Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

Ο Λύκος και τα 7 κατσικάκια σε νέα έκδοση. Παραμύθι.

 


Κυριακή, 27 Μαρτίου 2016

Ο Λύκος και τα 7 κατσικάκια σε νέα έκδοση. Παραμύθι.

Μια φορά και ένα καιρό, στην άκρη ενός  μικρού  χωριού  πάνω στην Όχη στην Νότια Εύβοια που το έλεγαν Άνεμο, ζούσε μια κατσικούλα με τα επτά κατσικάκια της.
Ο μπαμπάς τράγος, είχε πάει στην άλλη άκρη του βουνού να μαζέψει σπάνια φυτά που άρεσαν πολύ στα κατσικάκια, και έτσι η κατσικούλα είχε μείνει μόνη να προσέχει τα κατσικάκια.
Οι μέρες περνούσαν και τα εφόδια λιγόστευαν και όσο και να μην ήθελε να τα αφήσει μόνα τους, στο τέλος το πήρε απόφαση ότι έπρεπε να πάει στο χωριό να αγοράσει ότι χρειαζόταν .
Τα μάζεψε τα κατσικάκια και τους εξήγησε για ακόμα μια φορά να προσέχουν τον λύκο, να μην ανοίξουν την πόρτα σε καμιά περίπτωση και να περιμένουν υπομονετικά μέχρι να γυρίσει.

"Εντάξει μαμά"! Φώναξαν τα κατσικάκια και χαρούμενα άκουσαν το κλειδί να γυρίζει 3 φορές .
Άρχισαν να χορεύουν να πηδάνε εδώ και κει, να πετάνε μαξιλάρια το ένα στο άλλο, και να κάνουν τις συνηθισμένες σκανταλιές που κάνουν όλα τα μικρά όταν είναι μόνα τους στο σπίτι.


Εν τω μεταξύ ενώ η μαμά κατσίκα απομακρυνόταν, ο λύκος που παρακολουθούσε το απομακρυσμένο σπίτι τους , άρχισε να ξερογλείφεται μιας και θεωρούσε δεδομένο το καλύτερο γεύμα εδώ και καιρό.
Η μόνη του απορία ήταν το πιο κατσικάκι να φάει πρώτο και πιο να αφήσει για το τέλος.
Έτσι πήγε καμαρωτός καμαρωτός, και κτύπησε την πόρτα.
"Ανοίξτε μικρά μου! γύρισα! Είμαι η μαμά σας!"

Tα κατσικάκια δεν τον άκουσαν αμέσως γιατί έπαιζαν και φώναζαν, και έτσι ο λύκος αναγκάστηκε να φωνάξει δυνατότερα, αλλά έτσι η φωνή του έγινε ξεκάθαρο στα κατσικάκια ότι ήταν ο λύκος και φώναξαν όλα μαζί,
"Φύγε κακιέ λύκε! Φύγε !"


Θύμωσε ο λύκος και γύρισε να φύγει φουρκισμένος, σκεπτόμενος το πως θα ξεγελάσει τα  κατσικάκια. ΄Έτσι πήγε στο πρώτο σπίτι  που συνάντησε και βούτηξε από την απλωταριά μια ρόμπα και ένα μαντήλι. Τα φόρεσε και προσπάθησε ξανά να ξεγελάσει τα κατσικάκια.
"Τοκ τοκ τοκ" κτύπησε την πόρτα.
"Ποιος είναι" φώναξαν τα κατσικάκια μιας και είχαν εξαντληθεί από το παιχνίδι και είχαν ηρεμήσει.
"Εγώ είμαι ! η μαμά σας! γύρισα!"
Το μικρότερο έβαλε το κεφαλάκι του στο πάτωμα και είχε την μαύρη πατούσα του λύκου και όλα μαζί φώναξαν για άλλη μια φορά,
"Φύγε κακιέ λύκε! φύγε!"

"A να χαθείτε παλιοκατσικάκια! Δεν πρόκειται να μου γλυτώσετε! θα σας φάω!" Φώναξε ο λύκος και τα κατσικάκια αγκαλιάστηκαν και άρχισαν να τρέμουν από τον φόβο τους. Μετά, έβαλαν ακόμα μια καρέκλα πίσω από την πόρτα και έλεγξαν για άλλη μια φορά το παράθυρο.

Ο λύκος γύριζε ανάμεσα στις αστοιβιές και από τα νεύρα του δεν πρόσεχε που πατούσε και γέμισε αγκάθια που τον νευρίαζαν ακόμα πιο πολύ. Στο τέλος εξαντλημένος κάθισε να ξεκουραστεί πάνω σε μια πέτρα που του άφησε μια ασπρίλα στην πατούσα του.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και το σκοτάδι δεν θα αργούσε να σκεπάσει τον κόσμο , και τότε του ήρθε η ιδέα να πασπαλίσει την μουσούδα του και τις πατούσες του με άσπρη σκόνη και να ξαναβάλει την ρόμπα και το μαντήλι για να ξεγελάσει τα κατσικάκια.
Ενθουσιασμένος από την ιδέα, ξέχασε τον πόνο από τα αγκάθια και έτρεξε για άλλη μια φορά στο κατώφλι του μικρού σπιτιού.
"Τοκ τοκ τοκ"
"Ποιος είναι?"
"H μαμά σας! γύρισα! ανοίξτε μικρά μου! Σας έφερα πολλά δώρα!"

Τα κατσικάκια ενθουσιάστηκαν και κοίταξαν από το παράθυρο, κοίταξαν κάτω από την πόρτα και ξεγελάστηκαν πράγματι από το μασκάρεμα του λύκου. Άνοιξαν την πόρτα χαρούμενα και ενθουσιασμένα για τα δώρα που πίστευαν ότι θα έβλεπαν μπροστά τους. Αντί για αυτό, είδαν τον λύκο να πετάει την ρόμπα και το μαντήλι και να πατάει με την μαύρη του πατούσα την ουρά του ενός, ενώ άρπαζε με την άλλη του το άλλο.
Το ένα μετά το άλλο, τα κατσικάκια, όσο και να προσπαθούσαν να γλυτώσουν την κακή τους μοίρα, χάθηκαν μέσα στο μεγάλο στόμα του λύκου, εκτός από το μικρό που κρύφτηκε στο μεγάλο ρολόι κούκο που ήταν και οικογενειακό κειμήλιο και το είχαν λαδώσει την προηγούμενη βδομάδα.


Κρύφτηκε και έτρεμε και η καρδούλα του κτυπούσε τόσο δυνατά που μπέρδεψε το κτύπημα του ρολογιού με την καρδιά του και δεν ήξερε ποιος χτύπος ήταν ποιος!
"Αχ μανούλα μου που είσαι?" Έκλαιγε από τον φόβο του, έκλαιγε για τα αδέλφια του, έκλαιγε για την μαμά του , έκλαιγε και μετάνιωνε που ζήτησε από τον πατέρα του να πάει να του φέρει τα νόστιμα χορταράκια που του άρεσαν τόσο πολύ.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο λύκος έφυγε. Μια ησυχία απόκοσμη απλώθηκε στο ανάστατο σπίτι και το τικ τακ του ρολογιού ήταν η μόνη του παρηγοριά.
Πάνω στο τελευταίο χτύπο του 8, άκουσε επιτέλους την τρομαγμένη φωνή της μαμάς του.
"Που είστε κατσικάκια μου! Θε μου τι έγινε?"
"Aχ μανούλα μου! ήρθες!" Άνοιξε την πορτούλα του ρολογιού και έτρεξε να αγκαλιάσει την μαμά του το μικρό μας κατσικάκι και μετά της είπε με το νι και με το σίγμα το πως τους ξεγέλασε ο κακός ο λύκος.
Η κατσικούλα μας όμως δεν έχασε την ψυχραιμία της. Άνοιξε το κουτί με τα ραπτικά, πήρε ένα ψαλίδι, πήρε και πολύ κλωστή , γερή γερή, και τράβηξε μαζί με το κατσικάκι να πηδάει ανήσυχο από πίσω της, να βρει τον λύκο
Πράγματι τον βρήκε να κοιμάται του καλού καιρού  δίπλα στο ποταμάκι κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι.


Η κατσικούλα με αποφασιστικές κινήσεις, άνοιξε την κοιλιά του λύκου και ένα ένα με την σειρά, πετάχτηκαν έξω τα κατσικάκια της που την αγκάλιασαν και την φιλούσαν.
"Αφήστε τα αυτά τώρα! Μαζέψτε πέτρες να γεμίσουμε την κοιλιά του λύκου!"
Πράγματι τα κατσικάκια μάζεψαν πολλές πετρούλες και σιγά σιγά γέμισαν την κοιλιά του λύκου και μετά η κατσικούλα την έραψε καλά καλά, και μετά , με δυο τρις δυνατές σπρωξιές, κύλησαν τον λύκο μέχρι που έπεσε στο ποτάμι!


Αφού τον είδαν να βυθίζεται και να σταματούν οι φυσαλίδες, πήραν τον δρόμο στο φως του φεγγαριού να γυρίσουν στο σπίτι τους, όπου εξαντλημένοι από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες την ημέρας , τακτοποίησαν τα ψώνια και έπεσαν για ύπνο.

Την άλλη μέρα το πρωί, και ενώ η κατσικούλα έφτιαχνε τον χυλό για το πρωινό των μικρών της, ένα άνθρωπος της κτύπησε την πόρτα.
"Παρακαλώ?" ρώτησε με απορία η κατσικούλα, αφού οι άνθρωποι απέφευγαν να πλησιάζουν τα σπιτάκια που ήταν στις άκρες του χωριού και ζούσαν κατσικούλες.
"Με συγχωρείται για την ενόχληση κυρία κατσίκα" είπε ο άνθρωπος που ήταν μια κοπελίτσα πολύ μεγάλη για τα χρόνια της κατσίκας γύρω στα 30. Η κατσικούλα πάντα ήταν περίεργη για το τι κάνουν τόσα χρόνια ζωής οι άνθρωποι αλλά θεώρησε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να λύσει τις απορίες της. Έτσι λοιπόν ρώτησε ευγενικά τι ήθελε στην πόρτα της πρωί πρωί.

"Ξέρετε  κυρία κατσίκα, είμαι από τον ΑΡΤΟΥΡΟ και ψάχνω τον λύκο που ζει εδώ γύρω. Μήπως τον είδατε?"
Ξεροκατάπιε η κατσικούλα και είπε ένα αφηρημένο .."παρακαλώ? δεν ξέρω τι εννοείται"
"Να σας εξηγήσω" άρχισε η άνθρωπος και της είπε ότι ο λύκος ανήκει στα είδη προς εξαφάνιση και το τοπικό γραφείο είχε αναλάβει την καταγραφή τους και παρακολουθούσαν την διαβίωση τους.

"Τι ακριβώς εννοείται ,με το ..διαβίωση"? ψέλλισε η κατσικούλα και έκανε νόημα τα κατσικάκια που εκείνη την ώρα άρχισαν να μαζεύονται γύρω από το τραπέζι, να πάνε ξανά στο δωμάτιο τους και να μείνουν εκεί.
Τα κατσικάκια ήταν τόσο φοβισμένα που δεν τόλμησαν να βγάλουν έστω ένα κιχ και εξαφανίστηκαν αμέσως.
"Tι ωραία ανατροφή τους έχετε δώσει! μπράβο σας κυρία κατσίκα!" "Ευχαριστώ πολύ" απάντησε η κατσικούλα, και μετά ρώτησε κάπως ανήσυχη.."Και τι τρώει ο λύκος που σας ενδιαφέρει τόσο πολύ?"
"Τρώει λαγούς, πουλιά, κότες..." τέτοια πράγματα, αλλά πολλά ζώα χάθηκαν στις φωτιές, και τα θηράματα λιγόστεψαν για τον καημένο τον λυκούλη μου!" είπε η άνθρωπος και αναστέναξε λυπημένη..
Η κατσικούλα κατάπιε, ξεροκατάπιε την περιέργεια της αλλά στο τέλος ρώτησε την άνθρωπο.."και αν κάποιος τον έχει σκοτώσει"?
"A πα πα!! μην λέτε τέτοια λόγια κυρία κατσικούλα! Αν τον πιάσω θα πεθάνει στην φυλακή! Είναι έγκλημα , δεν το ξέρεται?"
"Τι να ξέρω και γω..μια απλή και αδύναμη κατσικούλα είμαι. Αν τον δώ θα σας ειδοποιήσω.."συμπλήρωσε ευγενικά αλλά αποφασιστικά οδήγησε στην έξοδο την άνθρωπο που έψαχνε τον λυκούλη της, τον ίδιο λύκο που είχε φάει το ένα μετά το άλλο τα μικρά της κατσικάκια.

Είχαν φάει πια το φαγητό τους, και έλεγαν για άλλη μια φορά το πως τους ξεγέλασε ο κακός ο λύκος, όταν είδαν από το παράθυρο μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων να περνάει έξω από το παράθυρο της.
Γεμάτη περιέργεια άνοιξε την πόρτα να δει τι στο καλό κάνουν στην γειτονιά της ακόμα μια φορά οι άνθρωποι. Ο κύκλος άνοιξε και πάνω σε ένα φορείο ήταν ο λύκος λιπόθυμος αλλά ακόμα ζωντανός.
Η άνθρωπος που τον έψαχνε είχε οργανώσει ομάδα με τους φιλόζωους του χωριού και είχαν οργώσει όλη την πλαγιά μέχρι που τελικά τον βρήκαν. Όλα της τα είπε με περηφάνια όταν την είδε να προσπαθεί να καταλάβει του τι συμβαίνει.. "Ναι ναι..."πρόσθεσε η κατσικούλα.."μπράβο μπράβο..μόνο πρόσεξε να μην τον αφήνεις νηστικό..γιατί αυτός..ουυυυυ  μέχρι και πέτρες τρώει από την πείνα του!"

στις Μαρτίου 27, 2016 Δεν υπάρχουν σχόλια:   

Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείουBlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Ετικέτες ΠΑΡΑΜΥΘΙ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Please, tell me something! It would be of a great help!

Αγγλικά ποιηματάκια για παιδιά. "Οι εποχές και παιδική ζωή."

  Welcome Welcome welcome Welcome to our celebration It’s our manifestation It’s not a demonstration Just a clarification Of wha...