Τα γένια του
Άγιου Βασίλη γέμισαν από λιωμένα μπισκότα στο γάλα που χύθηκε πάνω στα δώρα που
μόλις είχε ακουμπήσει κάτω από το μεγάλο έλατο.
Ταράχτηκε ο
καημένος και παρά λίγο να πέσει, όμως κρατήθηκε γερά στα δυο του πόδια γιατί αν
έπεφτε και κτυπούσε, τα παιδιά θα έμεναν δίχως δώρο και τους γονείς του
περίμεναν μαύρες γιορτές.
«Μα είναι
δυνατόν!! Σεισμός! Παραμονή Πρωτοχρονιάς! Πρωτάκουστο!» είπε μέσα του ο Άγιος
Βασίλης, γιατί δεν τολμούσε να το ξεστομίσει δυνατά, αλλά από το διπλανό
δωμάτιο ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να φωνάζει, « Σεισμός! Σεισμός! Να βγούμε
έξω!», « Γύρισε και κοιμήσου» ακούστηκε η απάντηση από τον άντρα της που
σίγουρα αυτός γύρισε και κοιμήθηκε αμέσως
με απόδειξη το ελαφρύ ροχαλητό που συνεχίστηκε όπως και πριν τον σεισμό.
Ο Άγιος
Βασίλης, γρήγορα έκανε το μαγικό κτύπημα με τα δάχτυλα του και σε δύο χο- χο ,
εξαφανίστηκε και πήρε την θέση του πάλι στο έλκηθρο για να συνεχίσει στο
επόμενο σπίτι.
Δυστυχώς όμως
οι μετασεισμοί συνεχίστηκαν και άλλοι ήταν πιο δυνατοί και άλλοι ελαφρότεροι.
Με όλη αυτήν την ασυνήθιστη κατάσταση, μια το γάλα έπεφτε πάνω στα δώρα, μια η
στολή του γινόταν χάλια, την άλλη ήταν ξύπνιοι και δεν μπορούσε να αφήσει τα
δώρα του, η το χειρότερο παραλίγο να τον κάνουν τσακωτό μιας και πολλοί πια
ήταν έξω και άλλοι όρθιοι τυλιγμένοι με κουβέρτες, η , άλλοι στα αυτοκίνητα,
περίμεναν να τελειώσει η γη να τρέμει και να ξημερώσει ο θεός την μέρα.
Ο Άγιος
Βασίλης δεν προλάβαινε να κτυπήσει τα δάκτυλα και να πει «χο-χο» και τσουπ, όλο
και πιο συχνά κάποιος άνθρωπος εμφανιζόταν μπροστά του. Κόντευε να το πάρει
απόφαση ότι φέτος στην Εύβοια δεν θα πάρουν όλα τα παιδιά δώρα και ότι έπρεπε
να συνεχίσει το ταξίδι του στο κόσμο που τον περίμεναν με ηρεμία και χωρίς
σεισμούς.
Εκεί όμως που
πήγε να βγει από τα Ζάρκα, είδε ένα παιδάκι στην άκρη του δρόμου. Ένα παιδάκι γύρω
στα πέντε, να κάθεται τυλιγμένο με μια κουβέρτα μόνο του μέσα στην νύχτα. «
Χ0-Χ0-ΧΟ» έδωσε σήμα για προσγείωση στους ταράνδους και ο Ρούντολφ, φώτισε το
μονοπάτι και μετά το πρόσωπο του παιδιού. Ήταν ένα μικρό αγοράκι, καθόλου
φοβισμένο, με ένα φωτεινό χαμόγελο που κοίταζε τους τάρανδους με δέος και τον
Άγιο Βασίλη με αγάπη. «Τι κάνεις εδώ έξω μικρούλη?» Τον ρώτησε ο Άγιος. «Σε
περίμενα βέβαια!» του απάντησε ο μικρούλης. « Ο μπαμπάς και η μαμά, έχουν πάει
στο στάβλο να ξεγεννήσουν την κατσικούλα μας και εγώ τους είπα , ότι θα
περιμένω εδώ έξω να σε δω να περνάς! Δεν με πίστεψαν αλλά ήρθες! Να βγάλουμε
μια σέλφι για απόδειξη!» είπε ο μικρούλης και τίναξε την κουβέρτα από πάνω του
. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του μπουφάν και ετοιμάστηκε να βγάλει φωτογραφία.
Ο Άγιος Βασίλης ταράχτηκε..Άλλο να παρουσιαστεί σε ένα παιδάκι, που έτσι και
αλλιώς ο κόσμος τους ρέει σαν ποτάμι ανάμεσα στην φαντασία και στην
πραγματικότητα και άλλο να αρχίσει να ανεβαίνει η φωτογραφία του από δω και από
κει. Πάει, η μαγεία και το όνειρο θα χαθούν για πάντα. «Όχι φωτογραφίες,
απαγορεύεται!» του είπε με συγκρατημένα αυστηρή φωνή, «αλλά για πες μου, πως σε
λένε? Σου άφησα δώρο στο σπίτι?» « Δεν ζήτησα κανένα άλλο δώρο, εκτός από το να
σε δω!» του είπε το παιδάκι και το προσωπάκι του έλαμψε από χαρά, και έλαμψαν
και τα ματάκια του μαζί, τόσο πολύ που ο Ρούντολφ σκέφτηκε μήπως η μύτη του δεν
λάμπει πια τόσο πολύ και την έξυσε τρις τέσσερις φορές σκεπτικός.
«Να λοιπόν
που πήρε το δώρο σου ! Τρέχα στους γονείς σου τώρα, μην μένεις εδώ μόνος μέσα
στο κρύο!» «Είσαι σίγουρος ότι δεν θέλεις να βγάλουμε μια φωτογραφία Άγιε
Βασίλη? Παρακάλεσε ο μικρούλης, αλλά ο
Άγιος είχε κάνει ήδη δυο ΧΟ, και το έλκηθρο ανέβηκε στον ουρανό και τα σύννεφα
το έκρυψαν γρήγορα από τα μάτια του.
Το μικρό
παιδάκι, χαρούμενο, τύλιξε την κουβερτούλα του όσο μπορούσε γύρω του και πήρε
το μονοπάτι για το μαντρί κάτω από το φως του φεγγαριού χαρούμενο και
ευτυχισμένο , τόσο μακριά από τον φόβο των σεισμών και του θυμού της Γης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Please, tell me something! It would be of a great help!