Μια φορά και έναν καιρό, στο βασίλειο της Καλοχαράς, γεννήθηκε η πιο μικρή πριγκίπισσα του βασιλείου από την μαμά Καλομοίρα και τον μπαμπά Καλότυχο.
Το παραμύθι μας, η μάλλον, η ιστορία μας, θα
μπορούσε να ξεκινά έτσι και να τελειώνει στην επόμενη φράση, με το ,
"Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα" γιατί τι θα μπορούσε να πάει
στραβά σε μια ιστορία που έγινε στην χώρα της Καλοχαράς σε μια πριγκίπισσα από
την μαμά Καλομοίρα και ένα μπαμπά που τον λένε Καλότυχο? Τίποτα θα σκεφτεί
κάποιος και λογικά δεν θα είχε άδικο.
Όμως η ζωή κρύβει πολλές τούμπες,
αναμπουμπούλες, φουσκοθαλασσιές απότομες καταιγίδες και ξαφνικά μπουρίνια, που
μπορεί ξαφνικά και σε μια στιγμή να στείλει κάποιον από την χώρα της Καλοχαράς
στην χώρα της Κακιάς Ώρας ,εκεί που κάνει κουμάντο η βασίλισσα Κακομοίρα ο
βασιλιάς Κακότυχος και αναστατώνει όλο το παλάτι από τα πεισματικά κλάματα της
η πριγκίπισσα Καραμελίτα.
Ας γυρίσουμε όμως πάλι στην χαρούμενη στιγμή
που γεννήθηκε η μικρούλα Ζαχαρούλα, και όλες οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα να
σκορπίσουν παντού τα καλά νέα.
Όλοι ήταν τόσο χαρούμενοι και ευτυχισμένοι
για τον ερχομό της πιο μικρής πριγκίπισσας στο βασίλειο γιατί οι καλοκάγαθοι κάτοικοι
χαιρόντουσαν πάντα με την χαρά του άλλου και δεν έχαναν ευκαιρία να γελάσουν
και ανταλλάξουν ευχές πάντα με την καλή τους την κουβέντα.
¨Στο καλό!" 'Ελεγαν, και με
χαμόγελο ξεπροβόδιζαν κάποιον! "Καλημέρα! Καλησπέρα!"
"Καλώς τον! Καλωσόρισες!" "Κάνε το καλό και ρίξτο στο
γιαλό" και πολλές άλλες εκφράσεις και λέξεις έλεγαν για να δείξουν την
καλή τους διάθεση και την αγάπη τους για τον διπλανό τους.
Πόσο τυχερή ήταν η μικρή μας πριγκίπισσα που
γεννήθηκε ανάμεσα σε τόσο καλομίλητους ανθρώπους που δεν στενοχωρούσαν ούτε
πλήγωναν ποτέ ο ένας τον άλλον!
Η μαμά Καλομοίρα, πετούσε στους επτά ουρανούς
και στα μάτια φτερούγιζαν όλες οι ελπίδες και τα όνειρα για την μικρή της
Ζαχαρούλα, ενώ ο μπαμπάς της είχε πάντα χρόνο να παίξει μαζί της λίγο μέσα στην
μέρα και να την βάλει για ύπνο το βράδυ. Έτσι πέρασαν πέντε όμορφα και
ευτυχισμένα χρόνια.
Το βασίλειο της Καλοχαράς, δεν ήταν πλούσιο
αλλά είχε αρκετές πεδιάδες για να καλλιεργούν ότι χρειαζόντουσαν, λίγα δάση,
δυο μικρά βουνά χωρίς εκπλήξεις και φόβους, και πολλές πολλές όμορφες παραλίες
με την πιο όμορφη θάλασσα για κολύμπι και παιχνίδια στο νερό για τα παιδιά, όλο
το καλοκαίρι.
Οι Καλοχαρήτες δεν ήθελαν τίποτα πάρα πάνω
και μετά τόσα πολλά χρόνια ειρήνης και ηρεμίας ,δεν πίστευαν πια ότι θα γινόταν
κάτι που θα τάραζε την ηρεμία τους.
Ήταν ένα απομεσήμερο της τρίτης Αυγούστου.
Μια Αυγουστιάτικη μέρα με πολύ παιχνίδι δίπλα στο κύμα, με κάστρα που ποτέ δεν
στέριωναν οι τοίχοι και τάπερ που ποτέ δεν έκλειναν. Μια αυγουστιάτικη μέρα που
το παιχνίδι δίπλα στην ακροθαλασσιά ποτέ δεν ήταν αρκετό και οι φωνές των
μαμάδων ποτέ δεν ακουγόντουσαν. Αυτή την μέρα ήταν που κανείς δεν πρόσεξε μια
κουκίδα τόση δα στο ορίζοντα. Κανείς δεν έδωσε σημασία σε μια εφημερίδα που
πέρασε σαν αεροπλάνο πάνω από ένα σπίτι, η τα λίγα φύλλα που παράσυρε κάποιο
αεράκι.
Όμως η κουκίδα μεγάλωσε και όλο κύκλωνε το
κύμα, όλο σήκωνε άσπρο αφρό και θάλασσα μαζί μέχρι που φούσκωσε και έγινε ένα
τρομερό τέρας που εγκυμονούσε φόβο και καταστροφή. Τα παιδιά σταμάτησαν να
παίζουν και κοιτούσαν με δέος τον ανεμοστρόβιλο που όλο και πλησίαζε, οι
μαμάδες ανάστατες μάζευαν τα παιχνίδια τις πετσέτες και τα ρούχα των
παιδιών, ενώ σιγά σιγά όλοι όσοι στην παραλία άρχισαν να μαζεύουν
ομπρέλες και καρέκλες και να τρέχουν στην ασφάλεια του αυτοκινήτου τους. Έτσι
και η μαμά Καλομοίρα με όλη την παρέα, κρατώντας τα παιδιά σφιχτά από το χέρι
προσπαθούσαν να φτάσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο δικό τους αυτοκίνητο. Ένα
λεπτό πριν γυρίζει το κλειδί και μισό μέχρι να ακουστεί το κλικ που
ξεκλειδώνει, η Ζαχαρούλα είχε ελευθερωθεί από το χέρι της μαμάς και είχε
σηκώσει τα χεράκια της ψηλά ενώ άφοβα κοιτούσε τον ανεμοστόβιλο που σήκωνε την
άμμο. Και ήταν εκείνη την στιγμή που ο αέρας ρούφηξε μαζί με την άμμο την
Ζαχαρούλα και την σήκωσε ψηλά πάνω από τα ανοιχτά χέρια της μαμάς της που είχαν
απλωθεί μέσα στον χαμό για να την κρατήσουν, πάνω από το αυτοκίνητο και στο
τέλος πάνω από τα σπίτια και τους λόφους. Γυρνούσε γύρω γύρω μαζί με τις νερό
και τα ψάρια που ήταν και κείνα κατάπληκτα και σπαρταρούσαν στο κενό πάνω από την
Καλοχώρα μέχρι που βγήκαν από τα σύνορα και τράβηξαν στο κέντρο της χώρας της
Κακιάς Ώρας, και εκεί , σιγά σιγά εξασθένησε και λες ένα αέρινο χέρι ακούμπησε
μαλακά μαλακά την Ζαχαρούλα στον κήπο που έπαιζε η Καραμελίτα.
Και ενώ στο βασίλειο της Καλοχώρας υπήρχε κλάμα και οδυρμός για τον χαμό της Ζαχαρούλας, στην χώρα της Κακιάς Ώρας, είχε ξημερώσει μια καλή μέρα και όλα φαινόντουσαν διαφορετικά. Η Καραμελίτα έτρεξε προς το μέρος της Ζαχαρούλας και χωρίς καν να αναρωτηθεί με έκπληξη για το αν είναι καλά και το πως έφτασε εκεί, της ζήτησε τον λόγο για την προσγείωση της στον κήπο. " Είναι δικός μου ο κήπος!" φώναξε και με δύναμη κτύπησε το πόδι της στο έδαφος. "Να φύγεις αμέσως! Δεν θέλω να παίξουμε μαζί!" "Μα έρχομαι από τα σύννεφα και σου έφερα και ψάρια !" είπε ψύχραιμα η Ζαχαρούλα και άρχισε να αδειάζει τις τσέπες της από τα μικρά ψαράκια που είχαν σηκωθεί μαζί της στην μεγάλη αέρινη φυσούνα.
Η Καραμελίτα άρχισε να τρέχει προς το σπίτι
της φωνάζοντας "Μαμά μπαμπά, ένα κοριτσάκι κατέβηκε από τον ουρανό και
έχει στις τσέπες της ψάρια!"
Η μαμά της βγήκε από το σπίτι τρέχοντας γιατί
είχε δει τον ανεμοστρόβιλο αλλά δεν περίμενε ποτέ το τι θα της είχε αφήσει στην
αυλή της. Πήγε κοντά στην Ζαχαρούλα και αντί να την καθησυχάσει, της είπε με
στριμμένο ύφος. "Ποια είσαι? Πως σε λένε? Να έρθουν οι γονείς σου αμέσως
να σε πάρουν"
"Με λένε Ζαχαρούλα,η μαμά μου είναι η
Καλομοίρα και ο μπαμπάς μου ο Καλότυχος" είπε όσο μπορούσε πιο ήρεμα η
Ζαχαρούλα ενώ τα κοτσίδια της είχαν χαλάσει και κρεμόντουσαν σαν λυπημένα αυτιά
κούνελου πάνω από τα αυτιά της.
Ο κήπος ήταν
μεγάλος περιτριγυρισμένος με ένα ψηλό μαντρότοιχο με πολλές μαραμένες και
απεριποίητες τριανταφυλλιές .Πάνω στα αγκάθια της πιο κοντινής πιάστηκε η
κορδέλα της Ζαχαρούλας και ενώ προσπάθησε να την φτάσει ένα αγκάθι της τρύπησε
το δακτυλάκι και μια σταγόνα αίμα έπεσε στο ξερό χώμα. Πόσα να αντέξει πια ένα
μικρό κοριτσάκι? Τα ματάκια της θόλωσαν από τα δάκρια, τα χειλάκια της σούρωσαν
και σωριάστηκε απελπισμένη στο έδαφος φωνάζοντας την μαμά της.
Ασυγκίνητη η
κ.Κακομοίρα, έκανε αέρα με το χέρι της να διώξει την ζέστη που την περικύκλωνε
, ρώτησε την Ζαχαρούλα αν θυμάται το τηλ της μαμάς της η του μπαμπά της.
« Μα είμαι
ένα τόσο δα μικρό κοριτσάκι , που να θυμάμαι τόσους πολλούς αριθμούς» είπε
κλαίγοντας η Ζαχαρούλα, “αλλά “ πρόσθεσε, «Αν πάρετε τηλέφωνο τον βασιλιά θα
στείλει αμέσως να με πάρουν γιατί είμαι η πιο μικρή πριγκίπισσα» .
«Α χα! Ώστε
έτσι λοιπόν!. Μια μικρή πριγκίπισσα από την Καλοχαρά! Θα μας μολύνεις το
περιβάλλον! Καραμελίτα! Γρήγορα πάμε να πάρουμε τηλέφωνο!» Είπε επιτακτικά η
Κακομοίρα και η Καραμελίτα έτρεξε στο κατόπι της. Με έκπληξη η Ζαχαρούλα είδε
την τριανταφυλλιά που είχε στάξει το χεράκι της, να ζωηρεύει και τα
τριαντάφυλλα να μυρίζουν ένα υπέροχο άρωμα που έφτασε μέχρι την καρδιά της
μικρούλας και την ζέστανε σαν ένα ποτήρι ζεστό γάλα και το χάδι της μαμάς της
πριν την πάρει ο ύπνος.
Σιγά σιγά,
όλος ο κήπος άνθισε, και τα λουλούδια γύρισαν προς το μέρος της λες και της
μιλούσαν.
Η Ζαχαρούλα
σηκώθηκε και χάιδεψε όλα τα λουλούδια αγκάλιασε όλους τους κορμούς των δέντρων
και προσπάθησε να πιάσει μέχρι και τα πιο ψηλά κλαδιά.
Ήταν σαν να
της μιλούσαν και εκείνη άκουγε αυτήν την σιωπηλή πολυλογία των φυτών.
Δεν είχε
περάσει πάνω από μισή ώρα όταν ξαναφάνηκε στον κήπο η κ.Κακομοίρα με ένα κύριο
που ολοφάνερα ήταν σωφέρ.
«Πήρα
τηλέφωνο και σε περιμένουν στα σύνορα να σε παραλάβουν. Εμπρός, φεύγεις
αμέσως», της είπε η κ.Κακομοίρα χωρίς καν να προσφέρει ένα ποτήρι νερό στο
κουρασμένο παιδί.
Ακολούθησε
τον σωφέρ στο μεγάλο αυτοκίνητο και μαζεύτηκε στο πίσω κάθισμα αμίλητη και
φοβισμένη. Ανυπομονούσε να φτάσει στην μαμά της και στους καλούς ανθρώπους της
χώρας της. Ήταν ολοφάνερο ακόμα και σε ένα τόσο μικρό παιδί σαν την Ζαχαρούλα
ότι η καλοσύνη μπορεί να εκτιμηθεί από τα πλάσματα της φύσης εκτός από όσους
ζουν στην χώρα της κακιάς Ώρας. Αλλιώς δεν θα είχαν για βασίλισσα την
κ.Κακομοίρα ούτε για βασιλιά τον κ.Κακότυχο.
Αφού πέρασαν
τις πεδιάδες και τα βουνά που χώριζαν τις δυο χώρες, έφτασαν στα σύνορα όπου με
την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της, την περίμενε η μαμά της μαζί με τον
μπαμπά και πολύ κόσμο που είχε ανησυχήσει πάρα πολύ για την υγεία της μικρούλας τους.
Όταν άνοιξε
η πόρτα ξεχύθηκε σαν τον σίφουνα και κρύφτηκε στην αγκαλιά της μαμάς της. Την
έσφιγγε σφικτά σφικτά όπως κρατούσε τα χρωματιστά μπαλόνια που της αγόραζαν
κάθε καλοκαιρινή βραδιά και ονειρευόταν έναν ουρανό πολύχρωμο και μπαλονιένιο
πριν κοιμηθεί.
Όλοι μαζί γύρισαν στο παλάτι και έκαναν ένα τρελό πάρτι για να γιορτάσουν τον γυρισμό της και εκείνη την καλοκαιρινή βραδιά, από μακριά έφτανε ένα υπέροχο άρωμα τριαντάφυλλο λες και ο αέρας είχε ποτίσει ομορφιά και καλοσύνη.
Ενώ λοιπόν
το πάρτι για την επιστροφή της Ζαχαρούλας κράτησε μέχρι το πρωί, η Καραμελίτα
στριφογύριζε στο κρεβατάκι της και δεν μπορούσε να κοιμηθεί όσα προβατάκια και
αν μετρούσε.
Σκεπτόταν
την Ζαχαρούλα που είχε μια έκφραση διαφορετική από αυτήν που είχαν οι κάτοικοι
της Κακιάς Ώρας. Δεν τσίριξε και δεν έβρισε, δεν καταράστηκε κανέναν και δεν τα
έβαλε ούτε καν με τον μεγάλο ανεμοστρόβιλο. Το πιο περίεργο όμως από όλα, ήταν
που ο κήπος ζωντάνεψε και όταν πήγε μετά να παίξει μόνη της, είδε με έκπληξη τα
ανθισμένα λουλούδια και μύρισε μια πρωτόγνωρη μυρωδιά.
Είχε πάει να
φωνάξει την μαμά της αλλά εκείνη κοίταξε με ξινισμένο ύφος γύρω της και δεν
είδε καμιά διαφορά. Ίσα ίσα που μάλωσε την Καρμελίτα που την διέκοψε από τις
δουλειές της.
Ο νονός της
Καρμελίτα, είχε έρθει για επίσκεψη αργά το απόγευμα και αφού άκουσε με προσοχή
όλα τα παράξενα που είχαν συμβεί, αποφάσισε ότι ήταν άλλη μια στριμάδα της
φύσης που έχει βαλθεί να τους τρελάνει και καλά θα έκαναν να στερέωναν καλά τις
τέντες, και να έκλειναν πάντα τις πόρτες γιατί ποιος ξέρει τι θα γινόταν αν ο
ανεμοστρόβιλος έμπαινε από την μια πόρτα και έφευγε από την άλλη! Όλο το παλάτι
θα ήταν στον αέρα να χορεύει με ότι άλλο θα είχε σηκώσει και ποιος ξέρει μέχρι
που θα έφταναν τα πράγματα τους και τι θα μπορούσαν να μαζέψουν ξανά.
ΑΑΑ, Όλα και
όλα. Ο κύριος Κακορίζικος, ο νονός της Καρμελίτα, ήταν πολύ σχολαστικός και ο
βασιλιάς Κακότυχος χρωστούσε πολλά από
τα πλούτη του σε εκείνον.
Τσιγκούνης
και στριμμένος δεν υποχωρούσε μπροστά στα παρακάλια για βοήθεια ούτε έδινε ποτέ
κάτι λίγο πάρα πάνω από όσα μάζευαν με φόρους από τους κατοίκους της Κακιάς
Ώρας.
Βλέπετε
παιδιά, μπορεί οι κάτοικοι να ήταν πάντα σκυθρωποί, και δύσκολα τους έπαιρνες
μια κουβέντα, ιδιαίτερα καλή κουβέντα, αλλά είχαν και ένα λόγο πάρα πάνω από
τους βασιλιάδες τους που αν και είχαν πλούτη δεν τα ευχαριστιόντουσαν γιατί
φοβόντουσαν το κακό το μάτι, την κακιά κουβέντα, τα μάγια και τις ζήλιες των
αυλικών.
Και έτσι
κανείς δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένος. Ούτε καν τα παιδιά.
Ο
κ.Κακορίζικος είχε ακούσει με προσοχή την Καρμελίτα να του λέει και για τα
λουλούδια του κήπου και μάλιστα πήγαν μαζί να δουν τις τριανταφυλλιές. Άδικος
κόπος. Δεν είδε καμιά διαφορά όπως και η μαμά της.
Η Καρμελίτα
ήταν πολύ στενοχωρημένη γιατί δεν είχε ξαναδεί τα λουλούδια έτσι όμορφα και
ήθελα να το μοιραστεί με κάποιον. Βλέπετε, θέλει χρόνο και πολύ εκπαίδευση να
γίνει κάποιος πραγματικά κακορίζικος και κακομοίρης και η μαμά της Καρμελίτα
δεν φρόντιζε τόσο πολύ για την σωστή διαπαιδαγώγηση της μικρής της κόρης.
‘Έπεσε να
κοιμηθεί λοιπόν η Καρμελίτα και το άρωμα του κήπου μπήκε από το ανοιχτό
παράθυρο και κάθισε δίπλα της στο μαξιλάρι μέχρι πια από το πολύ μέτρημα και
συγκεκριμένα τον αριθμό 1055 , η Καρμελίτα βυθίστηκε σε έναν ύπνο γεμάτο όνειρα
και εφιάλτες για ανεμοστρόβιλους που την σήκωναν ψηλά και την πήγαιναν σε άλλα
μέρη που οι άνθρωποι ήξεραν να χαμογελούν.
Το πρωί
ξύπνησε με καλύτερη διάθεση και έτρεξε
στον κήπο να δει πάλι τα λουλούδια. Ήταν όλα όπως τα είχε αφήσει και πριν καν
πάρει το πρωινό της, πήρε ένα ποτιστήρι και άρχισε να ποτίζει μια μια τις ρίζες
των λουλουδιών και των δέντρων.
Ένα ωραίο
αίσθημα ικανοποίησης την γέμισε όταν τέλειωσε και αυθόρμητα ένα χαμόγελο
σχηματίστηκε στα χείλη της.
Από μακριά
άκουσε την φωνή της μαμάς της που την φώναζε για το πρωινό της και έσβησε
γρήγορα το χαμόγελο από τα χείλη της να μην το δει κανείς και την μαλώσουν.
Όπως της
έλεγε ο δάσκαλος της, ο κόσμος είναι ένα πολύ τρομαχτικό μέρος και αυτό που
λέμε χαμόγελο, είναι μόνο για τους χαζούς που δεν καταλαβαίνουν την σοβαρότητα
των προβλημάτων.
Τι και αν
ήταν μόνο 10 χρονών? Έπρεπε και εκείνη να σηκώνει στους μικρούς της ώμους όλη
την δυστυχία του κόσμου και να είναι πάντα τσαντισμένη για να ξορκίζει ότι
χαρούμενο μπορούσε να τρυπώσει στην παιδική της καρδιά.
Όπως, τώρα
καλή ώρα..ΩΩ,Συγνώμη, κακή ώρα ήθελα να πω, που τα λουλούδια και η Ζαχαρούλα
είχαν μοιραστεί μαζί της κάτι όμορφο και αφού το καλοσκέφτηκε η Καρμελίτα,
αποφάσισε να το κρατήσει μυστικό. Να μην ξαναπεί κουβέντα σε κανέναν για όλα
αυτά, αλλά να συνεχίζει να φροντίζει τα λουλούδια του κήπου και να κάνει πρόβα το χαμόγελο γιατί είχε δει στον
καθρέπτη το πόσο πολύ την ομόρφαινε.
Συνεχίζεται..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Please, tell me something! It would be of a great help!