Κάποτε το ξύλο του δέντρου της Γης ήταν όμορφο και μαλακό. Όταν τα καλλικατζαράκια άρχιζαν να το πριονίζουν, πέρα δώθε, πέρα δώθε με το μεγάλο τους πριόνι, ένα μεθυστικό άρωμα γέμιζε τις στοές και τις υπόγειες σπηλιές που ζούσαν.
Οι άνθρωποι νομίζουν ακόμα ότι ήθελαν να κόψουν το δέντρο της Ζωής αλλά κάνουν λάθος. Για αυτή την ευωδιά που μύριζε όπως όλα τα λουλούδια και τα φρούτα μαζί, έπαιρναν τα πριονάκια τους και έκοβαν το ξύλο . Πολλά δέντρα πάνω στην Γη που σταματούσαν τον Χειμώνα να βγάζουν τους χυμούς τους, τους έστελναν στο μεγάλο δέντρο για να τους φυλάξουν εκεί μέχρι την Άνοιξη. Είναι επόμενο τα Καλλικατζαράκια να λιγουρεύονταν τους χυμούς και να χαίρονταν τις ευωδιές που έβγαζαν.
Μια μέρα, εκεί που έκοβαν ένα μεγάλο κλαδί, άκουσαν πάνω από την Γη, μια πολύ ωραία μουσική. Στην αρχή δεν το κατάλαβαν ούτε τα ίδια, αλλά άρχισαν να πριονίζουν το κλαδί με τον ρυθμό. Ταπ, παράμ, παράμ ταπ, έπαιζαν τα πλήκτρα και τα Καλλικατζαράκια με την σειρά τους μετά από λίγο, ξεχάστηκαν και άρχισαν να χορεύουν αφήνοντας τα πριονάκια τους στην άκρη.
Μόλις τέλειωσε η μουσική, σκαρφάλωσαν στο πιο ψηλό κλαδί, μέχρι την άκρη των φύλλων του δέντρου που ακουμπούσε κάτω από το πάτωμα που είχαν ακούσει την μουσική. Έσκαψαν με τα μικρά τους φτυαράκια και έκαναν μάγια και ξόρκια για να περάσουν το τσιμέντο που τους χώριζε και τσουπ! Νάσου τα καλλικατζαράκια μπροστά στο πιάνο που το ένα του πόδι, παραλίγο να πέσει μέσα στην τρύπα που είχαν ανοίξει.. Τρία άρχισαν να τρυγυρίζουν μέσα στις αίθουσες και να αναποδογυρίζουν τις καρέκλες και να ανακατεύουν τα χαρτιά και τα βιβλία ενώ άλλα δύο, πήγαν στον νεροχύτη και έβαλαν όλες τις καθαρές κούπες κάτω από το ντουλάπι, στερέωσαν την σκούπα ανάποδα στον τοίχο και άνοιξαν την σακούλα της ηλεκτρικής σκούπας σκορπίζοντας σκόνη παντού.
Ένα όμως από αυτά, το πιο όμορφο, -αν μπορούμε να πούμε όμορφα τα καλλικατζαράκια-, άρχισε να περιεργάζεται το μεγάλο πιάνο. Άνοιξε το καπάκι και πείραξε όλες τις χορδές αναπηδώντας κάθε φορά στον κάθε ήχο. Περπάτησε πάνω στα πλήκτρα, στην αρχή σιγά σιγά, μετά πιο γρήγορα, μέχρι που άρχισε να τρέχει πέρα δώθε και μια τρελλή μουσική ξεχύθηκε από τις πόρτες και τα παράθυρα ακόμα και από την τρύπα που είχαν ανοίξει με αποτέλεσμα, πολλά περισσότερα Καλλικατζαράκια να γεμίσουν τον χώρο περίεργα και φασαριόζικα.
Δεν άργησε όμως να πέσει στην αντίληψη του αρχηγού της ομάδας τους με αποτέλεσμα να ανέβει και αυτός πάνω και αφού περιεργάστηκε ευχαριστημένος τον χώρο, τους έβαλε τις φωνές γιατί καθυστερούν και δεν συνεχίζουν και τα άλλα σπίτια της περιοχής.
"Μα ο Χαλαστρούλης παίζει μουσική" Προσπάθησε να εξηγήσει μάταια ο Ατακτούλης Τζον, ενώ ο βλοσυρός αρχηγός Καλλικάτζαρος τα έβαζε στην σειρά για την επόμενη εξόρμιση. "Εμπρός! Σε λίγο θα βγει ο ήλιος! τους προιδοποίησε και έκλεισε να βρόντο την πόρτα πίσω του.
Ο Χαλαστρούλης όμως, είχε κρυφτεί κάτω από το κάλυμμα του πιάνου και περίμενε να απομακρυνθούν όλοι για να βγει από την κρυψώνα του.
Όταν πια ένιωσε ασφαλής, άρχισε να βάζει να δάκτυλα του ένα ένα πάνω στα πλήκτρα και σιγά σιγά, ένιωσε την κλίματα που ανεβαίνει και κατεβαίνει.
Ξεχάστηκε να κάνει το ίδιο και το ίδιο, μέχρι που άκουσε το κλειδί στην πόρτα και μια τρομαγμένη ανθρώπινη φωνή τον έκανε να καταλάβει ότι έπρεπε από ώρα να έχει επιστρέψει στον υπόγειο κόσμο των Καλλικατζάρων.
Χώθηκε στην τρύπα του με μιας, αλλά την έκλεισε από κάτω με ένα τεράστιο γάζα πλαστ που ήταν ίδιο με το πάτωμα και περίμενε πάλι την κατάλληλη στιγμή να ανοίξει μόνος του το κάλυμμα και να αρχίσει πάλι τις δοκιμές στο πιάνο.
Η μέρα πέρασε πάλι πριονίζοντας τον κορμό, αλλά όλο ευκαιρίες έψαχνε ο Χαλαστρούλης να ξεφεύγει από την προσοχή του αρχηγού της ομάδας του για να ανεβαίνει προς τα πάνω και να ακούει την μουσική από την σχολή.
Η μέρα των Φώτων πλησίαζε και τα κάλαντα που ακογόντουσαν από τις παιδικές φωνούλες των παιδιών, έκαναν τα Καλλικατζαράκια να πριονίζουν με περισσότερη δύναμη, να προλάβουν να κόψουν επιτέλους το δέντρο της ζωής και να το πάρουν μαζί τους τον κορμό του στις υπόγειες στοές τους,να το έχουν κατά δικό τους, να το μυρίζουν και να το καίνε για να ζεσταθούν από την παγωνιά που τους περόνιζε τα κόκκαλα τους.
Το βράδυ ήρθε και έκανε βήματα για πίσω, όταν όλοι έκαναν για μπροστά μέχρι που η απόσταση μεγάλωσε πολύ και κανείς δεν κατάλαβε πως εξαφανίστηκε ο Χαλαστρούλης.
Εκείνος άνοιξε την άκρη του γάζα μπλαστ και σκαρφάλωσε για άλλη μια φορά στην σχολή.
Δεν έκανε καμιά αταξία, δεν πείραξε τίποτα, σχεδόν ξέχασε ότι είναι ένα σκανταλιάρικο καλλικατζαράκι. Άνοιξε τα βιβλία με τις νότες που ήταν ξανά ωραία ωραία βαλμένο μπροστά στο πιάνο και άρχισε να παίζει όμορφες μελωδίες..Γιατί παιδιά, να το ξέρεται.. μπορεί τα καλλικατζαράκια να κάνουν ζημιές αλλά μαθαίνουν γρήγορα , πιο γρήγορα και από δέκα έξυπνα παιδάκια μαζί.
Ο Χαλαστρούλης μέχρι που χάραξε ο ήλιος ήταν κολλημένος στο κάθισμα και οι πρώτες αχτίνες φώτισαν πρώτα τα μαύρα του τσουλούφια, μετά τα μυτερά αυτιά του και τέλος, το πρόσωπο του.
Τρόμαξε και έκανε να πηδήξει πάλι μέσα στην τρύπα του αλλά κάτι τον σταμάτησε. Σε λίγες μέρες θα άγιαζαν τα \νερά και οι Καλλικάτζαροι να πήγαιναν στις πιο βαθιές στοές της Γης. Το δέντρο της Ζωής θα αναπλήρωνε όλα του κλαδιά και τον χαμένο του κορμό και οι ευωδιές που τόσο αγαπούσαν θα είχαν γίνει μια μακρινή ανάμνηση στην καλλικατζαρένια τους μνήμη.
Το σκέφτηκε καλά καλά ο Χαλαστρούλης και αποφάσισε να μείνει στην Γη. Το ήξερε ότι ήταν επικήνδυνο και δεν ήξερα αν μπορούσε καν να ζήσει στο φως και στην μέρα. Φοβόταν τις αντιδράσεις των ανθρώπων όταν τελικά διαπίστωναν ότι πράγματι υπάρχουν καλλικάτζαροι αλλά δεν είναι όλοι τους κακοί και δεν μισούν τους ανθρώπους, η μάλλον, αγαπούν πολύ την μουσική. Τόσο που κυνδυνεύουν ακόμα και την ζωή τους. Ίσως ο Θεούλης θα έκανε μια εξαίρεση για αυτόν και προσευχήθηκε με όλη την δύναμη της καλλικατζαρένιας του καρδιάς να γίνει ένα θαύμα.
Η μέρα των Φώτων ήρθε και την ώρα που ο σταυρός πετάχτηκε στο νερό και ακούστηκε το ΕΝ ΙΟΡΔΆΝΗ ΒΑΠΤΙΖΟΜΈΝΟΙ ΣΟΥ ΚΥΡΙΕ, ο Χαλαστρούλης κοίταξε με δέος την εικόνα του Χριστού στον τοίχο και θα ορκιζόταν ότι την είδε να χαμογελάει. Μετά ένιωσε τα αυτιά του να μικραίνουν , την μύτη του να στρογγυλεύει και οι τρίχες να εξαφανίζονται από το σώμα του.Κοιτάχτηκε με έκπληξη στην μεγάλη τσαμαρία και είδε ότι είχε μεταμορφωθεί σε ένα χαριτωμένο παιδάκι. Γονάτισε ξανά και ευχαρίστησε τον Χριστούλη για το θαύμα του και περίμενε πως και πως, να ακούσει το κλειδί στην πόρτα.
Το γάζα πλαστ είχε εξαφανιστεί και η μόνη του ελπίδα να παραμείνει στην σχολή ήταν να τον συμπαθήσει η κυρία.
Οι επόμενες βδομάδες κύλησαν σαν όνειρο. Όλοι τον αγαπούσαν, όλοι ήθελαν να τον φιλοξενήσουν, κανείς δεν ήθελε να πάει στην αστυνομία για ένα παιδί που βρέθηκε μόνο του να παίζει πιάνο σε μια κλειστή σχολή. Όλοι πίστεψαν στο θαύμα και αφέθηκαν στην μαγεία του . Ο Χαλαστρούλης έγινε μεγάλος πιανίστας και καμιά φορά αργά το βράδυ, θυμάται τις μέρες που μικρό καλλικατζαράκι, πριόνιζε το δέντρο της Ζωής...
Σοφία Κόλλια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Please, tell me something! It would be of a great help!