Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

3 μικρά παραμυθάκια.

 O πρίγκηπας Παραμή και η πριγκίπισσα Θάκη. Για μικρά αλλά και μεγάλα ...παιδιά.

Μια φορά και έναν καιρό, που ο καιρός ήταν πολύ πριν και αρκετά μετά, σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ήρεμα και ευτυχισμένα ο πρίγκηπας Παραμή .
Ο πρίγκηπας Παραμή μπορεί να μην ήταν φιλόδοξος, αλλά εκτιμούσε ότι  άφησαν οι προηγούμενοι και διοικούσε με την δύναμη του στρατού του και την δικαιοσύνη των νόμων του.
Οι υπήκοοι του δεν είχαν κανένα παράπονο και έσκυβαν με σεβασμό στο πέρασμα του.
Τους εξασφάλιζε μια ζωή που μπορούσαν να κάνουν όνειρα και ο κύκλος της ζωής τους δεν διακοπτόταν συνήθως με κάποιο βίαιο τρόπο.


Αν και τα καλοκαίρια ήταν ζεστά και οι χειμώνες ήπιοι, μια παγωνιά είχε τρυπώσει εκείνο το Φθινόπωρο στην καρδιά του Παραμή.
Τα χρόνια περνούσαν και το γκρίζο αντικαθιστούσε σιγά σιγά το βαθύ μαύρο χρώμα στα μαλλιά . Η μοναξιά του μεγάλωνε κάθε μέρα και πιο πολύ . Μεγάλωνε τόσο που δεν έβρισκε πια παρηγοριά στα χαμόγελα και τις ζεστές κουβέντες των υπηκόων του, ούτε στα δώρα των καλών του γειτόνων.
Η πριγκίπισσα που θα του ζέστανε την καρδιά δεν είχε έρθει ακόμα στον δρόμο του και είχε πια πειστεί πως μάταια περίμενε το ιδανικό του ταίρι.

Όπως γίνεται και τούτον το καιρό, έτσι γινόταν και τότε που ο καιρός ήταν πολύ πριν και αρκετά μετά, τα ξαφνικά που φέρνουν το καλό, αλλάζουν την ζωή μας και η απογοήτευση μετατρέπεται σε ελπίδα.

'Ηταν σε μια από τις τυπικές επισκέψεις στο εργοστάσιο υφαντουργίας που είδε μια όμορφη κοπέλα να εξετάζει μερικά υφάσματα.
Έσκυψε το κεφάλι μπροστά στον Παραμή και οι όμορφες της μπούκλες της σκέπασαν το πρόσωπο.

Ο γλυκός αέρας του πρωινού έφερνε αρώματα από τους γύρω λόφους και ήταν λες και όλες του οι αισθήσεις του ψιθύριζαν ότι αυτό ήταν το πεπρωμένο του.

Την ρώτησε το όνομα της και του απάντησε, Θάκη.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και η Θάκη συστήθηκε από τον Παραμή από μεγάλο μπαλκόνι του παλατιού του στους υπηκόους του ,σαν την πριγκίπισσα τους.
Ο κόσμος φώναξε ζήτω, γελούσε και χαιρόταν με την χαρά του πρίγκηπα τους, ευγνωμονούσαν και την καλή τους τύχη που η Θάκη ήταν πάντα τόσο καλή και ευγενική με όλους.
 Κάθε μέρα από τότε που έγινε ζευγάρι με τον Παραμή, νοιαζόταν και φρόντιζε όσους είχαν ανάγκη, όσους της ζητούσαν συμβουλές, όσους είχαν μια πληγωμένη καρδιά και πονεμένη ψυχή.

Ο λαός ήταν χαρούμενος γιατί ένας ικανοποιημένος λαός δεν έχει εμπάθεια για τον τίμιο πρίγκηπα του. Δεν ζηλεύει τα πάρα πάνω πλούτη δεν αναρωτιέται για την δική του μοίρα. Ο λαός που δέχεται την φροντίδα και την αγάπη , την δικαιοσύνη και την συμπόνοια, κάνει προσευχές να έχει ο πρίγκηπας τους πολλά πολλά χρόνια ζωής και προσωπική ευτυχία.

Πράγματι, οι ευχές τους εισακούστηκαν και σε λίγους μήνες η Θάκη γέννησε ένα πανέμορφο μωρό.
Ένωσαν τα ονόματα τους και τον έβγαλαν Παραμηθάκη.

Έτσι ο Παραμηθάκης μεγάλωνε γαλήνια σε μια εύφορη γη και δροσερά ποτάμια. Μάθαινε να παίζει με όλα τα παιδιά στους λόφους και την ακροθαλασσιά και οι μεγάλες σάλες ήταν πάντα γεμάτες από τα παιδιά που τιτίβιζαν σαν τα πουλιά στα δέντρα.

Και έζησαν αυτοί καλά και εκείνοι ακόμα καλύτερα. Χωρίς κακούς, χωρίς δράκους, χωρίς αδικίες και μίσος.
Βλέπεις δεν ήταν παρά τότε που ο καιρός ήταν πολύ πριν και αρκετά μετά, και τα παραμύθια διαρκούσαν μια ολόκληρη ζωή.

στις Μαΐου 13, 2016 Δεν υπάρχουν σχόλια:   


Παρασκευή, 22 Απριλίου 2016

Η νεράϊδα της οκλαής.

 

" Γιαγιά, πιστεύεις στις νεράϊδες?" ρώτησε η Μυρτώ καθισμένη στο καρεκλάκι δίπλα στον σοφρά όπου τα φύλλα άνοιγαν σχεδόν μαγικά από την αεικίνητη γιαγιά της.
"Η καλύτερη νεράϊδα, κρύβεται μέσα στην οκλαή" της είπε με νόημα και συνέχισε να ανοίγει την ζύμη σε έναν ολοστρόγγυλο κύκλο μέχρι που έγινε ένα διάφανο στρογγυλό τραπεζομάντηλο πάνω στον σοφρά.

Η Μυρτώ την παρακολουθούσε σκεφτική και έφερνε ξανά και ξανά στο μικρό της μυαλουδάκι την φράση της γιαγιά της.

"Μα πως είναι δυνατόν να έχει η οκλαή νεράιδα?Τα βιβλία που της διάβαζε η μαμά της το βράδυ, έλεγαν για αέρινες νεράϊδες, ψηλές και λιγερόκορμες, με μαλλιά που ανέμιζαν στον άνεμο και στολισμένα με λουλουδένια στεφάνια.

Έλεγαν για τις νεράίδες των ποταμών και του δάσους, ακόμα και της θάλασσας , αλλά ποτέ για πράγματα και τόσο...μα τόσο..πεζά όπως η οκλαή.

Άλλωστε η Μυρτώ , μπορεί να το έκρυβε από όλους ,αλλά όχι και από τον εαυτό της , ότι την φοβόταν και λίγο την οκλαή.

"Θα σε πάρω δυο βόλτες με την οκλαή να μάθεις εσύ!" της έλεγε  απειλητικά πότε πότε η μαμά της, όταν δεν καθόταν να διαβάσει τα μαθήματα της η όταν δεν έλεγε που πήγαινε να παίξει και όλοι έβγαιναν στους δρόμους να την ψάξουν, μέχρι να την δουν να γυρίζει αμέριμνη και αναψοκοκκινισμένη από το παιχνίδι στις γειτονιές.

 

Εκείνο το Πάσχα όμως, η Μυρτώ βασάνιζε το επτάχρονο μυαλουδάκι της με τον γρίφο των ξωτικών και των νεραίδων.

Στην ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας πίστευαν, τα παραμύθια ήταν γεμάτα, οι ιστορίες που έλεγε ο παππούς από τότε που ήταν μικρός στο χωριό διαβεβαίωναν την ύπαρξη τους, όμως στο κατηχητικό ο παπά Φώτης το είχε ξεκόψει μια και έξω.."Αυτά είναι πράγματα που διαβόλου  και να μην σας ξανακούσω να τα λέτε! " της είπε απότομα και αμέσως ξεκίνησε να τους περιγράφει τον ιστορία του δράκου και του Άϊ Γιώργη.

"Πάτερ!" τον διέκοψε η Μυρτώ. "Υπάρχουν τελικα΄οι δράκοι πράγματι?"

Το βλέμμα του παπά  Φώτη την έκανε να μαζευτεί στην καρέκλα της και να κρυφτεί πίσω από την Ελένη που ποτέ δεν έφερνε αντιρρήσεις και κυρίως , ποτέ δεν έκανε ενοχλητικές ερωτήσεις.

 

Η μυρωδιά της ψημένης πίτας γέμισε το σπίτι και το τυράκι που έλιωνε μύριζε τόσο προκλητικά που η Μυρτώ άρπαξε μια γωνίτσα και την τράβηξε με λαιμαργία.

Η γιαγιά της έτεινε την οκλαή απειλητικά .."Να έχεις υπομονή! Θα καείς! Και κοίτα να δεις! Μην νευριάζεις την νεράϊδα! 

 

Για άλλη μια φορά μαζεύτηκε η Μυρτούλα φοβισμένη στην γωνιά της.

 

Το βράδυ ονειρεύτηκε μια στρογγυλή νεραϊδούλα να ξεπηδάει μέσα από την οκλαή και να πετάει γύρω από το κεφάλι της.

Τα  φτερά της άγγιζαν το ένα το άλλο, τα μαλλιά της ένα με το στρογγυλό της πρόσωπο ,τα χέρια μπερδεμένα και αυτά ενώ συνέχισε να πετά σε κύκλους και να της λέει με μια λεπτή και μελωδική φωνή..." ζήτησες και ήρθα και θα μείνω μαζί σου για πάντα και πάντα!"

 

H Mυρτώ πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένη και φοβισμένη από το όνειρο που δεν  ήξερε αν έπρεπε να το πει εφιάλτη και έκανε πολύ ώρα μέχρι να μπορέσει να κοιμηθεί ξανά αφού στο τέλος την πήρε το παράπονο μιας και από όλες τις όμορφες νεράϊδες που είχε φανταστεί και είχε δει στα βιβλία , εκείνης της έτυχε η ολοστρόγγυλη της οκλαής.

 

Την άλλη μέρα δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω της και την έσπρωξε μάλιστα με το δάκτυλο να δει αν γίνει κάποιο  απρόσμενο θαύμα , αλλά τίποτα, Όλα στην θέση τους και η οκλαή με λίγα ξεραμένα ζυμαράκια που δεν έλεγαν να βγουν.

 

Τα χρόνια πέρασαν και το όνειρο ξεχάστηκε. 

Η Μυρτώ μεγάλωσε και έμαθε να κάνει πίτες, κουλουράκια, ψωμάκια, το ένα καλύτερο από το άλλο.

Όλοι είχαν να πουν έναν καλό λόγο για την επιδεξιότητας της και για την μοναδική μαστοριά της.Η οκλαή , η ίδια οκλαή της γιαγιάς της , στα δικά της χέρια τώρα, άνοιγαν τα φύλλα σαν τραπεζομάντηλα πάνω στον σοφρά.

Η δική της εγγονή καθόταν τώρα στο σκαμνάκι δίπλα της και την παρακολουθούσε να ανοίγει το ένα φύλλο μετά το άλλο.

"Γιαγιά, πιστεύεις στις νεράίδες?" 

Γύρισε και κοίταξε με έκπληξη το μικρό κοριτσάκι που ήταν στην ηλικία της όταν είχε κάνει την ίδια ερώτηση στην δική της γιαγιά.

Kαι τότε κατάλαβε το τι ήθελε να πει η γιαγιά της  τόσα χρόνια πίσω στον ψεύτη χρόνο, που όλο λέει ότι δεν περνάει και όμως φεύγει τόσο γρήγορα. Τόσο γρήγορα που αν  αφαιρεθείς λίγο νομίζεις ότι είσαι εσύ που κάθεσαι στο σκαμνάκι και όχι η εγγονή σου.

Αναστέναξε η Μυρτώ , σκούπισε τα χέρια της και αγκάλιασε  τη μικρή Μυρτώ. " Ναι μωρό μου, πιστεύω στις νεράϊδες και οι καλύτερες είναι στα πράγματα που μας κάνουν να μοιραζόμαστε αγάπη και προκοπή"

Η μικρούλα ευχαριστήθηκε με την απάντηση της και έπιασε ένα ζυμαράκι να κάνει την δική της μικρή πιτούλα.

Το βράδυ εκείνο, μετά από 50 ολόκληρα χρόνια, η νεράϊδα της οκλαής, ξαναήρθε στον ύπνο της Μυρτώς.

Πετούσε όπως και τότε όλο τριγύρω και την ρώτησε και την μελωδική της φωνή.

"Θέλεις να μείνω και μαζί με την Μυρτούλα?"

"Δεν θα μπορούσα να ζητήσω τίποτα καλύτερο αγαπημένη μου νεράϊδα" της απάντησε η Μυρτώ και χαμογέλασε γαλήνια στον ύπνο της.

 

 

στις Απριλίου 22, 2016 Δεν υπάρχουν σχόλια:   


Κυριακή, 27 Μαρτίου 2016

Ο Λύκος και τα 7 κατσικάκια σε νέα έκδοση. Παραμύθι.

Μια φορά και ένα καιρό, στην άκρη ενός  μικρού  χωριού  πάνω στην Όχη στην Νότια Εύβοια που το έλεγαν Άνεμο, ζούσε μια κατσικούλα με τα επτά κατσικάκια της.
Ο μπαμπάς τράγος, είχε πάει στην άλλη άκρη του βουνού να μαζέψει σπάνια φυτά που άρεσαν πολύ στα κατσικάκια, και έτσι η κατσικούλα είχε μείνει μόνη να προσέχει τα κατσικάκια.
Οι μέρες περνούσαν και τα εφόδια λιγόστευαν και όσο και να μην ήθελε να τα αφήσει μόνα τους, στο τέλος το πήρε απόφαση ότι έπρεπε να πάει στο χωριό να αγοράσει ότι χρειαζόταν .
Τα μάζεψε τα κατσικάκια και τους εξήγησε για ακόμα μια φορά να προσέχουν τον λύκο, να μην ανοίξουν την πόρτα σε καμιά περίπτωση και να περιμένουν υπομονετικά μέχρι να γυρίσει.

"Εντάξει μαμά"! Φώναξαν τα κατσικάκια και χαρούμενα άκουσαν το κλειδί να γυρίζει 3 φορές .
Άρχισαν να χορεύουν να πηδάνε εδώ και κει, να πετάνε μαξιλάρια το ένα στο άλλο, και να κάνουν τις συνηθισμένες σκανταλιές που κάνουν όλα τα μικρά όταν είναι μόνα τους στο σπίτι.


Εν τω μεταξύ ενώ η μαμά κατσίκα απομακρυνόταν, ο λύκος που παρακολουθούσε το απομακρυσμένο σπίτι τους , άρχισε να ξερογλείφεται μιας και θεωρούσε δεδομένο το καλύτερο γεύμα εδώ και καιρό.
Η μόνη του απορία ήταν το πιο κατσικάκι να φάει πρώτο και πιο να αφήσει για το τέλος.
Έτσι πήγε καμαρωτός καμαρωτός, και κτύπησε την πόρτα.
"Ανοίξτε μικρά μου! γύρισα! Είμαι η μαμά σας!"

Tα κατσικάκια δεν τον άκουσαν αμέσως γιατί έπαιζαν και φώναζαν, και έτσι ο λύκος αναγκάστηκε να φωνάξει δυνατότερα, αλλά έτσι η φωνή του έγινε ξεκάθαρο στα κατσικάκια ότι ήταν ο λύκος και φώναξαν όλα μαζί,
"Φύγε κακιέ λύκε! Φύγε !"


Θύμωσε ο λύκος και γύρισε να φύγει φουρκισμένος, σκεπτόμενος το πως θα ξεγελάσει τα  κατσικάκια. ΄Έτσι πήγε στο πρώτο σπίτι  που συνάντησε και βούτηξε από την απλωταριά μια ρόμπα και ένα μαντήλι. Τα φόρεσε και προσπάθησε ξανά να ξεγελάσει τα κατσικάκια.
"Τοκ τοκ τοκ" κτύπησε την πόρτα.
"Ποιος είναι" φώναξαν τα κατσικάκια μιας και είχαν εξαντληθεί από το παιχνίδι και είχαν ηρεμήσει.
"Εγώ είμαι ! η μαμά σας! γύρισα!"
Το μικρότερο έβαλε το κεφαλάκι του στο πάτωμα και είχε την μαύρη πατούσα του λύκου και όλα μαζί φώναξαν για άλλη μια φορά,
"Φύγε κακιέ λύκε! φύγε!"

"A να χαθείτε παλιοκατσικάκια! Δεν πρόκειται να μου γλυτώσετε! θα σας φάω!" Φώναξε ο λύκος και τα κατσικάκια αγκαλιάστηκαν και άρχισαν να τρέμουν από τον φόβο τους. Μετά, έβαλαν ακόμα μια καρέκλα πίσω από την πόρτα και έλεγξαν για άλλη μια φορά το παράθυρο.

Ο λύκος γύριζε ανάμεσα στις αστοιβιές και από τα νεύρα του δεν πρόσεχε που πατούσε και γέμισε αγκάθια που τον νευρίαζαν ακόμα πιο πολύ. Στο τέλος εξαντλημένος κάθισε να ξεκουραστεί πάνω σε μια πέτρα που του άφησε μια ασπρίλα στην πατούσα του.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και το σκοτάδι δεν θα αργούσε να σκεπάσει τον κόσμο , και τότε του ήρθε η ιδέα να πασπαλίσει την μουσούδα του και τις πατούσες του με άσπρη σκόνη και να ξαναβάλει την ρόμπα και το μαντήλι για να ξεγελάσει τα κατσικάκια.
Ενθουσιασμένος από την ιδέα, ξέχασε τον πόνο από τα αγκάθια και έτρεξε για άλλη μια φορά στο κατώφλι του μικρού σπιτιού.
"Τοκ τοκ τοκ"
"Ποιος είναι?"
"H μαμά σας! γύρισα! ανοίξτε μικρά μου! Σας έφερα πολλά δώρα!"

Τα κατσικάκια ενθουσιάστηκαν και κοίταξαν από το παράθυρο, κοίταξαν κάτω από την πόρτα και ξεγελάστηκαν πράγματι από το μασκάρεμα του λύκου. Άνοιξαν την πόρτα χαρούμενα και ενθουσιασμένα για τα δώρα που πίστευαν ότι θα έβλεπαν μπροστά τους. Αντί για αυτό, είδαν τον λύκο να πετάει την ρόμπα και το μαντήλι και να πατάει με την μαύρη του πατούσα την ουρά του ενός, ενώ άρπαζε με την άλλη του το άλλο.
Το ένα μετά το άλλο, τα κατσικάκια, όσο και να προσπαθούσαν να γλυτώσουν την κακή τους μοίρα, χάθηκαν μέσα στο μεγάλο στόμα του λύκου, εκτός από το μικρό που κρύφτηκε στο μεγάλο ρολόι κούκο που ήταν και οικογενειακό κειμήλιο και το είχαν λαδώσει την προηγούμενη βδομάδα.


Κρύφτηκε και έτρεμε και η καρδούλα του κτυπούσε τόσο δυνατά που μπέρδεψε το κτύπημα του ρολογιού με την καρδιά του και δεν ήξερε ποιος χτύπος ήταν ποιος!
"Αχ μανούλα μου που είσαι?" Έκλαιγε από τον φόβο του, έκλαιγε για τα αδέλφια του, έκλαιγε για την μαμά του , έκλαιγε και μετάνιωνε που ζήτησε από τον πατέρα του να πάει να του φέρει τα νόστιμα χορταράκια που του άρεσαν τόσο πολύ.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο λύκος έφυγε. Μια ησυχία απόκοσμη απλώθηκε στο ανάστατο σπίτι και το τικ τακ του ρολογιού ήταν η μόνη του παρηγοριά.
Πάνω στο τελευταίο χτύπο του 8, άκουσε επιτέλους την τρομαγμένη φωνή της μαμάς του.
"Που είστε κατσικάκια μου! Θε μου τι έγινε?"
"Aχ μανούλα μου! ήρθες!" Άνοιξε την πορτούλα του ρολογιού και έτρεξε να αγκαλιάσει την μαμά του το μικρό μας κατσικάκι και μετά της είπε με το νι και με το σίγμα το πως τους ξεγέλασε ο κακός ο λύκος.
Η κατσικούλα μας όμως δεν έχασε την ψυχραιμία της. Άνοιξε το κουτί με τα ραπτικά, πήρε ένα ψαλίδι, πήρε και πολύ κλωστή , γερή γερή, και τράβηξε μαζί με το κατσικάκι να πηδάει ανήσυχο από πίσω της, να βρει τον λύκο
Πράγματι τον βρήκε να κοιμάται του καλού καιρού  δίπλα στο ποταμάκι κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι.


Η κατσικούλα με αποφασιστικές κινήσεις, άνοιξε την κοιλιά του λύκου και ένα ένα με την σειρά, πετάχτηκαν έξω τα κατσικάκια της που την αγκάλιασαν και την φιλούσαν.
"Αφήστε τα αυτά τώρα! Μαζέψτε πέτρες να γεμίσουμε την κοιλιά του λύκου!"
Πράγματι τα κατσικάκια μάζεψαν πολλές πετρούλες και σιγά σιγά γέμισαν την κοιλιά του λύκου και μετά η κατσικούλα την έραψε καλά καλά, και μετά , με δυο τρις δυνατές σπρωξιές, κύλησαν τον λύκο μέχρι που έπεσε στο ποτάμι!


Αφού τον είδαν να βυθίζεται και να σταματούν οι φυσαλίδες, πήραν τον δρόμο στο φως του φεγγαριού να γυρίσουν στο σπίτι τους, όπου εξαντλημένοι από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες την ημέρας , τακτοποίησαν τα ψώνια και έπεσαν για ύπνο.

Την άλλη μέρα το πρωί, και ενώ η κατσικούλα έφτιαχνε τον χυλό για το πρωινό των μικρών της, ένα άνθρωπος της κτύπησε την πόρτα.
"Παρακαλώ?" ρώτησε με απορία η κατσικούλα, αφού οι άνθρωποι απέφευγαν να πλησιάζουν τα σπιτάκια που ήταν στις άκρες του χωριού και ζούσαν κατσικούλες.
"Με συγχωρείται για την ενόχληση κυρία κατσίκα" είπε ο άνθρωπος που ήταν μια κοπελίτσα πολύ μεγάλη για τα χρόνια της κατσίκας γύρω στα 30. Η κατσικούλα πάντα ήταν περίεργη για το τι κάνουν τόσα χρόνια ζωής οι άνθρωποι αλλά θεώρησε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να λύσει τις απορίες της. Έτσι λοιπόν ρώτησε ευγενικά τι ήθελε στην πόρτα της πρωί πρωί.

"Ξέρετε  κυρία κατσίκα, είμαι από τον ΑΡΤΟΥΡΟ και ψάχνω τον λύκο που ζει εδώ γύρω. Μήπως τον είδατε?"
Ξεροκατάπιε η κατσικούλα και είπε ένα αφηρημένο .."παρακαλώ? δεν ξέρω τι εννοείται"
"Να σας εξηγήσω" άρχισε η άνθρωπος και της είπε ότι ο λύκος ανήκει στα είδη προς εξαφάνιση και το τοπικό γραφείο είχε αναλάβει την καταγραφή τους και παρακολουθούσαν την διαβίωση τους.

"Τι ακριβώς εννοείται ,με το ..διαβίωση"? ψέλλισε η κατσικούλα και έκανε νόημα τα κατσικάκια που εκείνη την ώρα άρχισαν να μαζεύονται γύρω από το τραπέζι, να πάνε ξανά στο δωμάτιο τους και να μείνουν εκεί.
Τα κατσικάκια ήταν τόσο φοβισμένα που δεν τόλμησαν να βγάλουν έστω ένα κιχ και εξαφανίστηκαν αμέσως.
"Tι ωραία ανατροφή τους έχετε δώσει! μπράβο σας κυρία κατσίκα!" "Ευχαριστώ πολύ" απάντησε η κατσικούλα, και μετά ρώτησε κάπως ανήσυχη.."Και τι τρώει ο λύκος που σας ενδιαφέρει τόσο πολύ?"
"Τρώει λαγούς, πουλιά, κότες..." τέτοια πράγματα, αλλά πολλά ζώα χάθηκαν στις φωτιές, και τα θηράματα λιγόστεψαν για τον καημένο τον λυκούλη μου!" είπε η άνθρωπος και αναστέναξε λυπημένη..
Η κατσικούλα κατάπιε, ξεροκατάπιε την περιέργεια της αλλά στο τέλος ρώτησε την άνθρωπο.."και αν κάποιος τον έχει σκοτώσει"?
"A πα πα!! μην λέτε τέτοια λόγια κυρία κατσικούλα! Αν τον πιάσω θα πεθάνει στην φυλακή! Είναι έγκλημα , δεν το ξέρεται?"
"Τι να ξέρω και γω..μια απλή και αδύναμη κατσικούλα είμαι. Αν τον δώ θα σας ειδοποιήσω.."συμπλήρωσε ευγενικά αλλά αποφασιστικά οδήγησε στην έξοδο την άνθρωπο που έψαχνε τον λυκούλη της, τον ίδιο λύκο που είχε φάει το ένα μετά το άλλο τα μικρά της κατσικάκια.

Είχαν φάει πια το φαγητό τους, και έλεγαν για άλλη μια φορά το πως τους ξεγέλασε ο κακός ο λύκος, όταν είδαν από το παράθυρο μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων να περνάει έξω από το παράθυρο της.
Γεμάτη περιέργεια άνοιξε την πόρτα να δει τι στο καλό κάνουν στην γειτονιά της ακόμα μια φορά οι άνθρωποι. Ο κύκλος άνοιξε και πάνω σε ένα φορείο ήταν ο λύκος λιπόθυμος αλλά ακόμα ζωντανός.
Η άνθρωπος που τον έψαχνε είχε οργανώσει ομάδα με τους φιλόζωους του χωριού και είχαν οργώσει όλη την πλαγιά μέχρι που τελικά τον βρήκαν. Όλα της τα είπε με περηφάνια όταν την είδε να προσπαθεί να καταλάβει του τι συμβαίνει.. "Ναι ναι..."πρόσθεσε η κατσικούλα.."μπράβο μπράβο..μόνο πρόσεξε να μην τον αφήνεις νηστικό..γιατί αυτός..ουυυυυ  μέχρι και πέτρες τρώει από την πείνα του!"

στις Μαρτίου 27, 2016 Δεν υπάρχουν σχόλια:   

Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείουBlogThis!Μοιραστείτε το στο Twitter

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Please, tell me something! It would be of a great help!

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...