του και να αράξουν σε ένα από τα στέκια της νεολαίας. Δεν είχε καμιά σχέση με τις ομάδες Αντίστασης στην καταναγκαστική οικονομία ενέργειας, ούτε έπαιρνε ποτέ μέρος στις διαδηλώσεις που γινόντουσαν πότε πότε  εναντίον της διακοπής ρεύματος σε μεγάλο μέρος της νύχτας.

Η ζωή όπως την θυμόταν από τα πρώτα χρόνια της ζωής του είχε αλλάξει τόσο πολύ που κόντευε πια να πιστεύει ότι δεν είχαν περάσει 15 αλλά 150 χρόνια. «Είναι το αντίθετο από ότι μας έλεγε ο παππούς σου» του απαντούσε ο πατέρας του κουνώντας σκυθρωπά το κεφάλι του αναστενάζοντας ενώ χαμήλωνε την λάμπα πετρελαίου που έστελνε το παρηγορητικό της φως από τον τοίχο που είχε βρει την μόνιμη της θέση.

Η Παγκόσμια Επιτροπή Ενέργειας, είχε θεσπίσει πολύ αυστηρούς κανόνες όπως για παράδειγμα αν χρειαζόταν κάποιος ασθενής οξυγόνο, η μηχάνημα αιμοκάθαρσης, να έχει πάρει ειδική άδεια και να έχει περάσει από ειδική επιτροπή που θα ενέκρινε την παροχή ηλεκτρισμού στο συγκεκριμένο σπίτι. Ταυτόχρονα ειδικός μετρητής έμπαινε στο ρολόι για να μετρά τις κιλοβατώρες έτσι ώστε να είναι σίγουροι ότι όλες οι υπόλοιπες ενέργειες στο σπίτι, δεν επιβάρυναν το πρόγραμμα εξικονόμισης  ενέργειας. Αμέτρητοι κανόνες και βαριά πρόστιμα στους παραβάτες.  Ο Λούσιος είδε την ταμπέλα «ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ» να πλησιάζει και οι αστυνόμοι με τις πράσινες στολές τον έσπρωξαν να κάτσει σε μια καρέκλα απέναντι από ένα μεγάλο γραφείο. Πίσω από το γραφείο μια μεγάλη τζαμαρία έμοιαζε σαν κορνίζα που στο κέντρο της δέσποζε η ταράτσα της πολυκατοικίας και πάνω της το δέντρο που είχαν στολίσει. Το φως του αστεριού έσβησε και η κορνίζα φωτιζόταν τώρα μόνο από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που έσβηναν πίσω από το βουνό.

Μεγάλη αναστάτωση κυριαρχούσε στο τμήμα και κόσμος πολύς με χαρτιά στο χέρι περίμενε σε διάφορες ουρές . Όλοι ήθελαν κάποιο πιστοποιητικό, άλλοι να πληρώσουν πρόστιμα, άλλοι να οδηγηθούν μπροστά στον δικαστή. Ο Λούσιος σκέφτηκε αν πράγματι άξιζε τον κόπο ο στολισμός του δέντρου. Αν πράγματι αυτή η ξεχασμένη χαρά το να βλέπει το φωτισμένο δέντρο άξιζε την ταλαιπωρία που θα ακολουθούσε. Αναστέναξε με στενοχώρια γιατί το αστέρι ήταν τόσο μεγάλο και φωτεινό που όταν έπεσε πάνω στους τοίχους των σπιτιών εκείνα φάνηκαν πιο όμορφα και μια ζεστασιά είχε πλημυρίσει την καρδιά τους. Οι άλλοι της παρέας είχαν φύγει με το αυτοκίνητο ενώ εκείνος ήθελε να περπατήσει για να δει μέχρι που θα έφτανε το φως του δέντρου, μέχρι που θα μπορούσε να το δει. Δεν μετάνιωσε όμως. Το σκέφτηκε μέχρι να έρθει ο αστυνόμος για να του πάρει κατάθεση και αυτό του είπε όταν τον ρώτησε με ένα υποτιμητικό ύφος. «Δεν ντρέπεσαι στην ηλικία σου? Δεν έμαθες τίποτα στο σχολείο?  Μόνος σου ήσουν? » Ο Λούσιος παρέβλεψε το ύφος και απάντησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Όχι, δεν ντρέπομαι. Στο σχολείο μας έμαθαν για την ανάγκη οικονομίας στην ενέργεια, και ναι, ήμουν μόνος. Το βρήκα σε ένα από τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας» «Και τι έκανες εκεί μόνος σου?» συνέχισε την ανάκριση ο αστυνόμος. «Κοιτούσα μήπως βρω κάτι αξίας που να αξίζει τον κόπο να σωθεί μιας και θα κατεδαφιστεί στις επόμενες μέρες» απάντησε ο Λούσιος, χωρίς να έχει καμιά ιδέα αν κάτι τέτοιο ήταν προγραμματισμένο η όχι. «ΑΑΑ, ώστε έτσι λοιπόν!» «’Ετσι, έτσι..» απάντησε ο Λούσιος και περίμενε να ακούσει το τι τον περίμενε.

«Μόλις ετοιμάσω τα χαρτιά θα πάμε στον δικαστή να σου ορίσει ποινή. Αφού παραδέχεσαι την πράξη σου και όπως βλέπω εδώ, δεν έχεις άλλο παράπτωμα, είναι και Χριστούγεννα, μπορεί να την βγάλεις καθαρή»

Πράγματι, ο δικαστής υπηρεσίας του όρισε την ποινή σε κοινωνική εργασία στο κοινοτικό αγρόκτημα και ο πατέρας του που είχε έρθει εν τω μεταξύ, τον συνόδευσε στο σπίτι όπου έγινε μια επανάληψη των νουθεσιών του δικαστή.

Η άλλη μέρα ξημέρωσε σκοτεινή και κρύα. Ο Χειμώνας είχε έρθει βαρύς και νωρίς και ήδη είχε χιονίσει δυο φορές. Οι κορφές του βουνού δεν προλάβαιναν να αδειάσουν από το πρώτο  χιόνι και έπιανε δεύτερο. Το ημερολόγιο έλεγε 20 Δεκέμβρη και η φωτιά έκαιγε στον τζάκι. Οι πρωινές ειδήσεις προειδοποιούσαν για την αύξηση ρύπων λόγω ακατάλληλων ξύλων, την αύξηση προστίμων για την χρήση πετρελαίου σε γεννήτριες και με μεγάλη του έκπληξη άκουσε να αναφέρονται και σε αυτόν: “ Χτες το απόγευμα συνελήφθη νεαρός φοιτητής για το στολισμό και φωταγώγησης δέντρου. Η ποινή του ορίστηκε σε 30 ώρες κοινωνικής εργασίας για τον στολισμό και 60 ώρες για τον φωτισμό. Πρέπει να θυμίσουμε στους τηλεθεατές μας την ανάγκη οικονομίας στην ενέργεια και την μη χρήση σε ότι είδος πλαστικού έχει απομείνει.  Η Συγκομιδή παλαιών αντικειμένων από πλαστικό, συμπεριλαμβανομένων και των παλαιών χριστουγεννιάτικων δέντρων, είναι διαρκής και αν βρείτε κάτι να μην αμελήσετε να επικοινωνήσετε άμεσα με τις αρμόδιες αρχές» . Ο Λούσιος χαμογελώντας έψησε τον καφέ του και τραγουδώντας τα κάλαντα άρχισε να στολίζει με τα ξύλινα στολίδια που είχε φτιάξει με τον πατέρα του μικρός, το μικρό πεύκο μπροστά στο παράθυρο. Το βράδυ θα το τελείωναν όλοι μαζί με τα υπόλοιπα στολίδια από χαρτί και γυαλί. Όμως, το φως που είχε απλωθεί παντού στην πόλη, είχε γίνει μια επίμονη και έντονη εικόνα στο μυαλό του σαν να του ζητούσε κάτι…

Συνεχίζεται?....

 

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

Γεια σου και αντίο Νοέμβρη.

 

Είναι ήδη 24 Νοέμβρη και για άλλη μια φορά συνειδητοποιούμε το πόσο γρήγορα φεύγει ο καιρός. Μόλις χτες λέγαμε καλό μήνα, και τώρα ο Δεκέμβρης είναι τόσο κοντά.

Ήδη στολίσαμε για τα Χριστούγεννα , κυρίως για να αλλάξουμε λίγο διάθεση, να εκβιάσουμε την γιορταστική ατμόσφαιρα να μας παρασύρει θέλοντας και μη.

Είναι πολύ δύσκολο όμως. Πάρα πολύ δύσκολο. Η πανδημεία στην πραγματικότητα δεν είναι όπως στις ταινίες που έβρισκαν το φάρμακο και το αντίδοτο και σε λίγες μέρες όλος ο πλανήτης γινόταν καλά και η αρρώστια μια μακρινή ανάμνηση.

Είναι λίγο παράνοια να μιλάμε για δεκάδες νεκρούς κάθε μέρα, για μέτρα που μας έχουν τσακίσει ψυχολογικά και οικονομικά και από την άλλη, χαρούλες και γιορτές.

Όμως η ζωή είναι πιο δυνατή από το οτιδήποτε άλλο. Για αυτό λένε ότι ο καλύτερος γιατρός είναι ο χρόνος. Δεν μπορεί τίποτα να αντισταθεί στο πέρασμα του και οι άνθρωποι ακολουθούν αρχαίους κώδικες για να οριοθετούν τον χρόνο, τους φόβους και τις χαρές τους με τις τελετές, τις γιορτές, και τα έθιμα τους.

Όσα συμβαίνουν αφήνουν πολλούς από μας άλλαλους. Δεν υπάρχουν λόγια και εξηγήσεις για όσα βλέπουμε. Δηλ δεν μπορώ να καταλάβω το πως είναι δυνατόν να ανησυχεί κάποιος για το αν του κάνουν το εμβόλιο με το χάραγμα του διαβόλου!!!! και πάει στην κόλαση ,ενώ από την άλλη πλευρά, αφήνει στο νοσοκομείο τον γονιό του μόνο του ,μιας και απογορεύεται να μπει χωρίς εμβόλιο.

Νομίζω ότι θα πάει στην κόλαση έτσι και αλλιώς τελικά.

Μου κάνει τρομερή εντύπωση το ότι πιστεύει τόσος κόσμος ότι μπαίνοντας στην εκκλησία δεν τους πιάνει τίποτα. Από μια πλευρά τους ζηλεύω πολύ. Αισθάνονται τον εαυτό τους τόσο σημαντικό και μοναδικό που ο Θεός διαλέγει να σώσει αυτούς ενώ αφήνει για παράδειγμα παιδιά να πεθαίνουν βασανιστικά από καρκίνο για να μην αναφέρουμε όλα όσα γίνονται. Πόση ανοησία , πόση φανατίλα, πόση βλακεία και μικροψυχία έχουμε δει τον καιρό της πανδημίας, που δεν ξέρω πια αν λυπάμαι πιο πολύ για τους νεκρούς η για το ψυχολογικό τραύμα και την οπισθοδρόμιση της κοινωνίας που γίνεται.

24 Νοέμβρη λοιπόν και περιμένουμε τα νέα της στατιστικής για να δούμε το κατά πόσο θα προετοιμαστούμε για άλλη μια καραντίνα  όπως σε άλλη κράτη της Ευρώπης που έχουν πάρει ανάλογα μέτρα.


Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

How little Jenny stopped crying.

 

Jenny was crying her heart out hiding her head deep into her shoulders which were shuddering by an emotional wave. Her light blue almond eyes couldn’t stop running tears while deep sighs followed every now and then , from the depths of her soul.

 She was sitting all alone, under her favourite  lemon tree , a little further from her home where the rest of her family , were having lunch.

After she had cried for quite some time , she felt much better and looked around through the mist in her eyes.

She saw the Sun up in the sky, she saw the sea sparkling a few meters away, she saw the seagulls having a parade on the banks of the little stream which was flowing into the sea , and a couple of elegant swans, sailing idly away.

Jenny was just ten years old, but as long as she remembered herself, she cried for every possible reason. For example, she cried because her mum had told her off, because her brother had teased her, because her father had forgotten to kiss her goodnight, or because, her best friend ,played with other children without her.

That particular noon, she was crying because her teacher had told her that she had to try more and study harder.

That was a huge offense for her little heart and felt embarrassed and unhappy. However, after crying for almost half an hour , she still couldn’t decide if she was crying because she felt offended or because she didn’t have the slightest intention  to try more and become a better student.

At last, she went back home and sat at the table with her family. They were all talking and laughing at the same time and she got confused. “What is going on?” she thought. “What have I missed?” She was ready to start crying again when her father showed her an ad in the newspaper.”Look Jenny! This mostly interests you!”

So Jenny, started reading the ad which was about  a CRY DOCTOR.!

“A Cry doctor, the paper said, is for the children who cry for no reason” Specifically it was like this. “Do your children cry for no obvious reason? Do they cry every two or so minutes and you have never guessed why? Does this hinder his or her everyday school and family life? If this is the case do not hesitate to call now! Tel. 6990009999.”

Her father had already held out to his phone while the others were excitedly waiting for the call. Jenny was confused and she even had forgotten her mouth open.

She listened to her father talking to the doctor and inviting him to stay for a while  with them at their quest room. Obviously the doctor had accepted his invitation because  her father said “All set! He will be here at nine! Maria!! We have a guest!”

Her mother still half laughing, started moving around , tidying and cleaning , throwing glances  at her and teasing her every now and then, “Lucky you!” 

It was too much for her. “This would  be too much  for any child” she thought. She starting weeping again sitting once again under her lemon tree.

“A total stranger in our house! A total stranger  because of me and nobody seems to be a little bit upset! How strange!”

It seemed very strange indeed and Jenny lost three sighs in a row. Her brother Phil, a twelve year old handsome  blond boy, called her in the house as the time had passed  and she had to do her homework for the next day. Jenny dragged her feet home, but as soon as she realized that it was Tuesday ,which was the worst day of the week loaded with maths and History- which she hadn’t studied yet-, she felt once more a wave of tears coming up from the back of her head.

From her window she had the view of the sea which started to look grey under the afternoon dim Sun- the same grey felt inside her heart-after so much crying and homework and a strange stranger doctor, just for her, in her own home. She tried hard to concentrate on her homework  and the time flew as the swans sail in the sea. The ring of the door bell, came as a thunder to her ears and she collected that the doctor was probably standing  at their porch. She listened to her mother calling her with a reassuring voice and Jenny went to meet her fate.

 There he stood, in front of her , a smiling young man in his thirties. “Hello” he said.  “ You must be Jenny. Isn’t it right?” “Yes, I am Sir!” she replied timidly and lowered her eyes to the floor.  “Don’t be afraid  young miss! I am only here to help you”. His voice was gentle , his voice tender, and her bystanders parents full of confidence. So, she decided to be more positive about the whole idea and collaborate with him.

“ So Jenny, the treatment is simple and without any medicine. We will start just now and we will work together for the next two days. I want to ask you something  first. How many times have you cried today?” Jenny started counting with her fingers and to her amazement she realized that both hands weren’t enough to finish counting.

“That many!” said the doctor. “So, for today, you have to find out, if it is possible, how often you cry in a day. “Have a good night and I will see you in the morning”. The doctor, -his name was Sam-, had a long long talk till very late into the night with her parents about her and her habits. Her character and her relationship with family and friends. She couldn’t listen very well what they were saying . Just a few words, her name now and then, but, what she heard and she was quite sure about it, it was something about onions. “What do onions have to do with my case?” Then, she fell  asleep and dreamt of endless onion fields and herself watering them with her own tears. In the morning she woke up surprisingly happy. She felt secure and light as a feather. Everybody was calm and smiling and she was ready to go to school to face the math monster and the nightmare History. She went on food  while her brother rode his bike.  Her mum, dad and Sam were talking like old friends at the kitchen table  and waved her goodbye through the open window.

Her good mood didn’t last for long that morning, as the teacher started attacking  them with questions that she couldn’t answer , but she didn’t  cry as no question was for her. Something was going on with her because the teacher was more sweet with her than usual ans she was looking at her as she knew the answer.  By the end of the day Jenny was certain that her teacher knew what was going on , as it was the first time after a long time that she didn’t cry when her best friend didn’t invite her to play hide and seek with the rest of their classmates. She felt a little upset of course, and she felt like crying, but she didn’t. Jenny was sure that, by that night she could be able to count with her fingers of her one hand the times she will have shed tears by bed time.

When she went back home she told everything to Sam and her mum, and after lunch she started searching for her old favourite trainers to go to the beach to search for shells. She couldn’t find them anywhere so she started crying again and it was a quite on going sobbing.

“ Come here Jenny, come to the sink!” Her mother told her firmly. No sooner had she approached the sink , than her mum gave her a knife and a few onions urging her to start peeling them.

“But  I can’t!”She mumbled. “I am crying” “You will have a good reason to cry then!” her mother told her still smiling. Jenny felt deeply insulted but she didn’t dare to resist since Sam was watching closely and her mum gave didn’t seem willing to show any sympathy to her ordeal.

“How cruel can adults be!” Jenny thought as she was trying to distinguish which tear was coming from her new misery and which from the onions.  “ So, Jenny, this is part of the treatment. Whenever you cry for something so simple, you will peel some onions to give a good excuse for your tears. I have suggested to your mother that you should take some with you at school.! Wouldn’t that be great!?”

Jenny felt furious ! What has just happened!?” Where is her softly-pleading mother begging her to stop crying? Where is the attention and the question about her feelings? Sam had only been with them for half a day, but had he transformed Mrs Kay into a kinder person and her mum into a tougher mum?

That was such a strong sock that it made her  stop crying and thinking about where her trainers might be. Finally she remembered putting them in a box under her bed and after she had finished peeling onions, she run to put them on and then she went to find shells on the beach.

That night she had a lot to think about and the next morning she woke up feeling even better than the previous one. By the third, a lot had changed and Jenny felt emotionally stronger , not to mention a much better onion peeler!

When Sam waved Sam goodbye , she smiled at him with all the warmth of her heart, and she knew that she owed it to him. She had more friends at school, and her best friend has started to invite her to join every game.

The lemon tree wasn’t a hiding place anymore and she knew that she was going to be a far better student!

Life, is an amazing adventure and for the first time she felt ready to start her own!

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ

 


 ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ

Το μεγάλο ποτάμι ήταν παγωμένο και ο ήλιος που μόλις είχε βγει πίσω από τους μακρινούς λόφους ανέβαινε σκαρφαλώνοντας πάνω σε βαριά μολυβένια σύννεφα, στον ουρανό.

Ήταν ένας κρύος Δεκέμβρης και το χιόνι έτριζε κάτω από τις μπότες των παιδιών που έπαιζαν χιονοπόλεμο στις όχθες.

Κάποιος από την παρέα πρότεινε να κάνουν έλκηθρο στο ποτάμι και όλοι ενθουσιασμένοι έψαχναν να βρουν κάτι για να το μετατρέψουν σε ένα αυτοσχέδιο έλκηθρο , ενώ έδεναν τα κασκόλ τους για να τα χρησιμοποιήσουν σαν σκοινιά.

 Τα κλαδιά των δέντρων έσκυβαν από το βάρος του χιονιού και τα μικρά ζωάκια άφηναν τα ίχνη τους να τα ακολουθήσεις μέχρι τις φωλιές τους.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι, ήταν ένα τέλειο χειμωνιάτικο πρωινό και ότι όλα ήταν όπως πρέπει εκεί που έπρεπε, και όλα κυλούσαν όμορφα μέχρι που τα κουρασμένα βήματα των παιδιών σχημάτισαν ένα λασπωμένο μονοπάτι μέχρι τα πρώτα σπίτια της πολιτείας.

Δεν είχε περάσει πολύ ώρα που ο ήλιος είχε καταφέρει να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό σκαλί στον ουρανό, όταν ένα σύννεφο στο χρώμα  του θειάφι τον σκέπασε και άρχισε να πέφτει σε σκόνη αργά και βασανιστικά πάνω στη γη.

Σκέπασε την πεδιάδα, σκέπασε το ποτάμι , απλώθηκε στα δέντρα και τύλιξε τα πάντα σε μια κίτρινη ελαφριά ζελατίνη.

 Η νύχτα ήρθε στην ώρα της και οι ελάχιστοι κάτοικοι της πολιτείας που κυκλοφορούσαν στους έρημους δρόμους  έτρεχαν γρήγορα να φτάσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην ζεστασιά του σπιτιού τους.

Ο αέρας που σηκώθηκε ξαφνικά πήρε την κίτρινη σκόνη και την ανακάτεψε με τον αέρα. Την έσπρωξε κάτω από τις πόρτες, μέσα από τις χαραμάδες, την κατέβασε μέσα από τις καμινάδες στο τζάκι, και εκείνη απλώθηκε με τις αναπνοές, μέσα στο σώμα των ανθρώπων καταλήγοντας στον φλοιό του εγκεφάλου τους.

Ήταν 5 η ώρα το πρωί, όταν ο πρώτος άνθρωπος στην πολιτεία , άνοιξε τα μάτια του και άρχισε την πρωινή του ρουτίνα νιώθοντας μια δυσάρεστη αίσθηση να αυξάνεται σιγά σιγά και να του σφίγγει την καρδιά.

«Θα έχω κρυώσει» σκέφτηκε και έβαλε το μπρίκι στην φωτιά για να κάνει ένα ωραίο τσάι του βουνού.

Ο ένας μετά τον άλλον, ξυπνούσαν και αισθανόντουσαν την ίδια ανεξήγητη δυσαρέσκεια, το ίδιο σφίξιμο στην καρδιά, την ίδια απογοήτευση χωρίς να μπορούν να καταλάβουν το γιατί.

Όταν πια το αίσθημα έγινε αφόρητο, σήκωσαν το τηλέφωνο και άρχισαν να μιλούν για αυτό μεταξύ τους. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει το πώς έγινε και όλη η πολιτεία ξύπνησε με τόσο άσχημα συναισθήματα, την ώρα που είχαν όλοι κοιμηθεί με την συνηθισμένη προσμονή για τις γιορτές των Χριστουγέννων.

«Μια πρωτοφανής ίωση» δήλωσε η παρουσιάστρια των ειδήσεων  στο μεσημεριανό δελτίο, « τα κυριότερα συμπτώματα είναι κατάπτωση, συναισθηματική κόπωση και αίσθημα παραίτησης».

Ο πληθυσμός ένιωσε μια κάποια ανακούφιση γιατί οι ιώσεις περνούν στο τριήμερο και δεν έχεις παρά να πάρεις κάποιο αναλγητικό. Όμως , σε αυτήν την ίωση, δεν μπορούσαν να πάρουν τίποτα γιατί ο ιός είχε κτυπήσει το νευρικό σύστημα και τα κέντρα του εγκεφάλου τους.  Οι επιστήμονες έψαχναν με έντονους ρυθμούς να βρουν την αιτία και πράγματι δεν είχαν περάσει παρά μόνο 3 έκτακτα δελτία για την μυστηριώδη ίωση, όταν ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας δήλωσε ότι «κατά 90 % οφείλεται σε δολιοφθορά παρακείμενου εργοστασίου ψυχοτρόπων φαρμάκων όπου δυσαρεστημένος υπάλληλος έριξε στον κλίβανο μεγάλες ποσότητες φαρμάκων. Ο δράστης συνελήφθη και κρατείται μετά την ομολογία του».

Οι άνθρωποι σερνόντουσαν στις δουλειές τους, άφηναν στην μέση τα επείγοντα και εγκατέλειπαν ολοκληρωτικά ότι δεν ήταν αναγκαίο. Τα σχολεία έκλεισαν γιατί τα παιδιά δεν σηκωνόντουσαν από το κρεβάτι και κανείς μεγάλος δεν είχε το κουράγιο να επιμείνει.

Όμως η ίωση δεν πέρασε στις τρεις μέρες. Αντίθετα, τα συμπτώματα της παραίτησης γινόντουσαν όλο και πιο έντονα ενώ οι αναμνήσεις χαρούμενων στιγμών ξεθώριαζαν και τα παιχνίδια που είχαν κάνει μόλις λίγες μέρες πριν, φαινόντουσαν σαν να ήταν κάτι πολύ πολύ παλιό.

Οι μέρες των Χριστουγέννων έφταναν γρήγορα και οι πρώτοι επισκέπτες έφτασαν στην πόλη.

Φοιτητές από το εξωτερικό, άνθρωποι που είχαν κλείσει να κάνουν τις διακοπές τους στην πολιτεία , εκδρομείς που είχαν κανονίσει να κάνουν πεζοπορία , άρχισαν να γεμίζουν τα ξενοδοχεία και τα σπίτια και να προσπαθούν να συνεφέρουν τους κατοίκους που είχαν προσληφθεί από την σκόνη.

Είδαν και αποείδαν, έκαναν κάλεσμα μέσα από τα social media και μαζεύτηκαν στην μεγάλη πλατεία. Το μήνυμα ήταν «Να μην χαθούν τα Χριστούγεννα» και αποφάσισαν να κάνουν ότι θα έπρεπε να είχε γίνει ήδη.

Άνοιξαν τις αποθήκες του δήμου και στόλισαν τους δρόμους, έβαλαν μουσική και τα χαρούμενα χριστουγεννιάτικα τραγούδια πλημμύρισαν τον αέρα. Τράβηξαν τα παιδιά με το ζόρι από το κρεβάτι και τα έβγαλαν στον δρόμο για να παίξουν . Κουράστηκαν πάρα πολύ και ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν. Να μαζέψουν τα πράγματα τους και να ξαναφύγουν όμως, στις 17 του Δεκέμβρη ακριβώς στις 12 το βράδυ, άρχισε μια χιονοθύελλα χωρίς προηγούμενο. Ο αέρας παγωμένος παράσερνε τα πάντα στο πέρασμα του. Ξερίζωσε δέντρα, έσπασε το φράγμα του ποταμού και το νερό γέμισε την πεδιάδα, τα στολίδια που είχαν βάλεις στους δρόμους κατέληξαν χιλιόμετρα μακριά να στολίζουν δέντρα στην μέση του πουθενά, αλλά όμως μέσα σε όλο αυτόν τον χαμό, παρέσυρε από την ατμόσφαιρα όλα αυτά που αρρώσταιναν τους ανθρώπους και καθάρισε το μυαλό τους .

Μπορεί στις 18 του Δεκέμβρη να έπρεπε να βγουν να μαζέψουν τις ζημιές που είχε προκαλέσει η χιονοθύελλα, αλλά επιτέλους είχαν βρει πάλι τον εαυτό τους και ανακουφισμένοι άρχισαν να ετοιμάζουν την πόλη και τα σπίτια τους για τα Χριστούγεννα.

Όσο για το εργοστάσιο που παρήγαγε τα φάρμακα, έκλεισε για πάντα και οι αρχές διέταξαν έρευνα για τα συστατικά που αποτελούν τα χάπια που έπαιρνε τόσος κόσμος και με την δολιοφθορά, τα πήραν όλοι.

Στις 21 Δεκέμβρη, όλοι μαζεύτηκαν στην μεγάλη πλατεία, αντάλλαξαν ευχές, τραγούδησαν τα κάλαντα και αντάλλαξαν δώρα χαρούμενοι και αγαπημένοι.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Harry the Bunny at Christmas.

 



Harry the bunny was always in a hurry,

and was never happier than  / when jumping in the fields/ among the tall trees / and snowy peaks.

For, it was a happy bunny / living in the north  /where the hare is white /

and polar bear / is not far in sight.

His family was big / and all of them  were preparing for Christmas / to welcome Santa Claus / 

to station for the night / before starting his journey / to bring presents and joy alike.

 No one would ever notice / that he is missing / or, so he thought, / cause everyone was busy/ so,

he was playing  in the forest alone.

 / But a cunny fox /  ( white as well and must) at this part of the world/as we said before/ -it is really cold,- went close and said:

"Why don't we hide and steal / some of reindeer's hay/ to make warm our little home? / Who would ever know? Who would ever tell , that a little hay is missing /and the reindeer would not have /so much strengh?



Santa may not manage to take the presents to every kid / but why would I ever care / what happens to the other side of land/ where the Sun is hot/ and this, must be enough?"

Harry, ran around once more / and thought it for a while/ then , ran as a bolt of lightning/back home /followed close / by the cunny fox.

Out of breath / reached his dad/ 'HIDE THE HAY" yelled and jumped/on the first stuck of hay/which was ready to be fed to the Folks.

Santa laughted and rose his hand/

"Let the fox come near" he said. / " I will give her a present too/ I have it here just for her/ it is a special treat/ look! a warm little home".

The fox seemed puzzled and looked at the Santa in disbelief/ but Santa told he calmly :

"Sometimes you just have to ask/ when the days are ready / life delivers what it must"

Harry was very happy/and ran around once more/

as the reideer rose up in the sky/he paid a visit / to the fox's brand new home.



Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...