Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΥΡΕΣΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΥΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΕΥΒΟΙΑΣ.

 Τετάρτη, 28 Ιουλίου 2021

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΥΡΕΣΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΥΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΕΥΒΟΙΑΣ.

 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΥΡΕΣΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΥΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΕΥΒΟΙΑΣ.



Η βιβλιοθηκάριος του Γιοκαλείου Ιδρύματος μου έκανε την χάρη και συνένταξε έναν κατάλογο με ότι υπάρχει στην βιβλιοθήκη μας και αφορά την λαογραφία, την ιστορία και την παράδοση της Νότιας Καρυστίας.


1. ΑΡΧΕΙΟ ΕΥΒΟΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ. 40 τόμοι!

2. ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ ΣΤΑΜΑΤΗΣ. "Ας γνωρίσουμε την Κάρυστο" Το βιβλίο έρχεται σε δύο τόμους. Ο Α΄το 1996 και ο Β' τόμος το 1998. Επίσης ο κ.Παπαμιχαήλ έγραψε το βιβλίο "Μεταχριστιανική Κάρυστος" το οποίο εκδόθηκε το 2002.

3. ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. ' Ιστορία της Νήσου Εύβοιας" 1930.

4. ΠΑΠΑΧΑΤΖΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Γ. "Δοκίμιον του Γλωσσικού Ιδιώματοσ Καρύστου και των Πέριξ"1915.

5. ΠΑΝΕΥΒΟΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ. "Εύβοια-Σκιάθος- Σκόπελος- Σκύρος" 1933.

6. ΓΛΥΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Β. "Η Καρυστία και η Σκύρος μέσα στον Χρόνο" 1998. Και το βιβλίο " Ο Λαικός Πολιτισμός της Καρυστίας και της Σκύρου" 2000.

7. ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Κ."Ιστορία της Καρύστου" 1947

8. ΙΩΑΝΝΑ ΜΟΥΤΣΗ-ΣΤΑΜΠΕΛΟΥ. "Καρυστινό Ανθολόγιο" 2003. Το βιβλίο το βρίσκεται στην αγορά και στα Αγγλικά. Η κ.Μούτση επίσης εκδίδει το περιοδικό ΣΤΗΝ ΗΧΩ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ. Μπορείτε να έρθετε σε επαφή μαζί της στην σελίδα της στο facebook https://www.facebook.com/profile.php?id=100008219970029


9. ΜΑΙΡΗ ΚΑΒΒΑΔΑ-ΤΡΙΜΠΑΛΗ "Εν Αετώ" Το βιβλίο είναι διαθέσιμο και μπορείτε να έρθετε σε επαφή με την κ.Τρίμπαλη στην σελίδα της στο facebook. https://www.facebook.com/maria.kabbada.1


10.  ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΙΚΑΣ Π.   Α. "Οι Αρβανίτες και το Αρβανίτικο Τραγούδι στην Ελλάδα. Έρευνα στην Νότια Εύβοια" 1978.   Β. "Μουσικά όργανα και Λαικοί Οργανοπαίχτες στην Ελλάδα : Nότια Εύβοια και Σκύρος" 1975.   Γ. "Αρβανίτικα τραγούδια του Καβοντόρου" .

11. ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΤΡΟΠΕΤΡΟΣ Κ. "Ιστορικά Λαογραφικά της Καρύστου ΓΑ" 199? Επίσης, "Συλλογή Αρβανίτικων Παροιμιών στην Καρυστία"1997.

12. MICHELLE AVEROFF . "Μαρούλα ντ Αραγκόν-  Η κυρά της Καρύστου." 1962

13.  ΝΙΤΣΑ ΤΖΩΡΤΖΩΓΛΟΥ " Ο Ιππότης της Λευτεριάς" 1989

14.  ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΙΚΑΣ Π. "Ντελάληδες . Έρευνα και χρονικό" 1983

15. ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΟΥΤΗΣ - 2 βιβλία. " Ο Παρασκευάς : Kαρυστινές αναφορές και θρύλοι" 1988. " Ο Παρασκευάς Β- Δικοί μας άνθρωποι- δικοί μας τόποι" 1995.

16. ΤΑΣΟΣ ΖΑΠΠΑΣ. " Ευβοικά ΤΑ1959 - ΤΒ1978 - 3 Τόμος ΤΓ1984.

17. ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΙΚΑΣ Π. "Κάστρα,ταξίδια στην Ελλάδα του θρύλου και της πραγματικότητας" ΤΟΜΟΣ Ε 1995  . " Κάστρα του Εικοσιένα:  Έντεκα χρονικά από τις μεγάλες ώρες των κάστρων τα χρόνια του Αγώνα."

Φυσικά υπάρχουν και άλλα βιβλία που αναφέρονται στην Μυθολογία, στην Αρχαιολογία, στην Ιστορία, και στο Όρος Όχη.  Όμως σε αυτόν τον κατάλογο σίγουρα όλοι μας μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά σε όσα φανταζόμασταν για πάντα χαμένα.


Το κτίριο  όπου στεγάζεται η Βιβλιοθήκη μαζί με το Αρχαιολογικό μας Μουσείο και φιλοξενεί μια αίθουσα εκδηλώσεων η οποία είναι πια πολύ μικρή για το μέγεθος του πληθυσμού και τις καλλιτεχνικές ανάγκες της πόλης. Είναι ΔΩΡΕΑ του Νικολάου Γιοκαλά και ανεγέρθη το 1959. Μέρος της δωρέας είναι και το Καταφύγιο στην Όχη.

Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι η Βιβλιοθήκη μας διαθέτει 17000 τόμους και ανάμεσα τους, πάρα πολύ σπάνιες εκδόσεις. Ξεκίνησε την λειτουργία της το 1973 και τον Οκτώβριο του 2017, ξεκίνησε την λειτουργία της παιδικής βιβλιοθήκης.  Ένας φάρος πολιτισμού και γνώσης που σίγουρα πρέπει να αναδειχθεί η σημασία της περισσότερο μέσα στην κοινωνία.


Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

Αναμνήσεις από το σπίτι της γιαγιάς μου στο Νικάσι.

 Αναμνήσεις από το σπίτι της γιαγιάς μου στο Νικάσι.

Της Σοφίας Κόλλια
Κροτάλιζαν οι οπλές του αλόγου στις πλάκες τις θολωτής αυλής και τα παιδιά φώναξαν με ενθουσιασμό, "Ήρθε το άλογο", και ΄΄ετρεξαν στις σκάλες για να το προλάβουν πριν το πάει ο θείος τους να το δέσει στο χωράφι.
Έτρεχαν γύρω του και κείνο σαστισμένο τίναζε την χαίτη και το κρεμασμένο ταγάρι από κόκκινο υφαντό τιναζόταν και αυτό και οι φούντες του έπαιζαν στον αέρα.
"Θείε θα μας πας βόλτα?" παρακαλούσαν του κάκου πίσω από την πλούσια ουρά του αλόγου που σιγά σιγά πέρασε μέσα από το σμάρι των παιδιών. Κατέβηκε τις φαρδιές σκάλες, πέρασε τον φούρνο και κατέβηκε το μονοπάτι που πήγαινε στο πηγάδι.
Έτρεξαν ξανά μέχρι όλοι μαζί για να δουν ποιος θα φτάσει πρώτος στο πηγάδι και ο τελευταίος είχε για τιμωρία να ανεβάσει την ξεχασμένη στάμνα που περίμενε κάποιο χέρι να την ανεβάσει μέχρι την κουζίνα, στον δεύτερο όροφο του σπιτιού.
Ήταν ένα πολύ όμορφο σπίτι με τρία μεγάλα δωμάτια όλα στην σειρά. Τα παράθυρα άνοιγαν στον νοτιά και όλος ο κόλπος του νότιου Ευβοικού έμπαινε μέσα στο σπίτι.
Οι δρόμοι της Καρύστου έμοιαζαν σαν σκούρες λουρίδες πάνω στην γη ενώ τα λίγα τετράγωνα απλωνόντουσαν ανάμεσα στον πράσινο κάμπο και τις πλαγιές των λόφων.
Ακόμα και από εκεί πάνω ο τρούλος του Αγίου Νικόλα φαινόταν και δέσποζε πάνω από όλα τα σπίτια, μεγαλοπρεπής και γαλανός , σαν την θάλασσα.
Μπροστά ήταν η αυλή, μεγάλη γεμάτη γλάστρες με αμέτρητα λουλούδια, ενώ τα κυπαρίσσια ανέβαιναν και ίσκιωναν σε πυκνή βλάστηση σε μια πλευρά.
Από τα δεξιά και τα αριστερά της αυλής κατέβαιναν οι σκάλες για το ισόγειο όπου ήταν η σκεπαστή αυλή με τα τόξα και τις παγκάδες, με τα κατώγια και τα μπαστικά που ήταν τα αναγκαία για την λάτρα και τα απαραίτητα του σπιτιού και του κτήματος.
Στα ανατολικά δίπλα στο σπίτι ήταν η μεγάλη στέρνα γεμάτη νερό που πότιζαν τις βραγιές ενώ τα εκατοντάδες βατράχια χάλαγαν τον κόσμο με τις φωνές τους.
Μουσμουλιές, γεμάτες πορτοκαλί μούσμουλα, κουβαριές φορτωμένες με άσπρα μπουκέτα, και λεμονιές , περίμεναν τα παιδιά να παίξουν με την ψυχή τους στο αγαπημένο σπίτι της γιαγιά τους.
Σκαρφάλωναν στα δέντρα, έριχναν πέτρες στην στέρνα για να διώξουν τα βατράχια, έπαιζαν πόλεμο με τους καρπούς του κυπαρισσιού , έκαναν κούνια στην αυτοσχέδια κούνια στην θολωτής αυλής με ένα μαξιλάρι πάνω στο σκοινί μέχρι να μυρίσουν τα φρεσκοψημένα καρβέλια που έβγαιναν από τον φούρνο και να ακούσουν την φωνή της να τα φωνάζει για φαγητό.
"Ελάτε να σας κάνω δυο αυγά που έχετε ξεστηνικωθεί πια", και άντε πάλι τρεχάλα μέχρι την κουζίνα με το τραπέζι έτοιμο .
"Γιαγιά είναι νηστεία!" έλεγε η πιο θρησκευάμενη,, για να πάρει την απάντηση, "Oδηγός και οδοιπόρος αμαρτία ουκ έχει", μιας και το περπάτημα από την Κάρυστο μέχρι το Νικάσι το θεωρούσε οδοιπορικό για να πείσει τα παιδιά να φάνε, μιας και η επίσκεψη δεν ήταν προσχεδιασμένη και δεν υπήρχε κάτι ανάλογο της νηστείας.
Μιας νηστείας ευέλικτης και μιας πίστης πάντα προσαρμοσμένης στην κάθε ανάγκη γιατί "O Θεός είναι μεγάλος " και όταν πια δεν είχε άλλες εξηγήσεις κατέληγε πάντα στο " Μη με ξεσυνερίζεσαι παιδί μου, μεγάλη γυναίκα είμαι ,μη δίνεις σημασία"..

" Το παιδί και το κλήμα" Παραμύθι

 " Το παιδί και το κλήμα"

Της Σοφίας Κόλλια

" Το παιδί και το κλήμα"
"Δεν θέλω να πιάσω τα αστέρια. Θέλω να κάνω καλά την γη μου που πονάει"!
Σκέφτηκε μελαγχολικά το μικρό παιδάκι. Ήταν ξαπλωμένο στη μέση ενός αμπελιού πάνω στο ζεστό χώμα, έχοντας μια πέτρα για μαξιλάρι. Γύρω γύρω,τα κλήματα κομμένα από τον αέρα που έστελνε την μυρωδιά της θειάφης να ανακατευτεί με τις μυρωδιές της Γης.
Πόσο τον είχε στενοχωρήσει ο δάσκαλος σήμερα!
Στο μάθημα της φυτολογίας μιλούσαν για την καλλιέργεια της Γης, και ο δάσκαλος τον ρώτησε για τον τρόπο που καλλιεργούσε ο πατέρας του τα αμπέλια. Τότε αυτός του απάντησε ότι τα ραντίζει με γεωργικά φάρμακα για τα ζιζάνια και τα χόρτα που τα πνίγουν και τους στερούν τους πολύτιμους χυμούς που χρειάζονται για να δέσουν τα σταφύλια. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, πετάχτηκε πάνω από την έδρα, θυμωμένος λες και είχαν ραντίσει τον ίδιο, τα μάτια του μεγάλωσαν επικίνδυνα και τα μάγουλα του τσίτωσαν από το κόκκινο χρώμα της αγανάκτησης.
" ΝΤΡΟΠΗ! ΝΤΡΟΠΗ! Ο πλανήτης πεθαίνει και σεις ακόμα ραντίζετε δηλητήρια" !
Το κουδούνι κτύπησε και άφησε το έκπληκτο παιδάκι να στέκεται σαν στήλη άλατος. Η καρδιά του είχε φτάσει στο στομάχι από την στεναχώρια.
Πεθαίνει ο πλανήτης?!! Ιδέα δεν είχε!! Και φταίει ο μπαμπάς!! Το ήξερε άραγε ο μπαμπάς του?
Ο καημένος, κάθε πρωί ξύπναγε πριν καλά καλά να λαλήσουν τα κοκόρια και πήγαινε να αρμέξει τα πρόβατα, μετά τα πήγαινε στη βοσκή και έκανε δουλειές στα κτήματα. Κάθε μέρα, κάθε εποχή του χρόνου , κάθε λεπτό της ημέρας η προσοχή του ήταν στραμμένη στα ζώα στα φυτά και στα δέντρα του. Στα αμπέλια, στις ελιές, στις λεμονιές και στα μπαξεβανικά του.
Φασόλες ,ντομάτες μαρούλια, κάθε εποχή και άλλα. Πάντα μιλούσε με τρυφερότητα και αγάπη για την Γη του και τα ζώα , και πάντα η αγωνία και η στεναχώρια του μεγάλη όταν έβρεχε σε λάθος εποχή, όταν φύσαγε λάθος ώρα, όταν οι μεγάλες ζέστες κράταγαν πολύ και όταν πάλι η χειμωνιά κοκάλωνε τους χυμούς πριν τον καρπό.
Και τώρα ο δάσκαλος του έλεγε ότι αυτοί οι ίδιοι προσωπικά έφταιγαν για το αν ο πλανήτης πεθαίνει η όχι.
Ο καλός του ο μπαμπάς ταξίδεψε μόνο όταν πήγε φαντάρος, δεν είχε ιδέα για σχολεία και επιστήμες. Μεγάλωσε μόνος του με τα αδέλφια του, μέσα στον κάμπο και στο βουνό, μαζί με τα ζώα του. Πέρασαν πολέμους , εμφύλιο, και στο γιορτινό τους τραπέζι είχαν γάλα με χόρτα. 'Εκανε από πάντα, και πάντα, ότι έκαναν πάντα οι βοσκοί.
Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα του και ακούμπησαν στοργικά πάνω στα αμπελόφυλλα. Ό ήλιος έκαιγε, ένας λίβας ερχόταν από την θάλασσα και μια ερώτηση
σφήνωσε στο μυαλό του. Θα την ρωτήσω αύριο, είπε στον εαυτό του, πιο ήρεμος τώρα που είχε βρει μια λύση για να του απαντηθούν οι ερωτήσεις.
Την άλλη μέρα στο σχολείο, όταν επιτέλους ήρθε η ώρα να συνεχίσουν το μάθημα, που τόσο απρόσμενα είχε διακοπεί, πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε το χέρι του.
" Τι θέλεις παιδί μου?" Ρώτησε ο δάσκαλος.
-" Συγνώμη κύριε, θα ήθελα να σας ρωτήσω, ότι μιας και ο μπαμπάς μου δεν ξέρει γράμματα και αγοράζει όλα τα φάρμακα από τον συνεταιρισμό , γιατί δεν το ενημέρωσαν ούτε και κείνοι, ούτε και κανείς άλλος για το πόσο κακό κάνουν στο περιβάλλον? Εμείς έχουμε εμπιστοσύνη στους γεωπόνους, αυτοί πάνω από όλους, δεν θα έπρεπε να ξέρουν τι είναι το καλύτερο για τη γη"?
Μια καινούργια έκρηξη οργής εξαπολύθηκε από την πλευρά του δάσκαλου.
- "Πώς τολμάς!! Θρασύτατε!! Είναι δικό σας χρέος να ξέρετε το τι είναι σωστό και το τι όχι."
Το παιδάκι δεν ήξερε τι να απαντήσει.
Στάθηκε ακίνητο , δεν ήξερε πως να αισθανθεί! Όλη αυτή η αντίδραση είχε κάτι το προσωπικό, ένα μίσος, ένα παράλογο αίσθημα παρεξήγησης .
-" Δεν είχα την πρόθεση να σας προσβάλλω" , ψέλλισε αμήχανα!
- "Δεν είχες πρόθεση ε"? Ξεφύσηξε περιφρονητικά ο εκπαιδευτικός. -"Έμαθες μια λέξη και τη λες! Χωριάταρε"!
Τον κοίταξε έντονα και του γύρισε την πλάτη για να γράψει κάτι στον πίνακα.
Τα άλλα παιδιά κοίταξαν αμήχανα και συμπονετικά τον φίλο τους. Έβλεπε τα πρόσωπα τους μέσα από ένα πέπλο θολών δακρύων που είχαν πλημμυρίσει τα μάτια του και μια ακατανίκητη τάση φυγής κυρίευσε όλο του το σώμα. Να φύγει μακρυά!
Μακρυά από αυτόν τον άνθρωπο που τον πρόσβαλλε , που τον έφερνε σε μια θέση, που ούτε την ήξερε ούτε την καταλάβαινε. Ήταν τόσο μικρός , μόνο δέκα χρονών, όμως μέσα του μεγάλωνε , ψήλωνε κάθε λεπτό όπως ο πρωινός ήλιος πάνω από το βουνό, η πίκρα και η απογοήτευση.
Γύρισε σπίτι .Αμίλητος έμεινε μέχρι το βράδυ. Άδικα πήγαν όλες οι προσπάθειες των δικών του να τους μιλήσει, να δουν τι έχει. Μόνο που από το άλλο πρωί και το επόμενο, και το μετά από αυτό, με το ζόρι ξύπναγε , με το ζόρι πήγαινε στο σχολείο, και κει αμίλητος στεκόταν στην τάξη, αγνοώντας τις ερωτήσεις των δασκάλων, απόμακρος από τα παιχνίδια των άλλων παιδιών. Τίποτα δεν φαινόταν ότι μπορούσε να τον αποσπάσει από αυτό το ταξίδι μέσα στον εαυτό του , τον αποκλεισμό του από τον έξω κόσμο.
Είχε κιόλας περάσει μια ολόκληρη βδομάδα. Το τέλος της τον βρήκε πάλι στην ίδια θέση μέσα στα κλήματα. Ανάσαινε τον ζεστό αέρα όταν ένιωσε κάτι να χαιδεύει το χέρι του. Έντρομος πετάχτηκε πάνω και είδε την κληματσίδα που είχε προηγουμένως δροσίσει με τα δάκρυα του να τυλίγεται γύρω από τον καρπό του. Έμεινε εμβρόντητος, ανίκανος να κουνήσει ούτε τα βλέφαρα του.
"ΣΣσσσσσ "Άκουσε έναν γλυκό ήχο και τα φύλλα κουνήθηκαν και άγγιξαν την παλάμη του.
"-Ποιος μιλάει"? - Ρώτησε ψιθυριστά , όταν τελικά συνήλθε από την έκπληξη.
-" Εγώ, το κλήμα"! Ξανάκουσε την αργόσυρτη γλυκιά φωνή.
- "Είναι δυνατόν να μιλάς εσύ"? Ρώτησε το παιδί, και η φωνή του αντήχησε στο μυαλό του, όπως η φωνή που έχει στα όνειρα, και σκέφτεται αν είναι ξύπνιος η όχι.
-"Ζητάς απαντήσεις που οι άνθρωποι δεν μπορούν να δώσουν . Εγώ θα σε βοηθήσω.
Η αγάπη σου με άγγιξε , με δρόσισε, με ένωσε μαζί σου."!!
Τα δάκτυλα του κύλησαν και έπιασαν μαλακά τα φύλλα .
- "Μη νιώθεις τύψεις για τις φορές που μου έκοψες τις βέργες, που με κορφολόγησες, η ακόμα που μου έσκαψες τον κορμό με τον σουγιά για να χαράξεις το όνομα σου".
Συνέχισε το κλήμα." Δεν είμαι τόσο εύθραυστο όσο νομίζεις. Έχω αντέξει χιλιάδες χρόνια , έχω γνωρίσει όλες τις εποχές. Από τον κοντό μου κορμό, έχω βγάλει τόσο κρασί που θα μπορούσαν να μεθύσουν όλοι οι άνθρωποι ταυτόχρονα. Στην παλιά καλή εποχή είχα μέχρι και δικό μου Θεό. Αχ σαν τώρα ήταν που ο Πάνας κυνηγούσε τις Νύμφες και ο Διόνυσος τους καμάρωνε ξαπλωμένος, να ..όπως εσύ. καλή ώρα!!
Τι γιορτές, τι όμορφες μέρες" !! Τότε η κληματσίδα αποτραβήχτηκε από αυτήν την ονειροπόληση . Η νοσταλγία φαινόταν μέσα στα λόγια της.
- Και τι λες για όλα αυτά με τα φάρμακα? Το ρώτησε το παιδάκι διστακτικό, ανίκανο ακόμα να κατανοήσει το θαύμα της συνομιλίας με το κλήμα.
-ΑΑ! Μη στεναχωριέσαι! Η μάννα Γη , είναι τόσο δυνατή. Απλώς κάνει υπομονή να δει μέχρι που θα φτάσει το θράσος των ανθρώπων. -Ναι ! Πράγματι! Αυτό είναι θράσος, όχι το δικό μου! Είπε παραπονεμένα το παιδάκι. -Είναι τόσο άδικο να κατακρίνουν τους μικρούς αγρότες. Παλιά , γύριζαν στα χωριά και προσπαθούσαν τους πείσουν για να τα χρησιμοποιήσουν. Τους έλεγαν ότι θα έκαναν μεγαλύτερες παραγωγές και θα είχαν περισσότερα χρήματα. Κανείς δεν τους είπε ότι σε λίγα χρόνια όλα θα γύριζαν εναντίον τους. Εκείνοι στην αρχή ήταν διστακτικοί. Είχαν συνηθίσει να παίρνουν από τη Γη ότι εκείνη ήθελε να τους δώσει.
-Ότι έγινε έγινε! Δεν έχει σημασία ποιος φταίει, σημασία έχει ποιος κάνει κάτι για να αλλάξουν τα πράγματα. Δεν μπορείς να αλλάξεις το παρελθόν, μπορείς όμως να επηρεάσεις το μέλλον. Να κάνεις κάτι εσύ για μένα, για σένα. Θα είναι όπως η βροχή. Παρασέρνει πρώτα ένα βοτσαλάκι, μετά λίγο χώμα , μετά ανοίγει ένα μικρό ρυάκι, και στο τέλος , μετά από καιρό ένα ολόκληρο ποτάμι κυλάει εκεί που δεν υπήρχε τίποτα.
Ο ήλιος, τα δέντρα, τα μονοπάτια, ο ήχος από τα κουδούνια των προβάτων μακριά, όλα ήταν ίδια, όπως κάθε μέρα. Όμως για τον μικρό μας φίλο όλα είχαν πάρει μια άλλη διάσταση. Ένιωθε μια αόρατη κλωστή να τον ενώνει με την φύση γύρω του, όπως ο ομφάλιος λώρος ενώνει το μωρό με την μάνα του.
- "Να με αγαπάς, να μη ξεχνάς, να με αγαπάς και να με προστατεύεις"!!!! ψιθύρισε για τελευταία φορά το κλήμα.
Η κληματσίδα ξετυλίχτηκε από τον καρπό του και απόμεινε να ακουμπά πάνω στους σβόλους από ξερό χώμα.
Πέρασε πολλή ώρα να μπορέσει να βρει το κουράγιο να σηκωθεί, να αφήσει αυτή την μαγική στιγμή που μόλις είχε ζήσει.
Στο τέλος , σηκώθηκε αποφασιστικά και την καρδιά του γέμισαν συναισθήματα όμορφα, σαν τα ανοιξιάτικα λουλούδια.
Ποτέ πια δεν θα έκανε κάτι που θα έβλαπτε τη γη. 'Οποιος και να του το έλεγε, σε όποια θέση και αν βρισκόταν , ποτέ πια δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να προσβάλλει τις δικές του ρίζες, τις ρίζες που τον ένωναν κάπου μακρυά στο παρελθόν με όλα τα στοιχεία της φύσης σε ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, που χωρίστηκε μέσα στους αιώνες σε μορφές, αλλά όχι στην ουσία.
Σηκώθηκε, τίναξε τα ρούχα του, έκοψε ένα φύλλο και το έβαλε σαν λουλούδι στο στόμα του. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και χαρούμενος ξεκίνησε για το σπίτι.
Πάλι δεν θα τους έλεγε τίποτα. Ούτε σε αυτούς, ούτε σε κανέναν άλλο. Μεγαλώνοντας όμως θα τους έδειχνε τον τρόπο να κάνουν καλά την Γη, το μεγάλο σπίτι όλων των ανθρώπων.

Η παράδοση της Ήρας στον Δία στην Όχη.

 Η παράδοση της Ήρας στον Δία στην Όχη.


Η Ήρα , νεαρή κοπέλα τότε, χιλιάδες χρόνια πριν, είχε πάει μια βόλτα στον Καστανόλογγο να μαζέψει παιωνίες να στολίσει τα μαλλιά της, μιας και ήταν αρχοντοπούλα, κοτζάμ κόρη του Κρόνου και της Ρέας.
Ήταν Άνοιξη, τα πουλάκια κελαϊδούσαν οι σπιτζαετοί την κοίταζαν με μισό μάτι, ενώ με το άλλο μισό, ξετρύπωναν αγριοκούνελα και χελώνες για να τα πάνε στην φωλιά τους.
Ο Ουρανός ήταν καθαρός και αραιά άσπρα σύννεφα στεφανοσκεπούσαν την κορφή της Όχης ενώ ο ανοιξιάτικος αέρας στέγνωνε την υγρασία στην γη.

Δεν είχε πάρει μαζί την συνοδεία της γιατί ήθελε να μείνει μόνη .Μόνη με τις σκέψεις της μιας και η ηλικία της την γέμιζε ερωτήσεις για το μέλλον της και συγκεκριμένα για τον μελλοντικό της σύζυγο.
Το ήξερε η νεαρή Ήρα ότι δεν ήταν εύκολο να βρει ταίρι μιας και η καταγωγή της μείωνε απελπιστικά τις επιλογές της.
Ποιος θα ήταν κατάλληλος για την κόρη του Κρόνου, που εξόριστος στα Τάρταρα τώρα πια δεν μπορούσε να τους κακό, αλλά όπως και να έχει την ρετσινιά την είχε . Από τότε πίστευαν ότι μερικά πράγματα είναι κληρονομικά και οι διάφοροι Θεοί, δεν την πολυεμπιστευόταν για να την ζητήσουν σε γάμο.
Ευτυχώς η Ρέα, έδειχνε κατανόηση και την παρηγορούσε όσο μπορούσε λέγοντας της ότι αφού οι απλοί θνητοί μπορούν να φτιάξουν την μοίρα τους, θα τα κατάφερνε και αυτή διπλά σαν θεά. Άλλωστε η Ρέα ήξερε καλύτερα από τον καθένα ότι με την εξυπνάδα και την πονηρία όλα γίνονται.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Ήρα τώρα ζούσε μακριά από τον κόσμο, όπως άρμοζε σε θεά, αλλά δεν έπαυε να έχει και τις σκέψεις των ανθρώπων που έβλεπε να χαίρονται στην ζωή πράγματα που για αυτήν ήταν απλησίαστα ενώ στο μυαλό της κλοθογύριζαν τα λόγια την μαμάς της.
Τους έβλεπε να ζευγαρώνουν και είχε σχεδόν αποφασίσει να παρατήσει σύξυλο το θεϊκό συνονθύλευμα και να πάει να ζήσει με τους ανθρώπους μεταμφιεσμένη σε μια κανονική θνητή.
Τέτοιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της και κάθισε στην άκρη του δάσους να θαυμάσει την θέα των νησιών που ήταν απλωμένα στον Νότιο Ευβοϊκό μακριά από την αγκαλιά του κόλπου.
Σε κάποια άλλη μεριά του δάσους ο Δίας καιροφυλακτούσε εντυπωσιασμένος από την ομορφιά και τα νιάτα της Ήρας.
Έλειπε καιρό στην Κρήτη και μετά την Τιτανομαχία και την απόλυτη νίκη του πάνω στον Κρόνο και δεν είχε δει την Ήρα να μετατρέπεται σε μια όμορφη νεαρή γυναίκα.
" Θα φταίει το μέλι της Όχης" , σκεφτόταν ο Δίας, και την γλυκοκοίταζε αλλά ήξερε ότι η Ήρα δεν θα δεχόταν ποτέ να πλαγιάσει μαζί του. Tου είχε πει η μητέρα του ότι η Ήρα σκεφτόταν πολύ τον γάμο και δεν έκανε επιπόλαιες σχέσεις.
Εκεί που προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να την πλησιάσει πέρασε ξυστά πάνω από το κεφάλι του ένας κούκος.

Το βρήκα! Σκέφτηκε ο πονηρός Δίας και αμέσως μεταμορφώθηκε σε κούκο που άρχισε να πετά προς το μέρος της Ήρας.Έπεσε στα πόδια της και έκανε ότι έτρεμε από την πρωϊνή δροσιά,αν και ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να ζεσταίνει την πλάση.Εκείνη τρόμαξε στην αρχή, αλλά μετά έσκυψε και πήρε το πουλάκι στην αγκαλιά της και το τύλιξε μέσα στον μανδύα της για να το ζεστάνει.Ξαφνικά το πουλί μεταμορφώθηκε και η Ήρα βρέθηκε να παλεύει για να ξεφύγει από την αγκαλιά του Δία."Άσε με" του φώναζε, " Δεν ντρέπεσαι καθόλου Θεός άνθρωπος να κάνεις τέτοια κόλπα!"
Ο Δίας άρχισε τα καλοπιάσματα και τις μαλαγανιές."Εγώ που σε αγαπώ, που σε θέλω, που είσαι η πιο όμορφη θεά από όλες, που έχεις ομορφύνει τόσο πολύ και με έχες θαμπώσει.."
H Ήρα άρχισε να κάμπτεται σιγά σιγά, σκεφτόταν και τις επιλογές που λέγαμε πιο πάνω, και όσο περνούσε η ώρα τόσο και λιγόστευαν οι αντιστάσεις της. Όχι μόνο αυτό αλλά αν παντρευόταν τον Δία, θα ήταν η πρώτη θεά και θα διαφέντευε σε Γη και Ουρανό με την συγκατάθεση της Γαίας και του Ουρανού εννοείται." Κοίτα ", του είπε στο τέλος, διπλώνοντας σφιχτά τον μανδύα γύρω της. " Εγώ χωρίς γάμο, δεν σε αφήνω να με ακουμπίσεις ! Αν θέλεις να με παντρευτείς και να με έχεις με τιμή και με στεφάνι, ευχαρίστως! Να δούμε και τι θα πει και η μαμά!"
"Τίποτα δεν θα πει η μαμά! Εγώ είμαι ο βασιλιάς θεών και ανθρώπων και θα παντρευτώ όποια θέλω""Και όσες θέλω και θα πηγαίνω με όποια μου καπνίσει" σκέφτηκε ο Δίας, αλλά δεν το είπε εκείνη την ώρα. "Εντάξει τότε", έδωσε την συγκατάθεση της η Ήρα και άνοιξε τον μανδύα της για να αγκαλιάσει τον Δία.
Εκεί πάνω στην κορφή της Όχης μέσα στα δρακόσπιτα που τα είχαν κτίσει προς τιμήν της οι άνθρωποι του βουνού και της πήγαιναν κάθε άνοιξη θυσίες, έγινε ο γάμος της Ήρας και του Δία και από τότε υπέφερε πολλά από τις απιστίες του αλλά εκείνη τίμησε το στεφάνι της και έγινε θεά του γάμου.Μιας και Θεοί είναι αθάνατοι η Ήρα υποφέρει μέχρι και σήμερα από την ζήλια της και όποτε ο Δίας της κάνει απιστίες εκείνη παρατάει τον Όλυμπο και έρχεται στην Όχη, εκεί στο Καστανόδασος στο σημείο που έγινε για πρώτη φορά δική του, και καταριέται την αιώνια μοίρα της που της έταξε να είναι με τέτοιον άπιστο σύζυγο.Αν τύχει να είσαι εκεί δεν θα την δεις, αλλά μπορείς να ακούσεις τις κραυγές της μέσα στον βοριά που αλυχτά ανάμεσα στις πετρωμένες πλαγιές και τα χαλάσματα των δρακόσπιτων.

Χρονογραφήματα. Το παλιό μας καρνάγιο και το Πανηγύρι της Αγίας Τριάδας.

 Το παλιό μας καρνάγιο

Της Μαρίας Βουλή

Ο νους του ανθρώπου τριγυρνά στα περασμένα.Περισσοτερο εκεί που μεγάλωσε.Προχθες τα βήμα τα μου με οδήγησαν στο μέρος που πριν αρκετά χρόνια ήταν το Καρνάγιο.Εκει που η γη ανταμωνε με την αμμουδια.Και η αμμουδιά γλυκοφιλουσε τη θάλασσα.Το Καρνάγιο ...ήταν για μένα τόπος ιερος.Ψαροτοπος βλέπετε η Κάρυστος Το κύριο επάγγελμα των περισσότερων ήταν αυτό του ψαρα.Κι εκείνο ήταν η Μάννα του τοπου μας.Απο εκεί γεννιόντουσαν τα πιο όμορφα σκαριά ..μικρά μεγάλα που φιλοτεχνουσαν τα άξια χέρια δύο Καραβομαραγκων.Του κυρ Χρήστου του Ξυλα η Χριστοφή όπως τον ήξερε τότε όλος ο κοσμος.Και του κυρ Βαγγελη του Γκιβιση.Θεος χωρες τους..Μορφές Βιβλικές ζυμωμενες με την τέχνη και το μόχθο.Ειχα λοιπόν την τύχη αρκετές φορές να είμαι παρών την ώρα που το καινούριο σκαρί στερεωμένο πάνω στα βάζα.στεκοταν υπερήφανο και η ολογαλανη θάλασσα.το καλούσε να πλαγιάσει στο κύμα της να το νανουρισει.Τοτε εκείνο έπεφτε στη γλυστρα και σαν το χέλι γλυστρουσε στην αγκαλιά της.Ξεροντας ίσως πως θαρθουνε και στιγμές που θα χρειαστεί να παλέψει μαζί της.Τοτε όλοι το ερραιναν με Αγιασμό για Ναναι καλοταξειδο.Οι ευχές τους διέσχιζαν τον αερα και απλώνονταν στη θάλασσα που το καρτερουσε....Στο Καρνάγιο γινόταν επίσης και η συντήρηση όλων των παλιών σκαφων.Τα τραβούσαν έξω και με φωτιά με το καμινέτο καθάριζαν δηλ.εβγαζαν τις παλιές μπογιές από τα ύφαλα του σκάφους για να περάσουν τα καινούρια υφαλοχρωματα...Τα καλαφατιζαν...τα παλαμιζαν.. και ταρριχναν ξανά στη θάλασσα συντηρημένα και ανανεωμενα.Μαλιστα ερχόντουσαν και σκάφη από τα γύρω νησιά και από την Αττικη.και έκαναν εδώ τις επισκευές τους.Ακομα ακούω τον ήχο από το γκαπγκαπ που προερχόταν από το καλαφατισμα.Στα μεταλλικά πλεούμενα έκαναν ματσακονι.Στα ξύλινα καμινετο.Μπορει να πέρασε τόσος καιρος...αλλα εγώ οσφραινομαι ακόμα εκείνη τη μυρωδιά που έβγαινε από το σμίξιμο του κατραμιου με το πευκο. Όπως βλέπετε στη φωτογραφία Το Καρνάγιο ήταν ένα όμορφο στολίδι για τη δυτική παραλια.Ο τόπος αυτός είχε ψυχη.Τωρα πια εδώ και χρόνια δεν ακούγονται εκεί οι λογής λογής φωνές του Καρναγιου.Δεν πηγαινοέρχονται πια οι ψαράδες και οι καραβοκυρηδες.που συντηρούσαν το βίος τους.Ουτε και καινούρια πια σκαριά θα γεννηθουν.Ομως εμένα τα βήματα μου δε θαναι λίγες οι φορές που θα με οδηγούν εκει.Για να αποτισω έτσι ένα φόρο τιμής στους ήρωες εκείνους της ζωης.Που αν και τα χρόνια τότε ήταν δύσκολα Τα δυο τους αξια χέρια και το καθαρό τους μυαλό Ήταν αρκετά για να δημιουργούν και να προσφέρουν στον τόπο τους και στον εαυτό τους..
Στο Πανηγύρι της Αγίας Τριάδας παλιά....
Της Μαρίας Ευ.Βουλή
Καλημέρα σε όλους.Και του χρόνου σαν και σήμερα.Του Αγίου Πνεύματος.Να είμαστε όλοι καλά. Σήμερα είναι της Αγίας Τριάδος λέγαμε τότε...γεμάτοι χαρά. Οι γονείς μας από την προηγούμενη ημέρα.Ετοιμαζαν όμορφα φαγητά..Και ανήμερα πρωί πρωί με τη δροσουλα ξεκινουσαμε με τα πόδια για να πάμε στην Αγία Τριάδα.Εκει μέσα στο μικρό Παράδεισο που έφτιαχναν τα πλατάνια με τον παχύ τους ίσκιο.Βρισκοταν ένα μικρό απέριττο εκκλησάκι.που λειτουργουνταν μια φορά το χρόνο στη Χάρη Της.Το μοναδικό του στολίδι ήταν η ασύγκριτη δροσιά που προσέφεραν τα αιωνόβια πλατάνια του.Που το αγγαλιαζσν ολογυρις και το κρουσταλλενιο νερό της πηγής του
Δίπλα ακριβώς .Στην πίσω του πλευρά.Ηταν ένα ακόμα μικρότερο εκκλησάκι.Ο Άγιος Σπυρίδωνας.Τωρα θα πρέπει να συστεγάζονται και τα δυο.Περπατουσαμε αγογγιστα.Κουραση δε λογαριαζαμε.Μας πετούσε η χαρά να φτάσω με.Να λειτουργηθουμε .Και μετά την απόλυση να ξεκουραστούμε κάτω από τα πλατάνια.Στρατοκοποι εμείς ξεδιψουσαμε από το κρουσταλλενιο νερό που έβγαινε άφθονο από την πηγή.Μαλιστα έφτανε και περίσσευε για όλη την Κάρυστο.Κατω από τον ατελείωτο ίσκιο των δένδρων οι γονείς μας έστρωναν νοικοκυρεμενο τραπέζι.Πανω σε φρεσκοσιδερωμενα τραπεζομάντηλα.Καμμια φορά συνδιαζοτανε και το τερπνόν μετά του ωφελημου....Δηλ.ακουγες π.χ.τη Λίτσα να λεει στο αυτί της Κούλας.της διπλανής της....Είδες η Αργυρώ τραπεζομάντηλο που έστρωσε;της κολας.Νιφτειτε χέρια πιάστε το.Στραβωμο είχε ο ξάδερφος σου ο Πέτρος να την έπαιρνε.Να μίλαγε με την τύχη του....Τι νοστιμιά είχαν εκείνα τα φαγητά.Η μια παρέα πρόσφερε μεζέ στην άλλη.Και οι νοιωθωμε σαν μια οικογένεια.Μετα το φαγοπότι.Ξεκινουσε το γλέντι.Ντοπιοι οργανοπαίχτες .Μεταξύ των οποίων ποτέ ο Κούκλος και πότε ο Λευκός με το βιολί τους.Επαιζαν το Καβοντοριτικο σε όλο του το μεγαλείο.Αλλα και τοΚαρυστινο συρτό σε χίλιους δυο σκοπούς.Ο κόσμος χόρευε μερακλωμενος.Οι κοπελιές με τα κλος κλαρωτα τους φορέματα. Ξετρελαιναν τους νεαρούς και οι ματιές και τα γλυκολογα δεν είχαν τελειωμό.Απο τη φωτογραφία που βλέπετε .Καταλαβαίνετε την προσέλευση του κόσμου.Στο μπάλο επάνω.Οι νέοι αντάλλαζαν χίλια δυο ερωτολογα .Άλλοι υπόσχονταν αιώνια αγάπη.Αλλοι τα έφτιαχναν εκείνη τη στιγμή Και με τα μάτια μιλούσαν για τον έρωτα που γεννιόταν εκείνη τη στιγμή.Αν τύχαινε μάλιστα κανένας Αμερικανός λευτερος; Έβρισκε το ταίρι του.Στο τέλος.Τις περισσότερες φορές.Ξεσπουσε και ένας καυγάς.Λες και το είχαν κάνει τάμα.Ανσβαν τόσο πολύ τα αίματα που ζητούσαν διέξοδο με χίλιους δυο τρόπους.Αλλα μετά οι κσβγαδιζοντες.Εδιναν τα χέρια και υπόσχονταν αιώνια φιλία.Και έφευγαν αγγαλιασμενοι....Πριν γύρει ο ήλιος.με την ώρα μας γιατί είχαμε και δρόμο να κάνω με .Περνάμε το μονοπάτι του γυρισμού.Καναμε το Σταυρό μας με την ευχή του χρόνου να μας αξιώσει να ξαναπάμε.Περνουσσν μέρες πολλές για να λησμονησωμε την ομορφιά που ζήσαμε.....Νοιωθωμε γεμάτοι.Για να συνεχίσω με τον τίμιο αγώνα της ζωής.

Καρυστινοί χοροί.


 

Το χρονικό της Καρυστινής αλιείας.

 Το χρονικό της Καρυστινής αλιείας.(Ι)

Αυτή την ανάρτηση την αποτίω φόρο τιμής στον εκλιπόντα Γεώργιο Κοκοκύρη,πρεσβύτερο των αδελφών Κοκοκύρη,αυτής της εμβληματικής οικογένειας "Καρυστινών" αλιέων..
Προσωπικά ,έχω έναν ιδιαίτερο λόγο να τιμώ τους αλιείς μας,μια και στα χρόνια της επαγγελματικής δραστηριότητας του αείμνηστου πατέρα μου,το βιος τους,που δεν ήταν τίποτε άλλο από τα αλιεύματα που έφεραν στον κόλπο της Καρύστου,μεταφέραμε με τα φορτηγά μας στις Ιχθυαγορές της Αττικής και η συνεργασία μας ήταν εξασφάλιση του ψωμιού όλων μας..Ο Γεώργιος Κοκοκύρης,γυιος του Μιχάλη και της Κατίνας Κοκοκύρη γεννήθηκε στη Χίο,όπου νεαρά παιδιά ,πρόσφυγες από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ είχαν καταφύγει οι γονείς του...Ο πατέρας Κοκοκύρης κουβαλούσε την αλιευτική παράδοση της Αγίας Παρασκευής και αυτή μεταλαμπάδευσε στους γυιούς του,οι οποίο διέπρεψαν για δεκαετίς στην αλιεία...Τα στοιχεία της Αλιευτικής παράδοσης της Αγίας Παρασκευής προσπαθώ να αποτυπώσω στο παρακάτω κείμενο...
Αλλά ας πιάσουμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι από την αρχή ,να δούμε τις ρίζες της νεώτερης ελληνικής αλιείας,μέσα από την οικογενειακή διαδρομή των Κοκοκυραίων...
Ένα ορόσημο για την ελληνική ψαροσύνη ήταν η μικρασιατική καταστροφή: Σημαίνει το πέρασμα των ψαράδων από τον αλιευτικό μεσαίωνα στην μοντέρνα εποχή. ..Για πολλούς αιώνες πριν η πλούσια κληρονομιά της Ελληνορωμαϊκής περιόδου σε αλιευτικές τεχνικές και βιβλιογραφία είχε επισκοτισθεί. ..Όπως δείχνουν τα αρχεία των μονών του Αγίου Όρους, το ψάρεμα με την κατάρρευση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σημείωσε καθυστέρηση. ..Ακόμα και μετά την εθνική απελευθέρωση διατήρησε την πρωτόγονη μορφή αναιμικής βιοτεχνίας με πενιχρή απόδοση... Ξένοι περιηγητές που επισκέπτονται τα νησιά του Αρχιπελάγους μένουν έκπληκτοι απ’ την εντυπωσιακή έλλειψη ψαριών στο διαιτολόγιο των νησιωτών. ..Αρκετοί θα θεωρήσουν τη θάλασσα του Αιγαίου «ολιγοτροφική» σε αντίθεση με τις τουρκικές ακτές που οι ντόπιοι τούς λένε πως είναι πλούσιες..
Τι ήταν το ψάρεμα πριν τον ερχομό των ψαράδων από απέναντι; Ήταν θέμα ζωτικής σημασίας για τον Έλληνα ακτήμονα, τον Έλληνα που δεν διέθετε γη, να σκέφτεται τον γιαλό σαν πόρο που θα μπορούσε να τον ανακουφίσει απ’ το φάσμα της λιμοκτονίας, έστω και προσωρινά. ..Στο γυαλό στην Κάρυστο,τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ,κατέβαιναν οι..άποροι να μαζέψουν κανα χταπόδι , να ρίξουν τις πετονιές για κάνα μουγκρί, να ξεκολλήσουν καμιά πεταλίδα, κάνα αχινό για να βγάλουν τον επιούσιο...Κανα δυο σακάτηδες σακατεύτηκαν προσπαθώντας να βγάλουν κανα ψάρι με δυναμίτη κι αυτό ήταν όλο...
Ο Τάσος Ζάππας, ο σπουδαίος συμπατριώτης μας, μνήμων των «Ψαράδων»(1972) αναφέρει:«Στις αρχές του αιώνα στον Ευβοϊκό, οι λιγοστοί ψαράδες του τόπου δεν είχανε μεγάλη ψαράδικη πείρα, μήτε σπουδαία σιρμαγιά. Ήταν εκείνο τον καιρό, πολύ καθυστερημένη η ψαράδικη τέχνη. Επόμενο να χρειαζόταν πολύ ιδροκόπι για να βγει το καρβέλι κι ας είχε πλούτος τούτος ο κόρφος» Το σύνολο των ψαράδων στην Ηπειρωτική Ελλάδα μιλούσε την αρβανίτικη διάλεκτο όπως μνημειώνει στους διαλόγους των «χταποδάδων» ο Ευβοιώτης λογοτέχνης σε κείμενό του στο περιοδικό αλιεία (1970) ..Στο «αλιευτικό χρονικό του Ευβοϊκού» (1968) ο Ζάππας σκιαγραφεί την σιωπηρή επανάσταση που σημειώθηκε με την είσοδο των ψαράδων από την Αγία Παρασκευή. .Δεν φέρανε μόνο νέα εργαλεία αλλά ένα καινούργιο φαντασιακό για τη θάλασσα: Ως τότε όλοι ψάρευαν στα «κατάγιαλα», δίπλα στην ακτή... Στον πρώτο διωγμό που υπέστη το χωριό της Αγίας Παρασκευής, το 1916-18, οι ανεμοτρατάρηδες Νίκος Ποδαράς και Ευάγγελος Κούτουκας φέρνουν την πρωτοποριακή ανεμότρατα... Οι Τσεσμελίδες, για δεκαετίες στάθηκαν, αναγνωρίζει ο συγγραφέας, οι πιο φημισμένοι ανεμοτρατάρηδες με τη μακριά τους παράδοση και πείρα. Όπως και στη Χίο, έτσι και στην Ερέτρια εγκαθίστανται οικογένειες που ανέλαβαν τα δύσκολα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή να ταΐσουν με τις άφθονες ψαριές τους τα πεινασμένα στόματα των προσφύγων. Ο Ζάππας μνημειώνει την συμβολή των ανεμοτρατάδικων οικογενειών της Ερέτριας Ορφανού, Μανίκα, Ξυλά, Γιαγκουδάκη, Υψηλάντη, Καριόλακα, Οικονόμου. Κάποια επώνυμα τα αναγνωρίζουμε και ως Χιώτικα! Τα καΐκια δούλευαν πάντα ζυγά. Εκείνες οι ανεμότρατες έριχναν την τράτα τους στο βυθό και τις δύο άκρες του συρματόσκοινου τις έδεναν στην πρύμνη-από μια σε κάθε καΐκι.
Μαζί με τις ανεμότρατες έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους και τα γρι-γρι. Η ίδια η λέξη, παραφθορά ίσως από το «γυρί-γυρί», τον κύκλο των διχτυών, εννοιολογεί μια σειρά τεχνικών οι οποίες κοινό έχουν ένακυκλικό δίχτυ που καλάρεται γρήγορα από ένα μεγάλο καΐκι (ψαροπούλα) με γερή μηχανή. Η εμφάνιση του γρι-γρι έλυσε και το σοβαρό πρόβλημα εξεύρεσης δολώματος για τα παραγαδιάρικα που λυνόταν δυστυχώς πριν το 1922 μόνο με χρήση δυναμίτη. Από τότε ξεκινά η συνεργασία των παράκτιων ψαράδων με τη μέση αλιεία: Oι ψαράδες θα περιμένουν έκτοτε την πρώτη καλάδα του γρι-γρι για να προμηθευτούν ένα κασάκι γαύρο ή σαρδέλα για να δολώσουν τα μέτζα / σκαθαρωτά παραγάδια τους και να τα ρίξουν νωρίς το πρωί...
Οι Μικρασιάτες ψαράδες, με τον προσανατολισμό τους στην ανοιχτή θάλασσα εκσυγχρόνισαν τα παλιά αλιευτικά ήθη τα οποία κατέληγαν σε βίαιες αυτοδικίες, θύμα των οποίων υπήρξε ο πατέρας του σπουδαίου θαλασσογράφου. ..«Οι παλιοί μικροψαράδες με τα δίχτυα κάνανε το λάθος να πιστεύουνε, γράφει ο Ζάππας, πως οι ψαρομεριές, τα «καρτέρια», αποτελούνε χτήμα τους, λες και το είχανε με συμβόλαιο στην κατοχή τους, όπου κανείς άλλος διχτάς δεν είχε δικαίωμα να πάγει να ρίξει δίχτυα. Αν κάποιος παράβαινε τον αυθαίρετο νόμο της νομιζόμενης ιδιοκτησίας τους, που μονάχοι τους τον είχαν σοφιστεί, πήγαιναν και του ρίχναν μπροστά, κολλητά, άλλο δίχτυ να τού το φράξουν. Τον ξένο ψαρά τον τρομοκρατούσαν με πράξεις βίας, με ξυλοδαρμό, με εμβολισμό και με ποινές ακόμα βαρύτερες και κολάσιμες.»
Η Μικρασιατική καταστροφή (1922) υπήρξε σταθμός για την ελληνική αλιεία. Σημαντικός αριθμός ομογενών αλιευτικών πληθυσμών που μέχρι τότε κατοικούσαν στα παράλια του κόλπου της Ερυθραίας, ρίφθηκε στις ελληνικές ακτές. Ο πληθυσμός αυτός, δραστήριος, δημιουργικός και εργατικός, εισήγαγε μια σειρά από τεχνικές και νοοτροπίες που άλλαξαν τον τρόπο που οι ψαράδες έβλεπαν την θάλασσα. Οι αλλαγές περιλάμβαναν και την ψυχοσύνθεση: O ψαράς μέχρι τότε ήταν ο παράκτιος ψαράς. Σπάνια ανοιγόταν στο πέλαγος. Δεν είχε επαγγελματική περηφάνεια και αυτοπεποίθηση. Τα παραπάνω αντανακλούσαν ανθεκτικές πολιτισμικές πεποιθήσεις, ήδη παρούσες στα Ομηρικά έπη. Η ελληνική λογοτεχνία, στις αρχές του 20ου αιώνα, συνέχιζε να καλλιεργεί το στερεότυπο του βασανισμένου ψαρά. Ο Λάμπρος Πορφύρας στο ποίημα του «Φωνές της θάλασσας» μας καλεί να πιούμε το κρασί μας μαζί με «σκυφτούς ψαράδες, μ’ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια» ενώ ο Γιάννης Περγιαλίτης στις «Γραμμές στην αμμουδιά» μας μιλά για «τον γέρο-ψαρά, που με το ξεροβόρι ή με το λιοπύρι, ως το μεσημέρι πάνω στις ξέρες, ώρες σκυμμένος, ασάλευτος, εψάρευε, και ξεπαγιασμένος, ξυλιασμένος ή μουσκεμένος στον τίμιο ιδρώτα του γύριζε τις απόκεντρες γειτονιές του νησιού για να οικονομήσει το καθημερινό ψαράκι της ψαροφαμίλιας του.
Με την εμφάνιση των Μικρασιατών στον χάρτη της ελλαδικής αλιείας το στερεότυπο αναδιοργανώνεται. Ο απομονωμένος και παρίας ψαράς αντικαθίσταται από την εξωστρεφή κοινότητα ψαράδων όπου εντός της ενθαρρύνονται η πρωτοβουλία, η παραγωγή καινοτομιών, η καλλιέργεια μιας αισιόδοξης κουλτούρας. Η περηφάνια του ψαρά, τόσο διθυραμβική στο δημοφιλές άσμα για τον καπετάν Ανδρέα Ζέπο, εδράζεται στην επιτυχία αυτής της επαγγελματικής ομάδας να ταΐσει με τα ψάρια της χιλιάδες πρόσφυγες την κρίσιμη περίοδο των πρώτων χρόνων. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, η αφθονία των ψαριών ήταν παροιμιώδης και οι ψαράδες τροφοδοτούσαν τον κόσμο με τα πιο εκλεκτά ψάρια σε ποσότητες που ουδέποτε είχαν εμφανιστεί στο παρελθόν. Τα καινούργια εργαλεία που έφεραν οι Μικρασιάτες εκμεταλλεύτηκαν παρθένους αλιευτικούς θύλακες αλλά και είδη ψαριών τα οποία αν και ενδημούσαν στην ελληνική επικράτεια, εντούτοις δεν είχε καταστεί δυνατόν να αλιευτούν σε σοβαρές ποσότητες λόγω ακατάλληλων τεχνικών. Γρήγορα τα νέα διαδόθηκαν και στους ντόπιους και τους έδωσαν τη δυνατότητα να κερδίσουν πιο άνετα το ψωμί τους...
Αρκετοί ψαράδες του Σαρωνικού έθρεψαν τις οικογένειές τους μετά το 1922 με καινότροπα θαυματουργά εργαλεία που έφεραν οι Τσεσμελίδες ψαράδες. Μια ωραία περιγραφή ενός τέτοιου εργαλείου, της ζόκας, τη χρωστάμε σε κείμενο του Σαματούρα, έναν πρώιμο sportman της ερασιτεχνικής αλιείας: «Τα άλλα εργαλεία ήταν γι’ αυτόν μόνο για πλάκα. Όταν τέλειωνε με το αρμάτωμα της ζόκας του πήγαινε με την τραγίνα (καλαμαριέρα) να πιάσει δόλωμα, χταπόδια μεγάλα και μικρά στο Ρηχό. Κάθονταν και τα ξεπέτσιαζε μαστορικά για να δολώνει τις ζόκες του μ’ αυτά. Μετά έπαιρνε τα εργαλεία του, σήκωνε το λατίνι και αρμένιζε για τα γνωστά του σημάδια. Όταν κοντοζύγωνε έκανε τον σταυρό του γυρίζοντας τα μάτια του κατά τον ουρανό. Άναψε το τσιγάρο του και με λίγες κουπιές έφτασε γιομάτος ελπίδες στα σημάδια του. Πάτωσε τη ζόκα του μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας. Σκαντζάρει τραβώντας λίγες κουπιές. Την ξαναπατώνει και κάνοντας τον σταυρό του παρακαλάει τον Άη- Νικόλα να κάνει κουμάντο. Το θαύμα δεν άργησε να γίνει. Μόλις η ζόκα του με τους 4 κλέφτες άγγιξε το βυθό, όρμισαν τα ψάρια να τη φάνε. Τραντάχτηκε ολάκερος απ’ τα τσιμπήματα. Άρχισε να λεβάρει τα μπόσικα στην αρχή κι ύστερα την ασήκωτη πια ζόκα του. Όταν καμιά φορά ξενέρισε τη ζόκα, άπλωσε τη φαρδύστομη και βαθυσάκουλη απόχη του και κουκούλωσε μ’ αυτήν το τσαμπί με τις σφυρίδες που ήταν καρφωμένες στη ζόκα και στους κλέφτες της. Ξαγκίστρωσε μάνι μάνι τα ψάρια και τα’ ριξε στα πανιόλα της πλώρης. Ίσιωσε τα στραβωμένα αγκίστρια, τα νετάρισε και τα ξαναδόλωσε με χταπόδι, προσεκτικά και όλα τούτα με ταχύτητα αστραπής». Ο παραπάνω πρόσφυγας κατάφερε και βιοπορίστηκε με την πολύτεκνη φαμελιά του από την μικρασιάτικη ζό(γ)κα.
Οι μικρασιάτες έφεραν επίσης στην Ελλάδα την καλαμαριέρα (καυτερό ή τραγίνα), ένα μικρό μολυβένιο αδράχτι το οποίο στο κάτω μέρος φέρει ένα στεφάνι από μυτερές βελόνες, συνήθως από στραβωμένα τσαπαρίσια αγκίστρια,στραμμένες προς τα πάνω. Γύρω απ’ τον κορμό της καλαμαριέρας συνήθιζαν να τυλίγουν λευκό πανί. Οι ψαράδες που εξορμούσαν κατά τις φεγγαρόφωτες νύχτες του φθινοπώρου άφηναν την καλαμαριέρα να φτάσει μέχρι το βυθό κι έπειτα τραβούσαν κι άφηναν εναλλάξ το νήμα μέχρι τη στιγμή που το αυξημένο βάρος στο νήμα σήμαινε ότι έχει προσκολληθεί καλαμάρι. Με το απότομο τράβηγμα του ψαρά, τα βελόνια διαπερνούσαν και συγκρατούσαν το καλαμάρι και ο ψαράς το ανέσυρε στην επιφάνεια. Μέχρι το 1930 υπήρχε τέτοια πλησμονή κεφαλόποδων που σύμφωνα με τις μαρτυρίες προκαλούσαν την απελπισία των καθετατζήδων. Οι σουπιές και τα καλαμάρια που καιροφυλακτούσαν λίγα μέτρα απ’ τον πυθμένα δεν άφηναν να πατώσουν οι καθετές και αρπάζοντας τα δολώματα κόβανε και τις πετονιές! Οι λίγοι που κάτεχαν αυτό το άγνωστο εργαλείο εκτός από το γέμισμα μέσα σε λίγη ώρα του πανεριού τους με μισόκιλα καλαμάρια εισέπρατταν και τις ευχαριστίες επειδή καθάριζαν τον βυθό απ’ τα θρασύτατα κεφαλόποδα.
Το χωριό της Αγίας Παρασκευής του Τσεσμέ (Κιόστε), σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την πόλη, ήταν ακμαιότατο παραλιακό ναυτοχώρι, με ξεχωριστή δράση, καθώς ήταν το μόνο χωριό στα παράλια της Μικρασίας που διέθετε συγκροτημένο αλιευτικό στόλο. Το μέρος αποτελούσε έναν εξαιρετικά αποδοτικό ψαρότοπο, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ’80, σύμφωνα με τον Ιωάννη Κάλιτς, υποβρύχιο κυνηγό από την Πόλη. Γινόταν εξαγωγή στο λιαστό χταπόδι. Σύμφωνα με τα αρχεία πριν από τον διωγμό, μόνο η Βουλγαρία απορροφούσε 500 τόνους. Οι Μικρασιάτες είχαν έναν ιδιαίτερο τρόπο ψαρέματος για τους τόνους τα ρίκια και τις παλαμίδες, κοντολογής για τα μεταναστευτικά αφρόψαρα. Κάποιος που βρισκόταν στο λόφο αμέσως μόλις διέκρινε το ριπίδισμα της θάλασσας που έκαναν τα κοπάδια των ψαριών έκανε σινιάλο στη βάρκα που ήταν στα ανοιχτά και αυτοί έσπρωχναν το κοπάδι στο Ταλιάνι. Το (ν)ταλιάνι της Αγίας Παρασκευής ήταν ένας χώρος μέσα στη θάλασσα με κλείσιμο την παραλία και περιτριγυρισμένος με δίχτυ, καρφωμένο με πασσάλους στο βυθό. Άφηναν ένα άνοιγμα όπου έμπαινε το κοπάδι και στη συνέχεια έκλειναν την πόρτα. Μεταξύ του κόλπου του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Παρασκευής, στις αρχές του 20ου αιώνα, η ετήσια αλιεία τόνου ήταν περίπου 500.000 οκάδες. Είναι γεγονός ότι την γαστρονομική κουλτούρα κατανάλωσης αλιπάστων την καλλιέργησαν και τη διέδωσαν οι Μικρασιάτες (επικοινωνία με αείμνηστη Τσεσμελιά): «-Τρώγαν πολλά παστά, κολιούς, σαρδέλες, λακέρδα για μεζεδάκια για το ούζο οι άνδρες. Μαγειρεύανε πολλά χταπόδια. Η μητέρα μου τα διατηρούσε στη γυάλα με ξύδι. Οι ψαρόσουπές τους ήταν ανεπανάληπτες.» Η Γ.Λ, 85 χρονών, από πιο χαμηλή εισοδηματικά τάξη θυμάται: «-Τρώγαμε ψάρια βεβαίως. Επί το πλείστον ψιλά ψάρια γιατί ήταν φτωχοί άνθρωποι οι γονείς μου. Ιδιαίτερα σμαρίδες. Τις κάνανε πλακί και μαρινάτες, βάζανε και δεντρολίβανο μέσα..» Τα παράκτια καΐκια συνέχιζαν να εργάζονται και το χειμώνα με μπαρμπουνόδιχτα καθώς ο διαμελισμός των ακτών και οι κλειστοί κόλποι επέτρεπαν στα υπήνεμα μέρη την αλιεία ιδιαίτερα στον κόλπο των Λίτζιων όπου τα μπαρμπούνια ήταν άφθονα. Οι τρατάρηδες πάλι, έλειπαν πολλούς μήνες. Οι καπετάνιοι έκαναν συμφωνίες τα πληρώματα να είναι εξάμηνα. Έφευγαν για να ψαρέψουν σε Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Βόλο, Σμύρνη και αλλού. Την βιωματική σχέση που είχαν οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής με την ψαροσύνη διέσωσαν λαογράφοι που μνημονεύουν το τραγούδι με το οποίο συνόδευαν τασχολιαρόπαιδα το σβύσιμο με υγρό σφουγγάρι της μαύρης πλάκας όταν μάθαιναν να γράφουν:
«Στέγνωσε πλακίτσα μου να μη σε ρίξω στο γιαλό
Και σε φαν τα ψάρια και τα καλαμάρια
Ανέβα, κατέβα, ριξ’ ένα κουμάρι αίμα
Να κοκκινίσ’ η θάλασσα,
Να φοβηθούν τα ψάρια και τα καλαμάρια
Μαρία Π.Ανδρέλλου

Τ' Αγιαννιού του Κλειδώνου- Η παλιά Καρυστινή αγορά

 Τ Αη Γιαννιού του Κλειδώνου

Της Μαρίας Ευ. Βουλή
Καλό απόγευμα αγαπημένοι μου φίλοι. Και του χρόνου σαν και σήμερα να είμαστε καλά......Την Τετάρτη το απόγευμα είναι η παραμονή του Αη Γιαννιού του Κλειδώνου...
Ας ήταν να γέμιζαν ξανά οι αυλές των σπιτιών από τις χαρούμενες φωνές των κοριτσιών που τέτοια μέρα έκαναν χίλια δυο τεχνάσματα ...Ορμηνεμενες απο τις γιαγιάδες και τις Μανναδες τους προκειμένου να οραματιστουν το παλληκάρι που θα γινόταν άντρας τους.Ελατε κορίτσια φώναζε η μία σαν αγνάντευε στην εξώπορτα της αυλής.Με τα μάγουλα της τα ρόδαλα .Φλογισμένα από τη λαχτάρα και την αγωνία...Έφερα τη βέρα της θείας μου ...Και τότε έβγαζαν μια τρίχα από την κεφαλή τους η καθεμια .Και με τη σειρά έπαιρναν ένα ποτήρι και το γέμιζαν δίχως να βγάλουν τσιμουδια.Με νερό αμίλητο.Και περνούσαν τη βέρα από την τρίχα και την κρατούσαν αμίλητες πάνω από το χείλος του ποτηριού στωικά ..Κι όσες φορές η βέρα κτυπούσε στα τοιχώματα του ποτηριού ...σε τόσα χρόνια θα παντρευοντουσαν..Άλλη έφερνε ένα κόκκινο πανί η μαντήλι.Και με τη σειρά πήγαιναν η καθεμία πάνω από το πηγάδι της αυλής τους .και σκεπάζοντας το κεφάλι τους με το κόκκινο πανί Κοίταζαν μέσα στο πηγάδι.Πολλες έβλεπαν τον άντρα που θα παντρευοντουσαν.Καθρεφτιζοταν λέει το πρόσωπο του μέσα στο νερό Η μάννα μου μου έλεγε πως σαν ήταν κι αυτή κοπελια.Ειδε καθρεπτισμενο μέσα στο νερό το σπίτι της πεθεράς της.Μου έλεγε έτσι χαρακτηριστικά...Το είδα ολοφάνερο.Κι άλλες πάλι ελυωναν μολύβι και τορριχναν μέσα στο νερό.Και από το σχήμα που έπαιρνε...καταλάβαιναν το επάγγελμα που θα έκανε ο καλός τους.Κι ύστερα το έπαιρναν με τρόπο στο χέρι Και φεύγοντας από το σπίτι τους.Σε οποίο σταυροδρόμι άκουγαν ένα όνομα.Αυτο θα ήταν το όνομα του άντρα τους Ειλικρινά σας λέω αλήθεια.Αυτο το έχω ζήσει από κοντά.Απο τόσο κοντά ..Σαν να ήμουν εγώ η ίδια σε αυτό το σταυροδρόμι.....Άλλες πάλι φιλούσαν το όνειρο της παραμονής το βράδυ που θα έβλεπαν....Η αλήθεια είναι.Πως τότε μέσα στις πεντοβολισμενες αυλές από τον βασιλικό και ασβέστη.Ανθιζε ο έρωτας μέσα από τα όνειρα και τις προσδοκίες των κοριτσιών.Γιορταζαν την ανασταση των ονείρων τους. Και λαχταρούσαν τόσο πολύ να γίνουν πραγματικότητα.Που ποιος ξέρει.....Η λαχτάρα αυτή έπαιρνε σάρκα και οστά πολλές φορες .Σε ολες μαζί αλλά στην κάθε μία ξεχωριστά.Που μέσα της έκρυβε κάποιο μυστικό.Μιαν ελπίδα.Που της έδινε τη δύναμη να προσμένει.Να γεμίζει χαρά.Γιατι το όνειρο και η Ελπίδα.ειναι αυτά που δίνουν νόημα στηζωη.Και του χρόνου καλοί μου φίλοι.Και Καλοτυχα να είναι τα νειατα που είναι η Ελπίδα μας.
Η παλιά Καρυστινή αγορά
Της Μαρίας Βουλή

Ποιος είν' αυτός από εμάς τους μεγαλύτερους.Που δε φέρνει στη σκέψη του .Με αγάπη και εκτίμηση τις φυσιογνωμίες αυτών των ανθρώπων που αποτελούσαν τον τότε εμπορικό κόσμο της Καρύστου.Γιαυτο κι εγώ θα σας αναφέρω μερικούς από αυτούς τους καλωσυνατους συμπατριώτες μας.Που τελείωσαν το ταξείδι της ζωής.Για να τους θυμηθούμε εμείς οι παλιότεροι.Και να τους μαθετε εσείς οι νεώτεροι.Η Θύμηση τους θα είναι σαν ένα μνημόσυνο για ολα οσα προσέφεραν με το αζημειωτο βέβαια.Στον τόπο μας.Σας μιλώ για τη δεκαετία του εξήντα.Που μικρό παιδί περνούσα το κατώφλι του μαγαζιού τους.Ειτε για να κάνω τα ψωνια που με εστελλνε η μάννα μου.Ειτε για να κάνω κανένα θέλημα σε κάποια από τις γειτόνισσες μας......Και ξεκινώ από το Δημοτικό Σχολείο.Εκει που κάναμε τα πρωτα μας φτερουγισματα.......Απέναντι λοιπόν από το Δημοτικό.Ηταν το μικρομάγαζο της Πεπος και του άντρα της.Του κυρ Βασίλη.Ηταν ένα ηλικιωμένο αντρόγυνο.Αυτη μια ισχνή αγέλαστη κυρία.Που Παρ όλη την απόμακρη φυσιογνωμία της .Μέσα της έκρυβε τόση μεγάλη στοργή.Που λες και μας έκλεινε όλους μέσα στην αγκαλιά της.Απο εκεί στα διαλείμματα τρέχαμε και περνάμε ..καραμέλες φιλάκια.Λουκουματες.Παστοκιδωνο μαντολάτο γλυφιτζουρια.Απο εκεί πήραμε τα πρώτα μας τετράδια.Τη μαυρη πλάκα και το κοντυλι.Που επάνω της χαράξαμε τα πρώτα μας γράμματα.....Πιο κάτω ήταν το μπακάλικο του κυρ Σταυρου του Σφυριδη.Που μαζί με τη γυναίκα του την κυρία Κούλα Πάντα χαμογελαστοί μας εξυπηρετούσαν.Ο κύριος Σταύρος ήταν πολύ χωρατατζης.Και πάντα κατι καλόγουστο είχε να πει για τον καθένα.Ειναι σαν να τους βλέπω τώρα.Με τις μακριές μπλούζες της δούλιας .Εντιμοτατοι.Τοσο που αν καμμιά φορά δεν ειχαν να μας δώσουν ρέστα μια δεκάρα η ένα πενηντάρακι...Μας έλεγαν.Παρτε δύο καραμελιτσες.Η μια τσίχλα.Παρα κάτω ήταν το ανηλιαγο μικρομάγαζο του ανάπηρου όπως λέγαμε.Αυτος που το τηρούσε ήταν ανάπηρος πολέμου.Ειχε θυσιάσει και τα δύο του πόδια για την πατρίδα.ΚΙ ήταν εκεί.Απικο πάνω στο αναπηρικό του καροτσάκι.Και κινούσε τα νήματα του μαγαζιού του.Δινοντας εντολές στην υποτακτική ανήψια του τη Σοφία.Εκει βρίσκαμε τον καζαμια περιοδικά της εποχής εκείνης.Εμπλαστρα και αλοιφές για τους ρευματισμούς.Ολα αυτά μαζί δημιουργούσαν μια περίεργη μυρωδιά που ακόμα την οσφραινομαι.Συνεχιζοντας τον περίπατο μας.Πριν τα Οβρεικα.Στην δεξιά πλευρά.Ηταν το μπακάλικο του Φροσύνη.Ανηκε σε ένα άτεκνο αντρόγυνο ηλικιωμένο.Χαρακτηριστικες φυσιογνωμίες.Παντα σκυθρωπες και αγωνιζόμενες με ζήλο.Εκει έβρισκες πεντοβολισμενη λακέρδα.Και φρεσκοτατη θρεψινη που αντικαθιστούσε επάξια το σημερινό βούτυρο επάνω στο ψωμί.Πουλουσαν και βαρελισιο τυρί.Αλλα αλλοιμονο.Δεν το συντηρούσαν δεόντως και δημιουργούσε μικροοργανισμούς.Οταν λοιπόν ο πελάτης ψωνίζοντας το. το έβλεπε.Ο καταστηματάρχης δεν δίσταζε.Επαιρνε με το δάκτυλο του μια γερή δόση από το τρίμμα του τυριού και το έτρωγε λέγοντας.Η ιδέα σου είναι.Κοιτα πως μοσχοβολαει.Τη συνέχεια τη μαντευετε.Τελειωνοντας το τετραγωνο.Και στρίβοντας δεξιά.Ηταν ένα μικρομάγαζο που στο πίσω μέρος του υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε στο κυρίως σπίτι.Ηταν πολλά μαγαζιά έτσι.Εκει λοιπόν σε αυτό το νοικοκυρεμενο και πεντακάθαρο μαγαζάκι.Ιδιοκτητες ήταν ένα αντρόγυνο που η γυναίκα φορουσε πάντα μαύρα ρούχα.Μαυρη μακριά φούστα φαρδιά και επάνω ένα μποχτσα.Ειδος υφασματενιας ζακέτας με μακρύ μανίκι.Ειχαν και δύο ευτραφείς κόρες..Παντα χαμογελαστές.Εκει έβρισκες ολοφρεσκα μοσκοβολισμενα γιαούρτια.Που από πάνω τα σκέπαζαν με λαδόκολλα.Που την τύλιγαν ολογυρις αριστοτεχνικά.Οταν τα έδιναν στον πελάτη.Αλλα το σπεσιαλιτέ του μαγαζιού.Ηταν η ολοφρεσκια βανίλια.Που την έφτιαχναν μόνοι τους.Κι όταν την έτρωγες ήταν τριζατη.Και είχε μια ξεχωριστή υπέροχη γεύση.Ακομα την θυμάμαι.Σαν με εστελλνε η μάννα μου να αγοράσω.Μου την τύλιγαν μέσα στη λαδόκολλα.Και την πήγαινα ακόμα ζέστη στο σπίτι....
Εδώ θα σταματήσω τον περίπατο μας για απόψε. Γιατί δε θέλω να σας κουράσω άλλο.Αλλη ημέρα θα συνεχίσωμετη βολτα μας.Θα σας περιγραψω καταστήματα γύρω και μέσα στα Οβρεικα.Καλο βράδυ.



ΚΑΡΥΣΤΙΝΟ ΛΕΞΙΚΟ

 

αβάρετος = ακούραστος

Αγκοριτσά = άγρια αχλαδιά

Άζα = η μουτζούρα του τζακιού

Ακουσμένη = παντρεμένη γυναίκα που έχει συζητηθεί για εξωσυζυγικές σχέσεις

Αλλαξιά, αλλαξά = Η δεύτερη φορεσιά (Πάρε μια αλλαξά μαζί σου, μπορεί να κατουρηθείς στο δρόμο)

Ανακούκουρδα = ανακατεμένα

Αντέτι Μουχαμέτι = Τα ίδια και τα ίδια επαναλαμβάνεις. ( Μάλλον Τούρκικο )

απαστριά = ποντίκι

απονοικοτσυρά = γυναίκα ανοικοκύρευτη

αρτυμή = το μη νηστήσιμο

Αστοχιά = κακοκεφιά

Αστρίτης το μάτι = αστραφτερό, χρησιμοποιείται όταν δεν κλείνει για ύπνο

Αυτά είναι τους παιδιούνες= αυτά είναι των παιδιών Αντέτι = ξεμάτιασμα

Αυτοί σούρνουν πανί = αυτοί πηγαινοέρχονται άσκοπα

Βαρυγκομάω = δυσφορώ , δυσανασχετώ

βάτρα = σπιτι

Βετούλι = χρονιάρικο κατσίκι

Βοϊδοτσεντρίτης = άντρας βλάκας

βραγιά = ο μπαξες

Βρωμοστήλα χάμου= κάτσε κάτω,παλουκώσου

Βρωμοστύλα = Κάτσε φρόνιμα

Γάλικας = μεγάλο ξύλινο κοφίνι

Γάνα = η μαυρίλα που βγάζουν τα χαλκόματα

γάνιασα = κουράστηκα

γιουρντάρω = ορμάω

γλαντί = το αδύνατο παιδί

Γλάρα = πρωινή υγρασία

Γλωσσοκοπάνα = γυναίκα πολυλογού και ετοιμόλογη

Γοργόνια = Ζωηρά παιδιά

Γυφτοκόνισμα = πολύ αδύνατη γυναίκα

Διάφορο = το κέδρος, το όφελος (Νικάει η ζημιά το διάφορο. (παροιμία))

Δρόλαπας = δυνατή βροχή

Έγινα άμουρος=εξαφανίστηκα

Εγώ φέγω τώρα = Εγώ φεύγω τώρα

Ειναι παράωρα = είναι περασμένη η ώρα

Ζαγάρι = σκύλος ανεπιθύμητος

Ζαμάνια = Πολλά χρόνια ( Συνήθως λέμε για κάποιον που έχουμε πολύ καιρό να τον δούμε)

Ζέκες = τύφλες συνοδεύονται με μούτρα (Που νάχεις ζέκες)

Ζερζεβούλης = σατανάς

Ήρχα = ήρθαΈχω έρχει = έχω έλθει

Ισικιωμένη = Η γυναίκα με φυσική χάρη και ήθος,επιθετικός προσδιορισμός ανώτερος της όμορφης

Και στα επίλοιπα = Ευχή που δίνεται στα τελειώματα, δηλαδή και στις χαρές των υπολοίπων

Καλά δεξίματα = με το καλό να υποδεχθείτε αυτούς που περιμένετε

Καλά κρασά = Στο μάζεμα των σταφυλιών

Καναπελίκι = το κάλυμμα του καναπέ,άσπρο ουγίτικο με δαντέλα τις σχόλες και εμπριμέ απλό τις καθημερινές

Καούνι = πολύ κρύο, παγωνιά

Καραμελάτη κουβέρτα = Κουβέρτα φτιαγμένη στον αργαλειό με ρίγες σε όλο το μήκος της

Καρκαλέτσι= σαμιαμίδιΓκουρτζέλι = το νεογέννητο γουρουνάκι

Καρυστινή παροιμία: Σηκώθηκεν η όμορφη να κάτσει η ισκιωμένη χάφτας = αγαθιάρης βλακέντιος = βλάκας κουμπάνια =τα τρόφιμα που έπαιρναν οι τσομπάνηδες μαζί τους για να έχουν στο μαντρί να τρώνε συ πού ήστανε; - ήμανε πέρα =εσύ πού ήσουν; - ήμουν πέρα Στο βγάλσιμο ήλιου = ανατολικά Στο χάσιμο ήλιου = δυτικά

Κάτοικας = το κοτέτσι

Κατσούλα = η σκούφια, η κουκούλα

Κατώϊ = αποθήκη στο υπόγειο

Κεσέμι = το κριάρι ή ο τράγος που οδηγεί το κοπάδι, ο μπροστάρης

κιοτεύω=δειλιάζω

κουσελεύω=κουτσομπολεύω

Κουσέλι=κουτσομπολιό

Κουσελιάρης ή κουσέλας = κουτσομπόλης

Κουταλάφι= μεγάλη ακρίδα

Κουτσαφιές = το φυτό που κάνει κουκιά

κρεββατίνα = ο αργαλειός

λιακός = στέγη σπιτιού με χώμα

Λιγούνα= βέργα

Λολάδες του Μουτζουρογιάννη (προφανώς παλιός Καρυστινός λωλός που έμεινει στην αιωνιότητα )

Λοστάρι = χοντρό και παχύ υφαντό σκέπασμα

Λούβερη έκανες τον καφέ = Πικρό έφτιαξες τον καφέ

Μαντζούνι = πρακτικό θεραπευτικό ρόφημα, γιατροσόφι

Με τους λωλούς λωλαίνομα = παρασύρομαι εύκολα από αστεϊσμούς και πλάκες που κάνουν οι άλλοι και μπαίνω κι εγώ στο κλίμα Γεννήκαμε σεργούνι ή σουργούνι = γίναμε ρεζίλι, βγήκαν στη φόρα οι πομπές μας Κουβεντιασμένη = Γυναίκα που έχει συζητηθεί για ασταθή ερωτικό βίο Βγήκε στη τρυφερίτσα = έκφραση για το κορίτσι που μεγάλωσε και ξεκίνησε τις βόλτες και τα φλερτ δειξάμενη = η εντυπωσιακή γυναίκα

Μη με κρένεις = Μη μου μουρμουράς

Μισοκούτρουλος= βλαμμένος

μισόχλωρος = τρελλός

Μολέρνω = Φεύγω (κυριολεκτικά και μεταφορικά)

μπαϊλντισα = κουράστηκα

Μπάκα = κοιλιά.( Γέμισε η μπάκα του)

μπασά = πόρτα- πέρασμα

Μπαστικό= αποθήκη

μπινιώτα = το πυθάρι

Μπουγιουρντί = κοινοποίηση δυσάρεστου εγγράφου

μπουρδουκλώνομαι = μπερδεύομαι

Μπούρμπερη = στάχτη, σκόνη (Να γίνει στάχτι και μπούλμπερη)

Μπροστοποδιά = γυναικεία ποδιά κουζίνας

Να χαίρεσαι τ΄ασκέρι σου = Να χαίρεσαι την οικογένειά σου

Νιτερέσο = συμφέρον( Δεν έχω νιτερέσα μαζί τους)

ντάλα μεσημέρι=καταμεσήμερο

Νταλάκιασα = δίψασα πολύ

Ντουγρού = ευθεία

Ντράβαλα = περιπέτειες

Ξαντάρι = ξάνεμο

ξεποδαριάζομαι = κουράζομαι απ' το περπάτημα

ξεργουτού = επί τούτου

Ξόμπλι = κουτσομπολιό

Ξομπλιάστρα = αυτή που τα παρατηρεί όλα,που δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο

Ξοντώνω = εκτονώνομαιΔεν νογάει = δεν καταλαβαίνει, δεν σκαμπάζει

Ουγίτικο πανί = το λεπτό άσπρο υφαντό με τις ρίγες

Παδανά, παδαχάμου = Εδώ, εδώ κάτω

Παίρνω κάποιον καλιακούσα = Τον παίρνω στους ώμους

πανωγόμι = το επιπλέον φορτίο ενός ζώου, στο κέντρο του σαμαριού (μεταφορικά το πανωτόκι)

παρδάσκελα = τρόπος καβαλικέματος στο ζώο (ανάποδα)

πάω ζέβλα ζέβλα = πάω κούτσα -κούτσα

Πάω μέσα =θα πάω στην Αθήνα

Πέρνα πόθε=έλα απο 'δω

Περπατά σα μπασταρδιασμένος, δηλαδή με ασταθή βήματα και άσχημη στάση

Πέτος = κληματαριά

Πήρα τα Ρουμάνια = Πήρα τους δρόμους

πούντιασα = πάγωσα

Πριπάσω = δεύτερη γυναίκα ,φθηνιάρα

Προγκάω = διώχνω με φωνές

σάζμα = στρωσίδι υφαντό φτιαγμένο με μαλλί

Σερμπέτη έκανες τον καφέ = Έκανες γλυκό τον καφέ

Σκαπετάω= φεύγω

Σκατομισογέννης = έκφραση για το σατανά

σοπάκι = μπερντάκι

σοστάδα = το σωστό

Σουρτουκεύω=είμαι συνέχεια έξω

σοφράς = χαμηλό στρογγυλό τραπέζι

Στρογέρα = απανεμιά

Τααήλιου = Κακώς του κάκου

ταμαχιάρης=αχόρταγος

Ταμπλάς = Εγκεφαλικό (τούρθε ταμπλάς)

Τζερεμές = Ο κακοπληρωτής

Τι νόησες; = πώς την έχεις δει ;

Τι ψάχεις να βρεις; = Τι ψάχνεις να βρεις;

Τίβοτα = τίποτα

Τίλους..(Ιδιωματική έκφραση π.χ. Τίλους δε μου είπες ότι θάρθεις)

Τον έκανε νταούλι στο ξύλο - Τούδωσε πολύ ξύλο

Του βέτιου = Κουτουρού

Του δαιμόν οι κλήρες

Του πειραντά την κλήρα, ζάφτι δε γίνεται= έκφραση για το άτακτο παιδί που δεν μπορούμε να το στρώσουμε

Τούτη πάει κατά ήλιου και κατά καημάτου=έκφραση για την "ελαφριά"γυναίκα

Τράβα = το μεσαίο ξύλο που κρατούσε τα ξύλα της σκεπής

Τσάφι = πολύ κρύο ,παγωνιά

Τσεμπέρι γυναικείο μαντήλι κεφαλιού

Τσίτσα μου , πάνου πάνου ή φτσίτσα μου πάνου πάνου = να έχετε την ευχή μου ως ψηλά στον ουρανό( οι γιαγιάδες στα εγγόνια)

Τσιφούρα = ψιλόβροχο

Τσιφουρίζει = ψιλοβρέχει

Τσούλινδρας = ο κύλινδρος που πατούσαν τις χωμάτινες ταράτσες

τσουράπια=κάλτσες

Τσουρούτικο = Στενό, στενόχωρο , μίζερο

Φουρνοξύλα = κοροϊδευτικά η ψηλή και άχαρη γυναίκα

Χαλασμένος = Βλαμμένος (αυστηρά Καρυστινή έκφραση)

 

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...