Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

Τ' Αγιαννιού του Κλειδώνου- Η παλιά Καρυστινή αγορά

 Τ Αη Γιαννιού του Κλειδώνου

Της Μαρίας Ευ. Βουλή
Καλό απόγευμα αγαπημένοι μου φίλοι. Και του χρόνου σαν και σήμερα να είμαστε καλά......Την Τετάρτη το απόγευμα είναι η παραμονή του Αη Γιαννιού του Κλειδώνου...
Ας ήταν να γέμιζαν ξανά οι αυλές των σπιτιών από τις χαρούμενες φωνές των κοριτσιών που τέτοια μέρα έκαναν χίλια δυο τεχνάσματα ...Ορμηνεμενες απο τις γιαγιάδες και τις Μανναδες τους προκειμένου να οραματιστουν το παλληκάρι που θα γινόταν άντρας τους.Ελατε κορίτσια φώναζε η μία σαν αγνάντευε στην εξώπορτα της αυλής.Με τα μάγουλα της τα ρόδαλα .Φλογισμένα από τη λαχτάρα και την αγωνία...Έφερα τη βέρα της θείας μου ...Και τότε έβγαζαν μια τρίχα από την κεφαλή τους η καθεμια .Και με τη σειρά έπαιρναν ένα ποτήρι και το γέμιζαν δίχως να βγάλουν τσιμουδια.Με νερό αμίλητο.Και περνούσαν τη βέρα από την τρίχα και την κρατούσαν αμίλητες πάνω από το χείλος του ποτηριού στωικά ..Κι όσες φορές η βέρα κτυπούσε στα τοιχώματα του ποτηριού ...σε τόσα χρόνια θα παντρευοντουσαν..Άλλη έφερνε ένα κόκκινο πανί η μαντήλι.Και με τη σειρά πήγαιναν η καθεμία πάνω από το πηγάδι της αυλής τους .και σκεπάζοντας το κεφάλι τους με το κόκκινο πανί Κοίταζαν μέσα στο πηγάδι.Πολλες έβλεπαν τον άντρα που θα παντρευοντουσαν.Καθρεφτιζοταν λέει το πρόσωπο του μέσα στο νερό Η μάννα μου μου έλεγε πως σαν ήταν κι αυτή κοπελια.Ειδε καθρεπτισμενο μέσα στο νερό το σπίτι της πεθεράς της.Μου έλεγε έτσι χαρακτηριστικά...Το είδα ολοφάνερο.Κι άλλες πάλι ελυωναν μολύβι και τορριχναν μέσα στο νερό.Και από το σχήμα που έπαιρνε...καταλάβαιναν το επάγγελμα που θα έκανε ο καλός τους.Κι ύστερα το έπαιρναν με τρόπο στο χέρι Και φεύγοντας από το σπίτι τους.Σε οποίο σταυροδρόμι άκουγαν ένα όνομα.Αυτο θα ήταν το όνομα του άντρα τους Ειλικρινά σας λέω αλήθεια.Αυτο το έχω ζήσει από κοντά.Απο τόσο κοντά ..Σαν να ήμουν εγώ η ίδια σε αυτό το σταυροδρόμι.....Άλλες πάλι φιλούσαν το όνειρο της παραμονής το βράδυ που θα έβλεπαν....Η αλήθεια είναι.Πως τότε μέσα στις πεντοβολισμενες αυλές από τον βασιλικό και ασβέστη.Ανθιζε ο έρωτας μέσα από τα όνειρα και τις προσδοκίες των κοριτσιών.Γιορταζαν την ανασταση των ονείρων τους. Και λαχταρούσαν τόσο πολύ να γίνουν πραγματικότητα.Που ποιος ξέρει.....Η λαχτάρα αυτή έπαιρνε σάρκα και οστά πολλές φορες .Σε ολες μαζί αλλά στην κάθε μία ξεχωριστά.Που μέσα της έκρυβε κάποιο μυστικό.Μιαν ελπίδα.Που της έδινε τη δύναμη να προσμένει.Να γεμίζει χαρά.Γιατι το όνειρο και η Ελπίδα.ειναι αυτά που δίνουν νόημα στηζωη.Και του χρόνου καλοί μου φίλοι.Και Καλοτυχα να είναι τα νειατα που είναι η Ελπίδα μας.
Η παλιά Καρυστινή αγορά
Της Μαρίας Βουλή

Ποιος είν' αυτός από εμάς τους μεγαλύτερους.Που δε φέρνει στη σκέψη του .Με αγάπη και εκτίμηση τις φυσιογνωμίες αυτών των ανθρώπων που αποτελούσαν τον τότε εμπορικό κόσμο της Καρύστου.Γιαυτο κι εγώ θα σας αναφέρω μερικούς από αυτούς τους καλωσυνατους συμπατριώτες μας.Που τελείωσαν το ταξείδι της ζωής.Για να τους θυμηθούμε εμείς οι παλιότεροι.Και να τους μαθετε εσείς οι νεώτεροι.Η Θύμηση τους θα είναι σαν ένα μνημόσυνο για ολα οσα προσέφεραν με το αζημειωτο βέβαια.Στον τόπο μας.Σας μιλώ για τη δεκαετία του εξήντα.Που μικρό παιδί περνούσα το κατώφλι του μαγαζιού τους.Ειτε για να κάνω τα ψωνια που με εστελλνε η μάννα μου.Ειτε για να κάνω κανένα θέλημα σε κάποια από τις γειτόνισσες μας......Και ξεκινώ από το Δημοτικό Σχολείο.Εκει που κάναμε τα πρωτα μας φτερουγισματα.......Απέναντι λοιπόν από το Δημοτικό.Ηταν το μικρομάγαζο της Πεπος και του άντρα της.Του κυρ Βασίλη.Ηταν ένα ηλικιωμένο αντρόγυνο.Αυτη μια ισχνή αγέλαστη κυρία.Που Παρ όλη την απόμακρη φυσιογνωμία της .Μέσα της έκρυβε τόση μεγάλη στοργή.Που λες και μας έκλεινε όλους μέσα στην αγκαλιά της.Απο εκεί στα διαλείμματα τρέχαμε και περνάμε ..καραμέλες φιλάκια.Λουκουματες.Παστοκιδωνο μαντολάτο γλυφιτζουρια.Απο εκεί πήραμε τα πρώτα μας τετράδια.Τη μαυρη πλάκα και το κοντυλι.Που επάνω της χαράξαμε τα πρώτα μας γράμματα.....Πιο κάτω ήταν το μπακάλικο του κυρ Σταυρου του Σφυριδη.Που μαζί με τη γυναίκα του την κυρία Κούλα Πάντα χαμογελαστοί μας εξυπηρετούσαν.Ο κύριος Σταύρος ήταν πολύ χωρατατζης.Και πάντα κατι καλόγουστο είχε να πει για τον καθένα.Ειναι σαν να τους βλέπω τώρα.Με τις μακριές μπλούζες της δούλιας .Εντιμοτατοι.Τοσο που αν καμμιά φορά δεν ειχαν να μας δώσουν ρέστα μια δεκάρα η ένα πενηντάρακι...Μας έλεγαν.Παρτε δύο καραμελιτσες.Η μια τσίχλα.Παρα κάτω ήταν το ανηλιαγο μικρομάγαζο του ανάπηρου όπως λέγαμε.Αυτος που το τηρούσε ήταν ανάπηρος πολέμου.Ειχε θυσιάσει και τα δύο του πόδια για την πατρίδα.ΚΙ ήταν εκεί.Απικο πάνω στο αναπηρικό του καροτσάκι.Και κινούσε τα νήματα του μαγαζιού του.Δινοντας εντολές στην υποτακτική ανήψια του τη Σοφία.Εκει βρίσκαμε τον καζαμια περιοδικά της εποχής εκείνης.Εμπλαστρα και αλοιφές για τους ρευματισμούς.Ολα αυτά μαζί δημιουργούσαν μια περίεργη μυρωδιά που ακόμα την οσφραινομαι.Συνεχιζοντας τον περίπατο μας.Πριν τα Οβρεικα.Στην δεξιά πλευρά.Ηταν το μπακάλικο του Φροσύνη.Ανηκε σε ένα άτεκνο αντρόγυνο ηλικιωμένο.Χαρακτηριστικες φυσιογνωμίες.Παντα σκυθρωπες και αγωνιζόμενες με ζήλο.Εκει έβρισκες πεντοβολισμενη λακέρδα.Και φρεσκοτατη θρεψινη που αντικαθιστούσε επάξια το σημερινό βούτυρο επάνω στο ψωμί.Πουλουσαν και βαρελισιο τυρί.Αλλα αλλοιμονο.Δεν το συντηρούσαν δεόντως και δημιουργούσε μικροοργανισμούς.Οταν λοιπόν ο πελάτης ψωνίζοντας το. το έβλεπε.Ο καταστηματάρχης δεν δίσταζε.Επαιρνε με το δάκτυλο του μια γερή δόση από το τρίμμα του τυριού και το έτρωγε λέγοντας.Η ιδέα σου είναι.Κοιτα πως μοσχοβολαει.Τη συνέχεια τη μαντευετε.Τελειωνοντας το τετραγωνο.Και στρίβοντας δεξιά.Ηταν ένα μικρομάγαζο που στο πίσω μέρος του υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε στο κυρίως σπίτι.Ηταν πολλά μαγαζιά έτσι.Εκει λοιπόν σε αυτό το νοικοκυρεμενο και πεντακάθαρο μαγαζάκι.Ιδιοκτητες ήταν ένα αντρόγυνο που η γυναίκα φορουσε πάντα μαύρα ρούχα.Μαυρη μακριά φούστα φαρδιά και επάνω ένα μποχτσα.Ειδος υφασματενιας ζακέτας με μακρύ μανίκι.Ειχαν και δύο ευτραφείς κόρες..Παντα χαμογελαστές.Εκει έβρισκες ολοφρεσκα μοσκοβολισμενα γιαούρτια.Που από πάνω τα σκέπαζαν με λαδόκολλα.Που την τύλιγαν ολογυρις αριστοτεχνικά.Οταν τα έδιναν στον πελάτη.Αλλα το σπεσιαλιτέ του μαγαζιού.Ηταν η ολοφρεσκια βανίλια.Που την έφτιαχναν μόνοι τους.Κι όταν την έτρωγες ήταν τριζατη.Και είχε μια ξεχωριστή υπέροχη γεύση.Ακομα την θυμάμαι.Σαν με εστελλνε η μάννα μου να αγοράσω.Μου την τύλιγαν μέσα στη λαδόκολλα.Και την πήγαινα ακόμα ζέστη στο σπίτι....
Εδώ θα σταματήσω τον περίπατο μας για απόψε. Γιατί δε θέλω να σας κουράσω άλλο.Αλλη ημέρα θα συνεχίσωμετη βολτα μας.Θα σας περιγραψω καταστήματα γύρω και μέσα στα Οβρεικα.Καλο βράδυ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Please, tell me something! It would be of a great help!

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...