Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

Ο Γιωργάκης που ακολούθησε τον άνεμο. (Παραμύθι για μικρά παιδιά)

 


Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένα αγοράκι που ήταν τόσο ελαφρύ όσο και ένα κίτρινο φύλλο το Φθινόπωρο.

Η μαμά του πάντα του φορούσε βαριά παπούτσια από μολύβι για να μένει στην Γη και να μην παρασύρεται από τον άνεμο.

Όσο μεγάλωνε ο Γιωργάκης τόσο καταλάβαινε τον κόσμο γύρω του, και άλλο τόσο μεγάλωνε η περιέργεια του για το τι θα γινόταν να μια μέρα ξεγελούσε την μαμά του και δεν φορούσε τα παπούτσια του. Όμως, πως θα κατέβαινε ξανά στην Γη? Τι θα γινόταν αν σταματούσε ο αέρας ξαφνικά και που θα προσγειωνόταν ? Πως θα μπορούσε να γυρίσει? Πως θα μπορούσε να φάει και να κοιμηθεί?

Σιγά σιγά τα ερωτήματα έγιναν πραγματικά βασανιστικά, όσο βασανιστική γινόταν και η ανάγκη του να αφεθεί στον άνεμο και να παρασυρθεί σε άγνωστους τόπους μακρινούς, πετώντας μαζί με τα πουλιά πάνω από πόλεις, κάμπους και θάλασσες.



Μια μέρα που φυσούσε βγήκε στην αυλή του, μέτρησε την δύναμη του αέρα, κοίταξε κλαδιά της μουριάς που λικνίζονταν και  έβγαλε το ένα του παπούτσι. Το σώμα του άρχισε να υψώνεται από την μια πλευρά. Άπλωσε το χέρι του και πιάστηκε από τον κορμό της μουριάς και με μια πρωτόγνωρη έξαψη αλλά και φόβο, έβαλε γρήγορα πάλι το παπούτσι που το κρατούσε σταθερά στην Γη.

Ο Γιωργάκης ήταν πεισματάρης και κλειστός χαρακτήρας. Δεν ήθελα να πει ότι σκεφτόταν στην μαμά του, ούτε στον μπαμπά του, ούτε στους φίλους του στο σχολείο.

Ένιωθε ότι έτσι και αλλιώς, δεν θα τον καταλάβαινε κανείς και κρατούσε όλες τις σκέψεις για τον εαυτό του.

Έτσι άρχισε να καταστρώνει σχέδια για να δώσει απαντήσεις σε όλα του τα ερωτήματα και να αρχίσει κάποτε το μεγάλο του ταξίδι.

Άρχισε να παρακολουθεί τα δελτία καιρού και πόσα μποφόρ έδιναν για την περιοχή του. Άρχισε να ανοίγει χάρτες και να μαθαίνει τις αποστάσεις. Άρχισε να μαθαίνει για το πόσο ψηλά ήταν τα βουνά και πόσο μεγάλες οι θάλασσες. Μέχρι την έκτη δημοτικού, πίστευε ότι ήξερε όσα χρειαζόταν να ξέρει για να αρχίσει το ταξίδι του , όσο για το τι θα γινόταν αφού σταματούσε ο αέρας και θα ήταν χωρίς τα παπούτσια του μέχρι να ξαναρχίσει να φυσά, το άφησε στην τύχη γιατί του ήταν αδύνατον να βρει λύση. Το πολύ πολύ, να τηλεφωνούσε στην μαμά του να του φέρει τα παπούτσια του εκεί που θα ήταν, σκέφτηκε. Εύκολο!

Ήταν 4 Αυγούστου και τα μελτέμια φυσούσαν και ξεφυσούσαν μέχρι που τα μάγουλα τους κοκκίνιζαν και τα πνευμόνια τους πονούσαν από την προσπάθεια.

Ο Γιωργάκης , ξύπνησε γεμάτος αγωνία και έξαψη για το μεγάλο του βήμα στον κόσμο.

Πήρε τον σάκο του με λίγα ρούχα, λίγα χρήματα που είχε μαζέψει από το χαρτζιλίκι του  και τα κάλαντα, πήρε το κινητό του, και άφησε ένα σημείωμα στο γραφείο του «Μην ανησυχείτε, πάω μια βόλτα και θα σας πάρω τηλέφωνο αν είναι ανάγκη» .  Σκαρφάλωσε από το παράθυρο χωρίς τα παπούτσια του και προσγειώθηκε στην αυλή.

Το μελτέμι αμέσως τον παρέσυρε ψηλά, πάνω από τα δέντρα και πάνω από το σπίτι.

Η καρδιά του πήγε να σπάσει από τον ενθουσιασμό του, μια ευτυχία που δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά τον πλημμύρισε και άπλωσε τα χέρια για να στερεώσει το σώμα του και να μην κάνει σβούρες στα στροβιλίσματα του αέρα.

Ήταν νωρίς το πρωί και οι άνθρωποι δεν τον είδαν να περνά πάνω από την πόλη. «Τι κρίμα» σκέφτηκε ο Γιωργάκης που θα του άρεσε πάρα πολύ να είναι όλοι στον δρόμο και στα παράθυρα και να τον κοιτούν να πετά στον αέρα, μόνο αυτός και κανένας άλλος. Δεν πέρασαν όμως ούτε λίγα λεπτά και άφησε πίσω του την πόλη για να βρεθεί πάνω από την θάλασσα που αφρισμένη έτρεχε προς τις ακτές . Θαλασσινές στάλες έφταναν μέχρι εκεί που πετούσε ο Γιωργάκης και του πιτσίλισαν το πρόσωπο.

«Μα είναι τόσο ωραία! Μα είναι τέλεια!» φώναξε ο μικρός μας, και έκανε κολύμπι μέσα στο ρεύμα του αέρα, που όμως είχε σαν αποτέλεσμα να κάνει τούμπες και στροβιλίσματα . Στο τελευταίο στροβίλισμα, ο σάκος του γλίστρησε και με τρόμο τον είδε να πέφτει να στο νερό.

Ο Γιωργάκης, άπλωσε τα χεράκια του και ισορρόπησε πάλι αλλά δεν αισθανόταν πια χαρά.

Ο φόβος του μεγάλωνε λεπτό με το λεπτό, και τα δάκρια του ανακατεύτηκαν με τις θαλασσινές στάλες.

Τώρα πια, ανυπομονούσε να σταματήσει ο αέρας και να κατέβει. Να κατέβει κάπου που να υπάρχουν άνθρωποι, τηλέφωνα, φαγητό και νερό. Τι θα γινόταν αν προσγειωνόταν σε κάποιο έρημο νησάκι? Τι θα γινόταν αν σταματούσε ο αέρας και ήταν ακόμα στην θάλασσα?

 Πετούσε όλη μέρα και ο αέρας τον είχε παρασύρει μέχρι το διπλανό νησί. Με μεγάλη ανακούφιση είδε μικρά φωτάκια να πλησιάζουν.  Τώρα πια που νύχτωνε, ο φόβος μεγάλωσε και τον ένιωθε σαν ένα μεγάλο φίδι να του σφίγγει τον λαιμό. Όταν πλησίασε αρκετά και ήταν πάνω από το νησί, έκανε βουτιά με τα χέρια πίσω και με μεγάλη προσπάθεια προσπάθησε να κινηθεί ανάμεσα στις ανάσες του αέρα για να χάσει ύψος.

Ευτυχώς για αυτόν, το μελτέμι άρχισε να πέφτει και σιγά σιγά, κατάφερε να φτάσει πολύ κοντά στην Γη, μέχρι που πιάστηκε από τα κλαδιά ενός τεράστιου ευκάλυπτου. Κράτησε σφικτά το κλαδί, το αγκάλιασε με όλο του σώμα και με όλη του την δύναμη μέχρι που εκείνο έσπασε και έπεσε στο πιο κάτω. Κτυπημένος ο Γιωργάκης , αγκάλιασε και εκείνο και με μεγάλη προσπάθεια έφτασε κοντά στον κορμό.

Σιγά σιγά, κατέβηκε μέχρι το τελευταίο μεγάλο κλαρί και εκεί, πάνω στον κορμό του, άρχισε να κλαίει γοερά και να ζητά βοήθεια.

Για καλή του τύχη, μια οικογένεια που γυρνούσε από την παραλία τον είδε και τον πλησίασαν για να τον βοηθήσουν.

Ο Γιωργάκης  άρχισε να τους περιγράφει την περιπέτεια του μα εκείνοι κοιτούσαν έκπληκτοι ο ένας τον άλλον κάνοντας νοήματα ότι το καημένο το παιδάκι δεν ήταν καλά στα μυαλά του.

Στο τέλος , για να τους πείσει, άφησε το ένα του χεράκι και το σώμα του αμέσως άρχισε να δείχνει ότι προσπαθούσε να τους πει τόση ώρα.

«Με πιστεύετε τώρα?» τους ρώτησε γεμάτος αγωνία, και εκείνοι άρχισαν να λένε «Θαύμα, θαύμα!»

«Σας παρακαλώ! Πάρτε τηλέφωνο στο σπίτι μου!! Να έρθουν να με πάρουν!! Δεν μπορώ να φύγω χωρίς τα παπούτσια μου!» κλαψούρισε ο Γιωργάκης και ο πατέρας της οικογένειας, έβγαλε το κινητό του για να ψάξει το τηλέφωνο της μαμάς του.

Πράγματι το βρήκε και η γεμάτη αγωνία φωνή της, ηρέμισε όταν βεβαιώθηκε ότι το παιδάκι της ήταν καλά .

Όσο μπορούσαν πιο γρήγορα οι σωτήρες του Γιωργάκη, έφεραν από το αυτοκίνητο τους ότι βάρος είχαν και το έδεσαν πάνω του. Μια ρόδα αυτοκινήτου και όλα τα παιχνίδια της παραλίας, ήταν δεμένα στην μέση του Γιώργου που καθόταν τώρα ντροπιασμένος , κουρασμένος και γεμάτος ενοχές κάτω από τον ευκάλυπτο.

Μετά, πήραν το Λιμενικό που ήρθε και τον πήρε έτσι, με όλα τα πράγματα δεμένα πάνω του στο λιμεναρχείο ενώ τα δυο συνομήλικα αγόρια της οικογένειας έβγαζαν φωτογραφίες γελώντας και τις ανέβαζαν στο instagram  με λεζάντες που ο Γιωργάκης δεν ήθελε καν να φανταστεί.

Οι σκηνές που ακολούθησαν στο Λιμεναρχείο ήταν κάτι που δεν θα ξεχνούσε ποτέ στην ζωή του. Άντρες και γυναίκες με τις μπλέ τους στολές,τον ρωτούσαν με αυστηρό αλλά και στοργικό  ύφος, γιατί το έκανε αυτό, αν σκέφτηκε τους κινδύνους, αν σκέφτηκε την αγωνία των γονιών του, αν υπολόγισε το πρόβλημα που δημιουργούσε στην υπηρεσία και το τι θα γινόταν αν χρειαζόταν κάποιος βοήθεια και δεν θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν επειδή ασχολιόντουσαν με τις απερισκεψίες του. 

Ο Γιωργάκης ήθελε να ανοίξει η Γη να τον καταπιεί, να εξαφανιστεί , να μεταφερθεί πίσω στον χρόνο πριν να σκαρφαλώσει από το παράθυρο και ακόμα πιο πριν, πριν να πάρει την απόφαση να αφεθεί έτσι στον άνεμο.

Με σκυμμένο κεφάλι απαντούσε μονολεκτικά ανάμεσα σε λυγμούς μέχρι που όλα τελείωσαν και τον έβαλαν στο ταχύπλοο για να τον πάνε πίσω στο νησί του και στο σπίτι του.

Στο λιμάνι είχε μαζευτεί όλος ο κόσμος αλλά δεν είδε κανέναν εκτός από την μαμά του που τον αγκάλιασε και του φόρεσε γρήγορα τα παπούτσια του. Ο πατέρας του τον σήκωσε στην αγκαλιά του και του είπε « Αυτά που πέρασες ήταν το καλύτερο μάθημα σου, σωστά?» «Σωστά μπαμπά» είπε ο Γιωργάκης και αποκοιμήθηκε από την κούραση πάνω στον ώμο του μπαμπά του. Στον ταραγμένο του ύπνο είδε ότι ήταν αεροπόρος και πετούσε με ασφάλεια στους μεγάλους ουρανούς.

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...