Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

Το μωβ πέταγμα του Ερμή. (Ένα παραμύθι για πολύ μικρά παιδάκια)

 


3 Μωβ μπαλόνια έδεσε η μικρή Τζωρτζίνα στην ουρά του Ερμή και το αλογάκι σηκώθηκε ψηλά στον ουρανό.

Πέταξε μέσα στο μπλε του  μέχρι που προσγειώθηκε πάνω σε ένα μεγάλο παχύ σύννεφο γεμάτο μωβ χορτάρι και μεγάλες γυαλιστερές μωβ μελιτζάνες.

Ο ήλιος ήταν ψηλά και τα μωβ μπαλόνια άρχισαν να λιώνουν και ο αέρας να φεύγει.

Ο Ερμής, ζαλισμένος κοίταξε γύρω του και είδε να πετάνε άσπροι αετοί και καφέ  γεράκια. Δεν φοβήθηκε καθόλου και άρχισε να βοσκά το μωβ χορτάρι.


Το χορτάρι ήταν νόστιμο και αποφάσισε να δοκιμάσει και τις μελιτζάνες.



 Ήταν τραγανιστές σαν τηγανητές πατάτες .

Όταν χόρτασε, έσκαψε λίγο το σύννεφο με την μπροστινή οπλή του και νεράκι ανάβλυσε μέσα από την τρυπούλα.

Ήπιε και ξεδίψασε, αλλά το σύννεφο άρχισε να ξεφουσκώνει σαν μπαλόνι που του φεύγει ο αέρας ενώ το νεράκι του άρχισε να βρέχει και να πέφτει στην Γη.

Τότε φοβήθηκε λίγο, αλλά το χορτάρι ήταν μαγικό και έκανε τον Ερμή να νιώθει ελαφρύς σαν πούπουλο.

Ο  φόβος έφυγε και ένιωσε σαν πουλί με μια παράξενη μωβ ουρά από μπαλόνια.

Σιγά σιγά κατέβαινε στην Γη, και έβλεπε τα σπίτια σιγά σιγά να μεγαλώνουν και τα δέντρα να ψηλώνουν.

Το χορτάρι άρχισε να γίνεται νερό και οι μελιτζάνες μεγάλες μωβ σταγόνες βροχής.

Ο Ερμής προσγειώθηκε απαλά στο χωράφι του και η Τζωρτζίνα σήκωσε τα χεράκια της και τον αγκάλιασε από τον λαιμό.

Μια μεγάλη μωβ λιμνούλα είχε γίνει γύρω τους αλλά ήταν τόσο ευτυχισμένοι που ήταν πάλι μαζί που δεν το πρόσεξαν.

Η μαμά της βγήκε από το σπίτι και έτρεξε να λύσει τα μπαλόνια από την ουρά του Ερμή.

Τα άφησε να τα παρασύρει ο αέρας και πήρε αγκαλιά την Τζωρτζίνα για να πάνε μέσα στο σπίτι.

Το βράδυ, ο Ερμής είδε στον ύπνο του ένα απέραντο λιβάδι με μωβ χορτάρι και τραγανιστές μελιτζάνες, ενώ η Τζωρτζίνα, ονειρεύτηκε να πετά ψηλά στον ουρανό με μια αγκαλιά μωβ μπαλόνια.

 

Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Οι καθαρές πάπιες του λιμανιού.

 



Ήταν ένα γλυκό απόγευμα και ο ήλιος που κόντευε στην δύση, έβαφε τα νερά της θάλασσας του λιμανιού με κόκκινα και πορτοκαλιά  χρώματα.

Οι πάπιες είχαν μαζευτεί στην άκρη του λιμενοβραχίονα ,δίπλα στις μικρές βαρκούλες που λικνιζόντουσαν στο νερό , πλατσούριζαν και βουτούσαν το κεφάλι τους στο νερό να πιάσουν τα κομματάκια ψωμί που πετούσε το μικρό παιδάκι με την γιαγιά του.

Δίπλα στην μικρή Μελίνα και την γιαγιά Μαρία, υπήρχαν και άλλα παιδάκια με τους γονείς τους η τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους και διασκέδαζαν χαζεύοντας τα παιχνιδίσματα τους στο νερό.

Ξαφνικά, ένας αέρας σηκώθηκε , ένα ξαφνικό μικρό μπουρίνι, που ανακάτεψε την σκόνη, σήκωσε κυματάκι, και μια σακούλα παρασύρθηκε από τον αέρα και πήγε πάνω στο κεφάλι μιας πάπιας που εκείνη την ώρα σήκωνε το κεφάλι της από το νερό. Το αποτέλεσμα ήταν, το κεφάλι της πάπιας να είναι μέσα στην σακούλα, και η καημένη πάπια, φοβισμένη, πλατσούριζε απεγνωσμένα να απελευθερωθεί.

Τα παιδιά άρχισαν να γελούν, οι άλλες πάπιες πήγαν κοντά της να την βοηθήσουν και μετά από προσπάθειες κατάφεραν να την απελευθερώσουν.

Η Κλάρα η πάπια, μετά τον φόβο, αισθάνθηκε μια μεγάλη ντροπή. Έβλεπε τα παιδάκια να γελούν μαζί της, και αυτό ήταν κάτι καινούργιο. Οι άλλες πάπιες ήταν αναστατωμένες με όλη αυτή την αναταραχή και στο τέλος όλες μαζί, βγήκαν από το νερό και με όλη τους την πληγωμένη αξιοπρέπεια πέρασαν στην απέναντι μικρή ακτή κάτω από το κάστρο για να ηρεμήσουν.

«Που πήγαν οι πάπιες γιαγιά?» Ρώτησε απογοητευμένη η μικρή Μελίνα. « Πήγαν να ξεκουραστούν και να πάρουν έναν υπνάκο» είπε η γιαγιά της λυπημένη, γιατί είχε καταλάβει ότι οι πάπιες είχαν στενοχωρηθεί. « Πάμε τώρα στην μαμά και θα έρθουμε πάλι αύριο» Η Μελίνα έπιασε το χέρι της γιαγιάς της και την ακολούθησε σιωπηλή, γυρνώντας κάθε λίγο προς το μέρος που είχαν μαζευτεί οι πάπιες.

Οι  δέκα πάπιες του λιμανιού, έμεναν σιωπηλές και δεν έβγαλαν ούτε ένα κουακ για πολύ ώρα.



«Τι θα γίνει με αυτά τα σκουπίδια τελικά» ρώτησε η Κλάρα, - η πάπια που είχε παγιδευτεί στην σακούλα. « Θα σκοτωθούμε στο τέλος !»  Η Σοφία, - πάπια που την είχε βοηθήσει-, αναστέναξε γεμάτη απόγνωση. « Οι άνθρωποι πετούν σκουπίδια στο νερό και δεν σκέφτονται πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι για μας ..» Τότε, η Ευγενία, -η πιο δυναμική από όλες, σηκώθηκε πάνω, τίναξε την ουρά της μερικές φορές εκνευρισμένη, και με αποφασιστική φωνή τους είπε ότι, «Είναι ώρα να πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας! Θα καθαρίσουμε μόνες μας το λιμάνι και όποιον βλέπουμε να ρίχνει κάτι στο νερό, θα ορμάμε και θα τον τσιμπάμε!»  Οι υπόλοιπες σηκώθηκαν και κτύπησαν παλαμάκια με τα φτερά τους. Φλαπ φλαπ, έκαναν τα φτερά, ένα μεγάλο κουάκ –ζήτω ακούστηκε από την ομήγυρη, και αποφασισμένες , πέρασαν πάλι από την άλλη μεριά του λιμενοβραχίονα και βούτηξαν στο νερό.

Άρχισαν να βουτούν και να βγάζουν σακούλες, κομμάτια πλαστικό, και μικρά ξυλαράκια μέχρι που μαζεύτηκε ένας μικρός σωρός.

«Μαμά, οι πάπιες βγάζουν τα σκουπίδια από το λιμάνι» Φώναξε ένα μικρό αγοράκι που παρακολουθούσε για ώρα τις πάπιες. «Η μαμά του που καθόταν στο παγκάκι, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από το κινητό της του είπε « Μη λες χαζομάρες..Οι πάπιες δεν βγάζουν τα σκουπίδια, σου φαίνεται..» « Μαμά, μαμά! Κοίτα!! Κοίτα σου λέω!! Δεν είναι η ιδέα μου!» Άδικος κόπος όμως. Η μαμά του δεν σήκωσε το κεφάλι, και το μικρό αγοράκι έμεινε για ώρα να παρακολουθεί τις πάπιες που η μια μετά την άλλη, έφερνε και από ένα σκουπιδάκι στον σωρό. Στο τέλος, το μικρό αγοράκι χειροκρότησε και είπε, «Μπράβο πάπιες!!Είστε καταπληκτικές!» Και εκείνες έσκυψαν το κεφάλι για υπόκλιση και όλες μαζί φώναξαν ένα κουάκ – ευχαριστώ στον μικρό τους θαυμαστή.

Ενθουσιασμένο το αγοράκι, μάζεψε τα σκουπίδια σε μια από τις σακούλες και τα πήγε στον κάδο που ήταν εκεί πιο πέρα.

« Κουάκ κουάκ, τι καλό παιδάκι! Αλλιώς, κάποιος μπορεί να τα πέταγε πάλι πίσω! ..»

« Μανώλη πάμε τώρα! «Είπε η μαμά του που επιτέλους σήκωσε το κεφάλι της από το κινητό. « Εντάξει μαμά,» αποκρίθηκε ο Μανώλης και χαιρέτησε για άλλη μια φορά τις πάπιες που κουρασμένες είχαν πάλι μαζευτεί γύρω από την βρύση στην είσοδο του λιμενοβραχίονα και έπιναν φρέσκο νεράκι.

Η νύχτα είχε πέσει και όλα τα πλάσματα της γης έκλεισαν τα μάτια τους να ξεκουραστούν.



Το άλλο απόγευμα, περίπου την ίδια ώρα, η Μελίνα με την γιαγιά της ήταν ξανά στο λιμάνι. Αν και μόλις τεσσάρων χρονών, αμέσως κατάλαβε ότι εκείνο το μέρος του λιμανιού ήταν καθαρό. «Γιαγιά! Κοίτα! Καθαρά νερά!» « Ναι, Μελίνα μου, έχεις δίκιο!! Κάποιος θα πρέπει να το καθάρισε! ,..» « Κουακ κουακ, εμείς το καθαρίσαμε!» φώναξαν οι πάπιες όλες μαζί, αλλά φυσικά δεν τις κατάλαβε κανείς.

« ‘Ελα να ταϊσουμε τις πάπιες Μελίνα» είπε η γιαγιά της και άρχισε να πετάει λίγο καλαμπόκι στο νερό.

Χαρούμενες οι πάπιες, πλατσούριζαν στο νερό και έπιαναν το καλαμπόκι, μέχρι που ένα μεγάλο παιδί, γύρω στα δεκαπέντε που περνούσε από εκεί, πέταξε ένα κουτάκι κόκα κόλα στο νερό.

Αμέσως οι πάπιες, όρμισαν έξω από το νερό πετώντας σχεδόν, και αγριεμένες έτρεξαν προς το μέρος του αγοριού και μόλις τον έφτασαν άρχισαν να τσιμπούν τα πόδια του, να τον κυκλώνουν και να ανοίγουν τα φτερά τους απειλητικά. «Κουακ-κουκακ μάζεψε τα σκουπίδια σου! Κουακ κουακ, θα μας σκοτώσεις!» Φώναζαν οι πάπιες, ενώ το σαστισμένο αγόρι προσπαθούσε να προστατευτεί σηκώνοντας τα χέρια του στο πρόσωπο του. Στο τέλος άρχισε να τρέχει να σωθεί από το κυνήγι των πουλιών.

Εκτός από την Μελίνα που παρακολουθούσε σαστισμένη τις πάπιες, ήταν και ο Μανώλης που καθισμένος στο παγκάκι παρακολουθούσε εδώ και ώρα τις πάπιες.

«Μπράβο, μπράβο! Καλά του κάνατε!!» γέλασε ο Μανώλης, ενώ η γιαγιά Μαρία παραξενεμένη γύρισε και τον ρώτησε τι εννοεί.. «Γιατί το λες αυτό παιδί μου? Μπορεί να τον είχαν κτυπήσει άσχημα»

Ο Μανώλης άρχισε να εξιστορεί  το τι είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ και το πώς είχαν μαζέψει τα σκουπίδια από το λιμάνι, το πώς τα είχε πάρει και αυτός και τα είχε πάει στον κάδο, το πώς είχαν συνεργαστεί και πως ήταν πια σίγουρος ότι οι πάπιες ήταν πολύ πιο έξυπνες από ότι πίστευε μέχρι τώρα.

Η μικρή Μελίνα άκουγε με προσοχή και όσο άκουγε, τόσο πιο λυπημένη φαινόταν. Στο τέλος έσκυψε πάνω από το νερό και είπε, «Συγνώμη πάπιες»  και μερικά δάκρυα ανακατεύτηκαν με το νερό.

«Ορίστε! Τι καταλάβατε τώρα! Στενοχωρήσατε το παιδάκι ! Θα μπορούσαμε να έχουμε αποφύγει όλο αυτό το δράμα!» Είπε η πάπια  Αυγή, που δεν έλεγε πολλά, αλλά ο λόγος της είχε πάντα μεγάλο βάρος.

«Δεν είπαμε να τους κυνηγάμε? Για να μην το ξανακάνουν?» της απάντησε η Μάρθα.

« Η βία δεν είναι λύση» της απάντησε η Κλάρα, « Άλλωστε δεν νομίζω ότι το παιδί κατάλαβε το γιατί του επιτεθήκαμε.»

« Και αν μας διώξουν γιατί θα πιστεύουν ότι είμαστε επικίνδυνες ?» ρώτησε ανήσυχη η Σοφία.

Μια σιωπή έπεσε ανάμεσα στις πάπιες. Ένας πρωτόγνωρος φόβος γέμισε τις παπίσιες τους καρδιές..

Ο Μανώλης, λες και τα είχε καταλάβει όλα, ανέβηκε πάνω στο παγκάκι και άρχισε να φωνάζει τον κόσμο να πλησιάσει.

« Ακούστε κόσμε!! Άρχισε ο Μανώλης. Οι πάπιες καθάρισαν το λιμάνι και εγώ τα πήγα στον κάδο. Τώρα, κυνήγησαν το αγόρι γιατί πέταξε το κουτάκι στο λιμάνι! Είμαι σίγουρος ότι το έκαναν για να προστατέψουν τον εαυτό τους. Τους πνίγουμε με τα σκουπίδια!»

«Πολιτικός θα γίνει αυτός!» Είπε ένας ηλικιωμένος, ενώ ο διπλανός τους συμπλήρωσε «Μπορεί και δικηγόρος»

« Μανώλη! Τι κάνεις πάνω στο παγκάκι! Κατέβα κάτω γρήγορα!» άρχισε να φωνάζει η μαμά του που είχε ξεμείνει πιο πίσω και τώρα έτρεχε να κατεβάσει τον Μανώλη από το παγκάκι.

Οι πάπιες μαζεύτηκαν πάλι στην μικρή ακτή όλες μαζί και ήταν ένας σωρός από φτερά που σχεδόν δεν ανέπνεε.

Οι άνθρωποι στην παραλία άρχισαν να συζητούν και να παραδέχονται ότι τα σκουπίδια είναι επικίνδυνα για τα πουλιά, ότι δεν είναι σωστό να πετάμε τα σκουπίδια στο νερό, και στο τέλος, σαν να ντράπηκαν που οι πάπιες φέρθηκαν πιο έξυπνα από τους ίδιους.

Από εκείνη την μέρα και μετά, το λιμάνι ήταν καθαρό. Τα σκουπίδια που έφερνε ο αέρας, τα μάζευαν οι άνθρωποι, τα παιδάκια έπαιζαν με τις πάπιες και εκείνες χαρούμενες και ανακουφισμένες, πλατσούριζαν στα καθαρά νερά και χάριζαν πολλά κουάκ ευχαριστώ στον κόσμο που τις αγαπούσε.


Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Τα χαμένα φτερά της κ. Κότας- Κι. ( Παραμύθι για μικρά παιδάκια)

 

Τα χαμένα φτερά της κ. Κότας- Κι.



Η  κ.Κι, ήταν πολύ περήφανη για το φτέρωμα της. Κόκκινο βαθύ, καφέ ανοιχτό, καφέ σκούρο, άσπρο και κανελί, τα φτερά της κ.Κι, ήταν ζηλευτά από όλες τις κότες στο κοτέτσι.

«Μα, τι όμορφη που είσαι σήμερα κ.Κι!» έλεγε η μια, «Μα πόσο λάμπουν τα χρώματα σου σήμερα στον ήλιο!» έλεγε μια άλλη, και η κ.Κι, καμάρωνε και περπατούσε κορδωτά κοιτώντας τριγύρω για να κλέψει και άλλα βλέμματα και σχόλια θαυμασμού.

Ο κόκορας κ. Φωνακλάς, φώναξε μόλις την είδε, τρεις φορές το κικιρίκου και τα φτερά γύρω από τον λαιμό του, άνοιξαν σαν ομπρέλα.

«Μα είσαι πιο όμορφη και από το παγώνι» της είπε κλείνοντας το μάτι όταν πέρασε από μπροστά του και η κ.Κι, καμώθηκε ότι δεν άκουσε και γύρισε το κεφάλι από την άλλη.

Ο κ.Φωνακλάς, είχε να προσέχει είκοσι ολόκληρες κότες αλλά ποτέ δεν ξεχνούσε να πει μια καλή κουβέντα σε κάθε μια. Όλες τον αγαπούσαν εκτός από όταν τις ξυπνούσε το πρωί. Δεν προλάβαιναν να τεντωθούν να πουν μια καλημέρα, και η κ.Δήμητρα ερχόταν φουριόζα να πάρει τα αυγά και να τις βγάλει με το ζόρι να βοσκήσουν στο χορτάρι της περιφραγμένης αυλής στην άκρη του ελαιώνα.

Ζούσαν αγαπημένοι όλοι μαζί, και ευχαριστημένοι. Η κ. Δήμητρα για τα φρέσκα αυγουλάκια που έδινε στα μικρά της εγγονάκια- τον Πέτρο και τον Παύλο- , ο κ.Φωνακλάς που αισθανόταν μεγάλος και τρανός μοναδικός κόκορας στο κοτέτσι, και οι είκοσι κοτούλες που περνούσαν ήσυχες τις μέρες τους στην μικρή τους γωνιά στο κτήμα. Καμιά φορά, τις πήγαινε βόλτα η κ.Δήμητρα και έβρισκαν νέα χορταράκια και σπόρους.

Σε μια τέτοια εκδρομή στο κτήμα, η κ.Κι, πρόσεξε δυο περίεργα μάτια μέσα από το τριφύλλι που βοσκούσαν. «Δεν μπορεί! Θα με γελούν τα μάτια μου!» σκέφτηκε και γύρισε να μιλήσει με τις φίλες της. Δεν πρόλαβε να γυρίσει το κεφάλι της ξανά, και ένιωσε να της ξεριζώνουν τα φτερά της.


Ένα παιδί, μεγαλούτσικο, γύρω στα 7 η 8, όρμησε μέσα από τα χόρτα και την ξεπουπούλιαζε στην κυριολεξία.

Τρελή από φόβο και πόνο η κ.Κι, τίναζε τα φτερά της, έκρωζε και φώναζε σε βοήθεια. Άδικος κόπος.

Τρομαγμένες και οι άλλες κότες, έτρεχαν πανικόβλητες μακριά, ο κ.Φωνακλάς άνοιγε τα φτερά του και τέντωνε τον λαιμό του, έκρωζε το κικιρίκου χωρίς να τολμά να πλησιάσει το αγριεμένο παιδί που ξεπουπούλιαζε την καημένη κ.Κι.

Η κ.Κι, ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει από την τρομάρα της, όταν ακούστηκαν οι αγριεμένες φωνές της κ.Δήμητρας. «Πέτρο, άσε κάτω την κότα!! Ντροπή σου! Τι σου έκανε το πουλί!! Άστη κάτω κακομοίρη μου γιατί θα σου βγάλω το μαλλί όπως βγάζεις τα φτερά της κότας!»

Ο Πέτρος πράγματι, άφησε την κ.Κι να φύγει και εκείνη παραπατώντας ξεμάκρυνε όσο μπορούσε και κούρνιασε στην ρίζα ενός δέντρου να ξεκουραστεί και να ηρεμίσει ενώ οι άλλες κοτούλες άρχισαν να μαζεύονται γύρω της και να την παρηγορούν.

«Γιατί το έκανες αυτό το πράγμα παιδί μου!» ρώτησε τώρα πιο ήρεμα η κ.Δήμητρα τον Πετράκη που κρατούσε σφικτά στα χέρια του, τρία κόκκινα βαθύ φτερά,  τέσσερα άσπρα και πέντε καφέ. Τα κοιτούσε και τα μετρούσε ξανά και ξανά. « Τρία και τέσσερα, επτά, και πέντε ίσον 12. Μου λείπουν άλλα 8» «Τι λες παιδάκι μου?» τον ρώτησε πάλι η γιαγιά του, «Γιατί μετράς τα φτερά?» «Γιατί γιαγιά, η δασκάλα μας είπε ότι θα μάθουμε πως έγραφαν οι άνθρωποι παλιά. Πήραμε κιμωλίες, πήραμε μελάνι και πένες, και τώρα θα μάθουμε πως έγραφαν με τα φτερά. Της είπα ότι έχεις κότες και μια έχει πολύ ωραία χρώματα. Όλα τα παιδιά στην τάξη μου ζήτησαν φτερά γιατί δεν έχουν δικές τους κότες»

« Αχ Πετράκη μου, έπρεπε να μου το πεις. Το τρόμαξες το καημένο το πουλί. Και αυτά πονάνε, τι νόμιζες? Να σου τραβήξω τα μαλλιά να δεις τι ωραία που είναι? Την καημένη την κ.Κι, είπε να θλίψη η κ.Δήμητρα που είχε όλες της της κοτούλες ονομάσει και τους μιλούσε σαν να την καταλάβαιναν.

«Συγνώμη γιαγιά. Δεν το κατάλαβα ότι θα πονούσε. Τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Τα πήρα τα φτερά, αλλά πως θα βρω και τα υπόλοιπα?»

«Θα μοιραστείτε τα φτερά που έβγαλες και πες στην κυρία δασκάλα ότι υπάρχουν ωραιότατα συνθετικά στο βιβλιοπωλείο»

Ο Πετράκης απομακρύνθηκε με το κεφάλι σκυφτό και όλη η έξαψη που είχε νιώσει είχε μετατραπεί σε τύψεις και λύπη.

«Γιατί να πονέσω έτσι την καημένη την κοτούλα που μας δίνει τα αυγουλάκια της? Δεν το σκέφτηκα καλά..Ποτέ δεν θα πονέσω άλλο ζωάκι στην ζωή μου όλη»  Έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό του και χάϊδεψε με τρυφερότητα τα φτερά.

Στην γωνιά της κ.Κι, δεχόταν την φροντίδα των φιλενάδων της. Της χάϊδευαν το πονεμένο σημείο και την παρηγορούσαν κουρνιάζοντας δίπλα της.

«Μη στενοχωριέσαι κ.Κι, θα ξαναβγούνε τα ωραία σου φτερά! Θα πάρει λίγο καιρό όμως και θα είσαι πάλι η πιο όμορφη στο κοτέτσι μας!» Είπε ο κ.Φωνακλάς, και οι άλλες κοτούλες κακάρισαν συμφωνώντας μαζί του. «Θα είσαι πάλι η πιο όμορφη κ.Κι! Για μας, και τώρα χωρίς τα φτερά που λείπουν, πάλι είσαι η πιο όμορφη!»

«Μα τι καλές φίλες που έχω! Πόσο με αγαπούν όλοι! Και η κ.Δήμητρα πως έτρεξε να με σώσει από τον Πέτρο! Πόσο τυχερή είμαι!» σκέφτηκε με αγαλλίαση η κ.Κι. Μια πρωτόγνωρη συγκίνηση πλημμύρισε την καρδιά της και η αγάπη και ευγνωμοσύνη που ένιωσε την έκαναν να θέλει να απλώσει τα φτερά της και να αγκαλιάσει όλες της τις φιλενάδες και τον κ.Φωνακλά μαζί. Αντί για αυτό, σηκώθηκε από την γωνιά της και τους ευχαρίστησε όλους. «Μα τι λόγια είναι αυτά κ.Κι» της είπε η Κ.Ζι. Ούτε να το σκεφτείς ξανά!»



«Εντάξει λοιπόν! Ήταν κάτι ξαφνικό που ευτυχώς πέρασε γρήγορα! Δεν θα κάτσουμε να κλαίμε άλλο μερικά χαμένα φτερά! Πάμε να βρούμε σποράκια! Το πρωϊνό μας μόλις ξεκίνησε!»

Ανακουφισμένες οι κοτούλες άρχισαν να απλώνονται στο χωράφι. Ο ήλιος έλαμπε, ένα δροσερό αεράκι φυσούσε, η κ.Δήμητρα πότιζε τις γλάστρες της, ο Πετράκης σκεφτόταν πως θα μοιράσει τα φτερά στα παιδιά, από ψηλά δυο γεράκια πετούσαν σε κύκλους. Στο διπλανό χωράφι είχε προσγειωθεί ένα κοπάδι από γλάρους και ανάμεσα τους τσιμπούσαν την γη ένα σμήνος από σπουργίτια.

Η μέρα προχωρούσε  προς το μεσημέρι.



Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

Θεατρικοί διάλογοι. 'Το δίλημμα των προέδρων"

 

Καλημέρα σας κυρία Πρόεδρε!

Καλημέρα και σε σας κυρία Πρόεδρε! Πως είστε κ.Γραμματέα? Κύριε Αντιπρόεδρε, χαρά μας που σας έχουμε κοντά μας. Η κυρία σας καλά?

Κ.ΓΡ.  Καλά, καλά..Κουράστηκε λίγο αλλά το ξεπέρασε..Είχε κάνει και την τέταρτη δόση!

Κ.Αντιπ.          Μα και την τέταρτη!! Εγώ έχω μείνει μόνο στην δεύτερη κύριε Γραμματέα μου!

Κ.Γραμ. Πολύ κακώς κύριε Αντιπρόεδρε μου!! Η Πρόνοια σώζει…Δεν βλέπετε τι γίνεται γύρω μας? Δεν είδατε τι έπαθε ο κ.Αφεντάκης?

Οι δύο κυρίες πρόεδροι με μια φωνή..  Τι έπαθε ο Αφεντάκης? Πριν λίγες μέρες μιλήσαμε στο τηλέφωνο! –Πιάσε κόκκινο μη τσακωθούμε!!

Κυρία Πρόεδρος 1. Δεν τσακωνόμαστε εμείς αγαπητή μου!! Έχουμε τέλεια σύμπνοια απόψεων!

Κυρία Πρόεδρος 2.  Μα τι σωστά που τα λέτε! Έτσι ακριβώς! Και τόσο σπάνιο πια να βρεις ανθρώπους να ταιριάζουν..και μάλιστα με κάποια εξουσία! Θα μπορούσαν να επιφέρουν μια κάποια αλλαγή για το γενικό καλό!!

Κύριος αντιπρόεδρος.. Και ποιο είναι το γενικό καλό αυτή τη φορά κυρίες μου?

Κυρία πρόεδρος 1… Διακρίνω μια ειρωνία κύριε αντιπρόεδρε η μου φαίνεται?

Κυρία πρόεδρος 2… Αφήστε τον καλή μου! Έχει στο στόμα του ενσωματωμένο αδένα με δηλητήριο..Αν δεν το ρίξει 2 3 φορές την ημέρα, θα σκάσει..

Κ. Γραμματέας…Τελικά να σας πω τι έπαθε ο Αφεντάκης , η δεν σας νοιάζει?

Όλοι μαζί…Να μας πεις, να μας πεις!

Κ.Γραμματέας.. Πέθανε!

Όλοι μαζί! Πέθανε? Πως?

Κ.Γραμ… Όπως πεθαίνουν όλοι! Ξάπλα!!

Κ.Αντιπροεδρος.   Μα ήταν μια χαρά ο άνθρωπος!

Κ.Γραμμ. Μια χαρά ανεμβολίαστος, με υψηλό σάγχαρο ,ουρία και ένα τόσο δα τριπλό μπαιμπας πριν λίγους μήνες!

Κ.Πρόεδρος1.  Κρίμα τον άνθρωπο! Κρίμα…Κρίμα και την χορηγία που δεν πρόλαβα να πάρω..και την είχα τόσο σίγουρη! Και σου το έλεγε κύριε Γραμματέα, κλείσε πιο νωρίς το ραντεβού ,δεν ξέρεις τι γίνεται..Εσύ όχι!! Όλο δικαιολογίες! Την μια είναι καλοκαίρι, την άλλη δεν είναι κατάλληλη η στιγμή, την Τρίτη θα του μιλήσουμε σε λίγες μέρες, ..Άντε μιλήστε του τώρα!!

Κυρία Πρόεδρος 2.  Αχ,,,τι θα θέλετε κυρία Πρόεδρε μου.Τότε που του τηλεφωνήσαμε παρέα έπρεπε να επιμείνουμε για τις χορηγίες μας..Χάσαμε την ευκαιρία!

Κύριος Γραμματέας. Και τώρα κυρία Πρόεδρε, ποιος θα καλύψει το ποσόν? Το είχαμε δεδομένο, έχουμε εκτεθεί στα μέλη, έχουμε ανακοινώσει την χοροεσπερίδα , έχουμε κλείσει τα δωμάτια για τους επίσημους καλεσμένους, πως θα πληρώσουμε τώρα όλα αυτά?

Κυρία Πρόεδρος 1.. Σε καταλαβαίνω, έχεις δίκιο…Είπαμε να κάνουμε μαζί κάτι ωραίο για τον κόσμο, να ξανοιχτούμε να γίνει κάτι γκράντε βρε παιδί μου! Να έχουμε δώρα, να μοιράσουμε χαρά, να έρθει και η φίρμα, να νιώσουμε όπως παλιά!

 

Κύριος αντιπρόεδρος.  Μην ανησυχείτε, όλα θα γίνουν και χωρίς την χορηγία..Θα έρθει κόσμος και θα βγουν τα έξοδα. Άλλωστε, ποιος  δεν θα αρπάξει την ευκαιρία να κερδίσει λίγα από τα πλούσια δώρα μας!

Κ.Γραμματέας… Θα καλύπταμε και 2,3 άλλες τρυπούλες….

 

Κ.Πρόεδρος 1. Τι , τρυπούλες? Νόμιζα ότι είναι όλες μανταρισμένες!

Κ.Πρόεδρος 2.   Πως τα λες καλή μου!! Εννοείται πως ναι! ΑΑΑ, Όλα και όλα , σε όλα τύπος και υπογραμμός.

Κ.Γραμματέας…Ναι, ναι πως, βέβαια…..όσο για το υπογραμμός, σας το υπογράφω και γω, για το τύπος να πούμε αν προλαβαίνετε λίγο…

Κ.Πρόεδρος 2.. Θα τα πούμε στην συνέλευση..δεν είναι ώρα τώρα…δεν είναι…σωστά

Κ.Γραμμ.                Ναι, βέβαια, δεν είναι, συγνώμη

Κ.Αντιπρόεδρος… Τελικά για τον χορό όλα εντάξει? Να το ανακοινώσουμε η να περιμένουμε να αρρωστήσουν και όσοι είναι να έρθουν?

Κ.Πρόεδρος 1.. Θα το ανακοινώσω εγώ πρώτη με δική μου αφίσα να στηρίξω τον σύλλογο μου..

Κ.Πρόεδρος 2… Μα χρυσή μου, μαζί το κάνουμε, γιατί να έχουμε 2 αφίσες? Αν είναι έτσι , θα βγάλω και γω δική μου!

Κ.Γραμμ.     Μη νομίζει ο κόσμος ότι θα πάνε σε ξεχωριστό μέρος? Μη μπερδευτεί το κοινό και νομίζει ότι τσακωθήκατε?

Κ.Πρόεδρος 2..   Όχι, όχι…αν είναι να βγάλει η κυρία πρόεδρος δική της, θα βγάλω και γω δική μου

Κύριος Αντιπρόεδρος..  Μα τις προσφορές τις πήραμε για μαζί, και το μαγαζί μαζί το κλείσαμε, μέχρι και στον συγχωρεμένο τον Αφεντάκη μαζί είχαμε μιλήσει πριν μεταναστεύσει σε τόπου χλοερούς,, τώρα κυρία πρόεδρε, δεν είναι σωστά αυτά τα πράγματα.

Κυρία Πρόεδρος 1… Ε….καλά, αν είναι τότε θα μπει το όνομα μου πρώτο…Του συλλόγου μου εννοώ!

Κυρία Πρόεδρος 2.. Τι εννοείται το δικό σας? Και γιατί όχι το δικό μας? Εμείς το σκεφτήκαμε , εμείς σας το προτείναμε, εμάς αξίζει να είναι πρώτο…

 

Κύριος Αντιπρόεδρος… Ελάτε βρε κορίτσια, μη κάνετε έτσι…Ούτε φίρμες στα μπουζούκια να ήσασταν!!

Κυρίες πρόεδροι μαζί… ΑΚΟΥ ΦΙΡΜΕΣ ΣΤΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ!!

ΚΎΡΙΟς  Γραμματέας… Εγώ λέω, να φτιάξουμε ωραία την αφισούλα, να ψάξουμε να βρούμε και κάποιον άλλον χορηγό που να έχει περάσει την αρρώστια μη μας βρει πάλι τίποτα ξαφνικό και να πάμε να κάνουμε και το εμβόλιο καλού κακού… Αφήστε τα υπόλοιπα για μετα κορωναιό εποχή!!

Όλοι μαζί….Σωστά…… όσο προλαβαίνουμε….

 

 

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

Η Μαριλού μεγαλώνει... (Μια εφηβική ιστορία)

 


Η κίτρινη καναρινί κορδέλα γλίστρησε από τα κατάμαυρα μαλλιά της Μαριλού, μπλέχτηκε για ένα δευτερόλεπτο στις μπούκλες της πριν ακουμπήσει απαλά στο πάτωμα μπροστά στον μεγάλο καθρέπτη στο δωμάτιο της.

Ανακάτεψε τα μαλλιά της, τα τίναξε να διαλύσει τις μπούκλες που με τόση επιμέλεια της είχε κάνει η μαμά της πριν λίγη ώρα, και μετά τα τράβηξε πίσω στην βάση του λαιμού και τα φυλάκισε με δύναμη μέσα σε ένα μαύρο λαστιχάκι.

«Έτσι μ’ αρέσει» είπε στο είδωλο της, ίσιωσε την μαύρη μακριά μακό μπλούζα της που έπεφτε πάνω από το τζιν, έβαλε τα αθλητικά της και φώναξε «φεύγω» χωρίς να την δει η μαμά της που έκανε δουλειές στην κουζίνα.

«Που πας παιδί μου τέτοια ώρα! Έλα εδώ!» φώναξε η μαμά πίσω από την πόρτα χωρίς να πάρει απάντηση.

«Τι θα κάνω με αυτό το παιδί! Δεν ξέρω..δεν ξέρω..» μονολόγησε πάνω από το νερό που έτρεχε στον νεροχύτη..Ρωτούσε και ξαναρωτούσε τον εαυτό της, « Τι κάνω λάθος? Την παίρνω με το καλό, χατίρι δεν της χαλάω, ότι θέλει κάνει..Χορό μαμά. Χορό Μαριλού. Ενόργανη μαμά. Ενόργανη Μαριλού. Βόλτα μαμά, βόλτα Μαριλού. Αγγλικά Μαριλού. Βαριέμαι μαμά» Βαριόταν το σχολείο τόσο πολύ που την τρόμαζε. Με το ζόρι να πάει το πρωί, με το ζόρι να πάει στα αγγλικά το απόγευμα. Όλο δικαιολογίες και ψέματα. Οι καθηγητές δεν την καταλάβαιναν, δεν της μιλούσαν καλά, δεν ήταν σωστοί στο μάθημα τους. Όταν της έλεγε, οι καθηγητές δεν είναι οι προσωπικοί σου ψυχολόγοι, διάβασε να σου μιλάνε καλά, και που έμαθες εσύ που δεν ανοίγεις βιβλίο ποιο είναι το σωστό μάθημα, μούτρωνε και κλεινόταν με τις ώρες στο δωμάτιο της.

Ο πατέρας της προσπαθούσε να ελαφρύνει την κατάσταση και της έλεγε, Μιας και ξέρεις πως πρέπει να φέρονται οι καθηγητές και πως είναι το σωστό μάθημα, για να σε καμαρώσω εσένα μια μέρα στην τάξη να δουν και οι άλλοι πως γίνεται..

Αλλά ούτε αυτό έπιανε… Πάλι έβλεπαν την πόρτα να κλείνει ..

Τo πιο συνηθισμένο πράγμα, η καθημερινή ρουτίνα της οικογένειας ήταν οι απανωτές προσπάθειες της μαμάς να επικοινωνήσει με την Μαριλού, και η Μαριλού να είναι χαμένη στον μικρό της κόσμο . Ένας κόσμος που είχε σύνορα ανάμεσα στις επαφές της παρέας της στο viber, στους ακόλουθους στο instagram και τα μηνύματα στο messenger.

Πολλές φορές είχαν προσπαθήσει να βρουν τους κωδικούς της να ανακαλύψουν τις απαντήσεις μέσα από τους διαλόγους της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ,αλλά δεν ήταν παρά άκαρπες προσπάθειες που έφερναν ακόμα πιο πολλές διαφωνίες και μούτρα.

 

«Είναι οι έφηβοι σήμερα» κατέληγαν στο συμπέρασμα και οι άλλες μαμάδες της παρέας απογοητευμένες από την απομόνωση των παιδιών τους στα δικά τους που δεν φαινόταν να χωρά πουθενά ο κόσμος των ενηλίκων.

Το φαγητό είχε ετοιμαστεί και τα γεμιστά άχνιζαν λαχταριστά πάνω στον πάγκο της κουζίνας, οι γεμιστές πιπεριές είχαν πάρει την θέση τους στον φούρνο και από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε αχνιστή η ζέστη του μεσημεριού.

«Που είναι εκείνο το παιδί τόσες ώρες!» είπε σχεδόν φωναχτά η Μαρία, μαμά της Μαριλούς, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα, άκουσε την πόρτα να ανοίγει και να μπαίνει φουριόζα και εκνευρισμένη η μικρή.

«Μαμά, να πεις στην γειτόνισσα να μαζεύεται και λίγο σπίτι της και να μην είναι όλη μέρα στο μπαλκόνι να κάνει περιπολία τι ώρα μπαίνω και βγαίνω!»

«Μα τι λες παιδί μου! Τι σου έκανε η γυναίκα! » Προσπάθησε να την αντικρούσει η Μαρία. « Αυτό που σου λέω! Ότι ώρα και να φύγω και ότι ώρα και να γυρίσω, είναι στο μπαλκόνι και έχουμε χαιρετούρες. Καλημέρα, καλησπέρα, τι κάνεις..λες και άλλη όρεξη δεν έχω να της μιλάω .Τι δουλειά έχει να με ενοχλεί!»

Η Μαρία ένιωσε να ανεβαίνει μια ζέστη από την βάση του κεφαλιού της και να πλημμυρίζει όλο της τον εγκέφαλο.Ένα νεύρο άρχισε να κτυπάει στον κρόταφο και η απελπισία της για το ανάγωγο παιδί της την παρέλυσε για άλλη μια φορά.

Προσπάθησε να της εξηγήσει ότι καμιά δουλειά δεν είχε η μικρή να υπαγορεύει στους γείτονες τι ώρα θα μπαίνουν μέσα η τι ώρα και πόση θα κάθονται στο μπαλκόνι τους καλοκαιριάτικα, ότι θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένη που την χαιρετούν και θα έπρεπε και αυτή ευγενικά να απαντά και το σπουδαιότερο, αφού δεν κάνει τίποτα κακό γιατί να αισθάνεται τόσο εκνευρισμό όταν την βλέπουν να μπαίνει η να βγαίνει από το σπίτι. Η μικρή είχε πεισμώσει και θυμωμένα τράβηξε την καρέκλα, και σωριάστηκε πάνω της κάνοντας γκριμάτσες που έκαναν την Μαρία να αναπολήσει τις εποχές που μια ανάποδη ήταν ένας πολύ αποδεκτός τρόπος συνετισμού των κακότροπων παιδιών όταν όλα τα άλλα είχαν αποτύχει.

«Και δεν μου λες χρυσό μου, μήπως υπάρχει άλλος λόγος που σε πειράζει τόσο πολύ? Μήπως υπάρχει κάτι που δεν θα ήθελες να δει..Ας πούμε κάποια παρέα?»

«Τι παρέα μου λες μωρέ? Αμέσως το μυαλό σου στις παρέες!» Σηκώθηκε ακόμα πιο εκνευρισμένη και κλείστηκε στο δωμάτιο της.

Πέρασε μια βδομάδα και η μαμά της κολλητής της την πήρε τηλέφωνο για να της εκμυστηρευτεί  την αιτία του εκνευρισμού της Μαριλού. «Χώρισε» της είπε, «μου τα είπε η δικιά μου…Τα έφτιαξε με την χειρότερη εχθρό της..τον κυνηγούσε σε όλα τα διαλλείματα ..η Μαριλού έκλαιγε στην τουαλέτα, οι φίλες της προσπαθούσαν να την συνεφέρουν…ο Μάκης, ήθελε να τα ξαναφτιάξουν..»

Σκόρπιες έφταναν οι προτάσεις στο μυαλό της Μαρίας. Το μωρό της, το δεκατριάχρονο είχε ερωτική απογοήτευση, είχε κιόλα δεσμό! Πότε? Ποιος είναι αυτός? Όταν μπόρεσε να συνέλθει από την έκπληξη, ευχαρίστησε την Μάρθα υποσχόμενη απόλυτη εχεμύθεια γιατί αλλιώς δεν θα μάθαιναν ποτέ τίποτα ξανά.

Κτύπησε σιγά την πόρτα του δωματίου της Μαριλού και άνοιξε την πόρτα. Η μικρή άκουγε μουσική στα ακουστικά ενώ το μαξιλάρι φαινόταν ολοκάθαρα μουσκεμένο από δάκρυα.

«Μαριλού.. θες να συζητήσουμε κάτι?» Την ρώτησε μαλακά και κάθισε στο κρεβάτι. «Τι να πούμε?» ρώτησε η Μαριλού διστακτικά..’ Μήπως σε στεναχωρεί κάποιος και βγάζεις όλη αυτά τα νεύρα σε μας? Μαμά σου είμαι, μίλα μου και θα σε βοηθήσω παιδί μου» Είπε στοργικά η Μαρία και άπλωσε το χέρι της να χαϊδέψει τα μαλλιά της.

Η Μαριλού δεν κρατήθηκε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα. Αγκάλιασε τη μαμά της και σιγά σιγά της εξομολογήθηκε όλο τον καημό που έκρυβε η καρδούλα της. Αφού την άφησε να ξεσπάσει και να της πει όλα, η Μαρία διάλεξε προσεχτικά τις λέξεις για να μην κλειστεί πάλι και χάσει την πολύτιμη επαφή με το παιδί της.

«Μα ότι και να είναι Μαριλού μου, όποιος και να είναι, δεν είναι παρά ένα παιδάκι, μικρό σαν και σένα..Πως αφήνεις ένα παιδάκι να σε επηρεάζει τόσο πολύ! Σε λίγο καιρό δεν θα θυμάσαι καν το όνομα του, και γιατί να το θυμάσαι αν είναι να σε στεναχωρεί τόσο πολύ!»

«Δεν καταλαβαίνεις! Δεν μπορώ μόνη μου!» συνέχισε κλαψουρίζοντας η μικρή κοπελίτσα που είχε τρομάξει από τα συναισθήματα της και δεν μπορούσε να τα βάλει σε μια σειρά.

«Καταλαβαίνω, και βέβαια καταλαβαίνω,,αλλά..για πες μου. Ποιος έχει πολύ αξία για σένα, αυτός η ο εαυτός σου? Ποιον πρέπει να μάθεις πρώτα? Ποιον πρέπει να φροντίσεις? Τον εαυτό σου η τον Μάκη?»

«Τον εαυτό μου..» ψέλλισε η μικρή ενώ ήταν ολοφάνερο ότι γυρόφερνε τα λόγια της μαμάς της στο μυαλουδάκι της.

«Είσαι ένα μικρό παιδάκι ακόμα..μην παρασύρεσαι από τις παρέες ..Άσε τους άλλους να κάνουν ότι νομίζουν, εσύ να φροντίζεις τον εαυτό σου.. Να τον μάθεις, να τον αγαπάς, να μην αφήνεις να τον πληγώνουν..Μόνο έτσι θα μεγαλώσεις και να μάθεις να είσαι όμορφα σε μια σχέση..Μην βιάζεσαι, έχεις πολύ χρόνο..πάρα πολύ χρόνο»

Η Μαριλού γύρισε πλευρό και αγκάλιασε το μαξιλάρι της..Δεν έφαγε τα γεμιστά και η μαμά της δεν επέμεινε. Την άφησε μόνη της να σκεφτεί, να συνέλθει από αυτόν τον συναισθηματικό κυκλώνα που βρέθηκε και έπρεπε να βρει την έξοδο νιώθοντας ασφαλής στο σπίτι της.

Ήταν πια αργά το απόγευμα όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει και η φωνή της Μαριλού, ευγενική και καλοσυνάτη μετά από καιρό χαιρέτησε την γειτόνισσα.. «Καλό βράδυ κυρία Γιώτα.. – Καλό βράδυ Μαριλού! Καλή βόλτα! Κάνε και μια για μένα παιδί μου που πονάνε τα πόδια μου! Είπε γελαστά η κυρία Γιώτα, και ακούστηκε γελαστή και η φωνή της Μαριλούς..Θα κάνω δυο πάρα πάνω και για σας κυρία Γιώτα»

Η Μαρία δάκρυσε πάνω στο κέντημα που προσπαθούσε τόσο καιρό να τελειώσει.. Το καλό της το παιδάκι… Μεγάλωνε και θα γινόταν μια μικρή κυρία σε λίγο καιρό…

 

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

Όταν ο Μικ βρήκε πάλι τον αδελφό του Μακ. (Παραμύθι για μικρά παιδάκια...και όχι μόνο )-

 


Μια φορά και έναν καιρό, ο κύριος ποντικός Μικ, αποφάσισε να φύγει από την ευρύχωρη τρύπα του κάτω από την φουντωτή ελιά του μεγάλου κτήματος όπου ζούσε, και να επισκεφθεί την οικογένεια του αδελφού του που ζούσε πέρα από το ποτάμι, σε ένα χέρσο και ξερό χωράφι.

Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Μικ, είχε να δει τον αδελφό του Μακ εδώ και τόσα χρόνια. Όχι γιατί το χωράφι ήταν τόσο μακριά, η το ποτάμι αδιάβατο το καλοκαίρι που στέγνωνε εντελώς, αλλά γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί ο Μακ, άφησε το σκιερό κτήμα με τις ελιές , τις λεμονιές, και τόσα άλλα δέντρα που έκαναν νόστιμα φρούτα, για να πάει στην ερημιά και να καίγεται η γούνα του στον καυτό ήλιο όποτε ξεμυτούσε από την βαθιά του τρύπα που είχε για σπιτικό του.

Ο Μικ ξεκίνησε πριν να βγει ο ήλιος και όσο είχε δροσιά, μπορούσε να τρέχει γρήγορα ακόμα και στον δρόμο χωρίς να φοβάται μήπως βρεθεί κάτω από τις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου.

Οι χωματόδρομοι στους κάμπους είναι ότι καλύτερο για τα ζωάκια μιας και τρέχουν χωρίς εμπόδια, εξερευνούν την βλάστηση στις άκρες τους, κάνουν τις βουτιές τους στα μικρά ρυάκια που κυλούν σαν φλέβες ανάμεσα στα χωράφια, και ανακαλύπτουν νόστιμες λιχουδιές ανάμεσα στους καρπούς που πέφτουν από τα δέντρα και τους θάμνους.





Μπορεί τα γεράκια να κάνουν βόλτες πάνω ψηλά στον ουρανό, μπορεί οι γάτες να ψάχνουν και αυτές απεγνωσμένα για τροφή, αλλά ο Μικ, ήξερε να αποφεύγει τους κίνδυνους. Ήξερε να κρύβεται πάντα την τελευταία στιγμή. Είχε μάθει να βλέπει μπροστά του τον δρόμο, και να ανάλογα να εφαρμόζει διάφορες τακτικές αποφυγής κάθε δυσκολίας.

Η μέρα περνούσε και αφού πέρασε από ένα αμπέλι που ήδη είχε να δείξει με καμάρι τα πρώτα του σταφύλια, σκαρφάλωσε σε μια αμπολή γεμάτη με γάργαρο νερό και έκανε την πρώτη του βουτιά για να δροσιστεί από την ζέστη που άρχιζε να αχνίζει τους υδρατμούς της νύχτας, και έτσι ανανεωμένος όρμισε στον δρόμο και μετά λίγα λεπτά μπήκε στο μονοπάτι για το ποτάμι.



Κάτω από την σκιά των πλατανιών έτρεξε ανάμεσα στις καλαμιές, μπερδεύτηκε σε λίγες ανθισμένες δάφνες, μέχρι που η μουσούδα του μύρισε το  λιγοστό νερό που είχε ακόμα το ποταμάκι.

Έκανε μια μικρή εξερεύνηση στην όχθη να βρει το κατάλληλο σημείο και μετά με προσοχή, προσέχοντας το κάθε βήμα πάνω στις γλιστερές πέτρες του βυθού, πέρασε στην απέναντι όχθη, σώος και αβλαβής.

Άρχισε να ανεβαίνει την μικρή πλαγιά και βρέθηκε ακάλυπτος στο μεγάλο χωράφι που δεν είχε τίποτα άλλο παρά ξερά χόρτα και μια παρέα από πρόβατα στην άλλη άκρη που προσπαθούσαν να στριμωχτούν όπως όπως στον ίσκιο μιας ασθενικής συκιάς. Σηκώθηκε στα δυο του ποδαράκια και μύρισε τον αέρα, ενώ τα αυτάκια του τεντώθηκαν για να ακούσουν κάποιον ήχο που προμήνυε κίνδυνο. Πράγματι, ένα ανησυχητικό σύρσιμο φιδιού, τον έκανε να απομακρυνθεί τρέχοντας από το σημείο μέχρι που έφτασε στην μέση του χωραφιού.

Ο ήλιος τώρα έκαιγε. Ο Ιούλιος είχε μπει με ζέστες και για αυτό σπάνια άφηνε την δροσιά του σπιτιού του την ημέρα. Όμως το είχε πάρει απόφαση να επισκεφθεί τον αδελφό του. Ο καιρός περνούσε και τα νιάτα δεν κρατούν και τόσο πολύ στα ποντίκια του κάμπου. « Αν όχι τώρα, πότε?» είχε ρωτήσει πολλές φορές τον εαυτό του και οι τύψεις για τις συνθήκες που είχαν αποχωριστεί, τον γέμιζαν τύψεις που τον έκαναν να ξαγρυπνά και να τον αφήνουν πάντα κουρασμένο.

«Που να είναι άραγε η φωλιά του?» αναρωτήθηκε κοιτώντας με απελπισία το μεγάλο χωράφι. «Μήπως κοντά στις όχθες? Το πιο λογικό για να πίνει νερό.. Η, μήπως κοντά στην συκιά που έχει σκιά? Μήπως στην μέση του χωραφιού για να αποφεύγει τα άλλα ζώα η μήπως στην άλλη άκρη κοντά στην περίφραξη του σπιτιού που χώριζε τα χτήματα? Που να είναι που να είναι?» Σκεφτόταν και έξυνε το κεφαλάκι του με τα νύχια των μπροστινών ποδιών του.

Δεν είχε περάσει πολύ ώρα και μια μεγάλη χελώνα έσερνε το καβούκι της προς το μέρος του. Ο Μικ την πλησίασε και την ρώτησε όσο πιο ευγενικά μπορούσε. «Καλημέρα κυρία Χελώνα, θα μπορούσατε σας παρακαλώ να μου πείτε που ζει ο ποντικός Μακ? Είναι βλέπετε ο αδελφός μου και θα ήθελα να τον επισκεφθώ.»

« Καλημέρα και σε σένα, αν και με τέτοια ζέστη δεν το βλέπω..» ξεφύσησε η χελώνα και τέντωσε το λαιμό της έξω από το καβούκι της για να επεξεργαστεί καλύτερα τον πρωϊνό της συνομιλητή. « Τον Μακ, βέβαια, τον Μακ…» συνέχισε σκεπτική…   « Τον έχω συναντήσει δυο τρεις φορές, αλλά δεν νομίζω να είναι και πολύ καλά..Ούτε με χαιρέτησε, αν και εγώ πρώτη του είπα καλημέρα, ούτε έκανε κάποια κίνηση ότι κατάλαβε καν ότι υπήρχε κάποιος δίπλα του. Στην αρχή να σου πω την αλήθεια, νευρίασα λίγο, αλλά μετά, κατάλαβα ότι ήταν τόσο χαμένος στον κόσμο του, που δεν του κράτησα κακία. Τον λυπήθηκα τον καημένο. Εκεί τον είδα για τελευταία φορά, εκεί, κοντά στον φράχτη, βλέπεις? Στο τέλος του χωραφιού..» « Ευχαριστώ πάρα πολύ κυρία Χελώνα .Να έχετε μια καλή μέρα» Απάντησε ευγενέστατα ο Μικ, και η χελώνα ευχαριστημένη από την ευγένεια του και γιατί μπόρεσε να βρεθεί χρήσιμη, συνέχισε καμαρωτή καμαρωτή με το κεφάλι της ψηλά τον δρόμο για την όχθη του ποταμού.



Ο Μικ ένιωσε την καρδούλα του να σφίγγεται. Μαύρες σκέψεις γέμισαν το μυαλό του αλλά ξεκίνησε και πάλι για το σημείο που του είχε υποδείξει η χελώνα χωρίς χρονοτριβή. Πέρασε πάνω από τα ζεστά κίτρινα χόρτα, σκόνταψε τα σκαμμένες λακκούβες που το σκυλί που φύλαγε τα πρόβατα τις είχε για κρεβάτι, η γούνα του πιάστηκε σε κάτι ξερά αγκάθια, αλλά στο τέλος σώος και αβλαβής άρχισε να επεξεργάζεται το έδαφος κατά μήκος του φράκτη για να βρει επιτέλους τον αδελφό του.

Και πράγματι, δεν πέρασε πολύ ώρα ώσπου ανακάλυψε την ποντικότρυπα του. Έβαλε με προσοχή την μουσούδα του μέσα, μύρισε προσεχτικά τον αέρα για να πιάσει την μυρωδιά του αδελφού του και στο τέλος φώναξε το όνομα του. «Μακ! Μακ! Είσαι εδώ?» Περίμενε λίγο για να πάρει απάντηση αλλά τίποτα. Η σιωπή βασίλευε στο σκοτεινό και δροσερό περιβάλλον του υπόγειου σπιτιού του Μακ ενώ οι στοές που συνέχιζαν την τρύπα, αντήχησαν τον ήχο της φωνής του. Περίμενε ακόμα λίγο σιωπηλός και μετά βγήκε έξω και ξάπλωσε να ξεκουραστεί και να περιμένει.

Ήταν εκτεθειμένος στον ήλιο και στους κινδύνους αλλά περίμενε υπομονετικά. Η ώρα περνούσε και ήταν πια μετά το μεσημέρι. Ο Μικ, πεινούσε, διψούσε, το ήλιος και η κούραση τον είχαν εξουθενώσει και σκεφτόταν να πεταχτεί μέχρι το ποταμάκι για λίγη δροσιά και νεράκι, αλλά και πάλι δεν του έκανε καρδιά να φύγει ούτε λεπτό τώρα που είχε φτάσει τόσο κοντά στον να τον συναντήσει. Αποφάσισε να περιμένει κι΄άλλο, κι΄άλλο, μέχρι που ήρθε πια το απόγευμα. Τα μάτια του έκλεισαν από την κούραση και κοιμήθηκε έναν ταραγμένο ύπνο γεμάτο με άδειες στοές και αγωνιώδεις αναζητήσεις μέσα στο σκοτάδι.

Ήταν πια νύχτα όταν ξύπνησε και τρομαγμένος κοίταξε γύρω του. Τίποτα, κανείς πουθενά. Τα πρόβατα είχαν φύγει, και ένιωσε να τον τυλίγει μια απέραντη μοναξιά μέσα στο άγνωστο μέρος, τόσο μακριά από την ασφάλεια του σπιτιού του. Προσπάθησε να διώξει τα αισθήματα πανικού που άρχιζαν να βγάζουν τα νύχια τους και να γκρατζουνίζουν την ψυχραιμία του, προσπάθησε σκληρά και τα κατάφερε. Σηκώθηκε, τινάχτηκε, έκανε λίγες βόλτες να ξεπιαστεί και κοίταξε ψηλά το φεγγάρι στον ουρανό και τα αστέρια που σαν χρυσαφένιος χείμαρρος στόλιζε το στερέωμα. «Τι ομορφιά Θέ μου Μεγαλοδύναμε!» ψιθύρισε με δέος και αμέσως αισθάνθηκε καλύτερα. «Μα που μπορεί να είναι ο Μακ? Νύχτωσε και ακόμα δεν φάνηκε πουθενά!»  Είχε αρχίσει να σκέφτεται μήπως είχε κάνει λάθος την φωλιά, μέχρι που μια μουσούδα άρχισε να ξεπροβάλλει από το άνοιγμα της φωλιάς.

«ΜΑΚ! ΜΑΚ! Επιτέλους  σε βρήκα!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Μικ, και όρμισε καταπάνω του να τον αγκαλιάσει με τα δυο του μπροστινά ποδαράκια. Όμως ο Μακ, τραβήχτηκε γρήγορα και κρύφτηκε πάλι μέσα στην φωλιά του. Ο Μικ, πείσμωσε τώρα και τον ακολούθησε. Ήθελε τόσα πράγματα να τον ρωτήσει και δεν θα έφευγε αν δεν έπαιρνε τις απαντήσεις. Ο Μακ πήγε και κουλουριάστηκε σε μια άκρη ενώ ο Μικ κάθισε σε μια απόσταση και αφού άφησε να περάσουν μερικά λεπτά τον ρώτησε με ηρεμία αλλά σταθερή και γεμάτη ενδιαφέρον φωνή. «Τι συμβαίνει Μακ? Γιατί δεν μου μιλάς? Είσαι καλά?» Ο Μακ, έμεινε σκεφτικός για αρκετή ώρα και όταν είδε πια ότι δεν μπορούσε να αποφύγει την απάντηση, του είπε με σιγανή και θλιμμένη φωνή. « Δεν είμαι και πολύ καλά..Δεν ξέρω τι έχω..αλλά ντρέπομαι που είμαι έτσι, δεν θέλω να με βλέπεις και να σου είμαι βάρος»

Ο Μικ τα έχασε. Μα τι του έλεγε τώρα? Για αυτό είχε φύγει? Για να μην του είναι βάρος? Για αυτό δεν γύρισε? Επειδή δεν ήταν καλά? Και έμενε εδώ, σε αυτόν τον αφιλόξενο τόπο  μόνος και δυστυχισμένος για να μην τον λυπάμαι?

« Μα τι είναι αυτά που λες Μακ? Γιατί να αισθάνεσαι βάρος? Γιατί να αισθάνεται ντροπή? Δεν έκανες τίποτα κακό!!  Όλα τα ζωντανά πλάσματα αρρωσταίνουν, όλα προσπαθούν να επιζήσουν, και όλα πρέπει να ζητάμε βοήθεια και να προσπαθούμε να γίνουμε καλά.»

«Το ξέρω, το ξέρω..όλα αυτά τα ξέρω…αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Δεν έχω την δύναμη, δεν έχω το κουράγιο…κλαίω και υποφέρω μόνος μου για να μη γίνω βάρος σε κανέναν»

«Μα καλέ μου Μακ, συνέχισε συμπονετικά ο Μικ, μήπως νομίζεις ότι σε ξέχασα? Μήπως και γω δεν υποφέρω που ξέρω ότι είσαι μόνος σου και βασανίζομαι από τύψεις μήπως φταίω σε κάτι που έφυγες χωρίς εξηγήσεις και δεν γύρισες ποτέ? Μήπως και γω δεν ξενυχτάω όταν σκέφτομαι ότι μπορεί να σου τύχει μια ανάγκη και να είμαι μακριά?»

«Δεν ξέρω, δεν ξέρω…δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι» κλαψούρισε ο Μακ και τυλίχτηκε ακόμα πιο πολύ με την ουρά του.

«Έλα να πάμε μαζί πίσω Μακ, έλα σε παρακαλώ! Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι, τίποτα να ντρέπεσαι..θα σε φροντίσω και θα γίνεις καλά..και αν ακόμα δεν γίνεις, θα έχεις παρηγοριά ότι σε αγαπώ και θέλω εγώ, από μόνος μου να σε φροντίσω» Ο Μικ τον πλησίασε και απαλά απαλά του χάϊδεψε το πρόσωπο και του στέγνωσε τα δάκρυα.

«Σίγουρα?» Ψιθύρισε ο Μακ, «σίγουρα» του απάντησε τρυφερά ο Μικ.

Πρώτα βγήκε από την φωλιά ο Μικ και από πίσω σύρθηκε ο Μακ ακόμα κλαψουρίζοντας. Ο Μικ του είπε, « Κοίτα τον ουρανό! Κοίτα τα αστέρια! Πόσο απέραντα είναι… Δεν μπορεί τα προβλήματα μας να είναι πιο απέραντα από τα άστρα του ουρανού.. Έτσι δεν είναι Μακ? …»

Ο Μακ σήκωσε το κεφαλάκι του και μετά από τόσους μήνες κοίταξε πάνω. Μετά τέντωσε τα αυτάκια του και άκουσε από μακριά τα βελάσματα των προβάτων. Όσο πλησίαζαν στο ποτάμι τα κλαδιά των δέντρων ήταν σαν να τον καλωσορίζουν ενώ πρώτα έμοιαζαν με φίδια που προσπαθούσαν να τον πιάσουν. Τα φύλλα τώρα θρόιζαν και ήταν σαν να είχαν ξυπνήσει οι νεράϊδες των δέντρων και του τραγουδούσαν απαλούς και μελωδικούς σκοπούς.

Ο Μικ πήγαινε μπροστά καμαρωτός καμαρωτός και σίγουρος για το που έπρεπε να πάει.. Πάντα έτσι ήταν  ο  Μακ. Αισιόδοξος, σίγουρος, και μετρημένος. Από την άλλη ο Μακ, έβλεπε πάντα πρώτα την άσχημη πλευρά στο κάθε τι. Δηλητηρίαζε κάθε στιγμή του με μαύρες σκέψεις μέχρι που στο τέλος έγιναν ένα πυκνό απελπισμένο σύννεφο που τον κατάπιε. Αν δεν είχε έρθει ο Μικ, μέσα σε αυτό  το σύννεφο θα είχε αφήσει την τελευταία του πνοή και δεν θα είχε δει ποτέ , ούτε καν για τελευταία φορά τον χρυσαφένιο χείμαρρο στον ουρανό. Δεν θα είχε ακούσει τα τραγούδια των δέντρων, δεν θα είχε παρηγορήσει την καρδιά του η συμπόνια του αδελφού του.

Πέρασαν το ποτάμι, ανέβηκαν το μονοπάτι και πάλι μπλέχτηκαν στην δάφνες. Η  νυχτερινή περιπέτεια είχε κάνει τον Μακ να ξεχαστεί και είχε αρχίσει να διασκεδάζει και διασκέδασαν ακόμα πιο πολύ όταν συνάντησαν έναν μεγάλο παχύ βάτραχο που έκρωζε με όλη του την δύναμη τσαλαβουτώντας μέσα στην γεμάτη αμπολή.

Είχε αρχίσει πια να χαράζει ο Θεός την ημέρα και μαζί με αυτήν χάραζε ένα νέο δρόμο για τον Μικ και τον Μακ, εκεί κάτω από την ρίζα της σκιερής ελιάς που ξεκίνησαν την νέα τους ζωή με έναν απολαυστικό ύπνο χωρίς εφιάλτες αλλά γεμάτο χρυσαφένια αστέρια που χαμογελούσαν σε έναν μπλε και φωτεινό ουρανό.. Γιατί στα όνειρα όλα είναι δυνατά…..

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...