Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Οι καθαρές πάπιες του λιμανιού.

 



Ήταν ένα γλυκό απόγευμα και ο ήλιος που κόντευε στην δύση, έβαφε τα νερά της θάλασσας του λιμανιού με κόκκινα και πορτοκαλιά  χρώματα.

Οι πάπιες είχαν μαζευτεί στην άκρη του λιμενοβραχίονα ,δίπλα στις μικρές βαρκούλες που λικνιζόντουσαν στο νερό , πλατσούριζαν και βουτούσαν το κεφάλι τους στο νερό να πιάσουν τα κομματάκια ψωμί που πετούσε το μικρό παιδάκι με την γιαγιά του.

Δίπλα στην μικρή Μελίνα και την γιαγιά Μαρία, υπήρχαν και άλλα παιδάκια με τους γονείς τους η τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους και διασκέδαζαν χαζεύοντας τα παιχνιδίσματα τους στο νερό.

Ξαφνικά, ένας αέρας σηκώθηκε , ένα ξαφνικό μικρό μπουρίνι, που ανακάτεψε την σκόνη, σήκωσε κυματάκι, και μια σακούλα παρασύρθηκε από τον αέρα και πήγε πάνω στο κεφάλι μιας πάπιας που εκείνη την ώρα σήκωνε το κεφάλι της από το νερό. Το αποτέλεσμα ήταν, το κεφάλι της πάπιας να είναι μέσα στην σακούλα, και η καημένη πάπια, φοβισμένη, πλατσούριζε απεγνωσμένα να απελευθερωθεί.

Τα παιδιά άρχισαν να γελούν, οι άλλες πάπιες πήγαν κοντά της να την βοηθήσουν και μετά από προσπάθειες κατάφεραν να την απελευθερώσουν.

Η Κλάρα η πάπια, μετά τον φόβο, αισθάνθηκε μια μεγάλη ντροπή. Έβλεπε τα παιδάκια να γελούν μαζί της, και αυτό ήταν κάτι καινούργιο. Οι άλλες πάπιες ήταν αναστατωμένες με όλη αυτή την αναταραχή και στο τέλος όλες μαζί, βγήκαν από το νερό και με όλη τους την πληγωμένη αξιοπρέπεια πέρασαν στην απέναντι μικρή ακτή κάτω από το κάστρο για να ηρεμήσουν.

«Που πήγαν οι πάπιες γιαγιά?» Ρώτησε απογοητευμένη η μικρή Μελίνα. « Πήγαν να ξεκουραστούν και να πάρουν έναν υπνάκο» είπε η γιαγιά της λυπημένη, γιατί είχε καταλάβει ότι οι πάπιες είχαν στενοχωρηθεί. « Πάμε τώρα στην μαμά και θα έρθουμε πάλι αύριο» Η Μελίνα έπιασε το χέρι της γιαγιάς της και την ακολούθησε σιωπηλή, γυρνώντας κάθε λίγο προς το μέρος που είχαν μαζευτεί οι πάπιες.

Οι  δέκα πάπιες του λιμανιού, έμεναν σιωπηλές και δεν έβγαλαν ούτε ένα κουακ για πολύ ώρα.



«Τι θα γίνει με αυτά τα σκουπίδια τελικά» ρώτησε η Κλάρα, - η πάπια που είχε παγιδευτεί στην σακούλα. « Θα σκοτωθούμε στο τέλος !»  Η Σοφία, - πάπια που την είχε βοηθήσει-, αναστέναξε γεμάτη απόγνωση. « Οι άνθρωποι πετούν σκουπίδια στο νερό και δεν σκέφτονται πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι για μας ..» Τότε, η Ευγενία, -η πιο δυναμική από όλες, σηκώθηκε πάνω, τίναξε την ουρά της μερικές φορές εκνευρισμένη, και με αποφασιστική φωνή τους είπε ότι, «Είναι ώρα να πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας! Θα καθαρίσουμε μόνες μας το λιμάνι και όποιον βλέπουμε να ρίχνει κάτι στο νερό, θα ορμάμε και θα τον τσιμπάμε!»  Οι υπόλοιπες σηκώθηκαν και κτύπησαν παλαμάκια με τα φτερά τους. Φλαπ φλαπ, έκαναν τα φτερά, ένα μεγάλο κουάκ –ζήτω ακούστηκε από την ομήγυρη, και αποφασισμένες , πέρασαν πάλι από την άλλη μεριά του λιμενοβραχίονα και βούτηξαν στο νερό.

Άρχισαν να βουτούν και να βγάζουν σακούλες, κομμάτια πλαστικό, και μικρά ξυλαράκια μέχρι που μαζεύτηκε ένας μικρός σωρός.

«Μαμά, οι πάπιες βγάζουν τα σκουπίδια από το λιμάνι» Φώναξε ένα μικρό αγοράκι που παρακολουθούσε για ώρα τις πάπιες. «Η μαμά του που καθόταν στο παγκάκι, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από το κινητό της του είπε « Μη λες χαζομάρες..Οι πάπιες δεν βγάζουν τα σκουπίδια, σου φαίνεται..» « Μαμά, μαμά! Κοίτα!! Κοίτα σου λέω!! Δεν είναι η ιδέα μου!» Άδικος κόπος όμως. Η μαμά του δεν σήκωσε το κεφάλι, και το μικρό αγοράκι έμεινε για ώρα να παρακολουθεί τις πάπιες που η μια μετά την άλλη, έφερνε και από ένα σκουπιδάκι στον σωρό. Στο τέλος, το μικρό αγοράκι χειροκρότησε και είπε, «Μπράβο πάπιες!!Είστε καταπληκτικές!» Και εκείνες έσκυψαν το κεφάλι για υπόκλιση και όλες μαζί φώναξαν ένα κουάκ – ευχαριστώ στον μικρό τους θαυμαστή.

Ενθουσιασμένο το αγοράκι, μάζεψε τα σκουπίδια σε μια από τις σακούλες και τα πήγε στον κάδο που ήταν εκεί πιο πέρα.

« Κουάκ κουάκ, τι καλό παιδάκι! Αλλιώς, κάποιος μπορεί να τα πέταγε πάλι πίσω! ..»

« Μανώλη πάμε τώρα! «Είπε η μαμά του που επιτέλους σήκωσε το κεφάλι της από το κινητό. « Εντάξει μαμά,» αποκρίθηκε ο Μανώλης και χαιρέτησε για άλλη μια φορά τις πάπιες που κουρασμένες είχαν πάλι μαζευτεί γύρω από την βρύση στην είσοδο του λιμενοβραχίονα και έπιναν φρέσκο νεράκι.

Η νύχτα είχε πέσει και όλα τα πλάσματα της γης έκλεισαν τα μάτια τους να ξεκουραστούν.



Το άλλο απόγευμα, περίπου την ίδια ώρα, η Μελίνα με την γιαγιά της ήταν ξανά στο λιμάνι. Αν και μόλις τεσσάρων χρονών, αμέσως κατάλαβε ότι εκείνο το μέρος του λιμανιού ήταν καθαρό. «Γιαγιά! Κοίτα! Καθαρά νερά!» « Ναι, Μελίνα μου, έχεις δίκιο!! Κάποιος θα πρέπει να το καθάρισε! ,..» « Κουακ κουακ, εμείς το καθαρίσαμε!» φώναξαν οι πάπιες όλες μαζί, αλλά φυσικά δεν τις κατάλαβε κανείς.

« ‘Ελα να ταϊσουμε τις πάπιες Μελίνα» είπε η γιαγιά της και άρχισε να πετάει λίγο καλαμπόκι στο νερό.

Χαρούμενες οι πάπιες, πλατσούριζαν στο νερό και έπιαναν το καλαμπόκι, μέχρι που ένα μεγάλο παιδί, γύρω στα δεκαπέντε που περνούσε από εκεί, πέταξε ένα κουτάκι κόκα κόλα στο νερό.

Αμέσως οι πάπιες, όρμισαν έξω από το νερό πετώντας σχεδόν, και αγριεμένες έτρεξαν προς το μέρος του αγοριού και μόλις τον έφτασαν άρχισαν να τσιμπούν τα πόδια του, να τον κυκλώνουν και να ανοίγουν τα φτερά τους απειλητικά. «Κουακ-κουκακ μάζεψε τα σκουπίδια σου! Κουακ κουακ, θα μας σκοτώσεις!» Φώναζαν οι πάπιες, ενώ το σαστισμένο αγόρι προσπαθούσε να προστατευτεί σηκώνοντας τα χέρια του στο πρόσωπο του. Στο τέλος άρχισε να τρέχει να σωθεί από το κυνήγι των πουλιών.

Εκτός από την Μελίνα που παρακολουθούσε σαστισμένη τις πάπιες, ήταν και ο Μανώλης που καθισμένος στο παγκάκι παρακολουθούσε εδώ και ώρα τις πάπιες.

«Μπράβο, μπράβο! Καλά του κάνατε!!» γέλασε ο Μανώλης, ενώ η γιαγιά Μαρία παραξενεμένη γύρισε και τον ρώτησε τι εννοεί.. «Γιατί το λες αυτό παιδί μου? Μπορεί να τον είχαν κτυπήσει άσχημα»

Ο Μανώλης άρχισε να εξιστορεί  το τι είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ και το πώς είχαν μαζέψει τα σκουπίδια από το λιμάνι, το πώς τα είχε πάρει και αυτός και τα είχε πάει στον κάδο, το πώς είχαν συνεργαστεί και πως ήταν πια σίγουρος ότι οι πάπιες ήταν πολύ πιο έξυπνες από ότι πίστευε μέχρι τώρα.

Η μικρή Μελίνα άκουγε με προσοχή και όσο άκουγε, τόσο πιο λυπημένη φαινόταν. Στο τέλος έσκυψε πάνω από το νερό και είπε, «Συγνώμη πάπιες»  και μερικά δάκρυα ανακατεύτηκαν με το νερό.

«Ορίστε! Τι καταλάβατε τώρα! Στενοχωρήσατε το παιδάκι ! Θα μπορούσαμε να έχουμε αποφύγει όλο αυτό το δράμα!» Είπε η πάπια  Αυγή, που δεν έλεγε πολλά, αλλά ο λόγος της είχε πάντα μεγάλο βάρος.

«Δεν είπαμε να τους κυνηγάμε? Για να μην το ξανακάνουν?» της απάντησε η Μάρθα.

« Η βία δεν είναι λύση» της απάντησε η Κλάρα, « Άλλωστε δεν νομίζω ότι το παιδί κατάλαβε το γιατί του επιτεθήκαμε.»

« Και αν μας διώξουν γιατί θα πιστεύουν ότι είμαστε επικίνδυνες ?» ρώτησε ανήσυχη η Σοφία.

Μια σιωπή έπεσε ανάμεσα στις πάπιες. Ένας πρωτόγνωρος φόβος γέμισε τις παπίσιες τους καρδιές..

Ο Μανώλης, λες και τα είχε καταλάβει όλα, ανέβηκε πάνω στο παγκάκι και άρχισε να φωνάζει τον κόσμο να πλησιάσει.

« Ακούστε κόσμε!! Άρχισε ο Μανώλης. Οι πάπιες καθάρισαν το λιμάνι και εγώ τα πήγα στον κάδο. Τώρα, κυνήγησαν το αγόρι γιατί πέταξε το κουτάκι στο λιμάνι! Είμαι σίγουρος ότι το έκαναν για να προστατέψουν τον εαυτό τους. Τους πνίγουμε με τα σκουπίδια!»

«Πολιτικός θα γίνει αυτός!» Είπε ένας ηλικιωμένος, ενώ ο διπλανός τους συμπλήρωσε «Μπορεί και δικηγόρος»

« Μανώλη! Τι κάνεις πάνω στο παγκάκι! Κατέβα κάτω γρήγορα!» άρχισε να φωνάζει η μαμά του που είχε ξεμείνει πιο πίσω και τώρα έτρεχε να κατεβάσει τον Μανώλη από το παγκάκι.

Οι πάπιες μαζεύτηκαν πάλι στην μικρή ακτή όλες μαζί και ήταν ένας σωρός από φτερά που σχεδόν δεν ανέπνεε.

Οι άνθρωποι στην παραλία άρχισαν να συζητούν και να παραδέχονται ότι τα σκουπίδια είναι επικίνδυνα για τα πουλιά, ότι δεν είναι σωστό να πετάμε τα σκουπίδια στο νερό, και στο τέλος, σαν να ντράπηκαν που οι πάπιες φέρθηκαν πιο έξυπνα από τους ίδιους.

Από εκείνη την μέρα και μετά, το λιμάνι ήταν καθαρό. Τα σκουπίδια που έφερνε ο αέρας, τα μάζευαν οι άνθρωποι, τα παιδάκια έπαιζαν με τις πάπιες και εκείνες χαρούμενες και ανακουφισμένες, πλατσούριζαν στα καθαρά νερά και χάριζαν πολλά κουάκ ευχαριστώ στον κόσμο που τις αγαπούσε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Please, tell me something! It would be of a great help!

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...