Μια φορά και ένα καιρό, σε ένα σκιερό δάσος αλλά με μεγάλα λιβάδια,
ζούσε ένα χαριτωμένο μικρό άσπρο λαγουδάκι με μαύρα αυτάκια.
Ήταν τόσο χαριτωμένο που αν και έκανε ένα σωρό αταξίες , πάντα βρισκόταν
κάποιος να τον σώσει, να τον δικαιολογήσει ακόμα και να πάρει πάνω του τα λάθη
και να πληρώνει τις ζημιές που προκαλούσε στις φωλιές των άλλων που υπήρχαν
τριγύρω .
Το μικρό λαγουδάκι στο τέλος είχε πιστέψει ότι ήταν ο βασιλιάς του
κόσμου και τίποτα και ποτέ δεν θα μπορούσε να του χαλάσει την διάθεση του και
να αποτρέψει τα σχέδια του για περισσότερες σκανταλιές και αταξίες.
Όμως έρχεται το πλήρωμα για όλους και όλα. Έτσι και στην περίπτωση του ήρθε η ώρα
που στο λιβάδι ήρθε ένας μεγάλος λαγός.
Είχε γυρίσει όλα τα λιβάδια του δάσους και είχε φέρει μαζί του μεγάλους
θησαυρούς.
Όταν άκουσε τα παράπονα για τις ζημιές του Λαγοπόντη, έτσι έλεγαν το λαγουδάκι,
θύμωσε πάρα πολύ και αποφάσισε να το συνετίσει.
Ο Λαγοπόντης προσπάθησε να τον καλοπιάσει, να του κάνει κοπλιμέντα και να
του πάει δώρα, αλλά ο κυρ Πλατοαυτιάς είχε ήδη μάθει ότι όλα αυτά δεν είναι
παρά ένα θέατρο και ήταν πολύ αυστηρός και απότομος μαζί του.
Του απαγόρευσε να γυρίζει κοντά στην φωλιά του και έκλεισε όλες τις τρύπες και
τα λαγούμια που είχε σκάψει για να περνάει απαρατήρητος και ο Λαγοπόντης
κόντευε να σκάσει.
Σκέφτηκε να αλλάξει την συμπεριφορά του και να κάνει πονηριές σαν την αλεπού.
Όμως πως είναι δυνατόν να κάνει ένα λαγουδάκι την αλεπού?
Ένα λαγουδάκι μπορεί να είναι τόσο πονηρό όσο ένα λαγουδάκι. Ποτέ δεν θα γίνει
αλεπού, όπως και η αλεπού δεν θα γίνει ποτέ άγρια σαν την τίγρη ,γιατί η τίγρη
είναι τίγρη και η αλεπού αλεπού ενώ το λαγουδάκι όσα όνειρα και να κάνει για
βρει τρόπους αλεπουδίσιους , το μόνο που θα βρει θα είναι την αλεπού να το
περιγελά και να θέλει να το φάει.
Ο Λαγοπόντης είχε βρει τον μάστορα του και όσο περνούσε ο καιρός τόσο
ξεθάρρευαν και οι υπόλοιποι και έβλεπαν το πως τους κορόϊδευε τόσο καιρό ο
Λαγοπόντης .
Σιγά σιγά ο Πλατοαυτιάς απέκτησε τον σεβασμό των πληθυσμού και άρχισε να βάζει
τάξη στο λιβάδι.
Όσο πιο πολύ τάξη έμπαινε, τόσο πιο πολύ ο Λαγοπόντης έμενε μόνος του και
φυσούσε ξεφυσούσε χωρίς να μπορεί να βρει τρόπο να γυρίσει στις παλιές του
συνήθειες.
Μια μέρα ενώ ο ήλιος έλαμπε και τα χορταράκια κιτρίνιζαν στο καλοκαιρινό αεράκι
, η αλεπού βρέθηκε στο λιβάδι να μυρίζει τις εισόδους των λαγουμιών χωρίς να
βρει ούτε δείγμα από τα λαγουδάκια. Όλα είχαν πάει επίσκεψη στο διπλανό λιβάδι
για να δείξουν το πόσο καλά τα είχαν καταφέρει με την καθοδήγηση του
Πλατοαυτιά. Ο μόνος που είχε μείνει πίσω ήταν ο Λαγοπόντης που είχε σκάψει
βαθιά βαθιά και είχε χωθεί μέσα για να μη βλέπει ούτε το φως ούτε τίποτα και
ήταν έτοιμος να κρατήσει την αναπνοή του μέχρι να σκάσει !
Τότε άκουσε τον βηματισμό της αλεπούς που όσο περνούσε η ώρα και δεν έβρισκε
κανέναν έτρεχε πιο ελεύθερα τριγύρω.
Έφτανε υπόκωφος μέχρι το βάθος του λαγουμιού του και τότε ο Λαγοπόντης πήγε
κοντά στο στόμιο του λαγουμιού και ξεφύσηξε τόσο δυνατά που μερικά χώματα
πετάχτηκαν και τράβηξαν την προσοχή της αλεπούς.
Ενώ η κυρά Μάρω πλησίασε την μουσούδα της στο στόμιο της τρύπας, ο Λαγοπόντης
έριχνε τα τοιχώματα του διπλανού τούνελ , που του το είχε μισογκρεμίσει ο
Πλατοαυτιάς . Το έδαφος υποχώρησε και η αλεπού βρέθηκε να πέφτει μέσα σε μια
μεγάλη τρύπα . Το βάρος της έριξε ακόμα 2 χωρίσματα στα τούνελ και η αλεπού μας
σαστισμένη προσπαθούσε να καταλάβει πως τα καλά του καθουμένου, βρέθηκε έτσι
παγιδευμένη.
Όταν τελικά σήκωσε το κεφάλι της, είδε την χαριτωμένη φατσούλα του Λαγοπόντη να
την κοιτάει περιπαιχτικά και να της τραγουδάει με αναίδεια:
Αχ κυρά Μάρω σε έπιασα
και σε έβαλα στην φάκα
και τώρα ο Πλατοαυτιάς
θα φύγει μάνι μάνι
αφού όλοι θα δούνε
ότι είμαι εγώ τζιμάνι!
Η Κυρά Μάρω δεν κάθισε να αναλύσει το ποίημα παρά άρχισε να σκέφτεται το πως θα
τον ξεγελάσει για να βγει από την τρύπα που είχε πέσει.
"ΑΑΑΑ! Του είπε με νάζι...." Πως φαίνεσαι ότι είσαι ξεχωριστός
από όλους τους άλλους! Ο πιο όμορφος και σίγουρα ο πιο έξυπνος για να μη πω και
ο πιο γενναίος αφού σε άφησαν μόνο να φυλάς ολόκληρο λιβάδι!"
"Nαι, είμαι ο πιο γενναίος! " Περηφανεύτηκε ο Λαγοπόντης και για μια
στιγμή ονειρεύτηκε τον εαυτό του με μια γυαλιστερή πανοπλία και ένα
μεγάλο σπαθί !
¨Και σίγουρα θα είσαι και το πιο δυνατό ,χωρίς αμφιβολία! Αν και φαίνεσαι
αδύναμο και μικρούλη!χμμμ!"
" Τι χμμμ!" Θορυβήθηκε ο Λαγοπόντης! " Είμαι πολύ
δυνατός!"
" Ε, τότε για τράβα αυτό το κλαδί μέχρι σε μένα! Πιστεύω ότι μπορείς
βέβαια, αλλιώς δεν θα σε άφηναν μόνο να παλέψεις με όποιον θα ερχόταν να σας
κλέψει τις φωλιές, αλλά και πάλι, αν δεν το δω πως να το πιστέψω! Είναι που
μοιάζεις τόσο απροστάτευτος!! "
" Φυσικά και μπορώ" Φύσηξε ξεφύσηξε και τράβηξε με όλη του την δύναμη
και άλλη τόση που βρήκε κρυμμένη στην μανία του να εντυπωσιάσει την αλεπού.
Η Αλεπού άρπαξε με τα δόντια της το κλαδί, σύρθηκε έξω από την τρύπα και και
τίναξε τα χώματα από την κοκκινωπή της γούνα.
Ο Λαγοπόντης άρχισε να φοβάται και να μετανιώνει αλλά ήταν ήδη αργά.
Η Τελευταία του σκέψη θα ήταν το πόσο είχε μετανιώσει που δεν είχε πάει
στο λιβάδι με τους άλλους ,αν εκείνη την ύστατη ώρα δεν ορμούσαν 2 φίλοι
του ασβοί να αφήσουν την βρώμα τους πάνω στην αλεπού και εκείνη άρχισε να
τρέχει να σωθεί και να μπορέσει να πάρει μια αναπνοή.
Όταν η καρδιά του μπήκε πάλι στην θέση της, ευχαρίστησε τους ασβούς και άρχισε
να καταστρώνει σχέδια για το πως θα παρουσίασε την ιστορία της αλεπούς χωρίς το
ντροπιαστικό τέλος.
Άλλωστε οι ασβοί, ποτέ δεν ήταν και πολύ υπολήψημοι στην κοινωνία τους και ο
Πλατοαυτιάς είχε απαγορεύσει στα μικρά να παίζουν μαζί τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Please, tell me something! It would be of a great help!