Η ΕΛΣΑ
Η μικρούλα
Έλσα έμεινε με ανοιχτό το στόμα και το τοίχος των ηχητικών βλημάτων που
εκτοξευόταν από τον μεγάλο της αδελφό την κτύπησε ακριβώς στο κέντρο. Τα κύματα
κατέβηκαν σαν δηλητηριώδης γλώσσες μέχρι το στομάχι της και εκεί έγινε μια
μεγάλη έκρηξη που της έφερε εμετό.
Οι κόρες των
ματιών της είχαν διασταλεί από την έκπληξη και έμεινε ακίνητη μέχρι η έκρηξη
στο στομάχι να καταλαγιάσει και η φωνή να βρει την δύναμη να βγει..» Μα τι λες?
Τι φταίω εγώ πάλι? Τι έπαθες?»
«Πες μου ότι
δεν μου χάλασες εσύ το καλάμι μου!»Συνέχισε τρέμοντας από θυμό ο μεγαλύτερος
αδελφός της. Ο Σωτήρης, γύρω στα 13, άρπαξε το καλάμι και ένα κουβάρι από την βιζινέζα του ψαρέματος
μπερδεμένη με τα αγκίστρια και άρχισε να την κραδαίνει μπροστά στην Έλσα. « Γιατί
να το κάνω αυτό? (ρώτησε με τρεμάμενη φωνή..» Γιατί είσαι κακιά! Να, για αυτό!!
)
Άλλο ένα
κύμα θυμού παραλίγο να την προλάβει αλλά ευτυχώς είχε σκύψει με θλίψη το κεφάλι
τόσο κάτω όσο ο αυχένας σχεδόν να ξεκολλήσει από την υπόλοιπη σπονδυλική στήλη
και το πιγούνι της άγγιξε το στήθος της. Άρχισε να κλαίει υπόκωφα και
απελπισμένα γιατί κάθε φορά, μα κάθε φορά, ότι και να γινόταν στο σπίτι της,
όλοι κατέληγαν ότι έφταιγε αυτή. Κολλούσε το φαγητό στην κατσαρόλα? Έφταιγε η
Έλσα που δεν το πρόσεχε. Δεν έπαιρνε μπροστά το αυτοκίνητο? Έφταιγε η Έλσα
γιατί ήταν γρουσούζα.. Έχανε η μεγάλη της αδελφή τα περιοδικά της? Έφταιγε η
Έλσα γιατί ήταν περίεργη και ήθελε να δει τι διάβαζε η αδελφή της η Μαργαρίτα που
από το ύψος της εφηβείας των 16 χρόνων, κοιτούσε την δεκάχρονη Έλσα σαν ένα
ενοχλητικό παράσιτο που της κατέτρωγε τον λίγο χώρο που είχαν στο κοινό τους
δωμάτιο. Έλεγαν τόσα πράγματα που την πονούσαν πολύ και το είχαν σαν το
οικογενειακό τους αστείο, ένα αστείο που την έστελνε να μένει μόνη της στο
κρεβάτι της ενώ άκουγε από το άλλο δωμάτιο τα γέλια τους εις βάρος της.
Μήπως δεν
είμαι δικό τους παιδί? Αναρωτιόταν καμιά φορά. Μήπως είμαι τόσο άσχημη?
Κοιτούσε τον καθρέπτη αλλά δεν έβλεπε να τα μάτια της κουκουβάγιας που της
έλεγαν ότι είχε. Έβλεπε δυο όμορφα μεγάλα μελιά μάτια σε ένα καλοσχηματισμένο
πρόσωπο.
Κοιτούσε τον
δρόμο και περίμενε την στιγμή να φύγει μακριά από όλους αυτούς του ανθρώπους
που δεν έχαναν ευκαιρία να την πληγώνουν ,αλλά ήταν ακόμα μικρούλα. Το
καταλάβαινε ότι έπρεπε να περιμένει μέχρι να μεγαλώσει και ίσως τότε να
μπορούσε να βγάλει ένα ένα όλα αυτά τα αγκάθια που πλήγωναν την παιδική της
ψυχούλα. Όταν όμως συνέβαινε κάτι όπως το σημερινό, ήθελε απλά να φύγει και να
μην κοιτάξει πίσω ποτέ της ξανά…
Όλες οι
σκέψεις ένα κουβάρι με τους τοίχους να έχουν χάσει το περίγραμμα τους, τα
έπιπλα θολό σκηνικό μπροστά στα δακρυσμένα της μάτια και μια φωνή σαν από
μακριά την έφερε πάλι στο παρόν, εκεί δίπλα στον αδελφό της..»( Ο Ρόκυ σου
έκανε τα ψαρικά σου ένα κουβάρι…πάλι καλά που δεν τρυπήθηκε..) έλεγε η φωνή του
φίλου του που είχε έρθει να τον πάρει για ψάρεμα..(Σόρρυ βρε, δεν το πρόλαβα)..
( ΑΑΑ, Καλά, ) απάντησε ο Σωτήρης, και βιαστικά πήρε τα πράγματα του και
εξαφανίστηκε μαζί με τον φίλο του.
Ούτε συγνώμη
ούτε τίποτα. Η Έλσα αισθανόταν σαν την παλιά μπάλα στο σχολείο που όλοι την
κλωτσούν και στο τέλος την πετάνε σε μια άκρη μέχρι όταν θέλουν να παίξουν
ξανά.
Πήγε στο
γραφείο της και άνοιξε τα βιβλία της να διαβάσει για την άλλη μέρα, τουλάχιστον
να ξεχαστεί λιγάκι. Το τέλος του σχολείου έφτανε και έπρεπε να διαβάσει, να
είναι καλή μαθήτρια. Όχι ότι θα της έλεγε κανείς μπράβο..μπααα, όχι για αυτό..
αλλά γιατί ήταν το εισιτήριο της να φύγει από αυτό το περιβάλλον και επιτέλους
να ηρεμήσει.
Ο ΚΩΣΤΗΣ
Σε κάποιο
άλλο σημείο της πόλης ο δωδεκάχρονος Κωστής, έπαιζε νευρικά με τον στυλό του
πάνω από τα ανοιχτά βιβλία των μαθηματικών. Η οθόνη του κινητού του έμοιαζε πιο
απειλητική από ποτέ, σαν ένα μεγάλο στόμα πιράχνας με τα πλήκτρα να μοιάζουν με
δόντια έτοιμα να τον κατασπαράξουν. Η δόνηση έκανε το τηλέφωνο να χορεύει πάνω
στο τραπέζι και ο Κωστής απάντησε απότομα ,»Ναι..» « Θα σε κανονίσουμε»
ακούστηκε η απειλή από την άλλη μεριά.
Έκλεισε το τηλέφωνο
με τρεμάμενο χέρι. Κοκκίνησε και οι παλμοί του ανέβηκαν ..Τι να έκανε τώρα?
Άκουγε από τα άλλα δωμάτια τους γονείς του να μιλούν για το έργο που έβλεπαν
στην τηλεόραση και από το διπλανό δωμάτιο του αδελφού του ερχόντουσαν οι ήχοι
του παιχνιδιού που έπαιζε στο play station. Tα τηλεφωνήματα είχαν πυκνώσει τις τελευταίες
μέρες. Ήξερε ποιος είναι..Φυσικά και ήξερε. Ποιος άλλος από τον Πέτρο που δεν
τον άφηνε σε ησυχία στα διαλείμματα με την επιμονή του να του προξενεί τρόμο.
Την μια να του λέει για τους εξωσχολικούς φίλους που έχει με τα μηχανάκια και
πως με μια μεγάλη αλυσίδα θα τον ρίξουν κάτω, την άλλη κραδαίνοντας μια
πεταλούδα δίπλα από το αυτί του, την Τρίτη ακολουθώντας τον στο σπίτι με μια
απειλητική απόσταση. Το κακό είχε παραγίνει και οι φίλοι του, ο Γιώργος και η
Μαρίνα, ζούσαν το ίδιο σκηνικό τρόμου. «Εντάξει, το έχουμε καταλάβει ότι
γουστάρεις την Μαρίνα, όμως δεν σε θέλει ρε φίλε, πάρτο απόφαση», του είχε πει
την προηγούμενη βδομάδα. «Η εγώ η κανείς! Το κατάλαβες?» του είχε απαντήσει
θυμωμένος ο Πέτρος. Δεν τον ένοιαζε τον
Κωστή που ήταν πιο γεροδεμένος από κείνον, ούτε πίστευε και τόσο πολύ τις απειλές
του. Όσο για τις εξωσχολικές του παρέες δεν ήταν παρά νεαροί που έβγαζαν όλο το
άχτι τους γκαζώνοντας το παπί με την
κομμένη εξάτμιση. Προσπαθούσε να ηρεμήσει τον εαυτό του με αυτές τις σκέψεις
αλλά ο τσακωμός με τις λεπίδες που είχαν πριν λίγες μέρες, τον είχε φορτίσει με
ένα ανεξέλεγκτο άγχος. Γύρισε την οθόνη
να μην την βλέπει, έκλεισε αποφασιστικά τα βιβλία και πήγε στο σαλόνι. ‘ Μαμά,
μπαμπά, έχω να σας πω κάτι» τους είπε με το πιο σοβαρό του ύφος προσπαθώντας να
κρύψει τον φόβο που τον κατέτρωγε. «Τι είναι παιδί μου?’» του απάντησαν ανήσυχοι..Και ο Κωστής τα είπε
όλα, χαρτί και καλαμάρι περιμένοντας με αγωνία τις αντιδράσεις τους.
«Δεν σου
είπα ότι είσαι μικρός για γκομενιλίκια?’» ήρθε η πρώτη απογοητευτική απάντηση
από την μάνα.» Α, πα πα,,,δεν λέω τίποτα στον πατέρα του, μαζί είμαστε κάθε
απόγευμα στο καφενείο..Μα έχουν καλέσει για τραπέζι το Σάββατο..Δεν θα πάρω τον
άνθρωπο να του πω τα παιδιαρίσματα σας»..Άνοιξαν το τηλεκοντρόλ και βυθίστηκαν
πάλι στην ιστορία που έβλεπαν..
Σαστισμένος
ο Κωστής, γύρισε στο δωμάτιο του και ένα παγωμένο χέρι του έσφιξε την καρδιά..»Και
τώρα? Τι κάνουνε?» Πήρε τον Σωτήρη . Μια
από τα ίδια. Οι γονείς του Πέτρου ήταν , τουλάχιστον στον κόσμο, πολύ
συμπαθείς, πολύ χαρούμενοι, πολύ γλετζέδες, πολύ από όλα..Οι γονείς τους μια
παρέα που φαίνεται τίποτα δεν θα ήταν ικανό να την διαλύσει. Προσπάθησε να πάρει την Μαρίνα, αλλά το
τηλέφωνο ήταν απενεργοποιημένο..»Θα τα πούμε αύριο στο σχολείο» υποσχέθηκε στον
εαυτό του και βυθίστηκε σε έναν ταραγμένο από εφιάλτες ύπνο. Την άλλη μέρα η
Μαρίνα άφαντη. Στο τέλος ρώτησε την
κολλητή της, «Η Μαρίνα είναι τιμωρία» του απάντησε. «Τιμωρία? Γιατί?» «ΕΕΕ, να,
για όλα αυτά…» του απάντησε η Μαρία και έτρεξε μακριά του να μην την δει ο
Πέτρος ότι του μιλάει και έχει και μπλέξει.
Ο Κωστής και
ο Σωτήρης βρέθηκαν μετά το σχολείο να δουν πως θα αντιμετωπίσουν τον Πέτρο μιας
και οι γονείς τους δεν είχαν καμιά διάθεση να τους πάρουν στα σοβαρά.
‘ Να το
πούμε στον Μανώλη» κατέληξαν και αντί για το σπίτι τους πήγαν στο βεντζινάδικο
που δούλευε ο δεκαεπτάχρονος Μανώλης με τα τατουάζ νεκροκεφαλών να του
σκεπάζουν τα χέρια και η φράντζα με τα κατάμαυρα μαλλιά να σκεπάζει τα μάτια
του. Ο Μανώλης μιλούσε μάγκικα και κορόιδευε τα παιδιά που πήγαιναν σχολείο.
Τον έκαναν γούστο που τους πείραζε γιατί καταλάβαιναν ότι δεν το εννοούσε κατά
βάθος. Ίσως και αυτός αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, αν δεν είχε πεθάνει ο μπαμπάς
του πριν λίγα χρόνια, αν η μαμά του δεν δούλευε δυο δουλειές και αν τα άλλα δυο
μικρότερα αδελφάκια του δεν τον είχαν για μπαμπά, ίσως τα πράγματα να ήταν
αλλιώς για τον Μανώλη. «Μανώλη, τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις?» τον είχαν
ρωτήσει κάποτε..» Τι εννοείς βρε πιτσιρίκι, άμα μεγαλώσω? Μεγάλος είμαι, δεν το
βλέπεις?» Είχε απαντήσει στον Πέτρο και τον Σωτήρη φουσκώνοντας σαν γάλος μέσα
στην μπλε εργατική του φόρμα.
Ο Μανώλης
μόλις είχε βάλει βενζίνη σε ένα αυτοκίνητο και χαιρετούσε τον οδηγό όταν τα παιδιά
πήγαν στην δουλειά του. «Τι έγινε μάγκες? Πως από εδώ τέτοια ώρα?» «Μανώλη, θέλουμε βοήθεια» του απάντησαν και
οι δυο μαζί. Κάθισαν στην άκρη και του τα είπαν όλα.
«Τι λέτε
βρε? Μα τι μαλάκας είναι αυτός ο Πέτρος ρε γαμώτο.. Καλά, άστο πάνω μου..» « Τι
θα κάνεις? Μη μάθουν τίποτα οι γονείς μας γιατί θα μπλέξουμε χειρότερα..» «Μην
ανησυχείτε ρε σας λέω..Τι ώρα έχετε φορντιστήριο? Σας περιμένουν ε? Καλά, καλά,
θα τα πούμε» «Ευχαριστούμε ρε Μανώλη»
είπαν ανακουφισμένα τα παιδιά και πήγαν σπίτι.. Στις πέντε βρέθηκαν στην γωνία
των σπιτιών τους μιας και έμεναν δίπλα δίπλα, και πήγαν στο φροντιστήριο.
Πράγματι, από μακριά, είχαν τον Πέτρο μαζί με έναν από τους εξωσχολικούς του
φίλους, να τους ακολουθούν από μακριά. Μόλις έφτασαν έξω από το φροντιστήριο, ο
Πέτρος ανέπτυξε ταχύτητα και τους πλησίασε ενώ ο φίλος του έβγαλε την πεταλούδα
και τους κοιτούσε γελώντας.. Τότε , εντελώς από του πουθενά, πετάχτηκε μπροστά τους
ο Μανώλης . Μπήκε ανάμεσα τους, κινήθηκε απειλητικά προς τον Πέτρο και τον φίλο
του, άρπαξε το τιμόνι και τράνταξε το μηχανάκι. «Μη σας ξαναδώ κοντά στα παιδιά
θα σας κλάψει η μάνα σας μαλακισμένα» τους είπε θυμωμένα και εκείνοι
τρομοκρατημένοι ελευθέρωσαν το μηχανάκι από την λαβή του Μανώλη και
εξαφανίστηκαν στην επόμενη γωνία. Ο Μανώλης καμάρωνε , τα παιδιά χειροκρότησαν
ανακουφισμένα και μαζί με τα υπόλοιπα της τάξης
ανακήρυξαν τον Μανώλη προστάτη και παντοτινό τους φίλο. Πράγματι, ο
εφιάλτης τέλειωσε και στο τραπέζι το Σάββατο, ο Πέτρος κρατούσε όσο μπορούσε
πιο μεγάλη απόσταση από τον Κωστή και τον Σωτήρη. «Τι έχουν τα παιδιά» Ρώτησε
τον πατέρα του Σωτήρη ο πατέρας του Πέτρου..»Τίποτα μωρέ, παιδιακίσια πράγματα»
του απάντησε λίγο αμήχανα και του γέμισε κρασί το ποτήρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Please, tell me something! It would be of a great help!