H συνοδός.
Σωτηρία - Άστα! Άστα τι πέρασα! Στα όρη στα άγρια βουνά και ακόμα πάρα πέρα!
Φλώρα - Τι έπαθες παιδί μου? Πιες λίγο νεράκι!
Σωτηρία .-. Να, χτες το βράδυ γυρίσαμε από το νοσοκομείο με τον παππού. Μια τρέλα ζήσαμε, μια τρέλα!
Φλώρα . Είναι καλά τώρα, όλα εντάξει?
Σωτηρία. Εντάξει, εντάξει, Δόξα τω Θεό, την γλύτωσε. Και αυτός και εμείς. Ένα επεισόδιο ήταν , το ρυθμίσαμε και εντάξει, αλλά στον θάλαμο παιδί μου, στον θάλαμο, ήταν άλλοι 3 παππούδες
Φλώρα. Πω πω, γεμάτος , είχες κάπου να κάτσεις?
Σωτηρία . Είχα, είχα. Νοίκιασα και την πολυθρονίτσα μου και την έβγαλα εκεί, αλλά δεν έκλεισα μάτι.
Φλώρα, Είχε ανησυχία ο παππούς?
Σωτηρία, Μπααα, όχι ιδιαίτερη, αλλά οι 2 παππούδες, ο απέναντι και ο δίπλα, είχαν άνοια.
Φλώρα ΑΑΑ, οι καημένοι!
Σωτηρία. Καημένους τους λες εσύ, για ρώτα και μένα που τους άκουγα όλο το βράδυ, και τι δεν είπαν!
Φλώρα δηλαδή?
Σωτηρία . Θα σου πω για τον δίπλα πρώτα που δεν έβαλε γλώσσα μέσα όλη νύχτα. Ήθελε να του φέρει η νοσοκόμα το παντελόνι του, να βγάλει το μπάμπερς και να φύγει!
Φλώρα - Που ήθελα να πάει?
Σωτηρία - Να πάει λέει στο μαγειριό να φάει πατσά!
Φλώρα - Πατσά..? Έλα Παναγία μου!
Σωτηρία,- Ναι σου λέω! Πατσά! Και να χτυπάει τα κουδούνια, να χτυπάει το κάγκελο να θυμώνει. Θέλω το παντελόνι μου και τα λεφτά μου και να φύγω!
Φλώρα -Αφού δεν ζήτησε και ταξί, πάλι καλά.
Σωτηρία..- Ναι παιδί μου, άνοια ξε άνοια όλα τα είχε κανονίσει. Θάρθει ο γιός μου να με πάρει, έλεγε, περιμένει με ταξί από κάτω, γρήγορα αδελφή, και δώστου πάλι, Αδελφή βγάλε μου το μπάμπερς . Για μωρό με πέρασες?. Τι να σου λέω δηλαδή..Είχε λέει την παρέα του στο μαγειριό και τον περίμεναν να πάει. Περιμένουν τα παιδιά. Ακούς , παιδιά..Και μετά συνέχιζε, τηλεφώνησε στον Παναή στο μαγειριό να μην ξεχάσει το σκορδοστούπι!
Φλώρα -Και εσείς τι κάνατε?
Σωτηρία -. Τι μια κάναμε ότι δεν ακούγαμε την άλλη του μιλούσαμε ωραία, Παππούλη είσαι στο νοσοκομείο ..Το κακό σου τον καιρό, μου έλεγε και θύμωνε. Έσπρωχνε τα σεντόνια, κλωτσούσε το κρεβάτι, τραβούσε τους ορούς, μια απελπισία. Στο τέλος του φόρεσαν κάτι γάζες σαν ζουλρομανδία για χέρια, τα δέσανε έτσι μπόλικα μπόλικα στα κάγκελα να μην κάνει καμιά ζημιά και ησυχάσαμε λίγο, μη φανταστείς όμως ότι κράτησε και πολύ. Μετά ξέχασε το μαγειριό και το σκορδοστούπι και άρχισε να θυμάται που πήγαινε ταξίδι.. Μαρίκα την βαλίτσα, φώναζε, όχι την κόκκινη δεν είμαστε κουμουνιστές, την μαύρη πάρε..!
Φλώρα-. Γελάσατε και λίγο φαντάζομαι.
Σωτηρία.. Τι να γελάσουμε παιδάκι μου, δεν προλάβαμε να γελάσουμε, ο απέναντι που σου έλεγα ξύπνησε την ώρα που πήγε η νοσοκόμα να του φτιάξει τον ορό και άρχισε να της κολλάει.
Φλώρα- Τι να κολλάει, δηλ κανονικά, στην νοσοκόμα?, Δεν το πιστεύω!
Σωτηρία. Να το πιστέψεις, να το πιστέψεις." Θες να δεις τον καθετήρα μου μάνα μου", να ακούσεις τρόπο να τρελαθείς, Και μετά , "ομορφούλα θα μου αλλάξεις το μπάμπερς να κάνουμε τρέλες?"
Φλώρα.- Βρε είσαι σίγουρη ότι τα είχε χαμένα, η ήταν έτσι ο παππούς ερωτήλος και πλακατζής?
Σωτηρία.- Τι πλακατζής καλέ σου λέω .Του έφεραν τον δίσκο το πρωί και τον ρωτάει η νοσοκόμα, "Τσάι η γάλα", "Γάλα να πιεις εσύ που είσαι μωράκι όμορφο" της λέει.
Φλώρα.- Ήταν τουλάχιστον μικρή?
Σωτηρία -,Τι μικρή?, κοντά 60 η γυναίκα, τον κοίταζε και ήταν έτοιμη να τον λούσει με το γάλα και το τσάι μαζί.. Τι τραβάνε και αυτές!
Φλώρα..- Δεν έπληξες καθόλου τουλάχιστον. Μια ο ένας μια ο άλλος, πέρασε η νύχτα.
Σωτηρία.- Το πρωί με πήρε χαμπάρι και μένα." Έλα δω κοντά κορίτσι, μου" είπε και μου έκλεισε και το μάτι , ακούς, το μάτι, ο 90αρης..Βρε πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, αυτός που το είπε, ήξερε τι έλεγε.
Ο άλλος πάλι εκεί που καθόταν μια χαρά ακούνητος, χωρίς να μιλήσει στην συνοδό του, άρχιζε να σαλεύει και ξαφνικά ήθελε να σηκωθεί. Που πας, τον ρωτάμε, στο μπάνιο μας λέει . Βάζουμε τις φωνές να ξυπνήσει η γυναίκα του που κοιμόταν στην καρέκλα η καημένη. Πετάγεται πάνω αυτή αλαφιασμένη, που πας του λέει, στο μπάνιο της λέει και δώστου να σηκωθεί, και μη νομίζεις, ίσα ίσα που στεκόταν ο καημένος, αλλά εκεί, πείσμα, να πάει μόνος του στο μπάνιο, τον κρατάει από το ένα χέρι να μην πέσει, εν τω μεταξύ ξέχασαν τον ορό , τον ορό φωνάζουμε εμείς, τον ορό, φώναξε και αυτή, «ξεχάσαμε τον ορό,» τον αφήνει μια στιγμή, τρέχει να βγάλει τον ορό, μπερδεύεται ο ορός με τον ορό του διπλανού, τραβήχτηκε το σταντ, «το στάντ», φωνάζουμε εμείς,» το στάντ,» φωνάζει και αυτή, με το ένα χέρι στον ορό, με τον άλλο να ξεμπλέκει τον ορό του διπλανού, με το πόδι να στηρίζει τον παππού να μην πέσει, ένα δράμα μια αναστάτωση και στο τέλος ξεμπερδεύεται επιτέλους, βουτάει τον παππού από το μπράτσο και τι λέει ο παππούς περνώντας από μπροστά μας.
Φλώρα -Τι λέει?
Σωτηρία - Είδες για να έχεις νέα γυναίκα? Ήταν καμιά 20 χρόνια νεώτερη η καημένη, και τι να πει και αυτή, κούναγε το κεφάλι της απελπισμένη..
Άστα σου λέω, άστα!
Φλώρα.- Ε, εντάξει, φύγατε και ησυχάσατε..Περαστικά και μακριά από τέτοιες πόρτες..
Σωτηρία.- Μακριά και αλάργα Φλώρα μου. Μακριά και αλάργα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Please, tell me something! It would be of a great help!