Ο ΜΠΙ ΤΟ
ΑΚΙΔΟΨΑΡΟ.
Το παραμύθι το έφτιαξαν με τις κεντρικές ιδέες τους , η
Κυριακή, ο Πέτρος, ο Παναγιώτης, ο Βαγγέλης και ο Αντώνης. (7 με 9 χρονών).
Ένα ωραίο παιχνίδι είναι να ρωτάμε τα παιδιά, «Που θέλεις να είναι το παραμύθι? Στην στεριά στον αέρα,η στην θάλασσα? Μετά ανάλογα την απάντηση συνεχίζουμε με άλλες ερωτήσεις, όπως αν μας πουν στην στεριά, « Σε βουνό, σε δάσος , σε κάμπο, σε ποτάμι, σε πόλη κλπ? Μετά είναι ερωτήσεις για την εποχή, τον καιρό, αν θέλει περιπέτεια και πάει λέγοντας, μέχρι που δημιουργείται ένα πλαίσιο. Αρχίζουμε το παραμύθι και κάνουμε ερωτήσεις έτσι ώστε να παίρνει τροπή που θα βοηθήσει το παιδί να σκεφτεί μόνο του την επόμενη κίνηση. Φυσικά πρέπει να βάλουμε και μεις την δική μας φαντασία για να προχωρά και να ολοκληρωθεί. Δοκιμάστε το και σεις!
Μια φορά και ένα καιρό σε μια μακρινή και πολύ βαθιά
θάλασσα ζούσε το ακιδόψαρο. Ήταν ένα μοναχικό ψάρι γιατί το κοπάδι του είχε
αρχίσει από νωρίς ένα πρωί την
προηγούμενη Άνοιξη την μετανάστευση αλλά εκείνο λαίμαργο όπως ήταν, είχε ξεχαστεί
να κυνηγά ένα σμήνος από μικρά μικρά ψαράκια με έντονα χρώματα που όσο πιο πολύ
ερχόντουσαν κοντά στο νερό, τόσο σχημάτιζαν ένα ουράνιο τόξο που σε κάθε
κίνηση, ανακατευόντουσαν τα χρώματα και φάνταζε καινούργιο.
Ενθουσιασμένο το ακιδόψαρο μας, μια από την λαιμαργία,
μια από το παιχνίδι, έχασε το κοπάδι του και όταν άρχισε πια να κουράζεται από
το παιχνίδι και σκέφτηκε να επιστρέψει, ήταν ήδη πολύ αργά.
Έμεινε μόνο του σε αυτές τις θάλασσες να περάσει το
Καλοκαίρι. Από την μια, στενοχωριόταν που ήταν μόνο του, από την άλλη όμως,
μακριά από τους κανόνες του κοπαδιού και την αυστηρή εποπτεία των μεγαλυτέρων,
ένιωθε ελεύθερο να παίξει όσο ήθελε και να φάει όσο ήθελε! «Δεν είναι και τόσο
κακό!» σκέφτηκε με το μικρό ψαρίσιο του κεφαλάκι, και βρήκε ένα άνοιγμα ανάμεσα
σε ένα κοράλλι και ένα βράχο όπου τρύπωσε για να περάσει την νύχτα και να το
κάνει σπίτι του.
Οι πρώτες μέρες κύλησαν ήρεμα, και το κυνήγι από τα ψάρια
που έτρωγε το είδος του βρισκόταν όλο και πιο σπάνια. Για αυτό άλλωστε
μετανάστευε και το κοπάδι του κάθε χρόνο ακολουθώντας τα μεγάλα ρεύματα ανάμεσα
στις θάλασσες δίνοντας ζωή σε κάθε γωνιά του βυθού και κάθε κύμα του νερού.
Το ακιδόψαρο μας, ας τον πούμε, Μπί, άρχισε να πεινά, και
όσο πεινούσε, τόσο και πιο πολύ ένιωθε μόνος και όσο πιο πολύ ένιωθε μόνος,
τόσο πιο πολύ σκεφτόταν να φάει από τα ψάρια που δεν επιτρεπόταν, ώσπου μια
μέρα το τόλμησε και χραπ, άνοιξε το στόμα του και κατάπιε ένα νόστιμο ζουμερό
σκουλήκι της θάλασσας. Κολύμπησε μέχρι
την φωλιά του και κοιμήθηκε χορτάτος
μέχρι την άλλη μέρα. Ξύπνησε λίγο ενοχλημένος από ένα τσίμπημα στην κοιλιά του
και ενώ πήγε να γυρίσει πλευρό, ένιωσε μια ακίδα να έχει βγει ανάμεσα στα λέπια
των πλευρών του.
«Μπα…δεν θα είναι τίποτα..μια ίωση μπορεί..κάτι θα με
πείραξε…ποιος ξέρει..» παρηγορούσε τον εαυτό του, βγαίνοντας από την φωλιά και
ψάχνοντας για το επόμενο γεύμα. Και πράγματι δεν πέρασε πολύ ώρα και είδε
ανάμεσα στα κλαδιά του κοραλλιού ένα ψαράκι που ούτε και αυτό ήταν στο κανονικό
μενού του. Το έφαγε και αυτό μετά από αρκετή ώρα προσπάθειας η αλήθεια είναι,
και μετά πήρε άλλον έναν υπνάκο νιώθοντας ο ήρωας του κοπαδιού που τα
καταφέρνει μόνος του και ονειρευόταν την στιγμή που με περηφάνια θα εξιστορούσε
στις περιπέτειες στους συγγενείς και φίλους!
Όμως πάλι ξυπνώντας, ένιωσε άλλη μια ακίδα να έχει
φυτρώσει και να πονά όταν την άγγιζε. Δεν το σκέφτηκε όμως δεύτερη φορά γιατί
αποφάσισε ότι οι ακίδες του ήταν σαν πανοπλία που τον προστάτευε από εχθρούς
και άλλους κινδύνους.
Οι ακίδες όσο περνούσαν οι μέρες, γινόντουσαν
περισσότερες. Στο τέλος ο Μπι, είχε γίνει σαν μια μπάλα από ακίδες που πονούσαν
πολύ και δεν μπορούσε να ακουμπήσει πουθενά , και δεν μπορούσε να κοιμηθεί και
δεν μπορούσε καν να κολυμπήσει.
Η απελπισία τον είχε βυθίσει σε ένα βαθύ μαύρο ωκεανό
μέχρι που η φωνή της μαμάς του αναδύθηκε από την μνήμη του που του έλεγε, «
Όταν πονάμε πάμε στον γιατρό».
Κολυμπώντας με δυσκολία, πήγε στον κοντινότερο
ψαρογιατρό, ένα μεγάλο χταπόδι, με μια πολύ σοφή κουκούλα που σίγουρα θα ήξερε
τι να τον συμβουλεύσει.
Κλαίγοντας του είπε ότι οι ακίδες άρχισαν να βγαίνουν όταν
το κοπάδι του έφυγε αλλά ο γιατρός με τις έξυπνες ερωτήσεις του κατάλαβε ότι
αυτό που έφταιγε, ήταν το λάθος φαγητό του. Του έδωσε μια γερή αντιβίωση, και
μια ειδική δίαιτα με θεραπευτικά φύκια και στον έστειλε να ξεκουραστεί.
Ο Μπι ήταν τόσο φοβισμένος και τόσο πονεμένος που
ακολούθησε κατά γράμμα τις εντολές του γιατρού και πράγματι μέρα με την μέρα,
οι ακίδες έπεφταν και αισθανόταν καλύτερα.
Πάνω στον μήνα, είχαν πέσει όλες και ο Μπι κολυμπούσε
καμαρωτός καμαρωτός στα ζεστά νερά και το μόνο που έτρωγε, ήταν τα φύκια που
του είχε συστήσει ο γιατρός.
Οι μήνες πέρασαν γρήγορα και όταν το κοπάδι του γύρισε το
Φθινόπωρο, είχε τόσες περιπέτειες να τους πει για τους νέους φίλους του, για
τον σοφό γιατρό και την νοστιμιά που ανακάλυψε με τόσο πόνο στα φύκια..
Ο Μπι, έγινε πράγματι όπως το είχε ονειρευτεί, ο ήρωας
του κοπαδιού και το πιο δημοφιλή μέλος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Please, tell me something! It would be of a great help!