Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

Όταν ο Μικ βρήκε πάλι τον αδελφό του Μακ. (Παραμύθι για μικρά παιδάκια...και όχι μόνο )-

 


Μια φορά και έναν καιρό, ο κύριος ποντικός Μικ, αποφάσισε να φύγει από την ευρύχωρη τρύπα του κάτω από την φουντωτή ελιά του μεγάλου κτήματος όπου ζούσε, και να επισκεφθεί την οικογένεια του αδελφού του που ζούσε πέρα από το ποτάμι, σε ένα χέρσο και ξερό χωράφι.

Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Μικ, είχε να δει τον αδελφό του Μακ εδώ και τόσα χρόνια. Όχι γιατί το χωράφι ήταν τόσο μακριά, η το ποτάμι αδιάβατο το καλοκαίρι που στέγνωνε εντελώς, αλλά γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί ο Μακ, άφησε το σκιερό κτήμα με τις ελιές , τις λεμονιές, και τόσα άλλα δέντρα που έκαναν νόστιμα φρούτα, για να πάει στην ερημιά και να καίγεται η γούνα του στον καυτό ήλιο όποτε ξεμυτούσε από την βαθιά του τρύπα που είχε για σπιτικό του.

Ο Μικ ξεκίνησε πριν να βγει ο ήλιος και όσο είχε δροσιά, μπορούσε να τρέχει γρήγορα ακόμα και στον δρόμο χωρίς να φοβάται μήπως βρεθεί κάτω από τις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου.

Οι χωματόδρομοι στους κάμπους είναι ότι καλύτερο για τα ζωάκια μιας και τρέχουν χωρίς εμπόδια, εξερευνούν την βλάστηση στις άκρες τους, κάνουν τις βουτιές τους στα μικρά ρυάκια που κυλούν σαν φλέβες ανάμεσα στα χωράφια, και ανακαλύπτουν νόστιμες λιχουδιές ανάμεσα στους καρπούς που πέφτουν από τα δέντρα και τους θάμνους.





Μπορεί τα γεράκια να κάνουν βόλτες πάνω ψηλά στον ουρανό, μπορεί οι γάτες να ψάχνουν και αυτές απεγνωσμένα για τροφή, αλλά ο Μικ, ήξερε να αποφεύγει τους κίνδυνους. Ήξερε να κρύβεται πάντα την τελευταία στιγμή. Είχε μάθει να βλέπει μπροστά του τον δρόμο, και να ανάλογα να εφαρμόζει διάφορες τακτικές αποφυγής κάθε δυσκολίας.

Η μέρα περνούσε και αφού πέρασε από ένα αμπέλι που ήδη είχε να δείξει με καμάρι τα πρώτα του σταφύλια, σκαρφάλωσε σε μια αμπολή γεμάτη με γάργαρο νερό και έκανε την πρώτη του βουτιά για να δροσιστεί από την ζέστη που άρχιζε να αχνίζει τους υδρατμούς της νύχτας, και έτσι ανανεωμένος όρμισε στον δρόμο και μετά λίγα λεπτά μπήκε στο μονοπάτι για το ποτάμι.



Κάτω από την σκιά των πλατανιών έτρεξε ανάμεσα στις καλαμιές, μπερδεύτηκε σε λίγες ανθισμένες δάφνες, μέχρι που η μουσούδα του μύρισε το  λιγοστό νερό που είχε ακόμα το ποταμάκι.

Έκανε μια μικρή εξερεύνηση στην όχθη να βρει το κατάλληλο σημείο και μετά με προσοχή, προσέχοντας το κάθε βήμα πάνω στις γλιστερές πέτρες του βυθού, πέρασε στην απέναντι όχθη, σώος και αβλαβής.

Άρχισε να ανεβαίνει την μικρή πλαγιά και βρέθηκε ακάλυπτος στο μεγάλο χωράφι που δεν είχε τίποτα άλλο παρά ξερά χόρτα και μια παρέα από πρόβατα στην άλλη άκρη που προσπαθούσαν να στριμωχτούν όπως όπως στον ίσκιο μιας ασθενικής συκιάς. Σηκώθηκε στα δυο του ποδαράκια και μύρισε τον αέρα, ενώ τα αυτάκια του τεντώθηκαν για να ακούσουν κάποιον ήχο που προμήνυε κίνδυνο. Πράγματι, ένα ανησυχητικό σύρσιμο φιδιού, τον έκανε να απομακρυνθεί τρέχοντας από το σημείο μέχρι που έφτασε στην μέση του χωραφιού.

Ο ήλιος τώρα έκαιγε. Ο Ιούλιος είχε μπει με ζέστες και για αυτό σπάνια άφηνε την δροσιά του σπιτιού του την ημέρα. Όμως το είχε πάρει απόφαση να επισκεφθεί τον αδελφό του. Ο καιρός περνούσε και τα νιάτα δεν κρατούν και τόσο πολύ στα ποντίκια του κάμπου. « Αν όχι τώρα, πότε?» είχε ρωτήσει πολλές φορές τον εαυτό του και οι τύψεις για τις συνθήκες που είχαν αποχωριστεί, τον γέμιζαν τύψεις που τον έκαναν να ξαγρυπνά και να τον αφήνουν πάντα κουρασμένο.

«Που να είναι άραγε η φωλιά του?» αναρωτήθηκε κοιτώντας με απελπισία το μεγάλο χωράφι. «Μήπως κοντά στις όχθες? Το πιο λογικό για να πίνει νερό.. Η, μήπως κοντά στην συκιά που έχει σκιά? Μήπως στην μέση του χωραφιού για να αποφεύγει τα άλλα ζώα η μήπως στην άλλη άκρη κοντά στην περίφραξη του σπιτιού που χώριζε τα χτήματα? Που να είναι που να είναι?» Σκεφτόταν και έξυνε το κεφαλάκι του με τα νύχια των μπροστινών ποδιών του.

Δεν είχε περάσει πολύ ώρα και μια μεγάλη χελώνα έσερνε το καβούκι της προς το μέρος του. Ο Μικ την πλησίασε και την ρώτησε όσο πιο ευγενικά μπορούσε. «Καλημέρα κυρία Χελώνα, θα μπορούσατε σας παρακαλώ να μου πείτε που ζει ο ποντικός Μακ? Είναι βλέπετε ο αδελφός μου και θα ήθελα να τον επισκεφθώ.»

« Καλημέρα και σε σένα, αν και με τέτοια ζέστη δεν το βλέπω..» ξεφύσησε η χελώνα και τέντωσε το λαιμό της έξω από το καβούκι της για να επεξεργαστεί καλύτερα τον πρωϊνό της συνομιλητή. « Τον Μακ, βέβαια, τον Μακ…» συνέχισε σκεπτική…   « Τον έχω συναντήσει δυο τρεις φορές, αλλά δεν νομίζω να είναι και πολύ καλά..Ούτε με χαιρέτησε, αν και εγώ πρώτη του είπα καλημέρα, ούτε έκανε κάποια κίνηση ότι κατάλαβε καν ότι υπήρχε κάποιος δίπλα του. Στην αρχή να σου πω την αλήθεια, νευρίασα λίγο, αλλά μετά, κατάλαβα ότι ήταν τόσο χαμένος στον κόσμο του, που δεν του κράτησα κακία. Τον λυπήθηκα τον καημένο. Εκεί τον είδα για τελευταία φορά, εκεί, κοντά στον φράχτη, βλέπεις? Στο τέλος του χωραφιού..» « Ευχαριστώ πάρα πολύ κυρία Χελώνα .Να έχετε μια καλή μέρα» Απάντησε ευγενέστατα ο Μικ, και η χελώνα ευχαριστημένη από την ευγένεια του και γιατί μπόρεσε να βρεθεί χρήσιμη, συνέχισε καμαρωτή καμαρωτή με το κεφάλι της ψηλά τον δρόμο για την όχθη του ποταμού.



Ο Μικ ένιωσε την καρδούλα του να σφίγγεται. Μαύρες σκέψεις γέμισαν το μυαλό του αλλά ξεκίνησε και πάλι για το σημείο που του είχε υποδείξει η χελώνα χωρίς χρονοτριβή. Πέρασε πάνω από τα ζεστά κίτρινα χόρτα, σκόνταψε τα σκαμμένες λακκούβες που το σκυλί που φύλαγε τα πρόβατα τις είχε για κρεβάτι, η γούνα του πιάστηκε σε κάτι ξερά αγκάθια, αλλά στο τέλος σώος και αβλαβής άρχισε να επεξεργάζεται το έδαφος κατά μήκος του φράκτη για να βρει επιτέλους τον αδελφό του.

Και πράγματι, δεν πέρασε πολύ ώρα ώσπου ανακάλυψε την ποντικότρυπα του. Έβαλε με προσοχή την μουσούδα του μέσα, μύρισε προσεχτικά τον αέρα για να πιάσει την μυρωδιά του αδελφού του και στο τέλος φώναξε το όνομα του. «Μακ! Μακ! Είσαι εδώ?» Περίμενε λίγο για να πάρει απάντηση αλλά τίποτα. Η σιωπή βασίλευε στο σκοτεινό και δροσερό περιβάλλον του υπόγειου σπιτιού του Μακ ενώ οι στοές που συνέχιζαν την τρύπα, αντήχησαν τον ήχο της φωνής του. Περίμενε ακόμα λίγο σιωπηλός και μετά βγήκε έξω και ξάπλωσε να ξεκουραστεί και να περιμένει.

Ήταν εκτεθειμένος στον ήλιο και στους κινδύνους αλλά περίμενε υπομονετικά. Η ώρα περνούσε και ήταν πια μετά το μεσημέρι. Ο Μικ, πεινούσε, διψούσε, το ήλιος και η κούραση τον είχαν εξουθενώσει και σκεφτόταν να πεταχτεί μέχρι το ποταμάκι για λίγη δροσιά και νεράκι, αλλά και πάλι δεν του έκανε καρδιά να φύγει ούτε λεπτό τώρα που είχε φτάσει τόσο κοντά στον να τον συναντήσει. Αποφάσισε να περιμένει κι΄άλλο, κι΄άλλο, μέχρι που ήρθε πια το απόγευμα. Τα μάτια του έκλεισαν από την κούραση και κοιμήθηκε έναν ταραγμένο ύπνο γεμάτο με άδειες στοές και αγωνιώδεις αναζητήσεις μέσα στο σκοτάδι.

Ήταν πια νύχτα όταν ξύπνησε και τρομαγμένος κοίταξε γύρω του. Τίποτα, κανείς πουθενά. Τα πρόβατα είχαν φύγει, και ένιωσε να τον τυλίγει μια απέραντη μοναξιά μέσα στο άγνωστο μέρος, τόσο μακριά από την ασφάλεια του σπιτιού του. Προσπάθησε να διώξει τα αισθήματα πανικού που άρχιζαν να βγάζουν τα νύχια τους και να γκρατζουνίζουν την ψυχραιμία του, προσπάθησε σκληρά και τα κατάφερε. Σηκώθηκε, τινάχτηκε, έκανε λίγες βόλτες να ξεπιαστεί και κοίταξε ψηλά το φεγγάρι στον ουρανό και τα αστέρια που σαν χρυσαφένιος χείμαρρος στόλιζε το στερέωμα. «Τι ομορφιά Θέ μου Μεγαλοδύναμε!» ψιθύρισε με δέος και αμέσως αισθάνθηκε καλύτερα. «Μα που μπορεί να είναι ο Μακ? Νύχτωσε και ακόμα δεν φάνηκε πουθενά!»  Είχε αρχίσει να σκέφτεται μήπως είχε κάνει λάθος την φωλιά, μέχρι που μια μουσούδα άρχισε να ξεπροβάλλει από το άνοιγμα της φωλιάς.

«ΜΑΚ! ΜΑΚ! Επιτέλους  σε βρήκα!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Μικ, και όρμισε καταπάνω του να τον αγκαλιάσει με τα δυο του μπροστινά ποδαράκια. Όμως ο Μακ, τραβήχτηκε γρήγορα και κρύφτηκε πάλι μέσα στην φωλιά του. Ο Μικ, πείσμωσε τώρα και τον ακολούθησε. Ήθελε τόσα πράγματα να τον ρωτήσει και δεν θα έφευγε αν δεν έπαιρνε τις απαντήσεις. Ο Μακ πήγε και κουλουριάστηκε σε μια άκρη ενώ ο Μικ κάθισε σε μια απόσταση και αφού άφησε να περάσουν μερικά λεπτά τον ρώτησε με ηρεμία αλλά σταθερή και γεμάτη ενδιαφέρον φωνή. «Τι συμβαίνει Μακ? Γιατί δεν μου μιλάς? Είσαι καλά?» Ο Μακ, έμεινε σκεφτικός για αρκετή ώρα και όταν είδε πια ότι δεν μπορούσε να αποφύγει την απάντηση, του είπε με σιγανή και θλιμμένη φωνή. « Δεν είμαι και πολύ καλά..Δεν ξέρω τι έχω..αλλά ντρέπομαι που είμαι έτσι, δεν θέλω να με βλέπεις και να σου είμαι βάρος»

Ο Μικ τα έχασε. Μα τι του έλεγε τώρα? Για αυτό είχε φύγει? Για να μην του είναι βάρος? Για αυτό δεν γύρισε? Επειδή δεν ήταν καλά? Και έμενε εδώ, σε αυτόν τον αφιλόξενο τόπο  μόνος και δυστυχισμένος για να μην τον λυπάμαι?

« Μα τι είναι αυτά που λες Μακ? Γιατί να αισθάνεσαι βάρος? Γιατί να αισθάνεται ντροπή? Δεν έκανες τίποτα κακό!!  Όλα τα ζωντανά πλάσματα αρρωσταίνουν, όλα προσπαθούν να επιζήσουν, και όλα πρέπει να ζητάμε βοήθεια και να προσπαθούμε να γίνουμε καλά.»

«Το ξέρω, το ξέρω..όλα αυτά τα ξέρω…αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Δεν έχω την δύναμη, δεν έχω το κουράγιο…κλαίω και υποφέρω μόνος μου για να μη γίνω βάρος σε κανέναν»

«Μα καλέ μου Μακ, συνέχισε συμπονετικά ο Μικ, μήπως νομίζεις ότι σε ξέχασα? Μήπως και γω δεν υποφέρω που ξέρω ότι είσαι μόνος σου και βασανίζομαι από τύψεις μήπως φταίω σε κάτι που έφυγες χωρίς εξηγήσεις και δεν γύρισες ποτέ? Μήπως και γω δεν ξενυχτάω όταν σκέφτομαι ότι μπορεί να σου τύχει μια ανάγκη και να είμαι μακριά?»

«Δεν ξέρω, δεν ξέρω…δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι» κλαψούρισε ο Μακ και τυλίχτηκε ακόμα πιο πολύ με την ουρά του.

«Έλα να πάμε μαζί πίσω Μακ, έλα σε παρακαλώ! Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι, τίποτα να ντρέπεσαι..θα σε φροντίσω και θα γίνεις καλά..και αν ακόμα δεν γίνεις, θα έχεις παρηγοριά ότι σε αγαπώ και θέλω εγώ, από μόνος μου να σε φροντίσω» Ο Μικ τον πλησίασε και απαλά απαλά του χάϊδεψε το πρόσωπο και του στέγνωσε τα δάκρυα.

«Σίγουρα?» Ψιθύρισε ο Μακ, «σίγουρα» του απάντησε τρυφερά ο Μικ.

Πρώτα βγήκε από την φωλιά ο Μικ και από πίσω σύρθηκε ο Μακ ακόμα κλαψουρίζοντας. Ο Μικ του είπε, « Κοίτα τον ουρανό! Κοίτα τα αστέρια! Πόσο απέραντα είναι… Δεν μπορεί τα προβλήματα μας να είναι πιο απέραντα από τα άστρα του ουρανού.. Έτσι δεν είναι Μακ? …»

Ο Μακ σήκωσε το κεφαλάκι του και μετά από τόσους μήνες κοίταξε πάνω. Μετά τέντωσε τα αυτάκια του και άκουσε από μακριά τα βελάσματα των προβάτων. Όσο πλησίαζαν στο ποτάμι τα κλαδιά των δέντρων ήταν σαν να τον καλωσορίζουν ενώ πρώτα έμοιαζαν με φίδια που προσπαθούσαν να τον πιάσουν. Τα φύλλα τώρα θρόιζαν και ήταν σαν να είχαν ξυπνήσει οι νεράϊδες των δέντρων και του τραγουδούσαν απαλούς και μελωδικούς σκοπούς.

Ο Μικ πήγαινε μπροστά καμαρωτός καμαρωτός και σίγουρος για το που έπρεπε να πάει.. Πάντα έτσι ήταν  ο  Μακ. Αισιόδοξος, σίγουρος, και μετρημένος. Από την άλλη ο Μακ, έβλεπε πάντα πρώτα την άσχημη πλευρά στο κάθε τι. Δηλητηρίαζε κάθε στιγμή του με μαύρες σκέψεις μέχρι που στο τέλος έγιναν ένα πυκνό απελπισμένο σύννεφο που τον κατάπιε. Αν δεν είχε έρθει ο Μικ, μέσα σε αυτό  το σύννεφο θα είχε αφήσει την τελευταία του πνοή και δεν θα είχε δει ποτέ , ούτε καν για τελευταία φορά τον χρυσαφένιο χείμαρρο στον ουρανό. Δεν θα είχε ακούσει τα τραγούδια των δέντρων, δεν θα είχε παρηγορήσει την καρδιά του η συμπόνια του αδελφού του.

Πέρασαν το ποτάμι, ανέβηκαν το μονοπάτι και πάλι μπλέχτηκαν στην δάφνες. Η  νυχτερινή περιπέτεια είχε κάνει τον Μακ να ξεχαστεί και είχε αρχίσει να διασκεδάζει και διασκέδασαν ακόμα πιο πολύ όταν συνάντησαν έναν μεγάλο παχύ βάτραχο που έκρωζε με όλη του την δύναμη τσαλαβουτώντας μέσα στην γεμάτη αμπολή.

Είχε αρχίσει πια να χαράζει ο Θεός την ημέρα και μαζί με αυτήν χάραζε ένα νέο δρόμο για τον Μικ και τον Μακ, εκεί κάτω από την ρίζα της σκιερής ελιάς που ξεκίνησαν την νέα τους ζωή με έναν απολαυστικό ύπνο χωρίς εφιάλτες αλλά γεμάτο χρυσαφένια αστέρια που χαμογελούσαν σε έναν μπλε και φωτεινό ουρανό.. Γιατί στα όνειρα όλα είναι δυνατά…..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Please, tell me something! It would be of a great help!

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...