Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

" Το παιδί και το κλήμα" Παραμύθι

 " Το παιδί και το κλήμα"

Της Σοφίας Κόλλια

" Το παιδί και το κλήμα"
"Δεν θέλω να πιάσω τα αστέρια. Θέλω να κάνω καλά την γη μου που πονάει"!
Σκέφτηκε μελαγχολικά το μικρό παιδάκι. Ήταν ξαπλωμένο στη μέση ενός αμπελιού πάνω στο ζεστό χώμα, έχοντας μια πέτρα για μαξιλάρι. Γύρω γύρω,τα κλήματα κομμένα από τον αέρα που έστελνε την μυρωδιά της θειάφης να ανακατευτεί με τις μυρωδιές της Γης.
Πόσο τον είχε στενοχωρήσει ο δάσκαλος σήμερα!
Στο μάθημα της φυτολογίας μιλούσαν για την καλλιέργεια της Γης, και ο δάσκαλος τον ρώτησε για τον τρόπο που καλλιεργούσε ο πατέρας του τα αμπέλια. Τότε αυτός του απάντησε ότι τα ραντίζει με γεωργικά φάρμακα για τα ζιζάνια και τα χόρτα που τα πνίγουν και τους στερούν τους πολύτιμους χυμούς που χρειάζονται για να δέσουν τα σταφύλια. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, πετάχτηκε πάνω από την έδρα, θυμωμένος λες και είχαν ραντίσει τον ίδιο, τα μάτια του μεγάλωσαν επικίνδυνα και τα μάγουλα του τσίτωσαν από το κόκκινο χρώμα της αγανάκτησης.
" ΝΤΡΟΠΗ! ΝΤΡΟΠΗ! Ο πλανήτης πεθαίνει και σεις ακόμα ραντίζετε δηλητήρια" !
Το κουδούνι κτύπησε και άφησε το έκπληκτο παιδάκι να στέκεται σαν στήλη άλατος. Η καρδιά του είχε φτάσει στο στομάχι από την στεναχώρια.
Πεθαίνει ο πλανήτης?!! Ιδέα δεν είχε!! Και φταίει ο μπαμπάς!! Το ήξερε άραγε ο μπαμπάς του?
Ο καημένος, κάθε πρωί ξύπναγε πριν καλά καλά να λαλήσουν τα κοκόρια και πήγαινε να αρμέξει τα πρόβατα, μετά τα πήγαινε στη βοσκή και έκανε δουλειές στα κτήματα. Κάθε μέρα, κάθε εποχή του χρόνου , κάθε λεπτό της ημέρας η προσοχή του ήταν στραμμένη στα ζώα στα φυτά και στα δέντρα του. Στα αμπέλια, στις ελιές, στις λεμονιές και στα μπαξεβανικά του.
Φασόλες ,ντομάτες μαρούλια, κάθε εποχή και άλλα. Πάντα μιλούσε με τρυφερότητα και αγάπη για την Γη του και τα ζώα , και πάντα η αγωνία και η στεναχώρια του μεγάλη όταν έβρεχε σε λάθος εποχή, όταν φύσαγε λάθος ώρα, όταν οι μεγάλες ζέστες κράταγαν πολύ και όταν πάλι η χειμωνιά κοκάλωνε τους χυμούς πριν τον καρπό.
Και τώρα ο δάσκαλος του έλεγε ότι αυτοί οι ίδιοι προσωπικά έφταιγαν για το αν ο πλανήτης πεθαίνει η όχι.
Ο καλός του ο μπαμπάς ταξίδεψε μόνο όταν πήγε φαντάρος, δεν είχε ιδέα για σχολεία και επιστήμες. Μεγάλωσε μόνος του με τα αδέλφια του, μέσα στον κάμπο και στο βουνό, μαζί με τα ζώα του. Πέρασαν πολέμους , εμφύλιο, και στο γιορτινό τους τραπέζι είχαν γάλα με χόρτα. 'Εκανε από πάντα, και πάντα, ότι έκαναν πάντα οι βοσκοί.
Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα του και ακούμπησαν στοργικά πάνω στα αμπελόφυλλα. Ό ήλιος έκαιγε, ένας λίβας ερχόταν από την θάλασσα και μια ερώτηση
σφήνωσε στο μυαλό του. Θα την ρωτήσω αύριο, είπε στον εαυτό του, πιο ήρεμος τώρα που είχε βρει μια λύση για να του απαντηθούν οι ερωτήσεις.
Την άλλη μέρα στο σχολείο, όταν επιτέλους ήρθε η ώρα να συνεχίσουν το μάθημα, που τόσο απρόσμενα είχε διακοπεί, πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε το χέρι του.
" Τι θέλεις παιδί μου?" Ρώτησε ο δάσκαλος.
-" Συγνώμη κύριε, θα ήθελα να σας ρωτήσω, ότι μιας και ο μπαμπάς μου δεν ξέρει γράμματα και αγοράζει όλα τα φάρμακα από τον συνεταιρισμό , γιατί δεν το ενημέρωσαν ούτε και κείνοι, ούτε και κανείς άλλος για το πόσο κακό κάνουν στο περιβάλλον? Εμείς έχουμε εμπιστοσύνη στους γεωπόνους, αυτοί πάνω από όλους, δεν θα έπρεπε να ξέρουν τι είναι το καλύτερο για τη γη"?
Μια καινούργια έκρηξη οργής εξαπολύθηκε από την πλευρά του δάσκαλου.
- "Πώς τολμάς!! Θρασύτατε!! Είναι δικό σας χρέος να ξέρετε το τι είναι σωστό και το τι όχι."
Το παιδάκι δεν ήξερε τι να απαντήσει.
Στάθηκε ακίνητο , δεν ήξερε πως να αισθανθεί! Όλη αυτή η αντίδραση είχε κάτι το προσωπικό, ένα μίσος, ένα παράλογο αίσθημα παρεξήγησης .
-" Δεν είχα την πρόθεση να σας προσβάλλω" , ψέλλισε αμήχανα!
- "Δεν είχες πρόθεση ε"? Ξεφύσηξε περιφρονητικά ο εκπαιδευτικός. -"Έμαθες μια λέξη και τη λες! Χωριάταρε"!
Τον κοίταξε έντονα και του γύρισε την πλάτη για να γράψει κάτι στον πίνακα.
Τα άλλα παιδιά κοίταξαν αμήχανα και συμπονετικά τον φίλο τους. Έβλεπε τα πρόσωπα τους μέσα από ένα πέπλο θολών δακρύων που είχαν πλημμυρίσει τα μάτια του και μια ακατανίκητη τάση φυγής κυρίευσε όλο του το σώμα. Να φύγει μακρυά!
Μακρυά από αυτόν τον άνθρωπο που τον πρόσβαλλε , που τον έφερνε σε μια θέση, που ούτε την ήξερε ούτε την καταλάβαινε. Ήταν τόσο μικρός , μόνο δέκα χρονών, όμως μέσα του μεγάλωνε , ψήλωνε κάθε λεπτό όπως ο πρωινός ήλιος πάνω από το βουνό, η πίκρα και η απογοήτευση.
Γύρισε σπίτι .Αμίλητος έμεινε μέχρι το βράδυ. Άδικα πήγαν όλες οι προσπάθειες των δικών του να τους μιλήσει, να δουν τι έχει. Μόνο που από το άλλο πρωί και το επόμενο, και το μετά από αυτό, με το ζόρι ξύπναγε , με το ζόρι πήγαινε στο σχολείο, και κει αμίλητος στεκόταν στην τάξη, αγνοώντας τις ερωτήσεις των δασκάλων, απόμακρος από τα παιχνίδια των άλλων παιδιών. Τίποτα δεν φαινόταν ότι μπορούσε να τον αποσπάσει από αυτό το ταξίδι μέσα στον εαυτό του , τον αποκλεισμό του από τον έξω κόσμο.
Είχε κιόλας περάσει μια ολόκληρη βδομάδα. Το τέλος της τον βρήκε πάλι στην ίδια θέση μέσα στα κλήματα. Ανάσαινε τον ζεστό αέρα όταν ένιωσε κάτι να χαιδεύει το χέρι του. Έντρομος πετάχτηκε πάνω και είδε την κληματσίδα που είχε προηγουμένως δροσίσει με τα δάκρυα του να τυλίγεται γύρω από τον καρπό του. Έμεινε εμβρόντητος, ανίκανος να κουνήσει ούτε τα βλέφαρα του.
"ΣΣσσσσσ "Άκουσε έναν γλυκό ήχο και τα φύλλα κουνήθηκαν και άγγιξαν την παλάμη του.
"-Ποιος μιλάει"? - Ρώτησε ψιθυριστά , όταν τελικά συνήλθε από την έκπληξη.
-" Εγώ, το κλήμα"! Ξανάκουσε την αργόσυρτη γλυκιά φωνή.
- "Είναι δυνατόν να μιλάς εσύ"? Ρώτησε το παιδί, και η φωνή του αντήχησε στο μυαλό του, όπως η φωνή που έχει στα όνειρα, και σκέφτεται αν είναι ξύπνιος η όχι.
-"Ζητάς απαντήσεις που οι άνθρωποι δεν μπορούν να δώσουν . Εγώ θα σε βοηθήσω.
Η αγάπη σου με άγγιξε , με δρόσισε, με ένωσε μαζί σου."!!
Τα δάκτυλα του κύλησαν και έπιασαν μαλακά τα φύλλα .
- "Μη νιώθεις τύψεις για τις φορές που μου έκοψες τις βέργες, που με κορφολόγησες, η ακόμα που μου έσκαψες τον κορμό με τον σουγιά για να χαράξεις το όνομα σου".
Συνέχισε το κλήμα." Δεν είμαι τόσο εύθραυστο όσο νομίζεις. Έχω αντέξει χιλιάδες χρόνια , έχω γνωρίσει όλες τις εποχές. Από τον κοντό μου κορμό, έχω βγάλει τόσο κρασί που θα μπορούσαν να μεθύσουν όλοι οι άνθρωποι ταυτόχρονα. Στην παλιά καλή εποχή είχα μέχρι και δικό μου Θεό. Αχ σαν τώρα ήταν που ο Πάνας κυνηγούσε τις Νύμφες και ο Διόνυσος τους καμάρωνε ξαπλωμένος, να ..όπως εσύ. καλή ώρα!!
Τι γιορτές, τι όμορφες μέρες" !! Τότε η κληματσίδα αποτραβήχτηκε από αυτήν την ονειροπόληση . Η νοσταλγία φαινόταν μέσα στα λόγια της.
- Και τι λες για όλα αυτά με τα φάρμακα? Το ρώτησε το παιδάκι διστακτικό, ανίκανο ακόμα να κατανοήσει το θαύμα της συνομιλίας με το κλήμα.
-ΑΑ! Μη στεναχωριέσαι! Η μάννα Γη , είναι τόσο δυνατή. Απλώς κάνει υπομονή να δει μέχρι που θα φτάσει το θράσος των ανθρώπων. -Ναι ! Πράγματι! Αυτό είναι θράσος, όχι το δικό μου! Είπε παραπονεμένα το παιδάκι. -Είναι τόσο άδικο να κατακρίνουν τους μικρούς αγρότες. Παλιά , γύριζαν στα χωριά και προσπαθούσαν τους πείσουν για να τα χρησιμοποιήσουν. Τους έλεγαν ότι θα έκαναν μεγαλύτερες παραγωγές και θα είχαν περισσότερα χρήματα. Κανείς δεν τους είπε ότι σε λίγα χρόνια όλα θα γύριζαν εναντίον τους. Εκείνοι στην αρχή ήταν διστακτικοί. Είχαν συνηθίσει να παίρνουν από τη Γη ότι εκείνη ήθελε να τους δώσει.
-Ότι έγινε έγινε! Δεν έχει σημασία ποιος φταίει, σημασία έχει ποιος κάνει κάτι για να αλλάξουν τα πράγματα. Δεν μπορείς να αλλάξεις το παρελθόν, μπορείς όμως να επηρεάσεις το μέλλον. Να κάνεις κάτι εσύ για μένα, για σένα. Θα είναι όπως η βροχή. Παρασέρνει πρώτα ένα βοτσαλάκι, μετά λίγο χώμα , μετά ανοίγει ένα μικρό ρυάκι, και στο τέλος , μετά από καιρό ένα ολόκληρο ποτάμι κυλάει εκεί που δεν υπήρχε τίποτα.
Ο ήλιος, τα δέντρα, τα μονοπάτια, ο ήχος από τα κουδούνια των προβάτων μακριά, όλα ήταν ίδια, όπως κάθε μέρα. Όμως για τον μικρό μας φίλο όλα είχαν πάρει μια άλλη διάσταση. Ένιωθε μια αόρατη κλωστή να τον ενώνει με την φύση γύρω του, όπως ο ομφάλιος λώρος ενώνει το μωρό με την μάνα του.
- "Να με αγαπάς, να μη ξεχνάς, να με αγαπάς και να με προστατεύεις"!!!! ψιθύρισε για τελευταία φορά το κλήμα.
Η κληματσίδα ξετυλίχτηκε από τον καρπό του και απόμεινε να ακουμπά πάνω στους σβόλους από ξερό χώμα.
Πέρασε πολλή ώρα να μπορέσει να βρει το κουράγιο να σηκωθεί, να αφήσει αυτή την μαγική στιγμή που μόλις είχε ζήσει.
Στο τέλος , σηκώθηκε αποφασιστικά και την καρδιά του γέμισαν συναισθήματα όμορφα, σαν τα ανοιξιάτικα λουλούδια.
Ποτέ πια δεν θα έκανε κάτι που θα έβλαπτε τη γη. 'Οποιος και να του το έλεγε, σε όποια θέση και αν βρισκόταν , ποτέ πια δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να προσβάλλει τις δικές του ρίζες, τις ρίζες που τον ένωναν κάπου μακρυά στο παρελθόν με όλα τα στοιχεία της φύσης σε ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, που χωρίστηκε μέσα στους αιώνες σε μορφές, αλλά όχι στην ουσία.
Σηκώθηκε, τίναξε τα ρούχα του, έκοψε ένα φύλλο και το έβαλε σαν λουλούδι στο στόμα του. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και χαρούμενος ξεκίνησε για το σπίτι.
Πάλι δεν θα τους έλεγε τίποτα. Ούτε σε αυτούς, ούτε σε κανέναν άλλο. Μεγαλώνοντας όμως θα τους έδειχνε τον τρόπο να κάνουν καλά την Γη, το μεγάλο σπίτι όλων των ανθρώπων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Please, tell me something! It would be of a great help!

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...