Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

Η νεράϊδα της οκλαής. Παραμύθι για παιδάκια και γιαγιάδες.

 

Η νεράϊδα της οκλαής.

 


" Γιαγιά, πιστεύεις στις νεράϊδες?" ρώτησε η Μυρτώ καθισμένη στο καρεκλάκι δίπλα στον σοφρά όπου τα φύλλα άνοιγαν σχεδόν μαγικά από την αεικίνητη γιαγιά της.
"Η καλύτερη νεράϊδα, κρύβεται μέσα στην οκλαή" της είπε με νόημα και συνέχισε να ανοίγει την ζύμη σε έναν ολοστρόγγυλο κύκλο μέχρι που έγινε ένα διάφανο στρογγυλό τραπεζομάντηλο πάνω στον σοφρά.

Η Μυρτώ την παρακολουθούσε σκεφτική και έφερνε ξανά και ξανά στο μικρό της μυαλουδάκι την φράση της γιαγιά της.

"Μα πως είναι δυνατόν να έχει η οκλαή νεράιδα?Τα βιβλία που της διάβαζε η μαμά της το βράδυ, έλεγαν για αέρινες νεράϊδες, ψηλές και λιγερόκορμες, με μαλλιά που ανέμιζαν στον άνεμο και στολισμένα με λουλουδένια στεφάνια.

Έλεγαν για τις νεράίδες των ποταμών και του δάσους, ακόμα και της θάλασσας , αλλά ποτέ για πράγματα και τόσο...μα τόσο..πεζά όπως η οκλαή.

Άλλωστε η Μυρτώ , μπορεί να το έκρυβε από όλους ,αλλά όχι και από τον εαυτό της , ότι την φοβόταν και λίγο την οκλαή.

"Θα σε πάρω δυο βόλτες με την οκλαή να μάθεις εσύ!" της έλεγε  απειλητικά πότε πότε η μαμά της, όταν δεν καθόταν να διαβάσει τα μαθήματα της η όταν δεν έλεγε που πήγαινε να παίξει και όλοι έβγαιναν στους δρόμους να την ψάξουν, μέχρι να την δουν να γυρίζει αμέριμνη και αναψοκοκκινισμένη από το παιχνίδι στις γειτονιές.

 

Εκείνο το Πάσχα όμως, η Μυρτώ βασάνιζε το επτάχρονο μυαλουδάκι της με τον γρίφο των ξωτικών και των νεραίδων.

Στην ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας πίστευαν, τα παραμύθια ήταν γεμάτα, οι ιστορίες που έλεγε ο παππούς από τότε που ήταν μικρός στο χωριό διαβεβαίωναν την ύπαρξη τους, όμως στο κατηχητικό ο παπά Φώτης το είχε ξεκόψει μια και έξω.."Αυτά είναι πράγματα που διαβόλου  και να μην σας ξανακούσω να τα λέτε! " της είπε απότομα και αμέσως ξεκίνησε να τους περιγράφει τον ιστορία του δράκου και του Άϊ Γιώργη.

"Πάτερ!" τον διέκοψε η Μυρτώ. "Υπάρχουν τελικα΄οι δράκοι πράγματι?"

Το βλέμμα του παπά  Φώτη την έκανε να μαζευτεί στην καρέκλα της και να κρυφτεί πίσω από την Ελένη που ποτέ δεν έφερνε αντιρρήσεις και κυρίως , ποτέ δεν έκανε ενοχλητικές ερωτήσεις.

 

Η μυρωδιά της ψημένης πίτας γέμισε το σπίτι και το τυράκι που έλιωνε μύριζε τόσο προκλητικά που η Μυρτώ άρπαξε μια γωνίτσα και την τράβηξε με λαιμαργία.

Η γιαγιά της έτεινε την οκλαή απειλητικά .."Να έχεις υπομονή! Θα καείς! Και κοίτα να δεις! Μην νευριάζεις την νεράϊδα! 

 

Για άλλη μια φορά μαζεύτηκε η Μυρτούλα φοβισμένη στην γωνιά της.

 

Το βράδυ ονειρεύτηκε μια στρογγυλή νεραϊδούλα να ξεπηδάει μέσα από την οκλαή και να πετάει γύρω από το κεφάλι της.

Τα  φτερά της άγγιζαν το ένα το άλλο, τα μαλλιά της ένα με το στρογγυλό της πρόσωπο ,τα χέρια μπερδεμένα και αυτά ενώ συνέχισε να πετά σε κύκλους και να της λέει με μια λεπτή και μελωδική φωνή..." ζήτησες και ήρθα και θα μείνω μαζί σου για πάντα και πάντα!"

 

H Mυρτώ πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένη και φοβισμένη από το όνειρο που δεν  ήξερε αν έπρεπε να το πει εφιάλτη και έκανε πολύ ώρα μέχρι να μπορέσει να κοιμηθεί ξανά αφού στο τέλος την πήρε το παράπονο μιας και από όλες τις όμορφες νεράϊδες που είχε φανταστεί και είχε δει στα βιβλία , εκείνης της έτυχε η ολοστρόγγυλη της οκλαής.

 

Την άλλη μέρα δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω της και την έσπρωξε μάλιστα με το δάκτυλο να δει αν γίνει κάποιο  απρόσμενο θαύμα , αλλά τίποτα, Όλα στην θέση τους και η οκλαή με λίγα ξεραμένα ζυμαράκια που δεν έλεγαν να βγουν.

 

Τα χρόνια πέρασαν και το όνειρο ξεχάστηκε. 

Η Μυρτώ μεγάλωσε και έμαθε να κάνει πίτες, κουλουράκια, ψωμάκια, το ένα καλύτερο από το άλλο.

Όλοι είχαν να πουν έναν καλό λόγο για την επιδεξιότητας της και για την μοναδική μαστοριά της.Η οκλαή , η ίδια οκλαή της γιαγιάς της , στα δικά της χέρια τώρα, άνοιγαν τα φύλλα σαν τραπεζομάντηλα πάνω στον σοφρά.

Η δική της εγγονή καθόταν τώρα στο σκαμνάκι δίπλα της και την παρακολουθούσε να ανοίγει το ένα φύλλο μετά το άλλο.

"Γιαγιά, πιστεύεις στις νεράίδες?" 

Γύρισε και κοίταξε με έκπληξη το μικρό κοριτσάκι που ήταν στην ηλικία της όταν είχε κάνει την ίδια ερώτηση στην δική της γιαγιά.

Kαι τότε κατάλαβε το τι ήθελε να πει η γιαγιά της  τόσα χρόνια πίσω στον ψεύτη χρόνο, που όλο λέει ότι δεν περνάει και όμως φεύγει τόσο γρήγορα. Τόσο γρήγορα που αν  αφαιρεθείς λίγο νομίζεις ότι είσαι εσύ που κάθεσαι στο σκαμνάκι και όχι η εγγονή σου.

Αναστέναξε η Μυρτώ , σκούπισε τα χέρια της και αγκάλιασε  τη μικρή Μυρτώ. " Ναι μωρό μου, πιστεύω στις νεράϊδες και οι καλύτερες είναι στα πράγματα που μας κάνουν να μοιραζόμαστε αγάπη και προκοπή"

Η μικρούλα ευχαριστήθηκε με την απάντηση της και έπιασε ένα ζυμαράκι να κάνει την δική της μικρή πιτούλα.

Το βράδυ εκείνο, μετά από 50 ολόκληρα χρόνια, η νεράϊδα της οκλαής, ξαναήρθε στον ύπνο της Μυρτώς.

Πετούσε όπως και τότε όλο τριγύρω και την ρώτησε και την μελωδική της φωνή.

"Θέλεις να μείνω και μαζί με την Μυρτούλα?"

"Δεν θα μπορούσα να ζητήσω τίποτα καλύτερο αγαπημένη μου νεράϊδα" της απάντησε η Μυρτώ και χαμογέλασε γαλήνια στον ύπνο της.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Please, tell me something! It would be of a great help!

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...