Μια φορά και ένα καιρό, ένα μεγάλο καφετί φίδι με κίτρινες ρίγες σαν μικρά ποτάμια στο δέρμα του, γλίστρησε πάνω από τις σκληρές πέτρες της πλαγιάς του βουνού ,βρήκε πέρασμα μέσα από τους πυκνούς θάμνους και κατέληξε στο δρόμο του μικρού χωριού που βρισκόταν στην ρίζα της πλαγιάς, ενώ μπροστά του απλωνόταν μια όμορφη δροσερή και πράσινη πεδιάδα.
Έβγαλε την διχαλωτή γλώσσα του και ευχαριστημένο για το ταξίδι του βυθίστηκε μέσα σε μια μικρή λιμνούλα πίσω από ένα μεγάλο σπίτι.
Αφού ήπιε και ξεδίψασε, ξεκουράστηκε όλο το απόγευμα στην σκιά ενός πεύκου και μετά άρχισε την εξερεύνηση της γύρω περιοχής.
Το φίδι δεν είχε όνομα. Του το είχαν πάρει όταν το έδιωξαν μακριά από την κοινότητα του. Οι γεροντότεροι της φωλιάς, είχαν κουραστεί από την απελπιστική του συμπεριφορά και μετά από πολλές διαβουλεύσεις, αποφάσισαν να του πάρουν το μόνο πράγμα που έχουν τα φίδια και τα ενώνει με τους ομοίους τους στην φωλιά, το όνομα τους.
Μετά από μια μικρή τελετή από-ονοματοποίησης, το έδιωξαν από την φωλιά με την διαταγή, ποτέ να μην ξαναγυρίσει στα πάτρια εδάφη.
Άπατρις και μόνος, άρχισε να περιπλανάται εδώ και εκεί σε νέα μέρη και σταματούσε μόνο όπου έκρινε ότι ήταν εντελώς ασφαλές για να ξεκουραστεί.
Ήταν κοντά καλοκαίρι και εύρισκε πολλά άλλα φίδια στον δρόμο του. Τον ρωτούσαν από πού έρχεται ,μιας και δεν φαινόταν από το δέρμα του ότι ανήκε σε κάποιο είδος που ζούσε στην περιοχή, αλλά δεν μπορούσε να δώσει απάντηση. Δεμένος με τον όρκο της εξορίας γλιστρούσε μακριά και απέφευγε τις συναναστροφές.
Πέρασαν αρκετές μέρες και είχε κουραστεί πολύ πια από την απομόνωση . Ο θυμός για την εξορία του είχε καταλαγιάσει και οι σκέψεις τριγυρνούσαν στο μυαλό του.
Ερωτήματα που τον κρατούσαν ξάγρυπνο και χωρίς όρεξη για φαγητό.
Μήπως είχαν δίκιο? Μήπως το είχε παρακάνει? Μήπως η διχαλωτή του γλώσσα έλεγε πιο πολλά από όσα έπρεπε και με τρόπο απαράδεκτο για τους άγραφους νόμους της φωλιάς?
Όμως πάντα στο τέλος δικαιολογούσε τον εαυτό του. Πάντα έβρισκε μια αφορμή και μια αιτία για να δικαιώσει τον εαυτό του και να ρίξει περισσότερα ξύλα στην φωτιά του μίσους του.
Μια μέρα , αποφάσισε να γυρίσει και εκδικηθεί όλους όσους τον αδίκησαν και όλους όσους αποφάσισαν να τον διώξουν μακριά. Λυτρώθηκε από τα δεσμά του όρκου της εξορίας και άρχισε να φωνάζει παντού το όνομα του. « Μένος»! « Μένος « φώναζε σε όποιο άλλο φίδι συναντούσε. «Με λένε Μένο και πάω να πάρω εκδίκηση!»
Τα άλλα φίδια αντιδρούσαν με απορία σε αυτήν την τόσο περίεργη συμπεριφορά που γρήγορα το νέο απλώθηκε παντού και όλοι πια ήξεραν στην πεδιάδα ότι ένα φίδι που το λένε Μένο, κατευθύνεται στην πλαγιά του βουνού για να πάρει εκδίκηση.
Η περιέργεια τους ήταν τόσο μεγάλη για τον λόγο που ήθελε να πάρει εκδίκηση που αποφάσισαν μερικά πιο περίεργα από τα άλλα, να προλάβουν τα νέα στην φωλιά της πλαγιάς .
Γλίστρησαν σαν κορδέλες μεγάλες καφετιές προς τον δύσκολο ανήφορο χωρίς να σταματήσουν ούτε μια στιγμή μέχρι που έφτασαν στην φωλιά.
Τα άλλα φίδια τους καλοδέχτηκαν αν και με επιφύλαξη και τους οδήγησαν στο νερό για να ξεκουραστούν. Και πράγματι, με το που πήραν μια ανάσα, τους είπαν ότι ένα φίδι που είναι ίδια με αυτά, φωνάζει παντού ότι τον λένε Μένο και έρχεται να πάρει εκδίκηση.
Τα άλλα φίδια στην αρχή σαστισμένα και εκνευρισμένα έβγαλαν τις γλώσσες τους και σύρριξαν ένα ανατριχιαστικό σύριγμα όμως μετά τέντωσαν τα δέρματα τους στον ήλιο και οι κίτρινες γραμμές πλάτυναν και λαμποκόπησαν τόσο πολύ που εντυπωσιασμένοι οι επισκέπτες έμειναν με το στόμα ανοιχτό να θαυμάζουν την ομορφιά τους.
« Αχ Μένο, Μένο» είπε κάποτε το μεγαλύτερο φίδι… « Δεν υπάρχει σωσμός για σένα» και σύρθηκε προς το ρυάκι. Αργά , αργά, ένα ένα τα άλλα φίδια το ακολούθησαν και έμεινε μόνο ένα, το πιο μικρό να ξεπροβοδήσει τους επισκέπτες.
«Μα γιατί το διώξατε? Γιατί θέλει εκδίκηση?» ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν επίμονα οι περίεργοι μαντατοφόροι.
«Δεν θα το πιστέψετε και να σας το πω…αλλά θα το πω γιατί αυτή είναι η αλήθεια..Ο Μένος δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει ότι και οι άλλοι κάνουν πράγματα που είναι καλύτερα από ότι τα κάνει αυτός. Ότι και άλλα φίδια είναι πιο όμορφα από αυτόν, πιο έξυπνα, πιο επιδέξια στο κυνήγι, πιο καλά στο να κάνουν τους άλλους να γελούν η να τους θέλουν για παρέα. Ότι και να του λέγαμε νόμιζε ότι θέλαμε το κακό του. Ότι συμβουλή και να του δίναμε, νόμιζε ότι το κάναμε για τον αποδυναμώσουμε επειδή τον ζηλεύαμε. Ότι και να κανονίζαμε για να του δείξουμε ότι τον θέλουμε αλλά να προσέχει την συμπεριφορά του, μας έλεγε ότι το κάνουμε γιατί δεν αντέχουμε την εξυπνάδα του . Έχει έναν τόσο μεγάλο εγωισμό και μια αρρωστημένη ιδέα για τον εαυτό του που δεν βλέπει κανέναν άλλο, παρά μόνο τον εαυτό του. Στο τέλος, αναγκαστήκαμε να τον εξορίσουμε να ησυχάσουμε επιτέλους και πράγματι, ζούμε αρμονικά και ήρεμα.»
«Και τώρα τι θα γίνει ?» συνέχισαν τα περίεργα φίδια. « Τώρα απλά δεν θα του μιλάει κανείς, θα συνεχίσουμε να θεωρούμε ότι η εξορία συνεχίζεται και ότι δεν υπάρχει…
Είπε το φιδάκι και χάθηκε και αυτό μέσα στο νερό.
«Τι περίεργα πράγματα αλήθεια!» αναφώνησαν έκπληκτα τα φίδια και άρχισαν το ταξίδι της επιστροφής.
Στον δρόμο τους άκουσαν από μακριά την φωνή του Μένου να φωνάζει το όνομα του και να ζητά εκδίκηση … Μια λύπη γέμισε τα φίδια γιατί κατάλαβαν ότι σε μερικές περιπτώσεις, τίποτα δεν είναι ικανό να σου δείξει τον σωστό τρόπο σκέψης και ότι μόνο κάποιος που ξέρει να αλλάζει την σκέψη θα μπορούσε να βοηθήσει αλλά δυστυχώς στα φίδια, δεν υπάρχουν τέτοιοι γιατροί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Please, tell me something! It would be of a great help!