Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

Οι σκανταλιές του Ρούντολφ.

 

Οι σκανταλιές του Ρούντολφ.




Μια φορά και ένα καιρό ενώ οι δουλειές ήταν τόσες πολλές όσο το παγόβουνο που έκλεινε την είσοδο του χωριού του Αγίου Βασίλη, συνέβη κάτι το αναπάντεχο και όλα τα ξωτικά άφησαν τις δουλειές τους και έτρεχαν πανικόβλητα γύρω γύρω.

Ο Ρούντολφ το ελαφάκι είχε χαθεί ενώ έπαιζε με το να δοκιμάζει την αντανάκλαση της λαμπερής του μύτης πάνω στο χιόνι.

Ο Άγιος Βασίλης φυσούσε ξεφυσούσε και έπινε το ένα γάλα μετά το άλλο, η κυρία Βασίλη έψαχνε τα υπογλώσσια με γεύση μπισκότου ,ενώ ειδική ομάδα στελεχώθηκε από ξωτικά που ήταν εκπαιδευμένα να βρίσκουν χαμένους ταράνδους και άτακτα ελαφάκια.

Αφού με τα πολλά τα ξωτικά ηρέμησαν και συνέχισαν τις δουλειές τους , με το ένα μάτι στα παιχνίδια ,- με το ένα μάτι στα παιχνίδια και το άλλο έξω από το παράθυρο , με το ένα αυτί στις οδηγίες του αρχιξωτικού και το άλλο στα καμπανάκια των ταράνδων – ο Άγιος Βασίλης χαλάρωσε με το χάπι του και η ομάδα ξεκίνησε να βρει τον άτακτο Ρούντολφ , και όλοι περίμεναν από ώρα σε ώρα να γυρίσουν όλοι μαζί για να συνεχίσουν  τις ετοιμασίες για το μοίρασμα των δώρων.

Βλέπετε, τα παιδιά περίμεναν τα δώρα τους, και δεν θα δικαιολογούσαν με τίποτα κάποια καθυστέρηση. Μέσα στην ταραχή τους όμως δεν πρόσεξαν ότι έλειπε και το πιο αφηρημένο ξωτικό από όλα όσα δούλευαν στο εργαστήρι , ο πάντα αφηρημένος αλλά πολύ γλυκούλης Φτούλης, από το Κρυφτούλης, μιας και τρελαινόταν για αυτό το παιχνίδι και δεν έχανε ευκαιρία να το παίξει, ακόμα και μόνος του.

Χωρίς λοιπόν να ξέρει ο Φτούλης ότι ο Ρούντολφ έχει χαθεί, περιπλανιόταν ανάμεσα στα σπιτάκια του χωριού, και έπλαθε φανταστικούς φίλους που τον ψάχνουν και τον βρίσκουν  κρυμμένο πίσω από τους φράχτες , ανάμεσα στα ψηλά δέντρα και κάτω από τις μύτες των πάγων.

Οι ώρες περνούσαν και το μουντό βαρύ γκρι του χειμωνιάτικου απογεύματος άρχισε να σκεπάζει πρώτα τα ψηλά δέντρα , μετά τις καμινάδες των σπιτιών  μετά τους φράχτες και τέλος τον χαμένο Ρούντολφ τον Φτούλη και όλους όσους έψαχναν ακόμα, κατάκοποι μετά από την πολύωρη αναζήτηση.

Ο Ρούντολφ ήταν πολύ χαρούμενος γιατί το σκοτάδι έκανε το παιχνίδι του πιο ευχάριστο μιας και το φως της μύτης του γινόταν πιο λαμπερό. Έτρεχε από δω και από κει, έκρυβε το κεφαλάκι του μέσα στον πάγο και ξαφνικά πεταγόταν για να φωτίσει κάτι τυχαίο, δίνοντας του μεγάλη χαρά. Ο Φτούλης, ήταν και αυτός χαρούμενος γιατί μπορούσε να κρυφτεί πιο εύκολα από τους  φανταστικούς του φίλους, ενώ τα ξωτικά που έψαχναν , άρχισαν πραγματικά να αγωνιούν για την τύχη, όχι μόνο του Ρούντολφ αλλά και όλης της επιχείρησης παράδοσης των δώρων την πρωτοχρονιά. Μάλιστα έψαχναν στις τσέπες τους να σιγουρευτούν ότι είναι εκεί, ακόμα και για τα νέα δοντάκια που είχαν ζητήσει μερικά παιδάκια.

Έτσι τα έφερε η τύχη και πίσω από ένα σωρό κομμένα ξύλα συναντήθηκαν ο Ρούντολφ και ο Φτούλης. Τρόμαξαν και οι δυο γιατί δεν περίμεναν να συναντηθούν πάνω στο παιχνίδι τους αλλά μετά γέλασαν πολύ και αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στο εργαστήρι μιας και η συνάντηση τους επανέφερε στην πραγματικότητα, μακριά από τον φανταστικό κόσμο του παιχνιδιού.

Χοροπηδώντας χαρούμενα γύρισαν πίσω εντελώς ανίδεοι για την ταραχή που επικρατούσε στο χωριό. Μόλις τα ξωτικά τους είδαν πρώτα χάρηκαν πάρα πολύ αλλά μετά αμέσως, θύμωσαν. Άλλοι φώναζαν στον Φτούλη ότι έφταιγε αυτός που έλειπε όλη μέρα ο Ρούντολφ και ο καημένος ο Φτούλης έβαλε τα κλάματα γιατί κανείς δεν τον πίστευε ότι έπαιζαν διαφορετικά παιχνίδια και αν δεν ήταν αυτός, ο Ρούντολφ πιθανότατα ακόμα θα δοκίμαζε το φως της μύτης του μέσα στις καμινάδες.

Ο Ρούντολφ πάλι, είχε γίνει τόσο κόκκινος από την ντροπή του όσο και η μύτη του. Είχε σκύψει το κεφαλάκι του και ζητούσε συγνώμη από τα ξωτικά, από τον Άγιο Βασίλη , από τους άλλους ταράνδους ακόμα και από το έλκηθρο , αλλά ήταν τόσο μεγάλη η φασαρία που δεν τον άκουγε κανείς.

Μέσα στην γενική αναταραχή κάποιος θυμήθηκε την ομάδα που έψαχνε και πήγε να τους ειδοποιήσει και μέχρι να γυρίσουν  όλοι είχαν κουραστεί από τις φωνές, ο Φτούλης είχε σταλεί να διπλώσει δώρα και ο Ρούντολφ στην γωνιά του να σκεφτεί το τι είχε προκαλέσει.

Μετά την επιστροφή της ομάδας ο αρχηγός τους επισκέφθηκε τον  Άγιο Βασίλη για να συμπληρώσουν το βιβλίο συμβάντων του χωριού. Ο Άγιος κάθισε στο μεγάλο του γραφείο , βρήκε το βιβλίο κάτω από μια στοίβα από γράμματα παιδιών και άρχισε να γράφει το συμβάν. Όταν όμως έφτασε στο σημείο του πως ο Ρούντολφ  γύρισε στο χωριό, το ξωτικό άρχισε να ξεροβήχει. «Θέλεις λόγο γάλα?» τον ρώτησε ο Άγιος Βασίλης γιατί νόμιζε ότι μπορεί να είχε αρρωστήσει τόσες ώρες έξω το πολικό κρύο .

«Όχι, όχι..» μάσησε τα λόγια του το ξωτικό… «Μόνο σε παρακαλώ, μπορείς να πεις ότι τον βρήκαμε εμείς? …τόσες ώρες ψάχναμε  και κάποια στιγμή σίγουρα θα τον βρίσκαμε .. να μην γραφεί ότι δεν μπορέσαμε να τον βρούμε και τον βρήκε ο αφηρημένος ο Φτούλης που δεν βρίσκει ούτε τον εαυτό του όταν παίζει κρυφτό!»

«ΑΑΑΑ! Να πούμε ψέματα λοιπόν! Ξέχασες καλέ μου βοηθέ  ότι είμαι άγιος και δεν λέω ψέματα? Τι θα κάνουν τα παιδάκια αν και αργώ αρχίσω να λέω ψέματα? Τι παράδειγμα θα πάρουν? Και τι λίστα θα μπορώ να κάνω μετά?»

Το ξωτικό ντράπηκε και φεύγοντας αποφάσισε να ξεκινήσει νέα πιο εντατική εκπαίδευση στην ομάδα γιατί το καταλάβαινε και ο ίδιος ότι η πιο σκληρή αλήθεια είναι πάντα προτιμότερη από το πιο όμορφο ψέμα.

 

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

Η Μαγική ζωγραφιά. Ένα καλοκαιρινό παραμύθι




 

Μια φορά και ένα καιρό που ήταν καλοκαίρι και ένα ωραία γλυκό απόγευμα του Αυγούστου , ένα παιδάκι  έψαχνε με την μαμά του λεία μεγάλα βότσαλα που μπορούσες να ζωγραφίσεις πάνω του.

Μετά από αρκετή ώρα που άφηναν τα ίχνη από τα πέλματα τους στην μαλακή άμμο, το κυματάκι έσπρωξε το πιο ιδανικό βότσαλο για ζωγραφιά στα πόδια του μικρού αγοριού.

«Κοίτα μαμά!» αυτό είναι τέλειο! «ΩΩ! Τι όμορφο βότσαλο! Τι θα ζωγραφίσεις Μάριε?»

Ο Μάριος έμεινε σκεφτικός ενώ ακολουθούσε την μαμά του που βιαστικά μάζεψε τα πράγματα τους και πήγαν στο αυτοκίνητο τους.

Ο ήλιος έκανε βουτιά πίσω από τα κλαδιά ενώ τεράστιου ευκάλυπτου και έβαψε κόκκινα τα ψηλά κατάρτια του μεγάλου καρνάγιου που βρισκόταν απέναντι από την αμμουδιά.

Την επόμενη μέρα το απόγευμα βρήκε τον Μάριο πάλι δίπλα στο κύμα, να κρατά το ζωγραφισμένο του βότσαλο  και να κοιτά την ζωγραφιά του.

« Μάριε, γιατί την κοιτάς την ζωγραφιά σου? Δεν σου αρέσει?» ρώτησε η μαμά του, ενώ ο Μάριος την κοίταζε σχεδόν με απορία.

«Δεν μπορεί! Τα μάτια μου θα φταίνε!» σκέφτηκε μιας και τα περιγράμματα φαινόντουσαν ξαφνικά πιο έντονα και σαν να άρχιζαν να αποκτούν κίνηση.  «Εμπρός λοιπόν καραβάκι! Ξεκίνα το ταξίδι σου!» ευχήθηκε ο Μάριος και πέταξε με όλη του την δύναμη το βότσαλο στην θάλασσα.

Ο Μάριος απομακρύνθηκε και το ίδιο και οι σκέψεις του από την περίεργη ζωγραφιά του. Τώρα ανυπομονούσε να πάρει το καλάμι του και να πάει για ψάρεμα με τους φίλους του στο λιμάνι. «Τι να πιάσουμε άραγε σήμερα? Ένα χταπόδι όπως προχτές η έναν ωραίο κέφαλο!» Οι παιδικές του σκέψεις έτρεχαν σαν βαρκούλα με ανοιγμένο το πανί, όπως και η βαρκούλα που είχε ζωγραφίσει πάνω στο βότσαλο και τώρα ξεκολλούσε μαγικά από το βότσαλο και άρχισε να ανεβαίνει στην επιφάνεια με το άσπρο της πανί απλωμένο στο κύμα και το μπλέ σκαρί  να γλιστράει για την επιφάνεια ενάντια σε κάθε νόμο της φύσης.

Η βαρκούλα ζυγιάστηκε και το πανί στέγνωσε. Μικρά ψαράκια περιτριγύρισαν την ζωντανή ζωγραφιά και άρχισαν να την τσιμπούν με το μικρό τους ρύγχος χωρίς αποτέλεσμα. Στο τέλος την άφησαν ήσυχη και βούτηξαν στα βαθιά.

Η Βαρκούλα παρασύρθηκε από τα ρεύματα και πρώτα έφτασε μέχρι τα πρώτα βράχια του μικρού νησιού της Αγίας Πελαγίας, μετά, ένα άλλο ρεύμα την παρέσυρε και την έφτασε στην άκρη του κόλπου κοντά στην παραλία της Αγίας Παρασκευής και τότε μια αγριόπαπια, ήρθε και κάθισε πάνω στην βαρκούλα που σχεδόν βούλιαξε κάτω από το βάρος της.

Η αγριόπαπια την άρπαξε στα νύχια της πέταξε ψηλά στον ουρανό. Μετά από λίγα λεπτά, την απίθωσε πάνω στην λευκή άμμο της παραλίας. Η αγριόπαπια πέταξε πάλι για αναζήτηση τροφής στα κύματα ενώ η βαρκούλα έγυρε και τα χρώματα της αγκάλιασαν ένα λείο λευκό μεγάλο βότσαλο που βρέθηκε εκεί δίπλα.

Τα κύματα της ζέστης κτυπούσαν στην ακτή, η θάλασσα είχε τυλιχτεί στον πολύχρωμο μανδία του δειλινού και οι τελευταίοι επισκέπτες μάζευαν τα πράγματα τους. Η καντίνα ετοίμαζε τον χώρο για το βράδυ, και ένα παιδάκι που έπαιζε εκεί κοντά με την μπάλα του άρπαξε γεμάτο χαρά το βότσαλο και έτρεξε στην μαμά του. «Κοίτα μαμά ! Κοίτα τι βρήκα! Μια ωραία ζωγραφιά στο βότσαλο!»

‘ Τι ωραία βαρκούλα!» είπε η μαμά του, «Ίσως κάποιος την έχασε, ίσως παράπεσε .. δεν πειράζει..θα την πάρουμε εμείς και θα την στολίσουμε στο δωμάτιο σου να θυμάσαι τον χειμώνα το όμορφο μας καλοκαίρι. Τι λες? « «Ναιιιι!» είπε χαρούμενο το παιδάκι και κράτησε σφιχτά το βότσαλο στα χεράκια του.

Το βράδυ, σήκωσε αέρα, και οι κουρτίνες άρχισαν να χορεύουν μέσα στο παιδικό δωμάτιο. Και ενώ το παιδάκι ονειρευόταν παιχνίδια στην ακροθαλασσιά, το πανί της βαρκούλας φούσκωσε , τα χρώματα άρχισαν να ζωντανεύουν, και η βαρκούλα γλύστρησε  από το βότσαλο, απέφυγε μα μαεστρία τον παφλασμό της κουρτίνας στον αέρα , και δραπέτευσε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Με το πανί ανοιγμένο κατευθύνθηκε προς την θάλασσα..

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...