Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Η ΑΝΤΙΖΗΛΟΣ ΤΗΣ ΗΡΑΣ

 


ΧΟΡΟΣ ΘΝΗΤΩΝ.

 

Κάνουμε τις θυσίες μας

όλες τις προσευχές μας,

Τις επικλήσεις μας

και όλες τις προσφορές μας.

Όμως η θεία τάξη

έχει διασαλευτεί,

τον νόμο έχει ξεχάσει.

Κάτι συμβαίνει στους θεούς

χωρίς αμφιβολία,

και έχει πέσει πάνω μας

τέτοια ανομβρία.

Άνοιξη χωρίς νερό,

καλοκαίρι φοβερό!

Και ούτε σπορά,

ούτε πράσινα χορτάρια δροσερά.

Θα πεινάσουν τα ζώα

θα πεινάσουμε και εμείς,

Θα πεινάσουν τα παιδιά!

Τι προσευχή να πούμε πια,

πως να χειριστούμε

την μαύρη μας την μοίρα

σε ποιόν να πούμε?

 

Όταν οι θεοί τσακώνονται

κλονίζεται η πλάση,

και ο άνθρωπος

αδύναμος φοβάται

το βιός του να μη χάσει.

Σαστίζει και τσακώνεται

παρακαλεί ιδρώνει

λυγάει και λογίζεται

Η ΔΥΝΑΜΗ ΜΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ.

Προβλέπει συμφορές

πολέμους αταξία

πείνα και θανατερό

ζωή χωρίς αξία.

Αν η Ήρα μια,

χίλιες φορές και πάνω

παρακαλάμε οι θνητοί

τον Δία να λογικευτεί

τις τρέλες του να πάψει,

και να θυμηθεί

ότι δεν είναι μόνο να διατάζει

παρά , ακόμα και του σαλιγκαριού

τον δρόμο να χαράζει.

Όταν έλθει στους Ουρανούς η Αρμονία,

θα βρούμε και εμείς χαρά

και λίγη ευτυχία.

 

ΗΡΑ

Ω Δία  σηζυγέ μου

Ούτε η μελισσούλα

Δεν προλαβαίνει τόσα

Της άνοιξης λουλούδια

Όσες εσύ αγαπητικιές,

Μεγάλες, μεσαίες και μικρές,

Που τους ρουφάς το μέλι

Και εκείνες ημίθεους

Γεννούν ατυχώς, εν τέλει.

 

Όταν σε είδα γοργοφτέρουγο

μπροστά μου να πετάς

ποτέ δεν φανταζόμουνα

το πόσο με απατάς!

Και όχι μόνο μια φορά

και δυο και τρις

και αμέτρητες φορές!

Αυτό είναι το σύνηθες

και όχι το ασταθές.

Για αυτό και γω σε χαιρετώ

και φεύγω!

Ναι! Σ΄αφήνη

και πάω στο δρακόσπιτο

της Όχης για να μείνω.

 

ΔΙΑΣ

Πω πω τι έπαθα

και τι κακοτυχία!

Ποια θα κάνει τώρα

τα καθήκοντα τα θεία!

Μπα, δεν βαριέσαι,

Άστηνε, Αφού αποφασίζει

και τον τόπο διάλεξε

που θέλει για να ζήσει,

ας πάει στο καλό,

και ακόμα πάρα πέρα.

Δεν ξέρω, ίσως να πετάξω και την βέρα.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Με το που μαθεύτηκε παντού

Της Ήρας η απόφαση

Μαζεύτηκαν φιλόσοφοι

Και καμιά δεκαριά ψυχίατροι

Να κάνουν συμβούλιο

Να κρίνουν την κατάσταση

Να δουν δικαίως ο Θεός

Αφήνει όλα τα ερωτήματα

Της ύπαρξης χωρίς να εντρυφεί

Και με όλο του το είναι, μόνο να ερωτοτροπεί?

Έκαναν οι ψυχίατροι

Ανάλυση χωρίς επιτυχία.

Τα δεδομένα ήταν λειψά

Είχαν και στον Θεό λατρεία!

Στο τέλος κατέληξαν ότι είναι

Προτέρημα μέγα του Δία η λαγνεία.

 

Οι φιλόσοφοι άφησαν τα μολύβια

Και με τα μούτρα έπεσαν σε στρείδια και σε μύδια.

Έφτασαν στην απόφαση

Με κύρος και με βούλα

Και όλοι ήταν χαρούμενοι

Με την αναμπουμπούλα.

Μπορεί το αρσενικό το γένος

Να αλωνίζει

Χωρίς λογαριασμό και ούτε απολογία

Να ξελογιάζει επιτυχώς

Την κάθε θνητή και αθάνατη κυρία.

 

Τους τάισε , τους πότισε

Τους γέμισε την άδεια τους κοιλιά.

Μαζί με το κρασί,

Έχασαν την μιλιά,

Ξέχασαν ποιοι ήτανε,

Τι θέλαν, τι ζητούσαν!

Κατέληξαν να αναζητούν

Στου Κρόνου την γεννιά

Πιο ήταν πιο βλαμμένο

Από όλα τα παιδιά.

Έφτασαν στο συμπέρασμα

Χωρίς ανατροπή

Η ΘΕΙΚΗ Η ΤΑΞΗ ΕΊΝΑΙ ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΟΝΟ ΑΝΤΡΙΚΗ.

Ήρθε μέσα στις θεές

Μια σύγχιση μεγάλη

Γιατί άντρες για άντρα έβγαναν

Επίσημο φιρμάνι

Και ήταν τόσο άδικο

Και οφθαλμοφανές

Που το μάτι γύρισε

Και έκαναν σαφές,

Ότι η ΄Ηρα πολύ σωστά πήρε των οματιών της

Και ο Δίας είναι γάιδαρος

Όπως και οι άλλοι,

Και η απόφαση που πήραν,

Είχε το μαύρο της το χάλι.

 

Έστειλαν αντιπρόσωπο

Μια Αμαζόνα,

Που πήγε και τους βρήκε

Σε έναν άθλιο αχυρώνα.

Εκεί οι Θεοί ανάμικτοι

Με μερικούς θνητούς

Γυναίκες δε τους έδιναν,

Ώριμους λωτούς.

Διόλου δεν εσείστηκαν

Δεν κάηκε καρφί!

Και η Αμαζόνα έμεινε να στέκει μοναχή.

Έβαλε μια φωνή,

Δυο και τρεις και δέκα,

Αλλά αυτοί την πέρασαν για εύκολη γυναίκα.

Ότι φορούσε την στολή

Και έβαζε φωνές

Για να ανάψει πιο πολύ

 Τις ψόφιες τους ορμές.

 

Τότε αυτή νευρίασε

Και αμόλησε ένα τόξο με φωτιά

Που πήγε και καρφώθηκε

Στου αχυρώνα τα χόρτα τα ξερά.

Επιτέλους φάνηκε λίγος πανικός

Και άρον άρον βγήκαν στου ήλιου

Το χρυσαφένιο φως.

 

Όταν συνήλθαν κάπως

Και ένιωσαν της Αμαζόνας

 Την άγρια μορφή,

Την ρώτησαν λίγο φοβισμένοι

Γιατί φωτιά τους έβαλε

Και είναι οργισμένη.

Η Αμαζόνα έβγαλε φιρμάνι

Που έλεγε πως

 Η Ήρα είχε χίλια δίκια

Και όσοι θνητοί παραστρατούν

Ενίοται ανάποδα βλέπουν τα ραδίκια.

 

Αν θεωρούν πως όλα επιτρέπονται

Και είναι εφικτά

Επειδή απλά και μόνο

Είναι αρσενικά

Θάρθρει η ώρα που θα μετανιώσουν πικρά.

 

Κανείς δεν τόλμησε εκεί

Να κάνει μια νύξη

Ότι ο Δίας δηλαδή

Τους έπεισε για αυτό.

Φοβόντουσαν της Αμαζόνας

 Το τόξο το θανατερό.

 

Κακείν κακώς διέλυσαν

Την σύναξη αυτή

Και νέο γράμμα υπέγραψαν

Θέλοντας και μη.

Ότι ο Δίας πρέπει να είναι πιστός

Χωρίς επιλογή.

Έστειλαν αντιπρόσωπο

Να το μεταβιβάσει

Και έφυγαν σιωπηλοί,

Νύχτα πριν καν χαράξει.

 

ΗΡΑ

Ένιωσα μια ανάταση

Και ένταση μεγάλη.

Μια γλυκιά ζαλάδα

Γέμισε το κεφάλι.

Τι δικαίωση

Και τι ενθουσιασμός!

Μια τέτοια συμπαράσταση!

Έγινε χαμός!

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Η Αμαζόνα έφυγε

Έκανε για την Θράκη,

Οι Θεές στον Όλυμπο,

Και η Πηνελόπη γύρισε

Πίσω στην θρυλική Ιθάκη.

Την φώναξαν και αυτήν

Γιατί το δίχως άλλο

Η γνώμη της είναι σεβαστή

Και πέρασε πόνο, πολύ μεγάλο.

Ο Οδυσσέας , ξέρεις…

Έψαχνε λέει να την βρει

 Την ήρεμη Ιθάκη.

Μα ζούσε περιπέτειες

Μες του νερού τα βάθη.

Όλο τον κορόιδευαν

Και ξέμενε σε νήσους

 Που όλως τυχαίως έμοιαζαν

Με επίγειους παραδείσους.

Μια από εκεί

Και μια από εδώ,

Όλες τον ξεγελούσαν

Και καλά με το ζόρι

Έκανε ότι έκανε

Στην νύμφη Καλυψώ.

ΗΡΑ

Τέλος πάντων,

Ας πάει η αμαζόνα μου

Με την ευχή μου στο καλό.

Καλό ταξίδι νάχει ,

Να πάω να ετοιμαστώ,

Θα φύγω σε λιγάκι.

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Μα πέρασε ο καιρός

και η Ήρα πια φευγάτη

έλειψε από του Δία το κρεββάτι.

 

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ

 

Τι να σου φέρω κύρη μου

που βαριαναστενάζεις

και από την πολλή την σκάση σου

σε βλέπω να πλαντάζεις?

Θες λίγο νέκταρ?

Θες μια σπονδή?

η μήπως μια μπριτζόλα

νάναι λίγο ζουμερή?

Θες να φωνάξω μια θεά

να σου κάνει μασάζ

να ανέβουν τα πάκια

άνετα να μασάς?

Σε βλέπω έτσι σκυθρωπό

και πάνεται η ψυχή μου.

Στο θεικό σου ανάκλιντρο

να στρώσω τις πτυχές?

Mήπως δεν μου βολεύεσαι πάνω

στα μαξιλάρια

θέλεις να αλλάξω κάτι τις

η μήπως θέλεις χάδια?

 

ΔΙΑΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ

Κοίτα να δεις τι έπαθα!

Στέρεψαν τα πάθη!

Και για την Ήρα έτσι κύλησε αργά

στο θεικό μου μάτι ένα δάκρυ.

Δεν έχει η απιστία νοστιμιά

δεν έχει ενδιαφέρον

και δεν είναι ότι τα λέω από

θεικό συμφέρον.

Μου έλειψε πολύ

και πρέπει να σκεφτώ

πως θα γυρίσει μόνη της

χωρίς να την παρακαλώ.

Το βρήκα!

Ένα ξόανο να ντύσω ίδια νύφη

και πέρα δώθε θα γυρνώ

καμαρωτός γαμπρός,

και ότι τάχα μου

πολύ την αγαπώ.

Θα ανάψω έτσι με ζαβολιά

της ζήλιας τον δαυλό

και η που θα καεί το ξόανο

η που θα καώ εγώ.

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΔΙΑ

 

Είναι η δόξα

τρομερή δυνατή σθεναρή

είναι η δόξα

αμαρτωλή φοβερή ακριβή.

Σαν αρρώστια σε κολλά

τρώει αργά τα σωθικά,

είναι αχόρταγη πολύ

μισητή αγαπητή

Είναι η δόξα τρομερή

φοβερή ακριβή

και την χάνεις στην τιμή.

Όταν χάνεις την αγάπη

και ζητάς και πονάς

τότε είτε μεγάλος θεός

είτε άνθρωπος απλός

πάντα νιώθεις μοναχός

και μισός.

Τότε η δόξα αλλάζει μορφή

ένα ξόανο είναι

με άδεια ψυχή,

ενα ρούχο αδειανό

και φτωχό

χωρίς αγάπη δεν είσαι ,

δεν έχεις θεό.

 

Είνα η δόξα τρομερή

αμαρτωλή

είναι δόξα κενή

μέσα η αγάπη δεν χωρεί.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ντύνει το ξόανο ο Δϊας

και τον βοηθούν οι νύμφες

για να στήσει την απάτη.

Το έχουν συνήθειο οι νύμφες

να λειτουργούν για την αγάπη.

Συνοδεύουν την νέα ξύλινη θεά

χορεύουν τριγύρω

βάζοντας τα νυφικά

στήνουν χορό.

Και τα πουλιά

λαλούν μεθυστικούς σκοπούς,

τα κελαρυστά νερά

που είναι στις πηγές

δασκαλεμένες θεικά

ανοίγουν πιο πολύ

 στην Ήρα της  ζήλιας τις πληγές.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΗΡΑΣ ΣΤΗΝ ΟΧΗ

 

Ζήλια μου ζήλια μου

για σένα έχω φύγει μακριά

από του Ολύμπου τα παλάτια τα χρυσά.

Ήρθα εδώ

 σε τόπο φτωχικό

φτωχό σαν την φτωχή μου

την καρδιά που την θρηνώ.

Ζήλια μου ζήλια μου

όλου του κόσμου τα καλά

δεν φτάνουν να γιατρέψουν

την πονεμένη μου καρδιά.

Γιατί από όλα τα αμαρτήματα

αυτό νάχει κουσούρι?

Άλλες στην θέση μου

θα έπαιρναν τσεκούρι!

Μα εγώ τον αγαπώ

και θέλω νάρθει μόνος

να φύγουν οι σκέψεις οι κακιές

να φύγει και ο πόνος.

 

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑΣ ΗΡΑΣ

 

Να σου φέρω

τον καλό σου τον μανδύα,

αυτόν που σε εξαφανίζει ,

και να κατέβουμε μαζί

μέχρι την παραλία?

Έχει έναν νοτιά απίστευτο

και κύματα μεγάλα,

εκεί να παίξεις σαν παιδί

να ξεχαστείς λιγάκι

όλο εδώ πάνω στο βουνό

που τριγυρνάς μονάχη

είναι ο καιρός ακατάλληλος

θα σούρθει και συνάχι.

Τι λες? Όχι ? Μα γιατί?

Τι κάνεις όλη μέρα,

που κάθεσαι και χολοσκάς

και όλο κοιτάς την βέρα?

Δεν είπες ότι τον άφησες?

Tων οματιών δεν πήρες?

Τα θεία έργα άφησες

και έδιωξες τους κλητήρες?

Tις δουλειές σου μούτζωσες

και άφησες τους θνητούς

 με τις αδιεκπεραίωτες δουλειές

μόνοι τους να κοιτούν.

Εντάξει! Μη κοιτάς!

Και γω κάτι σκαμπάζω!

Είχα τον προκομμένο μου

που ξενοκοιτούσε

και όλο πότε πότε

και που και που

σε ξένο ζωμό βουτούσε.

Μια μέρα που δεν κοίταζες

τότε με την ΙΩ

που είχες ετοιμάσει φαρμάκι τρομερό

το πήρα και το βούτηξα

λίγο μες στο κρασί του

αλλά εκείνος πέθανε,

και άφησε την ζωή του.

 

ΗΡΑ

 

Μα τι λογοδιάρροια!

Τι είναι αυτά που λες!

Τον έφαγες τον άνθρωπο

μου έκλεψες το φίλτρο

και λες το πόσο φταις?

Κάνω πως δεν άκουσα

δεν είναι αυτή  η ώρα.

Έχω άλλα στο μυαλό μου

άντε, εμπρός, προχώρα.

Φτιάξε μου μια συνταγή

που νάχει λίγο μέλι

και μια σταλαγματιά κρασί

βάλε και πιο πολύ

διόλου δεν με μέλλει.

Και να μεθύσω φερ ειπείν

έχω δικαιολογία

δεν είναι λίγο ξαφνικά

να βρεθώ έτσι εξορισμένη

και ο Δίας να ξελογιάζει

την κάθε πικραμένη!

Ναι, ναι, βάλε κρασί

να πιώ ένα ποτήρι

να πάει ο παλιάμπελο

και όλο το πατητήρι!

 

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

 

Τρέχω αμέσως

να ανάψω φωτιά

να σφάξω ένα κοκόρι

κρασάτο θα το κάνω

αυτό είναι νοστιμιά!

 

ΗΡΑ

 

Άντε λοιπόν,!

Δεν γίνεται μόνο του το φαί

βάλε και κουρκουμπίνες δίπλα

που του πηγαίνουν πολύ!

 

Τουλάχιστον στο φαγητό

βρίσκω παρηγοριά

και από ότι βλέπω

ήδη έχω πάρει μερικά κιλά.

Η αισθήτα μου τσίτωσε,

η καλή μου δεν μου μπαίνει,

αλλά και αδύνατη ο Δίας δεν με θέλει.

 

ΝΥΜΦΕΣ

 

Κοίτα την θεά μας

πόσο στενοχωριέται

και όλο τρώει για να ξεχνιέται!

Ενώ εμείς χορεύουμε και όλο

πειράζουμε τους Σειλινούς,

Φυσικά δεν τους καθόμαστε,

Ποιες πάνε με αυτούς?

Τι να ζηλέψεις!

Την ουρά?

Τις μαύρες τους οπλές

η τα αυτιά τα μυτερά

και τις άγριες κραυγές?

Αλλά έχει πλάκα, τι να πω!

Πάνω εδώ

 δεν έχεις με ποιον να παίξεις

για να ποιον στεφάνια να πλέξεις,

Καλοί είναι και οι Σειλινοί,

στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι

αλλά στο σπίτι κρύβεσαι

δεν βγαίνεις να σε πιάσει!

Μα η Ήρα είναι αλλιώς

Είναι πιστή εκείνη

από της Αφροδίτης ξέφυγε την μήνη

Αυτή η Εστία και η Άρτεμις

ξεφεύγουν από τα βέλη

και δεν ερωτοτροπούν

για πάθη δεν τους μέλλει.

 

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ ΗΡΑΣ

 

Εμπρός νύμφες μου καλές,

στήστε ένα παιχνίδι

γιατί η Θεά βαρέθηκε

και θέλει λίγη δράση

έχει καιρό να ....κοιμηθεί

και πρέπει να ξεχαστεί

ίσως και να ξεχάσει.

Κάντε ένα survivor

μαζί με τους Σατύρους

για έπαθλο ο νικητής

για έχει δώρο ένα θνητό

γυναίκα άντρα

ότι πει

να έχει στο βουνό.

Θέλει για δούλο?

Για συντροφιά?

Θέλεις να απαγγέλλει

την δική σου ομορφιά?

Μόνο κάντε γρήγορα

γιατί η Θεά θα σκάσει

και όλο του Βάκχου το κρασί

δεν φτάνει να την πιάσει.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Και έτσι γοργά και άμεσα

χωρίστηκαν σε ομάδες,

από την μια οι όμορφες

νύμφες Ορεστιάδες

και από την άλλη

οι Σάτυροι και γέροι Σειλινοί

που τις γλυκοκοίταγαν

χωρίς αιδό ούτε ντροπή.

 

Άρχισαν τα αγωνίσματα

τους έφαγαν οι βάτοι,

μέσα στις λάσπες έπεσαν

- τις πέρασαν για πλάνα

οφθαλμαπάτη-

Σκαρφάλωσαν σε βράχια μυτερά,

και ο γέρο Σειλινός

χαρούμενος κουνούσε την ουρά.

 

Η Ήρα σαν να ξεχάστηκε

και άρχισε να φωνάζει

Ζήτω στην Ήχώ

ζήτω και στην Κυλλήνη

ζήτω και στην Κυνόσυρα

που όλο την νίκη δίνει.

 

Σε μια στιγμή,

ήρθε και ο Διόνυσος

να δει ολίγη δράση

αλλά επειδή όλο έχαναν

κόντευε πια, να σκάσει.

την Ήρα λοξοκοίταγε

να την αιφνιδιάσει.

Του έκανε ζημιές

του χάλαγε τις θυσίες

και τώρα έτοιμος ήτανε

για αψημαχίες.

Τους πήρε το κρασί

τους πήρε και την λύρα

για να μπορούν πιο εύκολα

να τρέχουν να πηδούν

και πάνω από τα εμπόδια

σαν σφαίρα να περνούν.

Τους έκοψαν το φαγητό

να δούνε αντιστάσεις

να τους κοπεί και η όρεξη

για ακόλαστες συμπράξεις.

 

Ήταν όλοι τους χαρούμενοι

και πήγαν στο χωριό

για να διαλέξει έκαστος

για δώρο ένα θνητό.

Όταν γύρισαν πια αργά

με ένα ζευγαράκι

εκείνον τον ξελόγιασαν

οι νύμφες στην χαράδρα

και εκείνη καλοπέρασε

δεν δυο τρις αράδα.

Της Ήρας όμως άναψε

και πάλι η ορμή

ενώ εκείνους άκουγε

κοιμόταν μοναχή.

Στο τέλος εμπαίλτισε

και πήγε μια βόλτα

στο τέλος εκεί κοιμήθηκε

πάνω στα κρύα χόρτα.

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Tο πρωί σαν ξύπνησε

ένιωθε πιασμένη

και από το κρύο

επίσης ήταν μουδιασμένη.

 

Ο αέρας σταμάτησε

για λίγο να φυσά

και η Ήρα ένιωσε

ότι τα σύννεφα σταμάτησαν

να φεύγουν για τον νότο.

Μαζεύονταν σαν θεατές

γύρω απ΄την κορφή

και τότε ήταν που γύρισε

και κείνη για να δει.

Έκπληκτη και κάπως συγχισμένη

είδε μια νέα όμορφη

πλήρως εξοπλισμένη,

να στήνεται μπροστά

σε υπαίθριο βωμό

και ο Δίας δίπλα γελαστός

να ορκίζεται πιστός.

 

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ

 

Πρώτη νύμφη

 

Από όλες τις τιμές

αυτή είναι η πιο μεγάλη

τον Δία με την Ήρα

να σμίξουμε και πάλι!

 

Δεύτερη νύμφη

 

Θα ντύσουμε τόσο όμορφα

την ψεύτικη την νύφη

και δεν μπορεί

η ζήλια της θα βγει

από την κρύπτη.

 

Τρίτη νύμφη

 

Αχ τι χαρά,

και τι ευδαιμονία

να γίνει πάλι η Ήρα

η πιο τρανή

στον Όλυμπο κυρία.

 

Όλες μαζί

 

Γιατί αυτό είναι το σωστό

αυτό είναι και το πρέπον,

η κάθε μια ανάλογα

να έχει την τιμή

η ερωμένη εραστή

η ανέραστη τον ποιητή

και η Ήρα επιτέλους

του Δία την τιμητική.

 

ΞΟΑΝΟ

 

Και αν στέκομαι ψεύτικη

γυναίκα εδώ

σε τούτο τον τόπο τον ξένο

με ντύνουν , με βάφουν,

και με περιγελούν

σαν όργανο ζήλιας

από τον Δϊα ορισμένο,

εγώ σιωπώ

δεν μιλώ

δεν γελώ

δεν έχω ψυχή

δεν έχω ζωή

έχω μόνο ότι μου δίνουν

να μοιάζω ζωντανή.

Το ξέρω, θα καώ

στην πυρά,

και γύρω μου θα χορεύουν

μεγάλοι και παιδιά,

ανέκφραστο ξύλο

θα πυρώσω για λίγο

και μετά θα χαθώ

και μετά θα χαθώ

στον αέρα θα σκορπιστώ.

 

 

 

ΗΡΑ

Δεν μπορεί δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν!

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Ούρλιαξε απελπισμένη

και σαν μαινάδα όρμησε

και άρχισε να ξεσκίζει

τα νυφικά τα πέπλα

που έκρυβαν με μαστοριά

την ξύλινη αντίζηλη

την ψεύτικη θεά.

Και τότε ανακουφίστηκε

και άρχισε να γελά

και η καρδιά της φούσκωσε

από έρωτα ξανά.

 

Γέλασε η Ήρα δυνατά

και αγκάλιασε τον Δία

και κείνος πια χαρούμενος

της είπε την πλεκτάνη

και πως χωρίς αυτήν

άλλο πια δεν κάνει.

Και τα πουλιά μουγκάθηκαν

μέσα στην σιγαλιά τους

γιατί δεν έβρησκαν σκοπούς

που νάναι ταιριαστοί

σε τέτοια αγάπη ανήκουστη

και λίγο τραγική.

Οι νεράϊδες έπλεξαν

στεφάνια λουλουδάτα

και έτρεξαν παντού να πουν

τα θεϊκά μαντάτα.

 

 

 

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Μέσα στο δρακόσπιτο

στο χαμηλό κρεβάτι

ο Δίας την διπλάρωσε την Ήρα με αγάπη.

Και αφού φιλιώσνε

κανονικά και με τον θείο νόμο

Για του Ολύμπου την μεριά

τραβήξανε τον δρόμο.

Στον δρόμο πεταγόντουσαν

οι πειρασμοί περίσσιοι

μα εκείνοι αντιστάθηκαν

ακόμα μια φορά

και ο καθένας γέννησε

μόνος του έναν θεό και μια θεά.

Την Αθηνά ο Δίας

τον Ήφαιστο η Ήρα,

που βγήκε κακιασμένος

άσχημος κακομούτσουνος

κάπως βλογιοκομμένος.

Από την τσαντίλα του

για το μαύρο του το χάλι

έδεσε στον θρόνο την μαμά

μέχρι να του βρει

το πιο καλό στεφάνι.

Του έδωσαν λοιπόν την Αφροδίτη

και εκεί της έρημης

της έπεσε η μύτη.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΔΙΑΣ ΗΡΑ

 

Όλοι οι θεοί μαζεύτηκαν

να μας υποδεχτούν

και με τα ευχάριστα μαζί μας

να χαρούν.

Φέρτε κρασί

ανάψτε τους δαυλούς

στρώστε τα χρυσά ανάλκυντρα

διαμάντια όπου πατά,

μπροστά στην ιερή μου σήζυγο

η λάμψη τους ωχριά.

Είμαι χαρούμενος πολύ!

Τι λέω!! Ευτυχισμένος!

Και στους θνητούς

δώρο σοδιές, ήρεμες θάλασσες

γέννες καλές

ΧΑΡΙΖΩ!

Να είναι ετούτη η γεννιά,

που στην στιγμή γεννιέται

η πιο πυχερή

και οι γονείς τους να ζουν

αγαπημένοι,

όπως εμείς Ήρα μου

και πάντα μονιασμένοι.

 

ΗΡΑ

 

Με δάκρυα χαράς

το είναι μου γεμίζει

και ότι το πόσο σε αγαπώ

το έχω αποδείξει.

Ελάτε λοιπόν

να κάνουμε τσιμπούσι

να σύρουμε και ένα χορό

να εμφρανθεί η ψυχή μας

και όλοι οι θνητοί

να κάνουμε

να ενωθούν μαζί μας.

Για πάντα μαζί

θα ζήσουμε στον Όλυμπο

και η μόνη μας η έγνοια

νάναι των θνητών

τα πιο μεγάλα έργα.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΧΗ ΣΑΝ ΠΕΡΝΩ παιχνίδι με τους θεατές.

 

Από την Όχη σαν περνώ

και από την γειτονιά σου

του Δία τα καμώματα

θαρρείς πως είναι δικά σου.

Άνθρωπος μέσα στους θνητούς

θεός μέσα στην σάρκα

στα πάθη του ενέδιδε

χωρίς να παίρνει άδεια.

Όπως ο Δίας τελικά

έτσι εσυνετίσθη

το ίδιο το παράδειγμα

να παίρνεις με σοφία,

και την ζωή σου να περνάς

χωρίς ατασθαλία.

Από την Όχη σαν περνώ

και από την γειτονιά σου

του Δία τα καμώματα

δεν είναι τα δικά σου.

 

ΧΟΡΟΣ ΘΝΗΤΩΝ ΤΕΛΟΣ¨

 

Είναι οι θεοί χαρούμενοι

ανθίζουν τα λολούδια

και τα πουλιά κελαιδούν

μες στις φωλιές τραγούδια.

Το χώμα οργώνεται γοργά

τ αλέτρι μας πετάει

και η σοδειά μας σίγουρα

χαλάλι δεν θα πάει.

Την μοίρα μας την φτιάχνουμε

με των θεών το νεύμα

την ευλογία της χαράς

της προκοπής το σπέρμα.

Όταν μ αφήνουν οι θεοί

χωρίς αοριστίες

δρόμο χαράζω σταθερό

σε σίγουρες αξίες.

Είναι οι Θεοί χαρούμενοι

χαμογελάει η πλάση

και η Άνοιξη φοβήθηκε

μην της κλαπεί η λάμψη,

για αυτό και στόλισε παντού

τα πιο λαμπρά λουλούδια

και ο κόσμος υποκλίθηκε

με γέλια και τραγούδια.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Please, tell me something! It would be of a great help!

Ένα χαρούμενο βιβλίο! (Παραμύθι) -(Ας διαβάσουμε ιστορίες το καλοκαίρι)

  Το βιβλίο είχε  μείνει όλο την σχολική χρονιά στο ράφι και ανυπομονούσε να το διαβάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε στο δωμάτιο αλλά άδι...