Τετάρτη 18 Αυγούστου 2021

Καρυστινό Γλωσσάρι

 

αβάρετος = ακούραστος

αγαντάρω= πιάνω, κρατώ, συγκρατώ, στηρίζω το φορτίο που γέρνει, (ΜΤΦ. υπομένω, αντέχω, βαστάζω ) π.χ. Αγάντα κι έρχομαι

Αγκοριτσά = άγρια αχλαδιά

Αγκούλα = η μεγάλη καμπούρα

άγρεμα = αγρίεμα, φοβέρισμα π.χ. Τον άγρεψα και μαζεύτηκε

αγωγιάτης = αυτός που κάνει αγώγια, μεταφορέας εμπορευμάτων Παροιμ.: «Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.»

αδερφάδες = οι αδερφές στον πληθυντικό

Άζα = η καπνιά που πιάνει ο τζάκης στη καπνό δώρο

Ακουσμένη = παντρεμένη γυναίκα που έχει συζητηθεί για εξωσυζυγικές σχέσεις

αλάργα = μακριά, σε μεγάλη απόσταση Καρυστινή έκφραση : Αλάργα και μακριά

Αλαφρόμυαλος,-η = χαζός,-η απονήρευτος

αλητάμπουρας (μόνο το δεύτερο μισό, βέβαια είναι αρβανίτικο) = αλήτης με περικεφαλαία παιχνίδι ανοιχτού χώρου, που παιζόταν από δύο ομάδες και που παιζόταν και στην περιοχή μας. (Οι καταλήξεις σε -ιζα να σημειώσουμε, είναι ένδειξη αλβανικής προέλευσης, παρότι η συγκεκριμένη λέξη είναι αντιδάνειο από την ιταλική αμπάρα και από εμάς τους Έλληνες πέρασε από τα Ελληνικά στα Αλβανικά)

Αλισίβα, η = το σταχτόνερο

Αλλαξιά, αλλαξά = Η δεύτερη φορεσιά (Πάρε μια αλλαξά μαζί σου, μπορεί να κατουρηθείς στο δρόμο)

ἀλτάνα, ἡ : ἰταλ. altana = μικρὸς ἀνθόκηπος στα πλαΊνά των αυλών των Καρυστινών σπιτιών

Αμ τά'δα εγώ τα μερομήνια!=αμ το κατάλαβα εγώ ότι κάτι τρέχει!

Αμέτι Μουχαμέτι = Τα ίδια και τα ίδια επαναλαμβάνεις. ( Μάλλον Τούρκικο )

αμολάω = αφήνω κάποιον ή κάτι ανεμπόδιστο, ελεύθερο. Απολύω

Άμουρος = εξαφανίσου

αμπάριζα = κατά λέξη σημαίνει ορμητήριο ή φωτιά .Σαν έκφραση όμως, όταν λέμε "Τους πήρε αμπάριζα" σημαίνει δεν υπολογίζω κανέναν και ορμάω μέσα σ' όλα. Προέρχεται μάλιστα από την «αμπάριζα», ένα παλιό αγορίστικο παιδικό

Αμπέχονο= χοντρό σακάκι

Αναβροχιά, η = η ξηρασία.

Αναγούλα, η = τάση προς εμετό

αναδουλειά = έλλειψη δουλειάς

Ανακούκουρδα = ανακατεμένα

ανάμμα, το = το κόκκινο κρασί, το κρασί της θείας κοινωνίας

αναντάν-μπαμπαντάν : Στα   Καρυστινά σημαίνει από μάνα και πατέρα, από παράδοση

ανθρωπομάνι = μεγάλος αριθμός, αναρίθμητο πλήθος ανθρώπων

άντερο = το έντερο

Αντέτι = ξεμάτιασμα

αντηλιά = το φως του ήλιου που χτυπάει στα μάτια

αντρούλιακας = ο εύσωμος, σωματώδης άντρας.

Άξαφνα= ξαφνικά

απαστριά = ποντίκι

απίκου = σε ετοιμότητα άπλα = άνεση χώρου, ευρυχωρία

απλυσά = το να μην πλένεται κάποιος, βρώμα του σώματος

αποβραδίς = χθες το σούρουπο

Αποζυμώστρα =.Περιμένοντας να φουσκώσει το ψωμάκι

αποκρεύω = περνώ, γιορτάζω τις Αποκριές

απονοικοτσυρά = γυναίκα ανοικοκύρευτη

αποπαίδι, το = το αποκηρυγμένο, αποκληρωμένο παιδ

αποπαίρνω = επιπλήττω, κατσαδιάζω

απορίχνω = αποβάλλω, κάνω έκτρωση. Στους κτηνοτρόφους της περιοχής :Η γίδα απόριξε= η γίδα απέβαλε το κατσικάκι.

ἀποσπόρι, τὸ = στερνοπαίδι

Αραβάνι = το στρωτό τρέξιμο του αλόγου

Αρνόκουρο = το κουρεμένος μαλλί του πρόβατου

Αρτυμή = όχι νηστίσιμο

ασκέρι = οικογένεια

Αστοχιά = κακοκεφιά

Αστρίτης το μάτι = αστραφτερό, χρησιμοποιείται όταν δεν κλείνει για ύπνο

Ατζίδα = ακίδα από ξύλο

Ατζοπλήματα = τα μαζέματα από τα πιάτα μετά το φαγητό σε νερό και στο γουρούνι γιά ορντέβρρρρρρ!!!

Αυγατάει = αυξάνεται

Αυτά είναι τους παιδιούνες= αυτά είναι των παιδιών

Αυτοί σούρνουν πανί = αυτοί πηγαινοέρχονται άσκοπα

άφερτος, ο = αυτός που δεν έχει έρθει ακόμα

αφόρμισε = ερεθίστηκε (η πληγή)

Άφτουρο= δεν φτάνει

Αχαματιά = Ανάσα

Αχαμνά = τα καμπανέλια του άντρα

Αχαμνός = αδύνατος

Αχούρι, το = (τουρκ.) ο στάβλος, το ατημέλητο σπίτ

Β

Βαρυγκομάω = δυσφορώ , δυσανασχετώ

βάτρα = σπιτι

Βερβελιά = η κοπριά κατσίκας

Βερεσέ = (τουρκ.) οικονομική πίστωση

Βετούλι = χρονιάρικο κατσίκι

Βιός, το = η περιουσία.

Βοϊδοτσεντρίτης = άντρας βλάκας

Βούκινο, το = το έμαθε όλος ο κόσμος. ο κόσμος τόχει βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι

Βουλιθιά = η κοπριά αγελάδας

Βουσούνι = μεγάλο σπυρί, αλλιώς το λέμε καλόγερο

βραγιά = ο μπαξες

Βραγιά = σπορά σε σειρά, το καθένα από τα καλλιεργημένα τμήματα κήπου που είναι φυτεμένος με άνθη ή λαχανικά αγάντα: ναυτικό παράγγελμα που σημαίνει βάστα, κράτα, με όλη τη δύναμη ·

Βρακοζώνι, το = το ζωνάρι που συγκρατούσε το εσώρουχο

Βρουβά = Μάτια

Βρωμοστύλα = Κάτσε φρόνιμα

Βυζανιάρικο, το = αυτό που βυζαίνει ακόμη, το μικρό παιδί.

Γ

Γαλάρια = τα ζώα που δίνουν γάλα

γαλατσίθρα = είδος χορταρικού σαν το ραδίκι

Γαλαχτιά = Ασβεστομα

γαλαχτίζω = ασπρίζω, ασβεστώνω

Γάλικας = μεγάλο ξύλινο κοφίνι

Γάνα = η μαυρίλα που βγάζουν τα χαλκόματα

γανιάζω = σκάω από δίψα, ταλαιπωρούμαι από υπερπροσπάθεια

γάνιασα = κουράστηκα

Γενηκα=έγινα

Γέννημα, το = το σύνολο των δημητριακών καρπών

Γεροντομοίρι= το σπίτι, ή γενικά η περιουσία που κρατάει ο γέρος για να μη φάει καμιά κλοτσιά από τα παιδια του

γητεύω = γιατρεύω με μάγια

γιατροπορεύομαι = γιατρεύομαι με πρόχειρα μέσα

Γίδι, το = η αίγα, ο απολίτιστος άνθρωπος

γινωμένος = ώριμος

γιοματάρι = πρόσφατα ανοιγμένο κρασοβάρελο

γιούκος, ο = στοίβα από χοντρικά ρούχα, κλινοσκεπάσματα

γιουρντάρω = ορμάω

γιουρούκι, το = ο χοντροφτιαγμένος και δυσκίνητος άνθρωπος

γκαβαλίνα = ακαθαρσία αλόγου, όνου

Γκαζές = οι βόλοι που παίζαν τα μικρά παιδιά

γκεσέμι = μεγαλόσωμα ζώο, αρχηγός κοπαδιού ( συνήθως ευνουχισμένο

Γκλάβα = το μυαλό

Γκοτζάμ, = (τουρκ.) ο τεράστιος, ο πελώριος. Έγινε γκοτζάμ παιδί

Γκουρτζέλι = το νεογέννητο γουρουνάκι

Γκούσα = το μεγάλο προγούλι

γλαντί = το αδύνατο παιδί

Γλάρα = πρωινή υγρασία

Γλωσσοκοπάνα = γυναίκα πολυλογού και ετοιμόλογη

γνέθω ή νέθω = φτιάχνω νήμα για ύφανση στη ρόκα

Γοργόνια = Ζωηρά παιδιά

γούβα = τρύπα στο χωμάτινο έδαφος )

γυναικομάνι = αναρίθμητο πλήθος γυναικών ανταριασμένος = ο θυμωμένος

Γυφτοκόνισμα = πολύ αδύνατη γυναίκα

Δ

Δαναπίτσα=λυγαριά

δε φελάς.δηλ δεν έχεις καμιά προκοπή

δειξάμενη = η εντυπωσιακή γυναίκα

Δεν νογάει = δεν καταλαβαίνει, δεν σκαμπάζει

δεντρογαλιά, η = είδος φιδιού

δευτερίζω = κάνω εργασία (κόβω τα ξεβλάσταρα) στο αμπέλι δευτέρισμα = αμπελουργική εργασία

Διάσκαντος = διάολος

Διάφορο = το κέδρος, το όφελος (Νικάει η ζημιά το διάφορο. (παροιμία))

δικέλι = γεωργικό εργαλείο σιδερένιο ή ξύλινο με δυο δόντια

δικούλι = γεωργικό εργαλείο με μακρυά ξύλινα ή σιδερένια δόντια για άχυρα, σανό κ.λ.π

δίμιτο = βαμβακερό ύφασμα…

διμούτσουνος, η, ο -= ο διπρόσωπος

Διολί =το βιολί

διπλαρώνω : κυριολ. φέρνω τὸ σκάφος δίπλα σὲ ἄλλο, πλευρίζω , μτφ.πλησιάζω κάποιον με ιδιοτελεις σκοπούς

Δραγάτης, ο = ο φύλακας των αμπελιών, λαχανικών, φρούτων, γενικά ο αγροφύλακας

Δρόλαπας = δυνατή βροχή

Δροντζό = δροσιά το πρωί η βράδυ

Δροτσίλα = σπιράκια μικρα κόκκινα

Δυό Δυπλού = πολύ καμπούρης

Ε

Έγινα άμουρος=εξαφανίστηκα

Εδωνά = Ακριβώς εδώ

Είδα κι απόειδα = στέρεψε η υπομονή μου

Ειναι παράωρα = είναι περασμένη η ώρα

είναιτος = αυτός υπάρχει , ζει

Έκανα το νερό μου = ούρησα

ερυσίπελας = μια επιφανειακή λοίμωξη του δέρματος·

Έχει κράι=έχει πιάσει πάγο ο δρόμος

Έχει τσάφι=κάνει παγωνιά

Ζ

ζα ζώα

ζαβώνω : - στραβώνω, μτφ. ἀποβλακώνω

Ζαγάρι = σκύλος ανεπιθύμητος

Ζαμάνια = Πολλά χρόνια ( Συνήθως λέμε για κάποιον που έχουμε πολύ καιρό να τον δούμε)

Ζβουντάκα = χοντρό ξύλο

Ζέκες = τύφλες συνοδεύονται με μούτρα (Που νάχεις ζέκες)

Ζερβοκουτάλας= ο αριστερόχειρας

Ζερζεβούλης = σατανάς

ζούδι, το = το άγριο ζώο, ειδικά ο λαγός

ζουλάπι = το αγρίμι, άγριο ζώο και ιδίως ο λύκος και η αλεπού πανούργος, πονηρόςάνθρωπος

Ζουνάρι = το ζωνάρι που φορούσαν απαραίτητα οι άντρες στη μέση

ζωντίμι, το = μικρό ζώο, ζωύφιο γενικά

Η

Ήρχα = ήρθαΈχω έρχει = έχω έλθει

Θ

Θανεύω = καίω αγριόχορτα

Θρει=τριβεται (ας πούμε το φύλλο για πίτα)

Θροφαντός = φαίνεται καλοφαγάς

θυμητικό = ικανότητα θύμησης

Ι

 

Ινάτι - Μανάτι=πείσμα

Ισικιωμένη = Η γυναίκα με φυσική χάρη και ήθος,επιθετικός προσδιορισμός ανώτερος της όμορφης

Κ

καζάντια, τα = τα υπάρχοντα, τα πλούτη, τα κέρδη

Και στα επίλοιπα = Ευχή που δίνεται στα τελειώματα, δηλαδή και στις χαρές των υπολοίπων

Καΐλα, η = η στεναχώρια, ζημιά.

Κακά και μαύρα = Τέλος πάντων, πάλι καλά

κακαϊδού, η = κακή νύφη στο είδος και στη μορφή

Καλά δεξίματα = με το καλό να υποδεχθείτε αυτούς που περιμένετε

Καλά κρασά = Στο μάζεμα των σταφυλιών

καλέσα = η ξανθιά προβατίνα (απαντάται στα χωριά μας, είναι διαδεδομένη στους κτηνοτρόφους)

καλιγώνω = πεταλώνω

Καμπανά = τα αγουρα σταφύλια που δεν τα τρυγάνε μαζί με τα άλλα άλλα μετά από 10 - 15 ημέρες

Καναλος=.ο σωλήνας που κατεβαίνει το νερό από την ταράτσα

Καναπελίκι = το κάλυμμα του καναπέ,άσπρο ουγίτικο με δαντέλα τις σχόλες και εμπριμέ απλό τις καθημερινές

Καούνι = πολύ κρύο, παγωνιά

καπάτσα, η = η πολύ δραστήρια και καταφερτζού γυναίκα

καπιστράνα ή καπίστρι = λουριά που δένεται το κεφάλι του αλόγου

Καπλαντιζω=.ράβω σεντόνι με τη σακοραφα απ'εξω στο πάπλωμα, για να μη λερώνεται. (Ευτυχώς που τώρα υπάρχουν οι παπλωματοθηκες, γιατί ήταν αρκετή φασαρία για να το κάνεις, λόγω του ότι το πάπλωμα ήταν πολυ χοντρό και βαρύ)

Καραμελάτη κουβέρτα = Κουβέρτα φτιαγμένη στον αργαλειό με ρίγες σε όλο το μήκος της

Καρκαλεγκος....ο λαιμός της κότας

Καρκαλέτσι= σαμιαμίδι

Καρουτα_ ενα κομμενο βαρελι ,συνηθως,που ελιωναν τον ασβεστη....

Καρυκα=κολοκύθα με μακρύ λαιμό που την χρησιμοποιουμε για να μεταφερουμε νερό

Καρυστινή έκφραση υβριστική : αη μωρή άπλυτη)

Κασίδα = βρόμα

Καταπιόνας = ο λάρυγγας

Καταραχιά= η σπονδυλική στήλη. Δηλ. πονάει η καταραχιά μου

κατάσαρκα = ακριβώς επάνω στη σάρκα

Κάτοικας = το κοτέτσι

κατραπακιά, η = χτυπώ κάποιον στο κεφάλι με την παλάμη μου

Κατσάβραχα η Κράκουρα =δύσβατα βουνά

κατσικοπόδαρος ο = ο γρουσούζης

Κατσούλα = η σκούφια, η κουκούλα

Κατώϊ = αποθήκη στο υπόγειο

κερατάς, ο = αυτός που έχει κέρατα, ο απατημένος σύζυγος

Κεσέμι = το κριάρι ή ο τράγος που οδηγεί το κοπάδι, ο μπροστάρης

κιοτεύω=δειλιάζω

Κλείσε τον σαπίτη σου! Κλείσε το βρωμόστομά σου! Ο σαπίτης είναι ένα ελληνικό φίδι. Γλώσσα σαπίτη. Δηλαδή, στάζει η γλώσσα σου δηλητήριο.

κοκορέτσι = το γνωστό , παραδοσιακό έδεσμα από σπλάχνα ζώων

κολάζω = βάζω σε πειρασμό

κοπρίτης, ο = ο βρωμιάρης, ο ανεπρόκοπος και τεμπέλης άνθρωπος

κορακοζώητος,= ο αυτός που ζεί πολλά χρόνια

Κορκολέτσι = χαλάζι

κοτάω = τολμώ (Δεν κοτά να πλησιάσει = δεν τολμά να πλησιάσει)

κοτζάμ = τόσο μεγάλος

Κουβεντιασμένη = Γυναίκα που έχει συζητηθεί για ασταθή ερωτικό βίο

Κουκλομαντίλα = ο ιστός της αράχνης

κουκοσκιάχτης = ντροπαλος ,ακοινώνητος

Κουλουτσι=.κουταβάκι

Κούμουλο = πολύ γεμάτο πιάτο με φαΐ

κουμπάνια =τα τρόφιμα που έπαιρναν οι τσομπάνηδες μαζί τους για να έχουν στο μαντρί να τρώνε

κουνενές, ο = το μωρό

κουνιάδα, ος = η αδελφή -ος της -του συζύγου

κουρκούτι, το = ο χυλός από σιτάλευρο μτφ.το θολωμένο μυαλό

κουσελεύω=κουτσομπολεύω

Κουσέλι=κουτσομπολιό

Κουσελιάρης ή κουσέλας = κουτσομπόλης

Κουταλαφος=ακρίδα

κούτελο, το = το μέτωπο

κουτουράδα = άσκεφτη κίνηση , επιπολαιότητα

κουτουρού = στο περίπου

Κουτσαφιές = το φυτό που κάνει κουκιά

Κουτσουμπιδα =το μικρό μπουμπουκακι της τριανταφυλλιας

κοψοχολιάζω = ανησυχώ κάποιον για κακό που τελικά αποφεύχθηκε

κοψοχρονιά = μισοτιμή

Κράκουρα = άγρια βουνά

κρεββατίνα = ο αργαλειός

κρισάρα = σίτα για κοσκίνισμα αλευριού

Κωλοφωτιά = η πυγολαμπίδα

Λ

Λάγιο = κακόμοιρο

λάγιο = σκούρο πρόβατο (μτφ. ο λάγιος = ο κακομοίρης)

Λάκισα = έφυγα

λάτρα = καθαριότητα σπιτιού

λέσι το = το ψοφίμι (απαντάται παρατσούκλι Λέσης)

λιακός = στέγη σπιτιού με χώμα

Λιγούνα= βέργα

Λίρα=η νεροκολοκυθα

Λολάδες του Μουτζουρογιάννη (προφανώς παλιός Καρυστινός λωλός που έμεινει στην αιωνιότητα )

Λοστάρι = χοντρό και παχύ υφαντό σκέπασμα

Λούβερη έκανες τον καφέ = Πικρό έφτιαξες τον καφέ

Λουβιά = φρέσκα κουκιά

λούμπα =λακούβα, λάκος (μτφ. σε τι λούμπα έπεσες;)

Λυκορνια....άτακτα παιδιά

Μ

Μαγαρισμένο = βρώμικο

Μαζοβολος=μικροκαμωμενος

Μαμα σε εφτασε το αλεύρι; Ευτυχώς ήρθε μον μον Μονε=όμως, αλλά Μου μηνυσε, μονε πρέπει να πάω από κει Τι να κάνω κάνε...

Μαμούνα = το μωράκι περπατάει στα τέσσερα

Μαντζούνι = πρακτικό θεραπευτικό ρόφημα, γιατροσόφι

Μαξιλαρομάνα η μαξιλάρα στο δυπλό κρεβάτι

μαρμάγκα = δηλητηριώδης αράχνη που τρώει λαίμαργα τα θύματά της

μασούρι, το = λεπτό κομμάτι από καλάμι όπου τυλίγουν επάνω νήμα

Ματιά = το έντερο του γουρουνιού

ματιάζω = ρίχνω τη ματιά μου, το βλέμμα μου, μτφ βασκάνω

Μαυροτσούκαλο = ο πολύ μαυρισμένος από τον ήλιο

Με πήγε μπουργανα=.με έπιασε διάρροια, ευκοιλιοτητα

Μη με κρένεις = Μη μου μουρμουράς

Μη τον ξεσυνερίζεσαι=μη του δίνεις σημασία

Μια χεσα τόπος=.ένα μικρό κτηματακι

Μισοκούτρουλος= βλαμμένος

μισόχλωρος = τρελλός

Μολέρνω = Φεύγω (κυριολεκτικά και μεταφορικά)

Μον μον....ίσα ίσα

Μονάντερος = ο αχόρταγος

μόνο - μόνο= λίγο -λίγι, μια ιδέα

Μονοχερο=.Αυτό που χωράει η φούχτα

μοσχαναθρεμμένος, -η = καλομεγαλωμένος, -η

Μοσχιδα _μικρη σε ηλικια αγελαδα.

Μοσχοσάπουνο, το = σαπούνι που μοσχοβολάει.

Μου έλυσε τα χέρια=..με διευκολυνε

Μου στρέει = μου βγαίνει, μου πετυχαίνει...

μουλοχτός, ο = ο μαζεμένος, ζαρωμένος από φόβο η υστεροβουλία

μούργα = το κατακάθι του λαδιού

μουσαφίρης, ο = ο φιλοξενούμενος

Μουσκίδι = βρεγμένος πολύ

μουστερής, ο = ο πελάτης

μπαγλαρώνω =αρπάζω, δένω, φυλακίζω

μπαϊλντισα = κουράστηκα

Μπάκα = κοιλιά.( Γέμισε η μπάκα του)

μπακίρια, τα = τα σκεύη της κουζίνας που είναι από χαλκό

Μπακλαίίί= μπακλαβάς

Μπαμπακουρι=τα πολλά χρήματα

μπαμπέσης = ο κατεργάρης

Μπαξές ο = το περιβόλι, ο κήπος

μπασά = πόρτα- πέρασμα

Μπασα =πολλοί πελάτες σε ένα μαγαζί

μπάστακας, ο = μτφ.εκείνος που μένει ενοχλητικά ασάλευτος

Μπαστικό= αποθήκη

Μπαστουρωνω=.δενω τα δύο συστοιχα πόδια στο κατσίκι για να μην μπορεί να τρέχει

μπέμπελη = ιλαρά

μπέσα = η αξιοπιστία με βάση τους άγραφους κανόνες και τις αξίες μιας ομάδας ατόμων (ιδιαίτερα σε μικρές κοινωνίες σαν τη δική μας)

Μπίθουλας = ο πολύ κοντός ( κοροϊδεφτικα

μπινιώτα = το πυθάρι

Μπίτ = καθόλου

Μπιτίζω = τελειώνω

μπόσικος = χαλαρός (π.χ. με βρήκε μπόσικο και τού γραψα τ΄αμπέλι )

Μπουγιουρντί = κοινοποίηση δυσάρεστου εγγράφου

Μπουκαδούρα = φουσκοθαλασσιά

Μπουκουνιά = Μπουκιά

Μπουμπουλώνομαι = ντύνομαι πολύ για να αποφύγω γερό κρύο,με σκεπασμένο και το κεφάλι

Μπουμπουνιδα=.ο χρυσομπαμπουρας κι ο, τι ήταν έντονα χρωματισμένο (μια κούκλα νήμα σε έντονο πορτοκαλί χρώμα)

μπουρδουκλώνομαι = μπερδεύομαι

Μπούρμπερη = στάχτη, σκόνη (Να γίνει στάχτι και μπούλμπερη)

μπουρμπουλίθρα η = φουσκάλα από αέρα επάνω στο νερό

Μπουστουρα=το περιεχόμενο της κοιλιάς

Μπούτσης = Σκοτάδι

Μπούφλα = Χαστούκι

Μπουχός = σκόνη (μεταφορικά: Έγινε μπουχός = εξαφανίστηκε)

Μπρέσκα = είδος βατράχου και μεταφορικά ο πολυ χοντρός άνθρωπος

Μπροστομούνι, το = η ποδιά της νοικοκυράς.

Μπροστοποδιά = γυναικεία ποδιά κουζίνας

Μωρ' να τηνε ρίξουμε από δίπλα!= να κανονίσουμε να βρεθεί η κοπέλα με τον νεαρό για να τους τα φτιάξουμε!

Ν

Να μην λαίζει κούνουπας, = να μην περνά ούτε κουνούπι

νεμοπύρωμα : είναι προφανώς

νετάρω = αποτελειώνω, αποπερατώνω, ξεκαθαρίζω

Νιτερέσο = συμφέρον( Δεν έχω νιτερέσα μαζί τους)

Νόγα = δεν σε πήρα νόγα (κατάλαβα )

Νοσσιδα=.η μικρή κοτουλα που αρχίζει να γεννάει

νταβαντούρι, το = η φασαρία , ο θόρυβο

Νταβραντίζω (ρήμα) = δυναμώνω.

νταβραντωμένος - δυνατός άντρας

ντάλα μεσημέρι=καταμεσήμερο

Νταλάκιασα = δίψασα πολύ

νταμιτζάνα, η = μεγάλο γυάλινο μπουκάλι με περίβλημα από ψαθί πλεγμένο

Νταραβερίζεται = συνεταιρίζεται, (μτφ. ερωτική παρέα )

ντερέκι, το = ο πολύ ψηλός

Ντέρκουλο( ντίρλα ,τύφλα) στο μεθύσι!

Ντερλικωσα =εφαγα πολυ, φουσκωσα!

ντουβάρι, το = ο τοίχος

ντούγα, ἡ : = βρωμάει ντούγα (έκφραση για τους μπεκρήδες) σανίδα βαρελιοῦ

Ντουγρού = ευθεία

ντουνιάς, ο = όλος ο κόσμος

Ντουντούκι = άδειος

Ντούσκο =τρυφερό φύλλομα θάμνων

Ντράβαλα = περιπέτειες

Ξ

ξάϊ = μέτρο χωρητικότητας καρπού, όσο ένας ντενεκές του πετρελαίου.

Ξαντάρι = ξάνεμο

ξεγοφιάζουμαι = εξαρθρώνω το γοφό μου (περπατάει σα ξεγοφιασμένη)

Ξεκουμπίζομαι = απομακρύνομαι, εξαφανίζομαι, απαλλάσσω κάποιον από την παρουσία μου

ξελιμπάρω = ἐλαφρώνω τὸ πλοῖο ξεφορτώνοντας μέρος τοῦ φορτίου σὲ ἄλλο μικρότερο ποὺ θὰ μπεῖ στὰ ρηχὰ νερά, μτφ. τελειώνω, ἀδειάζω, ξοφλά

ξεποδαριάζομαι = κουράζομαι απ' το περπάτημα

ξεραϊλα , η = η ανομβρία

ξεργουτού = επί τούτου

ξεροσταλιάζω = στέκομαι περιμένοντας κάποιον με αγωνία

Ξεσυνερισά=σημασία

Ξόμπλι = κουτσομπολιό

Ξομπλιάστρα = αυτή που τα παρατηρεί όλα, που δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο

Ξοντώνω = εκτονώνομαι

Ξυφαίνω = τελειώνω την κρεβατίνα, δηλ. τον αργαλειό Μεταφορικά σημαίνει ,ξεμπερδεύω, τελειώνω μια δύσκολη δουλειά (Πώς τα ξύφανες; = πώς ξεμπέρδεψες; )

Ο

οι κουρκουμπίνες αλλιώς: γκουγκλιούμισσες και γκόγκλιες

Όκλαή = Πλάστης

Ουγίτικο πανί = το λεπτό άσπρο υφαντό με τις ρίγες

Ούτε για τσίλο στο μαντρί, (ούτε για σκύλο στο μαντρί) έκφραση που δήλωνε πόσο ανεπιθύμητοι ήταν η νύφη ή ο γαμπρός στην οικογένεια όταν έφριχναν ένα μήκος ακολουθούσε απαξάπαντως το Μετά συγχωρήσεως,

οχτρός,ο = ο εχθρός

Π

Παγκάδα = χαμηλή πέτρινη μάντρα στις αυλές των αγροτικών σπιτιών

Παγκάρει = ηρεμεί ο καιρός

Παγκούα =πληρωμή μετρητοίς

Παδανά, παδαχάμου = Εδώ, εδώ κάτω

παιδομάνι =αναρίθμητο πλήθος παιδιών

πάκια, τα = τα νεφρά

παλούκι το = ο πάσσαλος

πανοπροίκι, το = η παραπανίσια προίκα που ζητείται ή δίνεται στον γαμπρό

πανωγόμι = το επιπλέον φορτίο ενός ζώου, στο κέντρο του σαμαριού (μεταφορικά το πανωτόκι)

παραλοϊζω = χάνω το νου μου

παραντουρώ = παραπάιω, παραπατώ

παρδάσκελα = τρόπος καβαλικέματος στο ζώο (ανάποδα)

Παρδασκελα=.οταν καβαλαμε το άλογο

παρλιακός,η, ο = ο ακαταλόγιστος, ο ανισόρροπος

πάω ζέβλα ζέβλα = πάω κούτσα –κούτσα

Πάω μέσα =θα πάω στην Αθήνα

πεζούλα = φυσικό ή τεχνητό ίσωμα σε πλαγιά για καλύτερο όργωμα ή για κράτημα του εδάφους

Πεντασταυλι =ορθανοιχτος

Πεντιζω=.μοσχοβολαω (ανοιξιάτικο ρήμα, πεντοβολαει ο τόπος από τα λουλουδια)

Πέρνα πόθε=έλα απο 'δω

Πέτος = κληματαριά

Πήγε προς νερού του= πήγε να κατουρήσει...

πήδος = άλμα

Πήρα τα Ρουμάνια = Πήρα τους δρόμους

πίζουλος, -η = παράξενος

Πινακοτή = ξύλινες θύκες για να φουσκωσουν τα καρβέλια

Πιστομίθηκα= έπεσα ο χάφτας

Πιτουρισμα=πασπαλισμα

πλατσουράω = τσαλαβουτάω στα νερά

Πορδοβούλωμα, το = ο τιποτένιος, ο μικροκαμωμένος.

Πότε θα σμίξουμε??= πότε θα ανταμώσουμε?

πούντιασα = πάγωσα

Πουρπουσίρι= με αυτό σκαλίζεις το τζάκι

Πριπάσω = δεύτερη γυναίκα ,φθηνιάρα

Πρισκάρι = Πρίξημο

Προβάτα = περπάτα

Προβάτει = περπάτα

Προγκάω = διώχνω με φωνές

Ρ

ρέγομαι = μου αρέσει κάτι πάρα πολύ

ρέγουλα,η = με το μέτρο, μέτρια

Ρέμας = το ρέμα

Ρεντουκλο = το πολυ αραιο υφασμα

Ρογκάτσι = καρυστινό κρι κρι (μεταφορικά τα νέα ατίθασα παιδιά))

Σ

 

Σάγνω = φτιάχνω

σάζμα = στρωσίδι υφαντό φτιαγμένο με μαλλί

σάματις = σάμπως, μήπως

Σάμπως = μήπως (Σάμπως λέπω καθόλου ίσα που στροφεγγάω = Μήπως βλέπω ; Μόλις που αχνοβλέπω)

Σάστισα = τα έχασα

σβέρκος = το πίσω μέρος του λαιμού (Καρυστινή έκφραση :τον βούτηξα από τον σβέρκο)

Σβωλος=...το κομμάτι σκληρό τυρι από το τουλουμοτυρι

Σερμπέτη έκανες τον καφέ = Έκανες γλυκό τον καφέ

σιροστιά ( σίδερο+ εστία)στο τζάκι για να βάζουν πάνω τον τέτζερη να μαγειρεύουν ή πυροστιά

σιτζεριάζω = αναμειγνύω π.χ.ριξε λιγο κρυο νερο και σιτζεριασε το γιατι θα ζεματιστεις

Σκάκος = βαθμολογία στα παλιά παιχνίδια μας

Σκαμπάζω=ξέρω, γνωρίζω

Σκαπετάω= φεύγω

Σκαπέτισα = έφυγα

σκασίλα,η = σκάσιμο, βαθιά χαρακιά, η στενοχώρια σαρκαστικά

Σκατομισογέννης = έκφραση για το σατανά

Σκιάχτικα = τρόμαξα

σκορδοκαϊλα (μου) = ένδειξη μη ενδιαφέροντος για κάτι συγκεκριμένο

σκουτί,το = το ένδυμα

σοϊλίτικος,ο = αυτός που προέρχεται από σόι καλό, από καλή ράτσα

Σοπακι=.ξυλιες

σοστάδα = το σωστό

σουλούπι,το = η εμφάνιση

Σουνταχα=πριν χαράξει, πρωί πρωί

Σουρτουκεύω=είμαι συνέχεια έξω

Σούτα = γίδα χωρίς κέρατα

σοφράς = χαμηλό στρογγυλό τραπέζι

σπολάτι = κατόπιν εορτής

στα τσακίδια = φύγε, χάσου

Σταλιό = σκιερό υπόστεγο που μάζευαν τα ζώα τις ζεστές μέρες

Στέρφα ζα = τα ζώα που δε γεννούνεν

Στο βγάλσιμο ήλιου = ανατολικά

Στο χάσιμο ήλιου = δυτικά

στοιβή = στοίβα από χοντρά ρούχα, πιο πολύ κλινοσκεπάσματα

Στόμας =  το στόμα

στραβέγκλω, η = η μισόστραβη

στράφι = άδικα, ανώφελα, στα χαμένα

Στρεει=.βοδωνει

στρέω = επιτυγχάνω

Στρογέρα = απανεμιά

Στροφεγγάω = αχνοβλέπω

συ πού ήστανε; - ήμανε πέρα =εσύ πού ήσουν; - ήμουν πέρα

συννεφόκαμα = ζέστη με συννεφιά

Συχαρίκι, το = το φιλοδώρημα σε αναγγελία καλής είδησης π.χ. τούδωσε τα συχαρίκια που πέρασε στο Πανεπιστήμιο...

Σφηγγαρωνι=σφηγγοφωλια

Σχιζες_ σχισμενα ξυλα πανω απo τα κονταρια για να κρατανε τη λασπηστο λιακο.

Τ

Τα τελειώσανε= δώσανε λόγο,αρραβωνιαστήκανε

Ταγάρι, το = σακούλι μάλλινο

Ταγιο=μεγάλος τσακωμός, αλλά εννοείται και κάτι πολυ

Ταήλιου = Κακώς του κάκου

τάλε κουάλε = πανόμοιος

Τάλιαρος = κορμός δένδρου κομμένος , 30 πόντους περίπου, μπροστά στο τζάκι γιά σκαμπό.

ταμαχιάρης=αχόρταγος

Ταμπλάς = Εγκεφαλικό (τούρθε ταμπλάς)

τέντζερης,ο = κατσαρόλα μαγειρέματος

Τζάκις = το τζάκι

τζαμιλίκι, το = το τζάμι

Τζερεμές = Ο κακοπληρωτής

Τζίξεμε = αγκιξέμε

Τζούνι = Η περίοδος ενός παιχνιδιού

Τζουρούνια= κοφτερά βράχια

Τζύλωμα = αγκάθι

Τζυλωνω=τρυπιεμαι από αγκάθι ή ακιδα

τζώρας = ξεροκέφαλος

Τηράω = βλέπω

Τι νόησες; = πώς την έχεις δει ;

Τίβοτα = τίποτα

Τίλους..(Ιδιωματική έκφραση π.χ. Τίλους δε μου είπες ότι θάρθεις)

Τίποτα δε γλωσσάζει = τίποτα δεν τρώει

Το πήρε επιπόνου ,δηλ. με πολύ στεναχώρια

Το ρούγκλησε όλο = Το ήπιε γρήγορα.

Του βέτιου = Κουτουρού

Του δαιμόν οι κλήρες

Του πειραντά την κλήρα, ζάφτι δε γίνεται= έκφραση για το άτακτο παιδί που δεν μπορούμε να το στρώσουμε

Τουλουμι._το ασκι που κουβαλαγαντον μουστο η" το κατσικισιο δερμαπου εβαζαν το τυρι.Εξ ουκαι τουλουμοτυρι!

τουρλώνω = φουσκώνω

Τράβα = το μεσαίο ξύλο που κρατούσε τα ξύλα της σκεπής

τραβολογάω = σέρνω κάποιον παρά τη θέλησή του

Τραζέστης= ένα ξύλινο εργαλείο σε σχήμα ταυ που το χρησιμοποιούσαν στην παρασκευή της μυζήθρας.

τρακάδα,η = μία στοίβα τακτικά τοποθετημένα ομοειδή πράγματα

τρατάρω = κερνάω

τράτο,το = το περιθώριο

τρικέρης,ο = ο σατανάς

Τριμα=Η μυζήθρα από το τουλουμοτυρι

Τρυβουλιαζω....τρίβω σε ψιλά κομματάκια, ίσως στρογγυλά ( π.χ. πούμε, τον τραχανά όταν τον απλώνουμε)

Τρυγοπατι=.οταν τρυγος και πάτημα των σταφυλιών γίνεται μονοημερα

Τσακατου  ,Τσαπερα ,Τσαπανου =εκεί κάτω,εκεί πέρα, εκεί πάνω                                            

τσακουμάκι = αναπτήρας

Τσαμούσικο = το ζώο που κοτσάνι

Τσαμπάσης, ο = ο έμπορος ζώων κυρίως αλόγων

Τσάφι = πολύ κρύο ,παγωνιά

Τσεμπέρι γυναικείο μαντήλι κεφαλιού

Τσερέπα= το πίσω μέρος του ξυλόφουρνου

Τσικλί = η καλούμπα του αετού

Τσικλινάρι =το πολύ αδύνατο παιδί

Τσίρλα, η = διάρροια.

Τσίτσιδι = γδυτός, ξεβράκωτος

Τσιφούρα = ψιλόβροχο

Τσιφουρίζει = ψιλοβρέχει

τσίφτης = ξηγημένος, μάγκας

Τσος= αυτος

Τσούλινδρας = ο κύλινδρος που πατούσαν τις χωμάτινες ταράτσες

τσούπρα = κορίτσι, κοπέλα (στους κτηνοτρόφους μας νεαρή γίδα)

τσουράπια=κάλτσες

Τσουρούτικο = Στενό, στενόχωρο , μίζερο

Υ

Ύστερο ή τσιτάρι = ο πλακουντας του ζωου που βγαινει μετα τη γεννηση

Φ

Φακιόλι = μαντήλι κεφαλιού δεμένο με ιδιαίτερο τρόπο. όχι στο λαιμό αλλά πίσω στο σβέρκο

φάρα = κατά λέξη, σπόρος ,γένος...Στην Κάρυστο χρησιμοποιείται απαξιωτικά ( π.χ. Σε τι φάρα πήγες κι έπεσες;)

φελάει = ωφελεί

φιλιότσος, -α = βαφτιστικός, -ιά

φιρί φιρί = γύρω-γύρω, επίμονα, προκλητικά

φιτιλιά,η = ραδιουργία, η υποκίνηση σε τσακωμό

φλέσουρα = μικρά σκουπιδάκια από ξύλα

φουρκίζω = απαγχονίζω, γκρεμοτσακίζω, προκαλώ θυμό οργή

φουρκισμένος,η,ο = ο θυμωμένος, ο κρεμασμένος

Φουρνιά=.βάτραχος, αλλά κι εκείνος -η που τους θεωρούμε κουτοπονηρους

Φουρνοξύλα = κοροϊδευτικά η ψηλή και άχαρη γυναίκα

Φουρνοξυλο=.το μακρύ ξύλο με το πανί στην άκρη του, που καθάριζαν το φούρνο

Φτου σκατομισογένη = βρισιά στα νεύρα

Φτουράει = επαρκεί

Χ

χαβάς,ο = ο σκοπός τραγουδιού (το χαβά του αυτος )

χαϊρι,το = η προκοπή

Χαλασμένος = Βλαμμένος (αυστηρά Καρυστινή έκφραση)

χαμπέρι,το ή χαμπάρι = αγγελία , μήνυμα, είδηση, μαντάτο (τι χαμπάρια;)

χαράμι = άδικα

χαραμοφάης,ο = αυτός που τρώει τσάμπα το φαϊ του χωρίς να προσφέρει

χασομέρι,το = η αργοπορία, το χάσιμο χρόνου

Χαφταλεύρας - Χαράς = χαζός

χειρόβολο το = μια χεριά θερισμένα στάχυα, όσα πιάνει το χέρι

Χεριά...κάτι ανάλογο με το προηγούμενο

χιονίστρα, η = αρχική μορφή κρυοπαγημάτων

Χλαπακιάζω = τρώγω αναίσθητα και με πολύ θόρυβο

χλαπακιάζω = τρώω γρήγορα και χωρίς να μασάω

Χούι, το = η ιδιαιτερότητα ενός ανθρώπου, η συνήθεια

Χουλιάρα = η μεγάλη κουτάλα

Χούμας = Χώμα

χουχουλίζω = ανασαίνω πάνω στα χέρια μου για να ζεσταθούν

Χρούσουλα = ξερά φύλλα και κλαράκια γιά προσάναμα ότι πρέπει

χτικιό, το = η φυματίωση χτικιάρης, α,ικο = ο φυματικός

χώρια = χωριστά, ξεχωριστά

Ψ

ψυχοπονιάρα (μτφ,) = γυναίκα "εύκολη"

ψυχοπονιέμαι = λυπάμαι, σπλαχνίζουμαι, συμπαθώ

Ψωμόλυσσας = αυτός που δεν έχει να φάει, ο νηστικός

Ω

 

Ευχαριστούμε για την παραχώρηση του αρχείου 

την κυρία Μαρία Ανδρέλλου 





Σεμινάριο

                                                                                                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Please, tell me something! It would be of a great help!

Ο ρόλος και ένας άλλος ρόλος. (χρονογράφημα)

  Ο ρόλος και ένας άλλος ρόλος. (χρονογράφημα) Σε αίθουσα ψυχαναλυτή η κ.Σοφία λέει τα βάσανα της στον γιατρό.   Σ/ Καλημέρα γιατρέ! Γ. Καλη...