Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

 


Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδικα περίμενε και περίμενε ..και περίμενε..

Ήταν ένα παχουλό και χαρούμενο βιβλίο , με ποιήματα, τραγούδια και ωραίες ιστορίες στολισμένες με πολύχρωμες ζωγραφιές.

Οι σελίδες του βιβλίου είχαν μουσκέψει και τα δάκρυα έκαναν ένα μικρό νερουλό ρυάκι που έτρεχε μέσα από το διάστημα της βιβλιοθεσίας.

 Είχε περάσει ο χειμώνας με το φορτωμένο πρόγραμμα του σχολείου. Τα σχολικά βιβλία ήταν απλωμένα πάνω στο ροζ γραφείο και τα έβλεπε να ανοίγουν και να κλείνουν. Να σαλιώνονται οι σελίδες τους, να χρωματίζονται με πορτοκαλί και πράσινους μαρκαδόρους και το κοριτσάκι να διαβάζει δυνατά ξανά και ξανά το μάθημα του.

Από εκεί πάνω, στο δεύτερο ράφι δεξιά της βιβλιοθήκης απέναντι από το κρεβατάκι του παιδιού, μπορούσε να δει τα πάντα και μέσα στο σπίτι από την πόρτα που άνοιγε και έκλεινε, και έξω από το παράθυρο τις μέρες να γίνονται νύχτες και τις εποχές να αλλάζουν.

Όταν πια είχε δει το ήλιο να ψηλώνει και το ζεστό αεράκι να ανεμίζει την κουρτίνα, ένα ρίγος συγκίνησης πέρασε μέσα από όλες του τις σελίδες που θρόισαν απαλά. Ερχόταν το καλοκαίρι και αυτό θα έπαιρνε την θέση των σχολικών βιβλίων πάνω στο γραφείο. Περίμενε και περίμενε. Τα βιβλία πήραν την θέση τους δίπλα του στην βιβλιοθήκη, τα μολύβια , οι γόμες, οι ξύστρες , οι μαρκαδόροι, πήγαν για ύπνο μέσα στο συρτάρι και το γραφείο ήταν καθαρό καθαρό.

Άδικα όμως περίμενε το βιβλίο μας. Οι μέρες περνούσαν και τα ποιήματα άρχισαν μόνα τους να απαγγέλουν τους στίχους, τα τραγούδια άφηναν τις νότες να ξεφεύγουν και να ανακατεύονται με τις ιστορίες που είχαν πέσει σε βαριά στενοχώρια μιας και δεν τις διάβαζε κανείς.

« Αν ήμασταν σε άλλο σπίτι, σε άλλο παιδικό δωμάτιο, ίσως να μας είχαν διαβάσει μέχρι τώρα..» ψέλλιζε η μια στην άλλη και προσπαθούσαν να παρηγορηθούν.

Ο Ιούνιος τέλειωσε και ένας λιωμένος Ιούλιος από την ζέστη και την υγρασία ήρθε στην πόλη.

Το κοριτσάκι έμπαινε και έβγαινε από το δωμάτιο την ημέρα για να φέρει άμμο και βότσαλα και την νύχτα για να ταξιδέψει με τα όνειρα του μέσα στο κρυμμένο μέρος του μυαλού και της ψυχής της. Δεν υπήρχε χρόνος για τίποτα άλλο και η μοναξιά του βιβλίου είχε γίνει πια αφόρητη.

«Τι νόημα έχει ένα βιβλίο αν δεν το διαβάζει κανείς?»  Έλεγε και ξαναέλεγε το χάρτινο εξώφυλλο από μέσα του για να μη στενοχωρήσει πιο πολύ τις ιστορίες , τα ποιήματα και τα τραγούδια.

Ήταν ήδη μέσα Ιουλίου μεσημέρι, δύο η ώρα θυμάμαι, όταν ένα ποίημα φώναξε δυνατά για να το ακούσουν όλοι.

« Θα πάμε στο όνειρο της να της  πούμε το μυστικό για χαρούμενα όνειρα και σκέψεις μαγικές, για ιστορίες απίθανες και τόσο μοναδικές!»

«Και πως θα το καταφέρουμε καλό μου?» το ρώτησε ένα χαριτωμένο παιδικό τραγουδάκι.

«Θα βάλουμε δύναμη όλοι μαζί- να φτάσουμε στις φαντασίας το νησί! Και εκεί θα στήσουμε ένα χορό και από το χέρι θα πάρουμε το κοριτσάκι το μικρό!»

Ενθουσιάστηκαν με την ιδέα και σε όλο το βιβλίο σήμανε συναγερμός!

Ποιος θα ξεκινήσει πρώτος, ποιος δεύτερος? Πως θα είχαν το καλύτερο αποτέλεσμα για να ενθουσιάσουν το παιδί και να αρχίσει να διαβάζει?

Μετά από πολύ σκέψη και πολλές συζητήσεις αποφάσισαν να ξεκινήσει πρώτο ένα ωραίο καλοκαιρινό ποίημα για το καλοκαίρι, μετά θα ήταν η σειρά μιας περιπέτειας, μετά ένα χαρούμενο τραγούδι για τις διακοπές και στο τέλος άλλη μια ιστορία για ένα μικρό φαντασματάκι που τόσο αρέσει στα παιδιά!

Ήρθε το βράδυ και το κοριτσάκι άπλωσε τις κοτσίδες του στο μαξιλάρι και άρχισε να βυθίζεται στον πρώτο του ύπνο.

«Εμπρός! Ήρθε η ώρα!» έδωσε το σύνθημα το εξώφυλλο και όλοι μαζί συγκεντρώθηκαν και έκαναν ένα άλμα στο νησί της φαντασίας του παιδιού.

«Πω, πω!! Τι ωραία που είναι! Ψέλλισε το εμπροσθόφυλλο ενώ όλοι κοιτούσαν γύρω τους ψάρια να πετούν, πουλιά να κόβουν βόλτες και μεγάλα πράσινα φύλλα να γίνονται φρούτα που μιλούν ..Γέλια ακούγονταν και χαχανητά ενώ ένας καταρράκτης από παγωτό βανίλια έτρεχε από έναν ψηλό βράχο.

«Φαντάσου να μας διαβάσει κιόλας» είπε η ιστορία με το φαντασματάκι που πήγε και χώθηκε σε μια μικρή σπηλιά που έμοιαζε με δακτυλίδι. «Ελάτε, ας ξεκινήσουμε!» είπε το ποιηματάκι και ξεκίνησαν τον χορό και να γελούν μαζί με τα γέλια που δεν έβλεπαν από πού ερχόντουσαν.

Το κοριτσάκι γέλασε και αυτό στο ύπνο του και άλλαξε πλευρό κινδυνεύοντας να ρίξει όλο το παγωτό πάνω στις ιστορίες.

Κουρασμένο το βιβλίο μας από την περιπέτεια γέμισε πάλι τις σελίδες του και περίμενε υπομονετικά το πρωί.

«Μαμά! Είδα το πιο τρελό όνειρο χτες το βράδυ!» Φώναξε το παιδάκι με το που άνοιξε τα μάτια του. « Δεν μπορώ να στο περιγράψω όμως!

«Αν άνοιγες τα βιβλία στην βιβλιοθήκη θα μπορούσε όχι μόνο να το περιγράψεις αλλά και να μου το γράψεις σαν μια ωραία ιστορία» της είπε η μαμά της και κατέβασε το βιβλίο μας από την βιβλιοθήκη.

«Τα βιβλία μας κάνουν να μπορούμε να πούμε αυτό το αισθανόμαστε, να χρωματίσουμε τα αισθήματα μας, να περιγράψουμε τις σκέψεις που περνούν από το μυαλό μας» της είπε για χιλιοστή φορά η μαμά της και της άνοιξε το βιβλίο μπροστά της.

«Διάβασε και θα με θυμηθείς!» Της έδωσε ένα ζουμερό φιλί στο μάγουλο και της χάιδεψε τα μαλλάκια της.

Το κοριτσάκι ήθελε να περιγράψει το όνειρο της, ήθελε να πει στην μαμά της πως την έκαναν να αισθάνεται όλες αυτές οι εικόνες που είχαν γεμίσει τον ύπνο της τόσο πολύ, που άρχισε να διαβάζει και να διαβάζει , να μαθαίνει τα ποιήματα και ναι, να γράφει και δικά της! Οι ιστορίες της ενθουσίασαν και τις μοιράστηκε όλες με τις φίλες της.

Το βιβλίο μας ήταν ενθουσιασμένο! Πάνε πια οι μοναχικές μέρες, πάνε πια οι μαύρες σκέψεις!

Ήρθε ένας Αύγουστος χαρούμενος και ευτυχισμένος με το βιβλίο να είναι η καλύτερη παρέα του παιδιού το βράδυ πριν πάει για ύπνο και τα όνειρα της δεν ήταν ποτέ τόσο γεμάτα χρώματα και περιπέτειες!

 

Τρίτη 7 Μαρτίου 2023

Ο ΔΙΑΣ ΚΑΙ Η ΗΡΑ ΣΕ 3 ΠΡΑΞΕΙΣ. ΘΕΑΤΡΙΚΟ




 ΠΟΙΗΜΑ.

 

Ήρθε και αυτή η αποκριά

κέφι χαρά ξεφάντωμα

οι μέρες το ζητάνε

κι εμείς το ανταποδίδουμε

κι ύστερα,,,το ξεχνάμε.

.

Έγινε το γέλιο αντίδωρο

και η αγάπη μέλι

γυναίκες άντρες και παιδιά

σε τούτη την αποκριά

να κάψουμε της θλίψης το μπακαλοδευτέρι.

Ακόμα και τους θεούς

εννείοται

κτυπά η συμφορά

κοίτα την ΉΡΑ που τόσα πέρασε!

Αντέχει μια χαρά.

Ήρθε και αυτή η αποκριά

εν μέσω του Χειμώνος

να γίνουμε όλοι μια αγκαλιά

κανείς μη μείνει μοναχός

κανείς μη μείνει μόνος.


ΑΦΗΓΗΣΗ

 

Ένα μύθο θα σας πω

Που έγινε εκεί ψηλά

Ένα μύθο θα σας πω

Για του Δία τα καλά.

Ήταν λέμε μια φορά

Η Ηρούλα κοπελλιά

Και βολτάριζε εκεί

Μες στις Όχης τις πλαγιές

Και όπως ήτανε Θεά

Ζούσε πάντα με χαρές.

Πήρε την μορφή πουλιού

Ο Δίας και πλησίασε δειλά

Και εκεινή επί τούτου

Άνοιξε την αγκαλιά

Τότε ο Δίας φοβερός

Έγινε άντρας ντροφαντός

Και η Ήρα φοβισμένη

Μην της μείνει η ρετσινιά

Τούπε το στεφάνι πρώτα

Αλλιώς δεν έχει αγάπες και φιλιά.

Πάνω εκεί ψηλά στην Όχη

Έγινε ο γάμος των Θεών

Και στους καλεσμένους ήταν

Μέχρι και ο φοβερός ο Θώρ.

 

 

Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ

Καλώς ήρθατε απόψε

Καλώς σας βρήκα.

Με φωνάξαν επειγόντως

Και χωρίς αναβολή

Να τα παρατήσω όλα

 Στην Αραβική Βουλή.

Είχα πάει για υποθέσεις

Και να φέρω επενδύσεις

Ίσως λίγο τουρισμό

Και είπα κάπως αναλόγως

Επισήμως να ντυθώ.

 

Τι να πω

Θα παντρέψω εγώ τον Δία

Βρίσκομαι σε πανικό

Πως θα αγγίξω τον Θεό

Πως θα αντικρύσω την Θεά

Φοβάμαι και απ τον φόβο μου

Μη μου φύγει και καμιά.

Είμαι ένας θνητός

Άνθρωπος απλός

Για δέκα ψήφους πιο πολλούς

Παντρεύω ακόμα και θεούς.

Ψυχραιμία Θεοδώση

Λέω μέσα μου βεβαίως

Μη με δούνε οι Θεοί

Φοβιτσιάρη και δειλό

Όμως ούτε και οι θνητοί

Κάνει να το δουν αυτό.

 

Μεγάλε Θεέ

Θεά μου,

Ήρθε η ώρα για τους όρκους σας ξανά

Όλοι εδώ περιμένουμε, θεοί, θνητοί

Ακόμα και παιδιά.

 

ΔΙΑΣ

Αγαπημένη Ήρα,

ζήσαμε μαζί 

χιλιάδες χρόνια 

και ορκίζομαι αβλεπί

ότι θα ζήσουμε μαζί

όσο φωλιές κάνουν 

την Άνοιξη τα χελιδόνια.

 

ΗΡΑ

Υπόσχεσαι την πίστη σου?

Την θέρμη?

Την αγάπη?

 Υπόσχεσαι πως ξανά

αλλού,

δεν θα ξανακοιτάξεις

και αγάπες αδιάφορες 

αλλού και αλλού  θα τάζεις?

 

ΔΙΑΣ

Μα τι λόγια είναι αυτά, 

ετούτη εδώ την ώρα,

μπροστά σε όλους τους θνητούς 

PLEASE ! Στον γάμο εμπρός, προχώρα!

Υπόσχομαι πως θα σε τιμώ

μα ίσως λιγουλάκι

το μάτι πότε πότε

να ξεφεύγει και λιγάκι!

 

ΗΡΑ

Mα δου είπα και επιμένω

αγάπη μου γλυκιά

θέλω τον σύζηγο πιστό

να μη με απατά.

 

ΔΙΑΣ

Πως τολμάς!

Μπροστά σε όλη την συνοδεία

τους θνητούς

και τα παιδιά ακόμα!

Να το ξέρεις!

Με έχεις κάνει χώμα!

 

ΗΡΑ

Εκεί ψηλά,

 στης Όχης τις πλαγιές,

δεν θα ξανακλάψω μοναχή

για της απιστίας σου 

το πικρό φιλί!

Θα γίνω εγώ μοντέρνα Θεά,

που όλους τους στόχους της τους κατακτά!

Της Εστίας Θεά με λένε,

αλλά αφού το κέρατο πάει σύννεφο

από έναν καραγκιόζη

θα αλλάξω και γω βιολί 

και θα βάλω λίγη γνώση.

 

ΔΙΑΣ

Τι εννοείς Θεά μου?

Δεν θα γίνει ο γάμος μας ξανά?

Τους όρκους δεν θα πούμε?

Δεν θα φάμε και δεν πιούμε?

 Δεν θα χορέψουμε μαζί με όλους τους θνητούς?

Ο τραχανάς που βράζεται

κάτω στην παραλία

θα σκορπιστεί αναίτια

στην θάλασσα την κρύα?

 

ΗΡΑ

Ο νου σου εκεί. στο φαγητό,

στα λόγια των ανθρώπων,

αλλά δεν έχεις καταλάβει γιατί 

σου γύρισαν την πλάτη.

και ούτε σπονδές

ούτε θυσίες έχεις πια,

παρά στα καρναβάλια σε έχουν βασιλιά!

 

ΔΙΑΣ

Πως με πληγώνεις! Μη ρωτάς!

Μα και με θυμώνεις!

Έχω τον κεραυνό στον φορτιστή

αλλιώς δεν μου γλυτώνεις!

 

ΗΡΑ

Σιγά! Σε φοβηθήκαμε!

Για άλλαξε πλευρό,

και μη μου ζαλίζεις άλλο το μυαλό!

 

ΔΙΑΣ

Εντάξει λοιπόν!

Υπόσχομαι εδώ μπροστά

στον κόσμο όλο 

Ότι είσαι η μοναδική θεά

στην θεική μου κλίνη

και αν σ αρνηθώ αγάπη μου

κεραυνός για κεραυνό να μην μου μείνει!

 

ΗΡΑ

Και όταν μεταμφιέζεσαι 

σε ζώο? Πουλί? Χορτάρι?

Και τότε πιστός θα είσαι, η θα κάνεις τo ζαγάρι?

 

ΔΙΑΣ

Και τότε πιστός!

Και πάντα στους αιώνες!

 

ΗΡΑ

Ε, τότε σε παντρεύομαι

χωρίς άλλη κουβέντα

και πάμε σιγά σιγά

γιατί

από το κρύο

θα χρειαστούμε μια κουβέρτα.

 

ΔΗΜΑΡΧΟΣ.

 

Να Ζήσετε

Χωρίς παρασπονδίες

Μόνο σπονδές

Και χρήσιμες θυσίες.

 

Και αν οι άνθρωποι

Τα χρόνια αυτά

Σας έχουνε γραμμένους

Ρίξε ένα κεραυνό

Και θα τους δεις χεσμένους.

 

Ευχαριστώ για την τιμή

Και μια πληροφορία

Θα παραμείνω δήμαρχος

 Άλλη Καμιά δεκαετία.

 Και τώρα

Ο ΧΟΡΟΣ

Και πρώτα το ζευγάρι

Και όποιος μπορεί

Ας κουνηθεί,

Με την δική του χάρη.

 

 

 

Η ΑΝΤΙΖΗΛΟΣ ΤΗΣ ΗΡΑΣ

 


ΧΟΡΟΣ ΘΝΗΤΩΝ.

 

Κάνουμε τις θυσίες μας

όλες τις προσευχές μας,

Τις επικλήσεις μας

και όλες τις προσφορές μας.

Όμως η θεία τάξη

έχει διασαλευτεί,

τον νόμο έχει ξεχάσει.

Κάτι συμβαίνει στους θεούς

χωρίς αμφιβολία,

και έχει πέσει πάνω μας

τέτοια ανομβρία.

Άνοιξη χωρίς νερό,

καλοκαίρι φοβερό!

Και ούτε σπορά,

ούτε πράσινα χορτάρια δροσερά.

Θα πεινάσουν τα ζώα

θα πεινάσουμε και εμείς,

Θα πεινάσουν τα παιδιά!

Τι προσευχή να πούμε πια,

πως να χειριστούμε

την μαύρη μας την μοίρα

σε ποιόν να πούμε?

 

Όταν οι θεοί τσακώνονται

κλονίζεται η πλάση,

και ο άνθρωπος

αδύναμος φοβάται

το βιός του να μη χάσει.

Σαστίζει και τσακώνεται

παρακαλεί ιδρώνει

λυγάει και λογίζεται

Η ΔΥΝΑΜΗ ΜΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ.

Προβλέπει συμφορές

πολέμους αταξία

πείνα και θανατερό

ζωή χωρίς αξία.

Αν η Ήρα μια,

χίλιες φορές και πάνω

παρακαλάμε οι θνητοί

τον Δία να λογικευτεί

τις τρέλες του να πάψει,

και να θυμηθεί

ότι δεν είναι μόνο να διατάζει

παρά , ακόμα και του σαλιγκαριού

τον δρόμο να χαράζει.

Όταν έλθει στους Ουρανούς η Αρμονία,

θα βρούμε και εμείς χαρά

και λίγη ευτυχία.

 

ΗΡΑ

Ω Δία  σηζυγέ μου

Ούτε η μελισσούλα

Δεν προλαβαίνει τόσα

Της άνοιξης λουλούδια

Όσες εσύ αγαπητικιές,

Μεγάλες, μεσαίες και μικρές,

Που τους ρουφάς το μέλι

Και εκείνες ημίθεους

Γεννούν ατυχώς, εν τέλει.

 

Όταν σε είδα γοργοφτέρουγο

μπροστά μου να πετάς

ποτέ δεν φανταζόμουνα

το πόσο με απατάς!

Και όχι μόνο μια φορά

και δυο και τρις

και αμέτρητες φορές!

Αυτό είναι το σύνηθες

και όχι το ασταθές.

Για αυτό και γω σε χαιρετώ

και φεύγω!

Ναι! Σ΄αφήνω

και πάω στο δρακόσπιτο

της Όχης για να μείνω.

 

ΔΙΑΣ

Πω πω τι έπαθα

και τι κακοτυχία!

Ποια θα κάνει τώρα

τα καθήκοντα τα θεία!

Μπα, δεν βαριέσαι,

Άστηνε, Αφού αποφασίζει

και τον τόπο διάλεξε

που θέλει για να ζήσει,

ας πάει στο καλό,

και ακόμα πάρα πέρα.

Δεν ξέρω, ίσως να πετάξω και την βέρα.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Με το που μαθεύτηκε παντού

Της Ήρας η απόφαση

Μαζεύτηκαν φιλόσοφοι

Και καμιά δεκαριά ψυχίατροι

Να κάνουν συμβούλιο

Να κρίνουν την κατάσταση

Να δουν δικαίως ο Θεός

Αφήνει όλα τα ερωτήματα

Της ύπαρξης χωρίς να εντρυφεί

Και με όλο του το είναι, μόνο να ερωτοτροπεί?

Έκαναν οι ψυχίατροι

Ανάλυση χωρίς επιτυχία.

Τα δεδομένα ήταν λειψά

Είχαν και στον Θεό λατρεία!

Στο τέλος κατέληξαν ότι είναι

Προτέρημα μέγα του Δία η λαγνεία.

 

Οι φιλόσοφοι άφησαν τα μολύβια

Και με τα μούτρα έπεσαν σε στρείδια και σε μύδια.

Έφτασαν στην απόφαση

Με κύρος και με βούλα

Και όλοι ήταν χαρούμενοι

Με την αναμπουμπούλα.

Μπορεί το αρσενικό το γένος

Να αλωνίζει

Χωρίς λογαριασμό και ούτε απολογία

Να ξελογιάζει επιτυχώς

Την κάθε θνητή και αθάνατη κυρία.

 

Τους τάισε , τους πότισε

Τους γέμισε την άδεια τους κοιλιά.

Μαζί με το κρασί,

Έχασαν την μιλιά,

Ξέχασαν ποιοι ήτανε,

Τι θέλαν, τι ζητούσαν!

Κατέληξαν να αναζητούν

Στου Κρόνου την γεννιά

Πιο ήταν πιο βλαμμένο

Από όλα τα παιδιά.

Έφτασαν στο συμπέρασμα

Χωρίς ανατροπή

Η ΘΕΙΚΗ Η ΤΑΞΗ ΕΊΝΑΙ ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΟΝΟ ΑΝΤΡΙΚΗ.

Ήρθε μέσα στις θεές

Μια σύγχιση μεγάλη

Γιατί άντρες για άντρα έβγαναν

Επίσημο φιρμάνι

Και ήταν τόσο άδικο

Και οφθαλμοφανές

Που το μάτι γύρισε

Και έκαναν σαφές,

Ότι η ΄Ηρα πολύ σωστά πήρε των οματιών της

Και ο Δίας είναι γάιδαρος

Όπως και οι άλλοι,

Και η απόφαση που πήραν,

Είχε το μαύρο της το χάλι.

 

Έστειλαν αντιπρόσωπο

Μια Αμαζόνα,

Που πήγε και τους βρήκε

Σε έναν άθλιο αχυρώνα.

Εκεί οι Θεοί ανάμικτοι

Με μερικούς θνητούς

Γυναίκες δε τους έδιναν,

Ώριμους λωτούς.

Διόλου δεν εσείστηκαν

Δεν κάηκε καρφί!

Και η Αμαζόνα έμεινε να στέκει μοναχή.

Έβαλε μια φωνή,

Δυο και τρεις και δέκα,

Αλλά αυτοί την πέρασαν για εύκολη γυναίκα.

Ότι φορούσε την στολή

Και έβαζε φωνές

Για να ανάψει πιο πολύ

 Τις ψόφιες τους ορμές.

 

Τότε αυτή νευρίασε

Και αμόλησε ένα τόξο με φωτιά

Που πήγε και καρφώθηκε

Στου αχυρώνα τα χόρτα τα ξερά.

Επιτέλους φάνηκε λίγος πανικός

Και άρον άρον βγήκαν στου ήλιου

Το χρυσαφένιο φως.

 

Όταν συνήλθαν κάπως

Και ένιωσαν της Αμαζόνας

 Την άγρια μορφή,

Την ρώτησαν λίγο φοβισμένοι

Γιατί φωτιά τους έβαλε

Και είναι οργισμένη.

Η Αμαζόνα έβγαλε φιρμάνι

Που έλεγε πως

 Η Ήρα είχε χίλια δίκια

Και όσοι θνητοί παραστρατούν

Ενίοται ανάποδα βλέπουν τα ραδίκια.

 

Αν θεωρούν πως όλα επιτρέπονται

Και είναι εφικτά

Επειδή απλά και μόνο

Είναι αρσενικά

Θάρθρει η ώρα που θα μετανιώσουν πικρά.

 

Κανείς δεν τόλμησε εκεί

Να κάνει μια νύξη

Ότι ο Δίας δηλαδή

Τους έπεισε για αυτό.

Φοβόντουσαν της Αμαζόνας

 Το τόξο το θανατερό.

 

Κακείν κακώς διέλυσαν

Την σύναξη αυτή

Και νέο γράμμα υπέγραψαν

Θέλοντας και μη.

Ότι ο Δίας πρέπει να είναι πιστός

Χωρίς επιλογή.

Έστειλαν αντιπρόσωπο

Να το μεταβιβάσει

Και έφυγαν σιωπηλοί,

Νύχτα πριν καν χαράξει.

 

ΗΡΑ

Ένιωσα μια ανάταση

Και ένταση μεγάλη.

Μια γλυκιά ζαλάδα

Γέμισε το κεφάλι.

Τι δικαίωση

Και τι ενθουσιασμός!

Μια τέτοια συμπαράσταση!

Έγινε χαμός!

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Η Αμαζόνα έφυγε

Έκανε για την Θράκη,

Οι Θεές στον Όλυμπο,

Και η Πηνελόπη γύρισε

Πίσω στην θρυλική Ιθάκη.

Την φώναξαν και αυτήν

Γιατί το δίχως άλλο

Η γνώμη της είναι σεβαστή

Και πέρασε πόνο, πολύ μεγάλο.

Ο Οδυσσέας , ξέρεις…

Έψαχνε λέει να την βρει

 Την ήρεμη Ιθάκη.

Μα ζούσε περιπέτειες

Μες του νερού τα βάθη.

Όλο τον κορόιδευαν

Και ξέμενε σε νήσους

 Που όλως τυχαίως έμοιαζαν

Με επίγειους παραδείσους.

Μια από εκεί

Και μια από εδώ,

Όλες τον ξεγελούσαν

Και καλά με το ζόρι

Έκανε ότι έκανε

Στην νύμφη Καλυψώ.

ΗΡΑ

Τέλος πάντων,

Ας πάει η αμαζόνα μου

Με την ευχή μου στο καλό.

Καλό ταξίδι νάχει ,

Να πάω να ετοιμαστώ,

Θα φύγω σε λιγάκι.

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Μα πέρασε ο καιρός

και η Ήρα πια φευγάτη

έλειψε από του Δία το κρεββάτι.

 

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ

 

Τι να σου φέρω κύρη μου

που βαριαναστενάζεις

και από την πολλή την σκάση σου

σε βλέπω να πλαντάζεις?

Θες λίγο νέκταρ?

Θες μια σπονδή?

η μήπως μια μπριτζόλα

νάναι λίγο ζουμερή?

Θες να φωνάξω μια θεά

να σου κάνει μασάζ

να ανέβουν τα πάκια

άνετα να μασάς?

Σε βλέπω έτσι σκυθρωπό

και πάνεται η ψυχή μου.

Στο θεικό σου ανάκλιντρο

να στρώσω τις πτυχές?

Mήπως δεν μου βολεύεσαι πάνω

στα μαξιλάρια

θέλεις να αλλάξω κάτι τις

η μήπως θέλεις χάδια?

 

ΔΙΑΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ

Κοίτα να δεις τι έπαθα!

Στέρεψαν τα πάθη!

Και για την Ήρα έτσι κύλησε αργά

στο θεικό μου μάτι ένα δάκρυ.

Δεν έχει η απιστία νοστιμιά

δεν έχει ενδιαφέρον

και δεν είναι ότι τα λέω από

θεικό συμφέρον.

Μου έλειψε πολύ

και πρέπει να σκεφτώ

πως θα γυρίσει μόνη της

χωρίς να την παρακαλώ.

Το βρήκα!

Ένα ξόανο να ντύσω ίδια νύφη

και πέρα δώθε θα γυρνώ

καμαρωτός γαμπρός,

και ότι τάχα μου

πολύ την αγαπώ.

Θα ανάψω έτσι με ζαβολιά

της ζήλιας τον δαυλό

και η που θα καεί το ξόανο

η που θα καώ εγώ.

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΔΙΑ

 

Είναι η δόξα

τρομερή δυνατή σθεναρή

είναι η δόξα

αμαρτωλή φοβερή ακριβή.

Σαν αρρώστια σε κολλά

τρώει αργά τα σωθικά,

είναι αχόρταγη πολύ

μισητή αγαπητή

Είναι η δόξα τρομερή

φοβερή ακριβή

και την χάνεις στην τιμή.

Όταν χάνεις την αγάπη

και ζητάς και πονάς

τότε είτε μεγάλος θεός

είτε άνθρωπος απλός

πάντα νιώθεις μοναχός

και μισός.

Τότε η δόξα αλλάζει μορφή

ένα ξόανο είναι

με άδεια ψυχή,

ενα ρούχο αδειανό

και φτωχό

χωρίς αγάπη δεν είσαι ,

δεν έχεις θεό.

 

Είνα η δόξα τρομερή

αμαρτωλή

είναι δόξα κενή

μέσα η αγάπη δεν χωρεί.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ντύνει το ξόανο ο Δϊας

και τον βοηθούν οι νύμφες

για να στήσει την απάτη.

Το έχουν συνήθειο οι νύμφες

να λειτουργούν για την αγάπη.

Συνοδεύουν την νέα ξύλινη θεά

χορεύουν τριγύρω

βάζοντας τα νυφικά

στήνουν χορό.

Και τα πουλιά

λαλούν μεθυστικούς σκοπούς,

τα κελαρυστά νερά

που είναι στις πηγές

δασκαλεμένες θεικά

ανοίγουν πιο πολύ

 στην Ήρα της  ζήλιας τις πληγές.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΗΡΑΣ ΣΤΗΝ ΟΧΗ

 

Ζήλια μου ζήλια μου

για σένα έχω φύγει μακριά

από του Ολύμπου τα παλάτια τα χρυσά.

Ήρθα εδώ

 σε τόπο φτωχικό

φτωχό σαν την φτωχή μου

την καρδιά που την θρηνώ.

Ζήλια μου ζήλια μου

όλου του κόσμου τα καλά

δεν φτάνουν να γιατρέψουν

την πονεμένη μου καρδιά.

Γιατί από όλα τα αμαρτήματα

αυτό νάχει κουσούρι?

Άλλες στην θέση μου

θα έπαιρναν τσεκούρι!

Μα εγώ τον αγαπώ

και θέλω νάρθει μόνος

να φύγουν οι σκέψεις οι κακιές

να φύγει και ο πόνος.

 

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑΣ ΗΡΑΣ

 

Να σου φέρω

τον καλό σου τον μανδύα,

αυτόν που σε εξαφανίζει ,

και να κατέβουμε μαζί

μέχρι την παραλία?

Έχει έναν νοτιά απίστευτο

και κύματα μεγάλα,

εκεί να παίξεις σαν παιδί

να ξεχαστείς λιγάκι

όλο εδώ πάνω στο βουνό

που τριγυρνάς μονάχη

είναι ο καιρός ακατάλληλος

θα σούρθει και συνάχι.

Τι λες? Όχι ? Μα γιατί?

Τι κάνεις όλη μέρα,

που κάθεσαι και χολοσκάς

και όλο κοιτάς την βέρα?

Δεν είπες ότι τον άφησες?

Tων οματιών δεν πήρες?

Τα θεία έργα άφησες

και έδιωξες τους κλητήρες?

Tις δουλειές σου μούτζωσες

και άφησες τους θνητούς

 με τις αδιεκπεραίωτες δουλειές

μόνοι τους να κοιτούν.

Εντάξει! Μη κοιτάς!

Και γω κάτι σκαμπάζω!

Είχα τον προκομμένο μου

που ξενοκοιτούσε

και όλο πότε πότε

και που και που

σε ξένο ζωμό βουτούσε.

Μια μέρα που δεν κοίταζες

τότε με την ΙΩ

που είχες ετοιμάσει φαρμάκι τρομερό

το πήρα και το βούτηξα

λίγο μες στο κρασί του

αλλά εκείνος πέθανε,

και άφησε την ζωή του.

 

ΗΡΑ

 

Μα τι λογοδιάρροια!

Τι είναι αυτά που λες!

Τον έφαγες τον άνθρωπο

μου έκλεψες το φίλτρο

και λες το πόσο φταις?

Κάνω πως δεν άκουσα

δεν είναι αυτή  η ώρα.

Έχω άλλα στο μυαλό μου

άντε, εμπρός, προχώρα.

Φτιάξε μου μια συνταγή

που νάχει λίγο μέλι

και μια σταλαγματιά κρασί

βάλε και πιο πολύ

διόλου δεν με μέλλει.

Και να μεθύσω φερ ειπείν

έχω δικαιολογία

δεν είναι λίγο ξαφνικά

να βρεθώ έτσι εξορισμένη

και ο Δίας να ξελογιάζει

την κάθε πικραμένη!

Ναι, ναι, βάλε κρασί

να πιώ ένα ποτήρι

να πάει ο παλιάμπελο

και όλο το πατητήρι!

 

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

 

Τρέχω αμέσως

να ανάψω φωτιά

να σφάξω ένα κοκόρι

κρασάτο θα το κάνω

αυτό είναι νοστιμιά!

 

ΗΡΑ

 

Άντε λοιπόν,!

Δεν γίνεται μόνο του το φαί

βάλε και κουρκουμπίνες δίπλα

που του πηγαίνουν πολύ!

 

Τουλάχιστον στο φαγητό

βρίσκω παρηγοριά

και από ότι βλέπω

ήδη έχω πάρει μερικά κιλά.

Η αισθήτα μου τσίτωσε,

η καλή μου δεν μου μπαίνει,

αλλά και αδύνατη ο Δίας δεν με θέλει.

 

ΝΥΜΦΕΣ

 

Κοίτα την θεά μας

πόσο στενοχωριέται

και όλο τρώει για να ξεχνιέται!

Ενώ εμείς χορεύουμε και όλο

πειράζουμε τους Σειλινούς,

Φυσικά δεν τους καθόμαστε,

Ποιες πάνε με αυτούς?

Τι να ζηλέψεις!

Την ουρά?

Τις μαύρες τους οπλές

η τα αυτιά τα μυτερά

και τις άγριες κραυγές?

Αλλά έχει πλάκα, τι να πω!

Πάνω εδώ

 δεν έχεις με ποιον να παίξεις

για να ποιον στεφάνια να πλέξεις,

Καλοί είναι και οι Σειλινοί,

στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι

αλλά στο σπίτι κρύβεσαι

δεν βγαίνεις να σε πιάσει!

Μα η Ήρα είναι αλλιώς

Είναι πιστή εκείνη

από της Αφροδίτης ξέφυγε την μήνη

Αυτή η Εστία και η Άρτεμις

ξεφεύγουν από τα βέλη

και δεν ερωτοτροπούν

για πάθη δεν τους μέλλει.

 

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ ΗΡΑΣ

 

Εμπρός νύμφες μου καλές,

στήστε ένα παιχνίδι

γιατί η Θεά βαρέθηκε

και θέλει λίγη δράση

έχει καιρό να ....κοιμηθεί

και πρέπει να ξεχαστεί

ίσως και να ξεχάσει.

Κάντε ένα survivor

μαζί με τους Σατύρους

για έπαθλο ο νικητής

για έχει δώρο ένα θνητό

γυναίκα άντρα

ότι πει

να έχει στο βουνό.

Θέλει για δούλο?

Για συντροφιά?

Θέλεις να απαγγέλλει

την δική σου ομορφιά?

Μόνο κάντε γρήγορα

γιατί η Θεά θα σκάσει

και όλο του Βάκχου το κρασί

δεν φτάνει να την πιάσει.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Και έτσι γοργά και άμεσα

χωρίστηκαν σε ομάδες,

από την μια οι όμορφες

νύμφες Ορεστιάδες

και από την άλλη

οι Σάτυροι και γέροι Σειλινοί

που τις γλυκοκοίταγαν

χωρίς αιδό ούτε ντροπή.

 

Άρχισαν τα αγωνίσματα

τους έφαγαν οι βάτοι,

μέσα στις λάσπες έπεσαν

- τις πέρασαν για πλάνα

οφθαλμαπάτη-

Σκαρφάλωσαν σε βράχια μυτερά,

και ο γέρο Σειλινός

χαρούμενος κουνούσε την ουρά.

 

Η Ήρα σαν να ξεχάστηκε

και άρχισε να φωνάζει

Ζήτω στην Ήχώ

ζήτω και στην Κυλλήνη

ζήτω και στην Κυνόσυρα

που όλο την νίκη δίνει.

 

Σε μια στιγμή,

ήρθε και ο Διόνυσος

να δει ολίγη δράση

αλλά επειδή όλο έχαναν

κόντευε πια, να σκάσει.

την Ήρα λοξοκοίταγε

να την αιφνιδιάσει.

Του έκανε ζημιές

του χάλαγε τις θυσίες

και τώρα έτοιμος ήτανε

για αψημαχίες.

Τους πήρε το κρασί

τους πήρε και την λύρα

για να μπορούν πιο εύκολα

να τρέχουν να πηδούν

και πάνω από τα εμπόδια

σαν σφαίρα να περνούν.

Τους έκοψαν το φαγητό

να δούνε αντιστάσεις

να τους κοπεί και η όρεξη

για ακόλαστες συμπράξεις.

 

Ήταν όλοι τους χαρούμενοι

και πήγαν στο χωριό

για να διαλέξει έκαστος

για δώρο ένα θνητό.

Όταν γύρισαν πια αργά

με ένα ζευγαράκι

εκείνον τον ξελόγιασαν

οι νύμφες στην χαράδρα

και εκείνη καλοπέρασε

δεν δυο τρις αράδα.

Της Ήρας όμως άναψε

και πάλι η ορμή

ενώ εκείνους άκουγε

κοιμόταν μοναχή.

Στο τέλος εμπαίλτισε

και πήγε μια βόλτα

στο τέλος εκεί κοιμήθηκε

πάνω στα κρύα χόρτα.

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Tο πρωί σαν ξύπνησε

ένιωθε πιασμένη

και από το κρύο

επίσης ήταν μουδιασμένη.

 

Ο αέρας σταμάτησε

για λίγο να φυσά

και η Ήρα ένιωσε

ότι τα σύννεφα σταμάτησαν

να φεύγουν για τον νότο.

Μαζεύονταν σαν θεατές

γύρω απ΄την κορφή

και τότε ήταν που γύρισε

και κείνη για να δει.

Έκπληκτη και κάπως συγχισμένη

είδε μια νέα όμορφη

πλήρως εξοπλισμένη,

να στήνεται μπροστά

σε υπαίθριο βωμό

και ο Δίας δίπλα γελαστός

να ορκίζεται πιστός.

 

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ

 

Πρώτη νύμφη

 

Από όλες τις τιμές

αυτή είναι η πιο μεγάλη

τον Δία με την Ήρα

να σμίξουμε και πάλι!

 

Δεύτερη νύμφη

 

Θα ντύσουμε τόσο όμορφα

την ψεύτικη την νύφη

και δεν μπορεί

η ζήλια της θα βγει

από την κρύπτη.

 

Τρίτη νύμφη

 

Αχ τι χαρά,

και τι ευδαιμονία

να γίνει πάλι η Ήρα

η πιο τρανή

στον Όλυμπο κυρία.

 

Όλες μαζί

 

Γιατί αυτό είναι το σωστό

αυτό είναι και το πρέπον,

η κάθε μια ανάλογα

να έχει την τιμή

η ερωμένη εραστή

η ανέραστη τον ποιητή

και η Ήρα επιτέλους

του Δία την τιμητική.

 

ΞΟΑΝΟ

 

Και αν στέκομαι ψεύτικη

γυναίκα εδώ

σε τούτο τον τόπο τον ξένο

με ντύνουν , με βάφουν,

και με περιγελούν

σαν όργανο ζήλιας

από τον Δϊα ορισμένο,

εγώ σιωπώ

δεν μιλώ

δεν γελώ

δεν έχω ψυχή

δεν έχω ζωή

έχω μόνο ότι μου δίνουν

να μοιάζω ζωντανή.

Το ξέρω, θα καώ

στην πυρά,

και γύρω μου θα χορεύουν

μεγάλοι και παιδιά,

ανέκφραστο ξύλο

θα πυρώσω για λίγο

και μετά θα χαθώ

και μετά θα χαθώ

στον αέρα θα σκορπιστώ.

 

 

 

ΗΡΑ

Δεν μπορεί δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν!

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Ούρλιαξε απελπισμένη

και σαν μαινάδα όρμησε

και άρχισε να ξεσκίζει

τα νυφικά τα πέπλα

που έκρυβαν με μαστοριά

την ξύλινη αντίζηλη

την ψεύτικη θεά.

Και τότε ανακουφίστηκε

και άρχισε να γελά

και η καρδιά της φούσκωσε

από έρωτα ξανά.

 

Γέλασε η Ήρα δυνατά

και αγκάλιασε τον Δία

και κείνος πια χαρούμενος

της είπε την πλεκτάνη

και πως χωρίς αυτήν

άλλο πια δεν κάνει.

Και τα πουλιά μουγκάθηκαν

μέσα στην σιγαλιά τους

γιατί δεν έβρησκαν σκοπούς

που νάναι ταιριαστοί

σε τέτοια αγάπη ανήκουστη

και λίγο τραγική.

Οι νεράϊδες έπλεξαν

στεφάνια λουλουδάτα

και έτρεξαν παντού να πουν

τα θεϊκά μαντάτα.

 

 

 

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Μέσα στο δρακόσπιτο

στο χαμηλό κρεβάτι

ο Δίας την διπλάρωσε την Ήρα με αγάπη.

Και αφού φιλιώσνε

κανονικά και με τον θείο νόμο

Για του Ολύμπου την μεριά

τραβήξανε τον δρόμο.

Στον δρόμο πεταγόντουσαν

οι πειρασμοί περίσσιοι

μα εκείνοι αντιστάθηκαν

ακόμα μια φορά

και ο καθένας γέννησε

μόνος του έναν θεό και μια θεά.

Την Αθηνά ο Δίας

τον Ήφαιστο η Ήρα,

που βγήκε κακιασμένος

άσχημος κακομούτσουνος

κάπως βλογιοκομμένος.

Από την τσαντίλα του

για το μαύρο του το χάλι

έδεσε στον θρόνο την μαμά

μέχρι να του βρει

το πιο καλό στεφάνι.

Του έδωσαν λοιπόν την Αφροδίτη

και εκεί της έρημης

της έπεσε η μύτη.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΔΙΑΣ ΗΡΑ

 

Όλοι οι θεοί μαζεύτηκαν

να μας υποδεχτούν

και με τα ευχάριστα μαζί μας

να χαρούν.

Φέρτε κρασί

ανάψτε τους δαυλούς

στρώστε τα χρυσά ανάλκυντρα

διαμάντια όπου πατά,

μπροστά στην ιερή μου σήζυγο

η λάμψη τους ωχριά.

Είμαι χαρούμενος πολύ!

Τι λέω!! Ευτυχισμένος!

Και στους θνητούς

δώρο σοδιές, ήρεμες θάλασσες

γέννες καλές

ΧΑΡΙΖΩ!

Να είναι ετούτη η γεννιά,

που στην στιγμή γεννιέται

η πιο πυχερή

και οι γονείς τους να ζουν

αγαπημένοι,

όπως εμείς Ήρα μου

και πάντα μονιασμένοι.

 

ΗΡΑ

 

Με δάκρυα χαράς

το είναι μου γεμίζει

και ότι το πόσο σε αγαπώ

το έχω αποδείξει.

Ελάτε λοιπόν

να κάνουμε τσιμπούσι

να σύρουμε και ένα χορό

να εμφρανθεί η ψυχή μας

και όλοι οι θνητοί

να κάνουμε

να ενωθούν μαζί μας.

Για πάντα μαζί

θα ζήσουμε στον Όλυμπο

και η μόνη μας η έγνοια

νάναι των θνητών

τα πιο μεγάλα έργα.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΧΗ ΣΑΝ ΠΕΡΝΩ παιχνίδι με τους θεατές.

 

Από την Όχη σαν περνώ

και από την γειτονιά σου

του Δία τα καμώματα

θαρρείς πως είναι δικά σου.

Άνθρωπος μέσα στους θνητούς

θεός μέσα στην σάρκα

στα πάθη του ενέδιδε

χωρίς να παίρνει άδεια.

Όπως ο Δίας τελικά

έτσι εσυνετίσθη

το ίδιο το παράδειγμα

να παίρνεις με σοφία,

και την ζωή σου να περνάς

χωρίς ατασθαλία.

Από την Όχη σαν περνώ

και από την γειτονιά σου

του Δία τα καμώματα

δεν είναι τα δικά σου.

 

ΧΟΡΟΣ ΘΝΗΤΩΝ ΤΕΛΟΣ¨

 

Είναι οι θεοί χαρούμενοι

ανθίζουν τα λολούδια

και τα πουλιά κελαιδούν

μες στις φωλιές τραγούδια.

Το χώμα οργώνεται γοργά

τ αλέτρι μας πετάει

και η σοδειά μας σίγουρα

χαλάλι δεν θα πάει.

Την μοίρα μας την φτιάχνουμε

με των θεών το νεύμα

την ευλογία της χαράς

της προκοπής το σπέρμα.

Όταν μ αφήνουν οι θεοί

χωρίς αοριστίες

δρόμο χαράζω σταθερό

σε σίγουρες αξίες.

Είναι οι Θεοί χαρούμενοι

χαμογελάει η πλάση

και η Άνοιξη φοβήθηκε

μην της κλαπεί η λάμψη,

για αυτό και στόλισε παντού

τα πιο λαμπρά λουλούδια

και ο κόσμος υποκλίθηκε

με γέλια και τραγούδια.


 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Έτσι στο έμπα του καιρού,

Μια νύχτα με φεγγάρι

Η Ήρα αναπόλησε την όμορφη γιορτή

Που έγινε στην Κάρυστο

Με εκείνη αφορμή.

Μα τι χοροί, μα τι χαρά,

Όπως αξίζει στου κόσμου την κυρά.

Λοιπόν αφού το σκέφθηκε

Χωρίς χρονοτριβή

Είπε στον Δία με λίγο νάζι

Αλλά και με πυγμή!

« Μια πρόταση σου έχω

Που θα σε ευχαριστήσει

Και τόσο όμορφες στιγμές

Έχει να σου θυμίσει.

Να πάμε εκεί στην Κάρυστο

Την όμορφη την Όχη!

Αν και η απιστίες σου

Πολύ τότε με είχανε πληγώσει.

Να κάνουμε μια ανανέωση

 Των όρκων των μεγάλων

Θάνε ο ίδιος δήμαρχος

Νομίζω δίχως άλλο!

 

Του Δία του καλάρεσε

Και έτριψε τα γένια

Τον κεραυνό του ακούμπησε

Βαριά σε μια άκρη,

Γιατί ο χειμώνας κάπως βαρύς

Και ο κεραυνός του λίγος-

Τα ακραία τα φαινόμενα

Τον πιάσαν εξ απίνης

Και μια τρύπα του όζοντος

Που  έκλεινε συχνά

 κείνη πάλι άνοιγε

Ψηλά στον ουρανό

Και του χαλούσε

Την σειρά , τον νόμο τον σωστό.

Αυτός στεκόταν σκεπτικός

Γιατί είχε πολλές ευθύνες

Και δεν μπορούσε

Ξαφνικά να φύγει ταξιδάκι

Χωρίς προγραμματισμό

Και κάποιο παραδάκι.

Είχαν αλλάξει τα πράγματα στην Γη

Το έβλεπε από εκεί πάνω

Χωρίς στην τσέπη οβολό

Ούτε βλίτο δεν έβλεπες θυσία

Πόσο μάλλον κρέας και οινοποσία.

 

Έπρεπε πρώτα τους θνητούς

Να τους γεμίσεις γρόσια

Που τώρα τα λέγανε λεφτά

Και μπιτ κόιν – αν ξέρετε και εσείς τι είναι αυτά..

Η Ήρα βαρέθηκε να τον κοιτά στα μάτια

Και μάταια να περιμένει απάντηση σωστή

Έβρισκε την διαδικασία κάπως εξαντλητική.

Στο τέλος ξερόβηξε, τον κοίταξε με γλύκα

Και εκείνος της απάντησε « Ας πάμε δεν πειράζει

Έχω μαζέψει κάτι ψηλά απ΄τα παλιά τα χρόνια

Τότε που μας υπολόγιζαν , και είχαν σεβασμό

Όχι όπως τώρα

Που ζούμε όπως και να το πεις, κάποιον ξεπεσμό.

Έτσι ετοιμάστηκαν τα θεικά μπαούλα

Και οι υπηρέτες φυσικά

Χάρηκαν πολύ

Γιατί είχαν τόσο καιρό

Να κατεβούν στην Γη

Και είχαν στην κυριολεξία

σκυλοβαρεθεί.

Μια χαρούμενη παρέα

Κίνησε χωρίς αναμονή

Το εξοχικό να βρει.

Χαμένα τα μονοπάτια,

Κάτι δρόμοι λεωφόροι

SUV και φορτηγά

Και εκείνοι με τα πόδια

Σκονισμένα, αν και θεικά.

Μετά από τα πολλά

Το βρήκανε  το σπίτι

Ανοίξαν τα παράθυρα

Να αεριστεί ο χώρος

Και κάτι κυλίμια άπλωσαν

Να φύγει η σκόνη και ο σκόρος.

Ενώ οι υπηρέτες το ετοίμασαν

Και κατακουρασμένοι

Πέσαν να ξαπλώσουνε κοντά

Στου  τζάκι την φωτιά

Κάποιος κτύπησε την πόρτα

Και φώναζε απαιτητικά

Να μάθει ποιοι είναι και τι θέλανε

Στα χώματα τα ιερά/

Είμαι ο Δίας, είπε ο Θεός με επιβλητική φωνή

Γονάτισε θνητέ

Αυτή είναι η θεική μου προσταγή.

Α! Ας γελάσουμε! Πες και κάνα άλλο αστείο!

Άκου θεός! Από κάπου το έχεις σκάσει

Για αυτό ήρθατε εδώ αλλά αυτό δεν θα περάσει!

Η Ήρα έκπληκτη πολύ, της σώθηκαν οι λέξεις

Και οι υπηρέτες φοβήθηκαν τους κόπηκε η μιλιά

Και όλη περίμεναν τον Δία να ξεσπάσει

Με μια βροντή, η μια κατραπακιά.

Σηκώθηκε ο Δίας αψηλός,

Έγινε 3 μέτρα και ο φρουρός

Κιτρίνισε και έγινε μπουχός

Το πώς κατρακύλησε κάτω στην κατηφόρα

Ήταν ένα φαινόμενο,

Ευτυχώς κόλλησε σε κάτι πουρνάρια

Και του κόπηκε η φόρα.

«Πόσο άλλαξε ο τόπος»

Αναστέναξε η Ήρα

Πως περάσαν οι καιροί

Και η μόνη μου ελπίδα

Να θυμηθούμε τα παλιά

Είναι μια βόλτα στο Δημοσάρι.

Πόσο νάχει αλλάξει πια.

Έτσι την άλλη μέρα το πρωί

Έκαναν κολατσιό

Και για το Δημοσάρι τράβηξαν

στον δρόμο τον ανηφορικό.

Οι υπηρέτες βαρυγκομούσαν

Δεν είχαν όρεξη πολύ

Ήταν ακόμα κουρασμένοι

Και ο ύπνος το έκανε το βλέφαρο βαρύ.

Ο Δίας κατέβαινε καμαρωτά τις πέτρες

Και η Ήρα από κοντά, χάζευε τα νερά

Τα όμορφα πλατάνια

Τα σύννεφα τα περαστικά.

Μα τι ομορφιά είναι αυτή

Απόκοσμη  μεγάλη

Και τα πουλιά κρυμμένα

Τους τραγουδούσαν

Το καλώς ήρθες πάλι.

Πόσο τους άρεσε πολύ

Και ημέρεψε η ψυχή τους

Πάτησαν τις πέτρες τις παλιές

Βρήκαν το μονοπάτι

Που στου χρόνου πήγαινε

Πίσω την αρχή

Τότε που οι νεράιδες κολυμπούσαν

Σε κάθε ρέμα και σε κάθε μια πηγή.

Μέχρι να βγουν στου Καλλιανού

Πήγε μεσημέρι

Ο ήλιος έλαμπε λαμπρός

Αν και ήτανε χειμώνας.

 Με ένα νεύμα μεταφέρθηκαν

Πίσω στο άδειο σπίτι

Που σε ένα νέφος θεικό

 το τύλιξε ο Δίας

Για να μην πέσουν θύματα

Ανθρώπινης αδιακρισίας.

 

 

Την άλλη μέρα το πρωί

Χαρούμενοι και οι δυο

Στο δημαρχείο πήγανε

Για τα διαδικαστικά

Και πήρανε μαζί τους

Λουλούδια και γλυκά.

 

Οι υπηρέτες που κράταγαν τα  δώρα

 τα ακούμπησαν  πάνω στο τραπέζι

Που κάνουν τα συμβούλια

Και δέχονται επισήμους-

Και κεί οι νεόνυμφοι

Παίρνουν την ευχή τους.

Ο Δήμαρχος χάρηκε πολύ

Έτσι νόμιζε σαν όνειρο- ότι τους είχε ξαναδεί-

Φώναξε να βάλουν τα λουλούδια στο νερό

Και τα γλυκά τα μοίρασε σε όλο το προσωπικό.

Γέλια και νέα αντάλλαξαν

Πως πάνε οι υποθέσεις

Και ρώτησε τι γίνεται

Εκεί πάνω στο βουνό

Γιατί  του φάνηκε

Πολύ διαφορετικό.

Έγιναν βέβαια όλες οι εξηγήσεις

Γιατί σε θεούς δεν χωρούν παρεξηγήσεις!

Αφού σε όλα συμφώνησαν

Και είπιαν  ένα καφέ

Αντάλλαξαν τους όρκους

Και όλοι ευτυχισμένοι

Πήγαν στο καφενείο

Γιατί ήταν κουρασμένοι.

Έφαγαν τα θαλασσινά

Και μίλησαν με κόσμο

Και συμβουλές  έδωσαν

Στο  εμβρόντητο κοινό

Που τους παρακολουθούσε

Σαν θίασο περαστικό.

Είπιανε τα ούζα τους

Και κάνανε κεφάλι

Ρίξανε κι ένα συρτό

Και ένα πεντοζάλι.

Και έτσι που λες στα ξαφνικά

Στήθηκε ένα γλέντι

Που κράτησε μέχρι αργά

Κι είχε μεγάλο κέφι.

Ήτανε πια μεσάνυχτα

Που αποκαμωμένοι

Φιλήθηκαν όλοι σταυρωτά

δώσανε τα χέρια,

και μια υπόσχεση καρδιάς

πως θα βρεθούνε πάλι

της άλλες της απόκριες

να κάνουν καρναβάλι.

Η Ήρα ήταν ευτυχής

Το ίδιο και ο Δίας

Και για τον Όλυμπο κίνησαν

Μετά της συνοδείας.---------------

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...