Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΧΕΛΩΝΑΣ - ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Μια φορά και ένα καιρό, μακρυά πάνω στην ράχη ενός λόφου, ζούσε ανάμεσα στους θάμνους και στις πέτρες μια παρέα από χελώνες. Άνθιζαν τα λουλούδια την Άνοιξη και περπατούσαν πάνω στην μαλακή γη τρώγοντας και ροκανίζοντας χορταράκια και φύλλα. Ο χλιαρός ήλιος ζέσταινε το καβούκι τους και γυάλιζαν όμορφα τα γεωμετρικά τους σχήματα. Τέντωναν τα ποδαράκια τους στον πρωινό ήλιο και ακολουθούσαν τα μονοπάτια ανάμεσα στους βράχους για να πάνε τις βόλτες τους. Ήταν μια χαρούμενη παρέα που χαίρονταν την ομορφιά της ζωής και της φύσης.
Η πιο όμορφη χελώνα ήταν η μικρή καρετίτσα. Ήταν λίγο ονειροπόλα αφηρημένη, αλλά πάντα γελαστή και πάντα έλεγε τα πιο πολλά αστεία από όλες τις άλλες. Με άλλα λόγια, η μικρή μας φίλη ήταν η ψυχή της παρέας. Πάντα πρώτη διάλεγε ένα καινούργιο μέρος για εκδρομή και ήταν αυτή που τους έλεγε ωραίες ιστορίες βγαλμένες από την ζωή των χελωνών. Μια μέρα, αφού ξύπνησε, έβγαλε το μικρό της κεφαλάκι έξω από το καβούκι της έτοιμη να δει την γνωστή της εικόνα , όπως γινόταν κάθε πρωί. Όμως τα ματάκια της άνοιξαν διάπλατα όταν αντίκρισε ένα κοπάδι από πανέμορφα ζώα που δεν τα είχε ξαναδεί ποτέ στην ζωή της. Τα έκλεισε και τα ξανάνοιξε! Χριστέ μου! Τι ομορφιά ήταν αυτή! Τι λυγερά που ήταν τα σώματα τους! Με τι χάρη κουνούσαν τα λεπτά τους πόδια, με πόση περιφάνια σήκωναν τον λαιμό τους, πόσο χαριτωμένα μασουλούσαν το χορτάρι! Η Καρετίτσα άνοιξε το στόμα της. Όσο μπορεί μια χελώνα να ανοίξει το στόμα της, και στάθηκε ώρα ακίνητη να θαυμάζει αυτά τα υπέροχα ζώα. Τα ζώα που ήξερε ως τώρα ήταν οι αλεπούδες, τα κουνέλια και οι λαγοί , οι σκατζόχοιροι τα ποντίκια τα κουνάβια και οι νυφίτσες. Όλα τα έβρισκε συμπαθητικά, βεβαίως πιο γρήγορα από αυτήν αλλά με τόσο τρομερά ελαττώματα που δεν τα ζήλευε καθόλου. Ας πούμε η αλεπού, ήταν πονηρή και κακιά, άσε που την κυνηγούσε όλη την ώρα να την φάει. Ήταν εχθρός της και την απέφευγε. Το ίδιο και το κουνάβι. Μια μπάλα από τρίχες! πφφφ, έκανε με αηδία η καρετίτσα. Γιατί? Η νυφίτσα καλύτερη είναι? Μια βρόμα Θεέ μου! Είχε βέβαια ωραία ουρά, αλλά το σαπούνι δεν το είχε δεί ποτέ στην ζωή της. Ο σκατζόχοιρος , άλλος από κει. Τι να ζηλέψει κανείς από τα αγκάθια του. Βέβαια , ήταν φίλος της ο σκατζοχοιράκος. Κυλιόταν μέσα στα μούρα και αυτά κολλούσαν στα αγκάθια του και μετά τα έπαιρναν και τα έτρωγαν. Ήταν πολύ ωραία. Σαν ιππότης της σέρβιρε φρούτα και μετά ξάπλωναν στον βράχο και έλεγαν ιστορίες. Αναστέναξε σε αυτή την θύμηση με συγκίνηση. Τα κουνέλια και οι λαγοί? Ήταν όλο φαντασία. Είμαστε γρήγοροι και είμαστε γρήγοροι, έλεγαν συνέχεια. Ε ΚΑΙ ? Το είδαμε το πάθημα σας. Άσε που οι λαγοί ήταν μεγάλοι τεμπέληδες, και όχι μόνο μια φωλιά της προκοπής δεν είχαν αλλά και γύριζαν και όλη νύχτα! Όμως αυτά τα ζώα, ήταν το κάτι άλλο. Ψηλά, χαριτωμένα, όμορφα, όλο χάρη και έτρωγαν χορτάρι όπως και κείνη. Ήταν χαμένη κυριολεκτικά στις σκέψεις της όταν την πλησίασε ένα από τα ζώα. - Για σου! -Για σου και σένα χελωνίτσα! Να σε ρωτήσω κάτι, είπε αμήχανα η Καρετίτσα . - Πως και έχετε τόση χάρη? - ΑΑΑ! Πρώτον είμαστε γαζέλες και είναι το φυσικό μας και δεύτερον σπουδάζουμε μπαλέτο στην Εθνική Σχολή μπαλέτου των Γαζελών. - Μπαλέτο? Τι είναι αυτό? - Χορός χρυσή μου, χορός. Είπε η γαζέλα . Τίναξε το κεφάλι της περήφανα, και έκανε μια στροφή. - Και που είναι αυτή η σχολή? - Πέρα από την κοιλάδα. 'Εχουμε έρθει εκδρομή. Τώρα τέλειωσαν τα μαθήματα και θα ξαναρχίσουμε το φθινόπωρο. Τώρα κάνει ζέστη. - Ζέστη, ναι, απάντησε η χελωνίτσα. Εμείς πάμε στην λίμνη και κάνουμε μπάνιο όλη μέρα, και μετά το καβούκι μας είναι δροσερό. - Ε... και μεις, κάνουμε βουτιές στο ρυάκι μας. Είπε η γαζέλα. - Να σου πω γαζέλα μου, συνέχισε η χελωνίτσα διστακτικά, έρχονται και άλλα ζώα στην σχολή σας? - Έρχονται, αλλά φεύγουν γρήγορα. Δεν έχουν αγάπη για τον χορό. - ΑΑΑ,μη το λες. Εμένα θα μου άρεσε τρομερά να έρθω και να κάτσω όλο τον χειμώνα . - Αν θες, μπορείς να έρθεις, της είπε η γαζέλα και έτρεξε να βρει τις φίλες της. Η καρετίτσα ένιωσε ένα κύμα συγκίνησης να σαρώνει την ψυχή της. Η καρδιά της φούσκωσε από προσμονή. Είδη έβλεπε τον εαυτό της να κάνει χαριτωμένες στροφές. Πω, πω, θα κάνω και καινούργιες φίλες, θα πάω και στην κοιλάδα, θα μείνω και μόνη μου, και θα πηγαίνω και επίσκεψη, και θα μάθω και πως είναι η ζωή σε άλλα μέρη . Τι ωραία που θα είναι ! Όταν συνήλθε από την ονειροπόληση το κοπάδι είχε πάρει κιόλας τον δρόμο της επιστροφής.
Τις κοίταζε να χάνονται μέσα στην αχλή του ήλιου, να μπερδεύονται τα σχήματα τους με τα δέντρα και τα σύννεφα. Η Καρετίτσα κοίταξε τριγύρω, αλλά ήταν σαν ένα φίλτρο να είχε μπει ανάμεσα στις εικόνες και στα μάτια της, και τώρα όλα της φαίνονταν μικρά, κοντά, μα και ήταν , απλώς η καρετίτσα ποτέ της δεν είχε δει κάτι ψηλότερο εκτός από τα πουλιά ψηλά στον ουρανό, τα σύννεφα το φεγγάρι και τα αστέρια, αλλά αυτά ήταν πάντα πάνω, δεν τα ένωνε τίποτα με το κάτω. Τώρα όμως καινούργιοι ορίζοντες άνοιγαν μπροστά της . Αντί να περπατά δίπλα στους θάμνους, θα περπατούσε δίπλα στα δέντρα, αντί να λιάζεται πάνω σε μικρούς βράχους θα λιάζεται πάνω σε μεγάλα πέτρινα απλώματα στις όχθες του ρυακιού, αντί για την λιμνούλα , θα κολυμπά στα ολόδροσα νερά της πηγής. Αντί για τα μικρά ζώα του αγρού θα συναναστρέφεται με άλλα . Πόσα καινούργια πράγματα είχε να μάθει! Πήρε την απόφαση να φύγει, να προλάβει το φθινόπωρο, να είναι εκεί έξω από την πόρτα της σχολής την πρώτη μέρα που θα ανοίξει . Όλες οι χελώνες έμειναν άναυδες με την απόφαση της καρετίτσας. Μα είναι μακρυά! -Θα ξεκινήσω τώρα αμέσως, τους απαντούσε εκείνη. - Μα θα είσαι μόνη σου! - Μπα...δεν πειράζει , μια καλή ευκαιρία να μάθω τον εαυτό μου καλύτερα. -Μα υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι στον δρόμο! -Θα μπαίνω στο καβούκι μου και θα παρατάνε ήσυχη. Σε όλες τις ερωτήσεις είχε και μια απάντηση, για όλα τα προβλήματα , έβρισκε μια λύση. Ήταν η απόφαση που της έδινε δύναμη και χαλύβδωνε την θέληση της να ξεπεράσει τα εμπόδια. Και έτσι αφού χαιρέτησε την αποικία, ξεκίνησε την ίδια μέρα γεμάτη χαρά. Γύρισε και κοίταξε πίσω και πραγματικά συγκινήθηκε αφάνταστα όταν τους είδε όλους μαζί , μαζεμένους να την κοιτούν να φεύγει. Μέχρι και ο σκατζοχοιρούλης ήταν εκεί, ακόμα και το ποντικάκι που ποτέ της δεν είχε χωνέψει. Όλη μου η ζωή , σκέφτηκε, όλος μου ο κόσμος,...κούνησε το κεφαλάκι της και συνέχισε το ταξίδι της. Ένας ολοκαίνουργιος κόσμος την περίμενε.
Το ταξίδι ήταν ευχάριστο. Ήταν τέλη Μαιου και τα λουλούδια ήταν ντυμένα με τα πιο όμορφα χρώματα που μπορούσε να φανταστεί, χιλιάδες αγριολούλουδα, καμάρωναν τον εαυτό τους πάνω στο γυαλιστερό κέλυφος στο δυνατό φως του ήλιου. Ήταν ένα μοναχικό ταξίδι. Σέρνοντας τα ποδαράκια της, κάλυπτε σιγά σιγά την απόσταση που την έφερνε πιο κοντά στο όνειρό της . Ο Μάης τέλειωσε και ήρθε ο Ιούνιος. Τα λουλούδια άρχισαν σιγά σιγά να μαραζώνουν και να χάνουν την ζωντάνια τους. Κάτω από τον καυτό ήλιο τα χρώματα τους ξέφτιζαν, το χορτάρι άρχισε να χρυσίζει, και κάτω βαθιά στην κοιλάδα ο ήλιος όλο και ψήλωνε , όλο και μεγάλωνε , και από φίλος έγινε εχθρός. Μέχρι και τα τέλη Ιουνίου η χελωνίτσα περπατούσε μόνο το βράδυ και νωρίς το πρωί. Ξεκουραζόταν την ημέρα γιατί η ζέστη μέσα στο καβούκι της ήταν αφόρητη. Επιστράτευε όλο της το χιούμορ, όλη της την φαντασία, έφερνε στο μυαλό της όλες τις όμορφες στιγμές που είχε ζήσει, αλλά πάνω από όλα έβλεπε ξανά και ξανά στην φαντασία της την λυγερή γαζέλα, και τότε η κούραση υποχωρούσε και ξανάβρισκε το κουράγιο της. Ο Ιούνιος πέρασε και ήρθε ο Ιούλιος. Η ζέστη μεγάλωνε , το νερό ήταν λίγο, τα βράχια έκαιγαν την νύχτα. Τα χόρτα ξεράθηκαν και ενοχλητικά ζουζούνια ερχόντουσαν συνέχεια να ξεκουραστούν πάνω στο κέλυφος της. (Αχ , τα καημένα και αυτά!) τα συμπονούσε η καρετίτσα. Ήταν πια τέλος Ιουλίου και έχοντας καλύψει την μεγαλύτερη διαδρομή, είχε μπει στην αρχή της κοιλάδας. Ήταν αργά ένα απόγευμα και έκανε μπάνιο σε μια νερολακούβα, που άγνωστο πως, δεν είχε ακόμα εξατμιστεί. -ΑΑΧΧΧΧ! Τι ανακούφιση , επιτέλους νεράκι! Βρώμικο μεν, νεράκι δε. Τα βατραχάκια έκραζαν χαρούμενα, τέντωναν τα μεγάλα τους πόδια και μπλούμ μπλούμ έπεφταν στο νερό από παντού. - Για σου χελωνίτσα! Άκουσε μια φωνή. Μπα !! Έκπληκτη γύρισε η καρετίτσα και για δεύτερη φορά στην ζωή της , κοκάλωσε ! Ό πιο όμορφος χελώνος που είχε δει ποτέ της στεκόταν εκεί , μπροστά της. - Πώς από δω? Δεν σε έχω ξαναδεί! - Να ξέρεις, δεν είμαι από δω. Έρχομαι από πολύ μακρυά. - Α, καλά. Της απάντησε αδιάφορος ο χελώνος για τα σχέδια της, και της είπε με ένα πονηρό χαμόγελο. - Εγώ εδώ μένω, θες να κάνουμε παρέα? - Αχχ του αρέσω! Τι χαρά ! Αρέσω στον πιο όμορφο χελώνο του κόσμου ! Που να ήταν οι φίλες μου από μια μεριά να με καμάρωναν! Θα έσκαγαν από την ζήλια τους! Ντροπαλή αλλά χαρούμενη η χελωνίτσα μας διασκέδασε με τον χελώνο και τα βατραχάκια . Όταν ο ήλιος πια είχε δύσει για τα καλά το ερώτημα ήρθε αμείλικτο. Να κάτσω η να φύγω? Ποτέ της δεν θα έβρισκε άλλον τόσο όμορφο σύντροφο! Όλες θα την ζήλευαν, θα ζούσαν χαρούμενα και ευτυχισμένα. Το μέρος ήταν πολύ πιο όμορφο από το δικό της, με περισσότερη άπλα, και δεν υπήρχαν ούτε αρουραίοι, ούτε ασβοί, ούτε αλεπούδες. - Τι έχεις? Την ρώτησε με ενδιαφέρον ο χελώνος. - Α...να ,,,,σκέφτομαι αν πρέπει η όχι να συνεχίσω το ταξίδι μου ...που σου είπα...θέλω να γίνω μπαλαρίνα. - Μπαλαρίνα και χελώνα αγάπη μου δεν γίνεται . Είμαστε άσχημα ζώα και ....... - ΑΣΧΗΜΑΑΑΑΑ. τσίριξε η μικρή μας . Θα το δεχόμουν από μια ζέμπρα , από μια γαζέλα, ένα ελάφι, αλλά από σένα ποτέ! Και συ χελώνα είσαι, πως είναι δυνατόν να βλέπεις άσχημες τις όμοιες σου.! -Μα πως? Αφού είμαστε, δεν θέλω να σε προσβάλλω . Εγώ σε αγαπώ, και στα μάτια μου είσαι η πιο όμορφη και έξυπνη χελώνα του κόσμου , αλλά γενικά...δεν είμαστε όμορφα ζώα! - Όχι πεισμάτωσε εκείνη. Δεν έπρεπε να το πεις. Ακόμα και αν το πίστευες, δεν έπρεπε να το πεις. Αφού στα μάτια σου δεν είμαι το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου δεν μπορώ να μείνω μαζί σου. Με έσωσες από την απόφαση που έπρεπε να πάρω, του φώναξε εκείνη και ξεκίνησε πάλι για το ταξίδι της αφήνοντας τον χελώνο να αναρωτιέται που έκανε λάθος. - Ακούς εκεί ! Να μου πει κατάμουτρα ότι είμαι άσχημη. Λές και δεν το ξέρω, αυτόν περίμενα να μου το πει! Χρυσό μου αν δεν το ήξερα , δεν θα έκανα τόσο δρόμο για να γίνω καλύτερη. Τα μούτρα σου να κοιτάς ! Μονολογούσε θυμωμένα η χελώνα. Ευτυχώς ο έρωτας πέρασε πριν να προλάβει να φωλιάσει στην καρδιά της και η στεναχώρια εξατμίστηκε μαζί με την πρωινή δροσούλα. Ο Αύγουστος ήταν πολύ ζεστός, αλλά ευτυχώς νύχτωνε πιο νωρίς και το βράδυ δροσιζόταν περισσότερο . Το αυγουστιάτικο φεγγάρι της κρατούσε συντροφιά στις μοναχικές της διαδρομές. Ήταν τυχερή΄η καρετίτσα. Κανένα ζώο δεν προσπάθησε να την φάει, κανένας μεγάλος εχθρός δεν φάνηκε μπροστά της. Ήταν βέβαια και έξυπνη. Κοίταζε καλά καλά γύρω της , έβλεπε τις φωλιές και καταλάβαινε πια μονοπάτια έπρεπε να πάρει και πια όχι. Πότε να κρυφτεί και πότε να βγει. Τέλη Αυγούστου και είχε κιόλας φτάσει στο κοπάδι. Το έβλεπε από μακρυά να βόσκει δίπλα στο ρυάκι. Ώρα για μπάνιο, καιρός ήταν! Σκέφτηκε η μικρή μας, αλλά η πρώτη φθινοπωρινή μπόρα την πρόλαβε. Πω πω , φθινόπωρο, θα ανοίξει η σχολή και πρέπει να προλάβω.
Η φύση είχε δροσίσει τώρα και μπορούσε να περπατά πιο γρήγορα . Και όμως , πρόλαβε! - Δεν ξέρω τι θα γίνει , αλλά είμαι περήφανη που τα κατάφερα να έρθω.... Πράγματι, το ξημέρωμα την ξύπνησαν οι χαρούμενες φωνές των γαζελών που μαζεύτηκαν για την πρώτη τους μέρα στο σχολείο. - Δεν το πιστεύω ότι ήρθες τελικά! της είπε χαρούμενα η γαζέλα που είχαν μιλήσει , τότε στην εκδρομή. - Ναι , πράγματι..ταξιδεύω όλο το καλοκαίρι. Όλες οι γαζέλες μαζεύτηκαν γύρω της. Την κοιτούσαν με απορία και φαίνονταν πολύ μπερδεμένες με αυτό το μικρό ζωάκι με το καβούκι που ήθελε να μάθει μπαλέτο. -Ακούστε τους είπε. Το ξέρω ότι ποτέ μου δεν θα γίνω τίποτα άλλο από μια πράσινη χελώνα . Δεν θα γίνω ποτέ βασιλιάς των ζώων, μπορώ όμως να γίνω βασίλισσα των χελωνών, και μπορώ να σας πω πολύ καλύτερη από αυτόν τον ακαμάτη που περιμένει από την κυρά του να του πάει το φαγητό έτοιμο. Εγώ τουλάχιστον, βρίσκω το φαγητό μου μόνη μου. Οι γαζέλες γέλασαν με την ψυχή τους, και παραδέχθηκαν το θάρρος της. Μέσα σε αυτό το καβούκι υπάρχει πιο πολύ ψυχή και κουράγιο από ότι φαντάζεσθε ! Τους είπε η δασκάλα τους και άνοιξε την πόρτα. Τα μαθήματα άρχισαν. Την χελωνίτσα την έβαλαν μπροστά, πρώτη πρώτη, για να την βλέπουν και να μην την πατήσει κανένας κατά λάθος. 'Επρεπε όμως να βγάζει το καβούκι της για να μπορεί να κινείται. Το σώμα της ήταν ανοικτό πράσινο και ζαρωμένο , φαίνονταν αδύναμο και τα ποδαράκια της τόσο στραβά! Οι γαζέλες προσπάθησαν ευγενικά να κρύψουν την αηδία τους, αλλά εκείνη το κατάλαβε και είπε σκεπτική. - Είμαι χάλια! Ας φορέσω κάτι καλύτερα. Το είπε τόσο απλά και χωρίς να νιώθει καθόλου ενοχλημένη που πραγματικά ντράπηκαν πολύ για την αηδία που είχαν νιώσει. Αντιμετώπιζε το θέμα της με τόση άνεση που τις είχε αφήσει άναυδες. Ήταν για αυτές ένα μάθημα ανωτερότητας . Η καρετίτσα φόρεσε δυο φύλλα από πλατάνι που της πήγαιναν πολύ. Όταν το φθινόπωρο τέλειωσε και μπήκε ο χειμώνας άρχισαν και οι μεγάλες δυσκολίες. Τουρτούριζε χωρίς το καβούκι της και όμως έκανε τις ασκήσεις της ξανά και ξανά για να ζεσταίνεται. Της είχαν παραχωρήσει μια γωνίτσα στην Σχολή και το καβούκι της την περίμενε κάθε βράδυ, φιλικό και άνετο σπίτι για να την ζεσταίνει . Στην κοιλάδα ήταν και άλλες χελώνες, πολλές μάλιστα πήγαν από περιέργεια να δουν την χελώνα μας να κάνει ασκήσεις. Γέλασαν με την ψυχή τους , την πέρασαν για τρελή και δεν της ξαναμίλησαν. - Μα καλά! Την ρωτούσαν οι γαζέλες, δεν νιώθεις μοναξιά? - Είναι το τίμημα, αν θες να κάνεις κάτι διαφορετικό από τους ομοίους σου, τους απαντούσε εκείνη. Δεν λέω πως είμαι χαρούμενη που δεν μιλάω με τις άλλες χελώνες , αλλά αφού δεν με αποδέχονται ποιο το νόημα? Άλλωστε αυτές με κοροιδεύουν ,όχι εσείς! Ό καιρός περνούσε, τα ποδαράκια της δυνάμωσαν , λέπτυναν , το σώμα της ξεζάρωσε και δεν χρειαζόταν πια τα φύλλα. Το βάδισμα της έγινε πιο γρήγορο, πιο μεγαλοπρεπές. Τώρα όταν περπατούσε στον δρόμο οι άλλες χελώνες την κοιτούσαν με θαυμασμό και κείνη χαμογελούσε ικανοποιημένη . Ήταν ένας ήρεμος χειμώνας γεμάτος γυμναστική συζητήσεις με τις γαζέλες , αλλά και τα άλλα ζώα , έγιναν φίλοι και πήγαιναν μαζί εκδρομές. Την έπαιρναν στην ράχη τους και ευτυχισμένη καμάρωνε τον κόσμο από ψηλά. Τι μαγεμένες στιγμές ! Πόσο θα ήθελε να τις μοιραστεί με τους φίλους της! Η νοσταλγία την κτυπούσε σαν γρίπη και τα μάτια της βούρκωναν.
Η Άνοιξη ήρθε γρήγορα και η χελωνίτσα είχε αλλάξει πάρα πολύ . Τα μαθήματα τελείωσαν και το κοπάδι ετοιμάστηκε για την εκδρομή στον λόφο της Καρετίτσας. Φυσικά ανέβηκε στην ράχη της φίλης της και δεν κουράστηκε καθόλου στο ταξίδι. Τι αστεία έκαναν στον δρόμο, τι αγώνες, τι παιχνίδια! Ώσπου έφτασαν στον νερόλακκο. Ο χελώνος ήταν εκεί! Όταν είδε την χελωνίτσα να γλιστρά από την ράχη της γαζέλας τρελάθηκε! - Εσύ! Της είπε έκπληκτος . - Εγώ! Του απάντησε εκείνη περήφανα. Εσύ κάνεις ακόμα μπάνιο με τα βατράχια, ενώ εγώ τρέχω σαν τον άνεμο με τις γαζέλες! Δεν άντεξε να μην του το κτυπήσει και κείνος ντροπιασμένος σύρθηκε στα χόρτα μακρυά. Συνέχισαν το ταξίδι τους ώσπου έφτασαν στον λόφο . Τα ζωάκια τις είχαν δει από μακρυά και είχαν μαζευτεί όλα μαζί να τις υποδεχθούν.
Τι χαρά ένιωσε όταν τα είδε όλα μαζί! Πόσο τους αγαπούσε όλους! Ποτέ πια δεν θα τους άφηνε. Θα τους μάθαινε χορό , και πως να πιάνονται στις χαίτες και να τρέχουν, και αυτοί να δουν την γη και τα λουλούδια από ψηλά! Όταν τους το είπε, όλα τα ζωάκια ενθουσιάστηκαν και περίμεναν με χαρά να αρχίσουν τα μαθήματα. Η Γαζέλα έμεινε μαζί τους. Ήθελε να μάθει πιο πολλά για τους φίλους της φίλης της και για τον κόσμο της. Αφού έπαιξαν μια ολόκληρη βδομάδα μαζί , και τόσες νέες φιλίες δημιουργήθηκαν , έφτασε η ώρα του γυρισμού. Η καρετίτσα χαιρέτησε συγκινημένη τις φίλες της. - Στο καλό! Το άλλο καλοκαίρι! απάντησε γλυκά η γαζέλα. Από κείνο το καλοκαίρι μέχρι και τα τώρα, κάθε τέλος Άνοιξης , το κοπάδι πάει και βρίσκει τα ζωάκια του λόφου. Παίρνουν και τα παιδάκια τους μαζί. Άλλα κάνουν μπαλέτο και άλλα όχι, αλλά πάντα παίζουν όλα μαζί και διασκεδάζουν αφάνταστα όταν τα σκατζοχοιράκια κυλιούνται πάνω στα μούρα και τα κεράσια και μετά τα προσφέρουν σε όλους σαν ιππότες!
ΤΕΛΟΣ
Σοφία Κόλλια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Please, tell me something! It would be of a great help!