κατάσαρκα = ακριβώς επάνω στη σάρκα |
Κάτοικας = το κοτέτσι |
κατραπακιά, η = χτυπώ κάποιον στο κεφάλι με την παλάμη μου |
Κατσάβραχα η Κράκουρα =δύσβατα βουνά |
κατσικοπόδαρος ο = ο γρουσούζης |
Κατσούλα = η σκούφια, η κουκούλα |
Κατώϊ = αποθήκη στο υπόγειο |
κερατάς, ο = αυτός που έχει κέρατα, ο απατημένος σύζυγος |
Κεσέμι = το κριάρι ή ο τράγος που οδηγεί το κοπάδι, ο μπροστάρης |
κιοτεύω=δειλιάζω |
Κλείσε τον σαπίτη σου! Κλείσε το βρωμόστομά σου! Ο σαπίτης είναι ένα ελληνικό φίδι. Γλώσσα σαπίτη. Δηλαδή, στάζει η γλώσσα σου δηλητήριο. |
κοκορέτσι = το γνωστό , παραδοσιακό έδεσμα από σπλάχνα ζώων |
κολάζω = βάζω σε πειρασμό |
κοπρίτης, ο = ο βρωμιάρης, ο ανεπρόκοπος και τεμπέλης άνθρωπος |
κορακοζώητος,= ο αυτός που ζεί πολλά χρόνια |
Κορκολέτσι = χαλάζι |
κοτάω = τολμώ (Δεν κοτά να πλησιάσει = δεν τολμά να πλησιάσει) |
κοτζάμ = τόσο μεγάλος |
Κουβεντιασμένη = Γυναίκα που έχει συζητηθεί για ασταθή ερωτικό βίο |
Κουκλομαντίλα = ο ιστός της αράχνης |
κουκοσκιάχτης = ντροπαλος ,ακοινώνητος |
Κουλουτσι=.κουταβάκι |
Κούμουλο = πολύ γεμάτο πιάτο με φαΐ |
κουμπάνια =τα τρόφιμα που έπαιρναν οι τσομπάνηδες μαζί τους για να έχουν στο μαντρί να τρώνε |
κουνενές, ο = το μωρό |
κουνιάδα, ος = η αδελφή -ος της -του συζύγου |
κουρκούτι, το = ο χυλός από σιτάλευρο μτφ.το θολωμένο μυαλό |
κουσελεύω=κουτσομπολεύω |
Κουσέλι=κουτσομπολιό |
Κουσελιάρης ή κουσέλας = κουτσομπόλης |
Κουταλαφος=ακρίδα |
κούτελο, το = το μέτωπο |
κουτουράδα = άσκεφτη κίνηση , επιπολαιότητα |
κουτουρού = στο περίπου |
Κουτσαφιές = το φυτό που κάνει κουκιά |
Κουτσουμπιδα =το μικρό μπουμπουκακι της τριανταφυλλιας |
κοψοχολιάζω = ανησυχώ κάποιον για κακό που τελικά αποφεύχθηκε |
κοψοχρονιά = μισοτιμή |
Κράκουρα = άγρια βουνά |
κρεββατίνα = ο αργαλειός |
κρισάρα = σίτα για κοσκίνισμα αλευριού |
Κωλοφωτιά = η πυγολαμπίδα |
Λ |
Λάγιο = κακόμοιρο |
λάγιο = σκούρο πρόβατο (μτφ. ο λάγιος = ο κακομοίρης) |
Λάκισα = έφυγα |
λάτρα = καθαριότητα σπιτιού |
λέσι το = το ψοφίμι (απαντάται παρατσούκλι Λέσης) |
λιακός = στέγη σπιτιού με χώμα |
Λιγούνα= βέργα |
Λίρα=η νεροκολοκυθα |
Λολάδες του Μουτζουρογιάννη (προφανώς παλιός Καρυστινός λωλός που έμεινει στην αιωνιότητα ) |
Λοστάρι = χοντρό και παχύ υφαντό σκέπασμα |
Λούβερη έκανες τον καφέ = Πικρό έφτιαξες τον καφέ |
Λουβιά = φρέσκα κουκιά |
λούμπα =λακούβα, λάκος (μτφ. σε τι λούμπα έπεσες;) |
Λυκορνια....άτακτα παιδιά |
Μ |
Μαγαρισμένο = βρώμικο |
Μαζοβολος=μικροκαμωμενος |
Μαμα σε εφτασε το αλεύρι; Ευτυχώς ήρθε μον μον Μονε=όμως, αλλά Μου μηνυσε, μονε πρέπει να πάω από κει Τι να κάνω κάνε... |
Μαμούνα = το μωράκι περπατάει στα τέσσερα |
Μαντζούνι = πρακτικό θεραπευτικό ρόφημα, γιατροσόφι |
Μαξιλαρομάνα η μαξιλάρα στο δυπλό κρεβάτι |
μαρμάγκα = δηλητηριώδης αράχνη που τρώει λαίμαργα τα θύματά της |
μασούρι, το = λεπτό κομμάτι από καλάμι όπου τυλίγουν επάνω νήμα |
Ματιά = το έντερο του γουρουνιού |
ματιάζω = ρίχνω τη ματιά μου, το βλέμμα μου, μτφ βασκάνω |
Μαυροτσούκαλο = ο πολύ μαυρισμένος από τον ήλιο |
Με πήγε μπουργανα=.με έπιασε διάρροια, ευκοιλιοτητα |
Μη με κρένεις = Μη μου μουρμουράς |
Μη τον ξεσυνερίζεσαι=μη του δίνεις σημασία |
Μια χεσα τόπος=.ένα μικρό κτηματακι |
Μισοκούτρουλος= βλαμμένος |
μισόχλωρος = τρελλός |
Μολέρνω = Φεύγω (κυριολεκτικά και μεταφορικά) |
Μον μον....ίσα ίσα |
Μονάντερος = ο αχόρταγος |
μόνο - μόνο= λίγο -λίγι, μια ιδέα |
Μονοχερο=.Αυτό που χωράει η φούχτα |
μοσχαναθρεμμένος, -η = καλομεγαλωμένος, -η |
Μοσχιδα _μικρη σε ηλικια αγελαδα. |
Μοσχοσάπουνο, το = σαπούνι που μοσχοβολάει. |
Μου έλυσε τα χέρια=..με διευκολυνε |
Μου στρέει = μου βγαίνει, μου πετυχαίνει... |
μουλοχτός, ο = ο μαζεμένος, ζαρωμένος από φόβο η υστεροβουλία |
μούργα = το κατακάθι του λαδιού |
μουσαφίρης, ο = ο φιλοξενούμενος |
Μουσκίδι = βρεγμένος πολύ |
μουστερής, ο = ο πελάτης |
μπαγλαρώνω =αρπάζω, δένω, φυλακίζω |
μπαϊλντισα = κουράστηκα |
Μπάκα = κοιλιά.( Γέμισε η μπάκα του) |
μπακίρια, τα = τα σκεύη της κουζίνας που είναι από χαλκό |
Μπακλαίίί= μπακλαβάς |
Μπαμπακουρι=τα πολλά χρήματα |
μπαμπέσης = ο κατεργάρης |
Μπαξές ο = το περιβόλι, ο κήπος |
μπασά = πόρτα- πέρασμα |
Μπασα =πολλοί πελάτες σε ένα μαγαζί |
μπάστακας, ο = μτφ.εκείνος που μένει ενοχλητικά ασάλευτος |
Μπαστικό= αποθήκη |
Μπαστουρωνω=.δενω τα δύο συστοιχα πόδια στο κατσίκι για να μην μπορεί να τρέχει |
μπέμπελη = ιλαρά |
μπέσα = η αξιοπιστία με βάση τους άγραφους κανόνες και τις αξίες μιας ομάδας ατόμων (ιδιαίτερα σε μικρές κοινωνίες σαν τη δική μας) |
Μπίθουλας = ο πολύ κοντός ( κοροϊδεφτικα |
μπινιώτα = το πυθάρι |
Μπίτ = καθόλου |
Μπιτίζω = τελειώνω |
μπόσικος = χαλαρός (π.χ. με βρήκε μπόσικο και τού γραψα τ΄αμπέλι ) |
Μπουγιουρντί = κοινοποίηση δυσάρεστου εγγράφου |
Μπουκαδούρα = φουσκοθαλασσιά |
Μπουκουνιά = Μπουκιά |
Μπουμπουλώνομαι = ντύνομαι πολύ για να αποφύγω γερό κρύο,με σκεπασμένο και το κεφάλι |
Μπουμπουνιδα=.ο χρυσομπαμπουρας κι ο, τι ήταν έντονα χρωματισμένο (μια κούκλα νήμα σε έντονο πορτοκαλί χρώμα) |
μπουρδουκλώνομαι = μπερδεύομαι |
Μπούρμπερη = στάχτη, σκόνη (Να γίνει στάχτι και μπούλμπερη) |
μπουρμπουλίθρα η = φουσκάλα από αέρα επάνω στο νερό |
Μπουστουρα=το περιεχόμενο της κοιλιάς |
Μπούτσης = Σκοτάδι |
Μπούφλα = Χαστούκι |
Μπουχός = σκόνη (μεταφορικά: Έγινε μπουχός = εξαφανίστηκε) |
Μπρέσκα = είδος βατράχου και μεταφορικά ο πολυ χοντρός άνθρωπος |
Μπροστομούνι, το = η ποδιά της νοικοκυράς. |
Μπροστοποδιά = γυναικεία ποδιά κουζίνας |
Μωρ' να τηνε ρίξουμε από δίπλα!= να κανονίσουμε να βρεθεί η κοπέλα με τον νεαρό για να τους τα φτιάξουμε! |
Ν |
Να μην λαίζει κούνουπας, = να μην περνά ούτε κουνούπι |
νεμοπύρωμα : είναι προφανώς |
νετάρω = αποτελειώνω, αποπερατώνω, ξεκαθαρίζω |
Νιτερέσο = συμφέρον( Δεν έχω νιτερέσα μαζί τους) |
Νόγα = δεν σε πήρα νόγα (κατάλαβα ) |
Νοσσιδα=.η μικρή κοτουλα που αρχίζει να γεννάει |
νταβαντούρι, το = η φασαρία , ο θόρυβο |
Νταβραντίζω (ρήμα) = δυναμώνω. |
νταβραντωμένος - δυνατός άντρας |
ντάλα μεσημέρι=καταμεσήμερο |
Νταλάκιασα = δίψασα πολύ |
νταμιτζάνα, η = μεγάλο γυάλινο μπουκάλι με περίβλημα από ψαθί πλεγμένο |
Νταραβερίζεται = συνεταιρίζεται, (μτφ. ερωτική παρέα ) |
ντερέκι, το = ο πολύ ψηλός |
Ντέρκουλο( ντίρλα ,τύφλα) στο μεθύσι! |
Ντερλικωσα =εφαγα πολυ, φουσκωσα! |
ντουβάρι, το = ο τοίχος |
ντούγα, ἡ : = βρωμάει ντούγα (έκφραση για τους μπεκρήδες) σανίδα βαρελιοῦ |
Ντουγρού = ευθεία |
ντουνιάς, ο = όλος ο κόσμος |
Ντουντούκι = άδειος |
Ντούσκο =τρυφερό φύλλομα θάμνων |
Ντράβαλα = περιπέτειες |
Ξ |
ξάϊ = μέτρο χωρητικότητας καρπού, όσο ένας ντενεκές του πετρελαίου. |
Ξαντάρι = ξάνεμο |
ξεγοφιάζουμαι = εξαρθρώνω το γοφό μου (περπατάει σα ξεγοφιασμένη) |
Ξεκουμπίζομαι = απομακρύνομαι, εξαφανίζομαι, απαλλάσσω κάποιον από την παρουσία μου |
ξελιμπάρω = ἐλαφρώνω τὸ πλοῖο ξεφορτώνοντας μέρος τοῦ φορτίου σὲ ἄλλο μικρότερο ποὺ θὰ μπεῖ στὰ ρηχὰ νερά, μτφ. τελειώνω, ἀδειάζω, ξοφλά |
ξεποδαριάζομαι = κουράζομαι απ' το περπάτημα |
ξεραϊλα , η = η ανομβρία |
ξεργουτού = επί τούτου |
ξεροσταλιάζω = στέκομαι περιμένοντας κάποιον με αγωνία |
Ξεσυνερισά=σημασία |
Ξόμπλι = κουτσομπολιό |
Ξομπλιάστρα = αυτή που τα παρατηρεί όλα, που δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο |
Ξοντώνω = εκτονώνομαι |
Ξυφαίνω = τελειώνω την κρεβατίνα, δηλ. τον αργαλειό Μεταφορικά σημαίνει ,ξεμπερδεύω, τελειώνω μια δύσκολη δουλειά (Πώς τα ξύφανες; = πώς ξεμπέρδεψες; ) |
Ο |
οι κουρκουμπίνες αλλιώς: γκουγκλιούμισσες και γκόγκλιες |
Όκλαή = Πλάστης |
Ουγίτικο πανί = το λεπτό άσπρο υφαντό με τις ρίγες |
Ούτε για τσίλο στο μαντρί, (ούτε για σκύλο στο μαντρί) έκφραση που δήλωνε πόσο ανεπιθύμητοι ήταν η νύφη ή ο γαμπρός στην οικογένεια όταν έφριχναν ένα μήκος ακολουθούσε απαξάπαντως το Μετά συγχωρήσεως, |
οχτρός,ο = ο εχθρός |
Π |
Παγκάδα = χαμηλή πέτρινη μάντρα στις αυλές των αγροτικών σπιτιών |
Παγκάρει = ηρεμεί ο καιρός |
Παγκούα =πληρωμή μετρητοίς |
Παδανά, παδαχάμου = Εδώ, εδώ κάτω |
παιδομάνι =αναρίθμητο πλήθος παιδιών |
πάκια, τα = τα νεφρά |
παλούκι το = ο πάσσαλος |
πανοπροίκι, το = η παραπανίσια προίκα που ζητείται ή δίνεται στον γαμπρό |
πανωγόμι = το επιπλέον φορτίο ενός ζώου, στο κέντρο του σαμαριού (μεταφορικά το πανωτόκι) |
παραλοϊζω = χάνω το νου μου |
παραντουρώ = παραπάιω, παραπατώ |
παρδάσκελα = τρόπος καβαλικέματος στο ζώο (ανάποδα) |
Παρδασκελα=.οταν καβαλαμε το άλογο |
παρλιακός,η, ο = ο ακαταλόγιστος, ο ανισόρροπος |
πάω ζέβλα ζέβλα = πάω κούτσα –κούτσα |
Πάω μέσα =θα πάω στην Αθήνα |
πεζούλα = φυσικό ή τεχνητό ίσωμα σε πλαγιά για καλύτερο όργωμα ή για κράτημα του εδάφους |
Πεντασταυλι =ορθανοιχτος |
Πεντιζω=.μοσχοβολαω (ανοιξιάτικο ρήμα, πεντοβολαει ο τόπος από τα λουλουδια) |
Πέρνα πόθε=έλα απο 'δω |
Πέτος = κληματαριά |
Πήγε προς νερού του= πήγε να κατουρήσει... |
πήδος = άλμα |
Πήρα τα Ρουμάνια = Πήρα τους δρόμους |
πίζουλος, -η = παράξενος |
Πινακοτή = ξύλινες θύκες για να φουσκωσουν τα καρβέλια |
Πιστομίθηκα= έπεσα ο χάφτας |
Πιτουρισμα=πασπαλισμα |
πλατσουράω = τσαλαβουτάω στα νερά |
Πορδοβούλωμα, το = ο τιποτένιος, ο μικροκαμωμένος. |
Πότε θα σμίξουμε??= πότε θα ανταμώσουμε? |
πούντιασα = πάγωσα |
Πουρπουσίρι= με αυτό σκαλίζεις το τζάκι |
Πριπάσω = δεύτερη γυναίκα ,φθηνιάρα |
Πρισκάρι = Πρίξημο |
Προβάτα = περπάτα |
Προβάτει = περπάτα |
Προγκάω = διώχνω με φωνές |
Ρ |
ρέγομαι = μου αρέσει κάτι πάρα πολύ |
ρέγουλα,η = με το μέτρο, μέτρια |
Ρέμας = το ρέμα |
Ρεντουκλο = το πολυ αραιο υφασμα |
Ρογκάτσι = καρυστινό κρι κρι (μεταφορικά τα νέα ατίθασα παιδιά)) |
Σ |
|
Σάγνω = φτιάχνω |
σάζμα = στρωσίδι υφαντό φτιαγμένο με μαλλί |
σάματις = σάμπως, μήπως |
Σάμπως = μήπως (Σάμπως λέπω καθόλου ίσα που στροφεγγάω = Μήπως βλέπω ; Μόλις που αχνοβλέπω) |
Σάστισα = τα έχασα |
σβέρκος = το πίσω μέρος του λαιμού (Καρυστινή έκφραση :τον βούτηξα από τον σβέρκο) |
Σβωλος=...το κομμάτι σκληρό τυρι από το τουλουμοτυρι |
Σερμπέτη έκανες τον καφέ = Έκανες γλυκό τον καφέ |
σιροστιά ( σίδερο+ εστία)στο τζάκι για να βάζουν πάνω τον τέτζερη να μαγειρεύουν ή πυροστιά |
σιτζεριάζω = αναμειγνύω π.χ.ριξε λιγο κρυο νερο και σιτζεριασε το γιατι θα ζεματιστεις |
Σκάκος = βαθμολογία στα παλιά παιχνίδια μας |
Σκαμπάζω=ξέρω, γνωρίζω |
Σκαπετάω= φεύγω |
Σκαπέτισα = έφυγα |
σκασίλα,η = σκάσιμο, βαθιά χαρακιά, η στενοχώρια σαρκαστικά |
Σκατομισογέννης = έκφραση για το σατανά |
Σκιάχτικα = τρόμαξα |
σκορδοκαϊλα (μου) = ένδειξη μη ενδιαφέροντος για κάτι συγκεκριμένο |
σκουτί,το = το ένδυμα |
σοϊλίτικος,ο = αυτός που προέρχεται από σόι καλό, από καλή ράτσα |
Σοπακι=.ξυλιες |
σοστάδα = το σωστό |
σουλούπι,το = η εμφάνιση |
Σουνταχα=πριν χαράξει, πρωί πρωί |
Σουρτουκεύω=είμαι συνέχεια έξω |
Σούτα = γίδα χωρίς κέρατα |
σοφράς = χαμηλό στρογγυλό τραπέζι |
σπολάτι = κατόπιν εορτής |
στα τσακίδια = φύγε, χάσου |
Σταλιό = σκιερό υπόστεγο που μάζευαν τα ζώα τις ζεστές μέρες |
Στέρφα ζα = τα ζώα που δε γεννούνεν |
Στο βγάλσιμο ήλιου = ανατολικά |
Στο χάσιμο ήλιου = δυτικά |
στοιβή = στοίβα από χοντρά ρούχα, πιο πολύ κλινοσκεπάσματα |
Στόμας = το στόμα |
στραβέγκλω, η = η μισόστραβη |
στράφι = άδικα, ανώφελα, στα χαμένα |
Στρεει=.βοδωνει |
στρέω = επιτυγχάνω |
Στρογέρα = απανεμιά |
Στροφεγγάω = αχνοβλέπω |
συ πού ήστανε; - ήμανε πέρα =εσύ πού ήσουν; - ήμουν πέρα |
συννεφόκαμα = ζέστη με συννεφιά |
Συχαρίκι, το = το φιλοδώρημα σε αναγγελία καλής είδησης π.χ. τούδωσε τα συχαρίκια που πέρασε στο Πανεπιστήμιο... |
Σφηγγαρωνι=σφηγγοφωλια |
Σχιζες_ σχισμενα ξυλα πανω απo τα κονταρια για να κρατανε τη λασπηστο λιακο. |
Τ |
Τα τελειώσανε= δώσανε λόγο,αρραβωνιαστήκανε |
Ταγάρι, το = σακούλι μάλλινο |
Ταγιο=μεγάλος τσακωμός, αλλά εννοείται και κάτι πολυ |
Ταήλιου = Κακώς του κάκου |
τάλε κουάλε = πανόμοιος |
Τάλιαρος = κορμός δένδρου κομμένος , 30 πόντους περίπου, μπροστά στο τζάκι γιά σκαμπό. |
ταμαχιάρης=αχόρταγος |
Ταμπλάς = Εγκεφαλικό (τούρθε ταμπλάς) |
τέντζερης,ο = κατσαρόλα μαγειρέματος |
Τζάκις = το τζάκι |
τζαμιλίκι, το = το τζάμι |
Τζερεμές = Ο κακοπληρωτής |
Τζίξεμε = αγκιξέμε |
Τζούνι = Η περίοδος ενός παιχνιδιού |
Τζουρούνια= κοφτερά βράχια |
Τζύλωμα = αγκάθι |
Τζυλωνω=τρυπιεμαι από αγκάθι ή ακιδα |
τζώρας = ξεροκέφαλος |
Τηράω = βλέπω |
Τι νόησες; = πώς την έχεις δει ; |
Τίβοτα = τίποτα |
Τίλους..(Ιδιωματική έκφραση π.χ. Τίλους δε μου είπες ότι θάρθεις) |
Τίποτα δε γλωσσάζει = τίποτα δεν τρώει |
Το πήρε επιπόνου ,δηλ. με πολύ στεναχώρια |
Το ρούγκλησε όλο = Το ήπιε γρήγορα. |
Του βέτιου = Κουτουρού |
Του δαιμόν οι κλήρες |
Του πειραντά την κλήρα, ζάφτι δε γίνεται= έκφραση για το άτακτο παιδί που δεν μπορούμε να το στρώσουμε |
Τουλουμι._το ασκι που κουβαλαγαντον μουστο η" το κατσικισιο δερμαπου εβαζαν το τυρι.Εξ ουκαι τουλουμοτυρι! |
τουρλώνω = φουσκώνω |
Τράβα = το μεσαίο ξύλο που κρατούσε τα ξύλα της σκεπής |
τραβολογάω = σέρνω κάποιον παρά τη θέλησή του |
Τραζέστης= ένα ξύλινο εργαλείο σε σχήμα ταυ που το χρησιμοποιούσαν στην παρασκευή της μυζήθρας. |
τρακάδα,η = μία στοίβα τακτικά τοποθετημένα ομοειδή πράγματα |
τρατάρω = κερνάω |
τράτο,το = το περιθώριο |
τρικέρης,ο = ο σατανάς |
Τριμα=Η μυζήθρα από το τουλουμοτυρι |
Τρυβουλιαζω....τρίβω σε ψιλά κομματάκια, ίσως στρογγυλά ( π.χ. πούμε, τον τραχανά όταν τον απλώνουμε) |
Τρυγοπατι=.οταν τρυγος και πάτημα των σταφυλιών γίνεται μονοημερα |
Τσακατου ,Τσαπερα ,Τσαπανου =εκεί κάτω,εκεί πέρα, εκεί πάνω |
τσακουμάκι = αναπτήρας |
Τσαμούσικο = το ζώο που κοτσάνι |
Τσαμπάσης, ο = ο έμπορος ζώων κυρίως αλόγων |
Τσάφι = πολύ κρύο ,παγωνιά |
Τσεμπέρι γυναικείο μαντήλι κεφαλιού |
Τσερέπα= το πίσω μέρος του ξυλόφουρνου |
Τσικλί = η καλούμπα του αετού |
Τσικλινάρι =το πολύ αδύνατο παιδί |
Τσίρλα, η = διάρροια. |
Τσίτσιδι = γδυτός, ξεβράκωτος |
Τσιφούρα = ψιλόβροχο |
Τσιφουρίζει = ψιλοβρέχει |
τσίφτης = ξηγημένος, μάγκας |
Τσος= αυτος |
Τσούλινδρας = ο κύλινδρος που πατούσαν τις χωμάτινες ταράτσες |
τσούπρα = κορίτσι, κοπέλα (στους κτηνοτρόφους μας νεαρή γίδα) |
τσουράπια=κάλτσες |
Τσουρούτικο = Στενό, στενόχωρο , μίζερο |
Υ |
Ύστερο ή τσιτάρι = ο πλακουντας του ζωου που βγαινει μετα τη γεννηση |
Φ |
Φακιόλι = μαντήλι κεφαλιού δεμένο με ιδιαίτερο τρόπο. όχι στο λαιμό αλλά πίσω στο σβέρκο |
φάρα = κατά λέξη, σπόρος ,γένος...Στην Κάρυστο χρησιμοποιείται απαξιωτικά ( π.χ. Σε τι φάρα πήγες κι έπεσες;) |
φελάει = ωφελεί |
φιλιότσος, -α = βαφτιστικός, -ιά |
φιρί φιρί = γύρω-γύρω, επίμονα, προκλητικά |
φιτιλιά,η = ραδιουργία, η υποκίνηση σε τσακωμό |
φλέσουρα = μικρά σκουπιδάκια από ξύλα |
φουρκίζω = απαγχονίζω, γκρεμοτσακίζω, προκαλώ θυμό οργή |
φουρκισμένος,η,ο = ο θυμωμένος, ο κρεμασμένος |
Φουρνιά=.βάτραχος, αλλά κι εκείνος -η που τους θεωρούμε κουτοπονηρους |
Φουρνοξύλα = κοροϊδευτικά η ψηλή και άχαρη γυναίκα |
Φουρνοξυλο=.το μακρύ ξύλο με το πανί στην άκρη του, που καθάριζαν το φούρνο |
Φτου σκατομισογένη = βρισιά στα νεύρα |
Φτουράει = επαρκεί |
Χ |
χαβάς,ο = ο σκοπός τραγουδιού (το χαβά του αυτος ) |
χαϊρι,το = η προκοπή |
Χαλασμένος = Βλαμμένος (αυστηρά Καρυστινή έκφραση) |
χαμπέρι,το ή χαμπάρι = αγγελία , μήνυμα, είδηση, μαντάτο (τι χαμπάρια;) |
χαράμι = άδικα |
χαραμοφάης,ο = αυτός που τρώει τσάμπα το φαϊ του χωρίς να προσφέρει |
χασομέρι,το = η αργοπορία, το χάσιμο χρόνου |
Χαφταλεύρας - Χαράς = χαζός |
χειρόβολο το = μια χεριά θερισμένα στάχυα, όσα πιάνει το χέρι |
Χεριά...κάτι ανάλογο με το προηγούμενο |
χιονίστρα, η = αρχική μορφή κρυοπαγημάτων |
Χλαπακιάζω = τρώγω αναίσθητα και με πολύ θόρυβο |
χλαπακιάζω = τρώω γρήγορα και χωρίς να μασάω |
Χούι, το = η ιδιαιτερότητα ενός ανθρώπου, η συνήθεια |
Χουλιάρα = η μεγάλη κουτάλα Χούμας = Χώμα | χουχουλίζω = ανασαίνω πάνω στα χέρια μου για να ζεσταθούν | Χρούσουλα = ξερά φύλλα και κλαράκια γιά προσάναμα ότι πρέπει | χτικιό, το = η φυματίωση χτικιάρης, α,ικο = ο φυματικός | χώρια = χωριστά, ξεχωριστά | Ψ | ψυχοπονιάρα (μτφ,) = γυναίκα "εύκολη" | ψυχοπονιέμαι = λυπάμαι, σπλαχνίζουμαι, συμπαθώ | Ψωμόλυσσας = αυτός που δεν έχει να φάει, ο νηστικός | Ω | |
Ευχαριστούμε για την παραχώρηση του αρχείου την κυρία Μαρία Ανδρέλλου
|