To θαύμα του τζακοφύλακα.Ένα παραμύθι
για μικρά παιδάκια, η..μήπως όχι.
Η συνέλευση των φυλάκων ήταν περιπετειώδης και
γεμάτη φωνές.
Πολύς κόσμος στριμωγμένος στους πάγκους που ήταν αραδιασμένοι στην μεγάλη
άδεια ξυλαποθήκη στην άκρη της πόλης .
Ο Γενάρης ήταν ο μήνας που έδειχνε ξεκάθαρα το πόσο καλή
προετοιμασία είχαν κάνει από το καλοκαίρι, αν είχαν σωστά αποθεματικά και το
πόσο ρυθμισμένη ήταν η ροή καύσης σε κάθε τζάκι , με τις καμινάδες
να στέλνουν στον παγωμένο αέρα τον καπνό τους που χόρευε μαζί με τα σύννεφα, η
έλιωνε το χιόνι πριν ακουμπήσει στο έδαφος.
Όμως εκείνο τον χειμώνα κάτι δεν πήγε καλά στην διανομή και όλοι έψαχναν να
βρουν τον υπεύθυνο από την μια, και μια λύση από την άλλη, που θα έβαζε τα
πράγματα στην θέση τους ξανά και όλοι οι άνθρωποι, να έχουν μια ζεστή γωνιά στο
σπίτι με το τζάκι τους αναμμένο.
Οι φύλακες των τζακιών, κτυπούσαν τις μπότες τους με ανυπομονησία στο
παγωμένο τσιμέντο της αίθουσας, τα κασκέτα τους έμπαιναν και έβγαιναν νευρικά
από τα κεφάλια τους ενώ οι φωνές τους γινόντουσαν όλο και πιο δυνατές όσο
περνούσε η ώρα.
Δεν βρίσκαμε ξύλα, άκουγες από εδώ.
Δεν μπορούμε να βάλουμε τζάκι στις σκηνές, άκουγες από εκεί.
Ήταν ο χειμώνας βαρύς και ο πόλεμος ανάμεσα στις μεγάλες
αρκούδες των βουνών είχε καταστρέψει πολλά δάση. Σαν να
μην έφτανε όμως αυτό, τα χωριά ανάμεσα στα στρατόπεδα τους είχαν
αδειάσει από τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να σωθούν από τον θυμό και την μανία
των άγριων αυτών θηρίων που μέσα στην μανία τους δεν υπολόγιζαν τίποτα πια.
Είχαν καταστρέψει τα μελίσσια, είχαν καταστρέψει τις καλλιέργειες των
ανθρώπων, είχαν αδειάσει τις αποθήκες τους και τα είχαν
κρατήσει για να έχουν δυνάμεις μέχρι να νικήσουν, αλλά και εκείνα
σιγά σιγά τελείωναν με αποτέλεσμα να έχουμε πολλές θυμωμένες αρκούδες στα δάση
, πολλούς διωγμένους ανθρώπους και κατεστραμμένα χωριά.
Μαζεύτηκαν στις άκρες των πόλεων στην πεδιάδα και εκεί οι άλλοι άνθρωποι
τους έδωσαν σκηνές και πρόχειρα σπιτάκια να μείνουν μέχρι να τελειώσει ο
πόλεμος.
Όμως ο πόλεμος δεν τελείωσε γρήγορα και ο χειμώνας ήρθε βαρύς .
Ο θυμός δεν αφήνει ούτε τους ανθρώπους ούτε τις αρκούδες να
κοιμηθούν και έτσι εκείνη την χρονιά δεν πήγαν για την χειμερία
νάρκη που οι άνθρωποι περίμεναν πως και πως μήπως και γυρίσουν πίσω να σώσουν
κάτι από τις ζωές τους, η μήπως πάλι, ξυπνήσουν οι αρκούδες την Άνοιξη και δεν
θυμούνται γιατί πολεμούσαν.
Μάταιες οι ελπίδες τους βούλιαξαν στο χιόνι, και έμειναν να κρυώνουν μέσα
σε πάνινες σκηνές με τον αέρα να λυσσομανά και να φέρνει από τα βουνά τις
κραυγές των αρκούδων.
Οι αρχές τους είχαν καθησυχάσει ότι
οι τζακοφύλακες κάνουν εξαιρετική δουλειά, και ποτέ
κανείς δεν είχε παράπονο από την δουλειά τους.
Μην ανησυχείτε, τους είπαν, Δεν πρόκειται να κρυώσει ούτε μωρό,
ούτε μεγάλος , ούτε γέρος. Ούτε άντρας, ούτε γυναίκα, ούτε το ξωτικό σας, ούτε
η νεράιδα σας.
Η νεραιδούλα είχε τυλίξει τα φτερά της γύρω από το μωράκι της
γυναίκας που άκουγε τις υποσχέσεις με διάπλατα μάτια, ενώ το ξωτικό που την
είχε ακολουθήσει, αόρατο όπως ήταν στους ανθρώπους της πόλης, του έχωσε μια
μπουνιά και ο υπεύθυνος, έπιασε το στομάχι του έκπληκτος, λέγοντας, υπάρχουν
επιθετικοί ιοί, καλύτερα να πάω σπίτι γρήγορα.
Μέσα στις σκηνούλες χωρούσαν άνθρωποι ξωτικά νεράιδες και κάτι λιγοστά
πραγματάκια, ίσα ίσα να θυμίζουν κάτι σαν σπίτι.
Είχε αδειάσει το δάσος από τα πλάσματα του και τα ζωάκια του είχαν πάρει
και αυτά τον δρόμο της προσφυγιάς ήδη από την αρχή του πολέμου.
Κανέναν πλάσμα δεν εμπιστευόταν τον άνθρωπο, παρά μόνο ο άνθρωπος και έτσι
έμειναν και εκείνοι στις σκηνές πιστεύοντας τις υποσχέσεις των άλλων ανθρώπων.
Οι τζακοφύλακες όμως ήταν ένα περίεργο μείγμα ανθρώπων με
όλα τα στοιχεία όλων των πλασμάτων, ακόμα και των ζώων.
Ήταν η φωτιά που τα έλιωνε όλα , ήταν τα βουνά και τα δέντρα που
μιλούσαν μέσα τους και ήξεραν το πώς και το πότε και από πού να κόψουν τα ξύλα,
ήταν η γη που τους είχε διαλέξει για το ιερό καθήκον του δώρου
της ζεστασιάς στους ανθρώπους.
Η συνέλευση αργούσε και ο εκνευρισμός ήταν έκδηλος πια σε όλους και δεν
ήταν παρά όταν ήταν ήδη όλοι έτοιμοι να τσακωθούν η να φύγουν που ο
αρχιτζακοφύλακας άνοιξε την πόρτα και όλοι σώπασαν με σεβασμό.
Ήταν ψηλός και γεροδεμένος με μια άσπρη γεννιάδα μέχρι την μέση,
με τα φρύδια του πυκνά πάνω από τα μαύρα σαν λαμπερό κάρβουνο μάτια του και τα
χείλη του δεν έμοιαζαν παρά μια σχισμή, μια θυμωμένη , πολύ
θυμωμένη σχισμή που άρχισε αμέσως να πετάει κατηγορίες
προς όλους όσους αμφισβητούσαν την αξιοπιστία τους και την αφοσίωση στο έργο
τους.
Κανείς δεν έχει την παραμικρή απόδειξη ότι το φταίξιμο είναι
δικό μας. Πρώτα οι αρκούδες άρχισαν τον πόλεμο, μετά οι άνθρωποι
έδωσαν υποσχέσεις που δεν μπορούσαν να κρατήσουν και ζητάνε από εμάς να βάλουμε
την φωτιά , που;, πείτε μου που;.. Στις σκηνές, να καούν οι άνθρωποι; .. Είναι
τρελοί όλοι τους, όλοι τους παλάβωσαν και αν δεν συνέλθουν δεν μπορούμε να
κάνουμε τίποτα.
Ναι, ναι, έχεις δίκιο, έτσι είναι. Μουρμούρισαν οι τζακοφύλακες και
περίμεναν την συνέχεια.
Όμως ο αρχιτζακοφύλακας, πιο ήρεμος τώρα, κατέβασε το κεφάλι και
είπε.
Δεν ήμαστε εμείς αυτοί που θα μπορέσουμε να πείσουμε τις αρκούδες να
σταματήσουν τον πόλεμο, ούτε μπορούμε να πείσουμε τους ανθρώπους να ανοίξουν τα
σπίτια τους και να τα μοιραστούν με όσους ήρθαν από το δάσος. Είναι
άδικο να μας κατηγορούν, αλλά πρέπει να τους πούμε τις ευθύνες τους και να μην
τα ρίχνουν σε μας.
Χμ,χμ…Ακούστηκε μια φωνή..Μπορώ να πω κάτι.
Όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον πιο νέο τζακοφύλακα της συνέλευσης.
Ήταν ένα παιδί , ένα αγοράκι με το πιο γλυκό χαμόγελο στον κόσμο και το
βλέμμα του ήταν τόσο πολύ γελαστό που η νεραιδούλα του ποτέ δεν
εγκατέλειπε τον ώμο του και ας καρβουνιαζόταν που και που.
Έχεις καμιά ιδέα νεαρέ μου.
Ρώτησε ο αρχιτζακοφύλακας.
Ναι, απάντησε ο μικρούλης, στρίβοντας το καπέλο του στα χεράκια του.
Σκέφτομαι, αν αντί για να μαζεύουμε τα ξύλα , να τα χτίζαμε σε
μεγάλες αίθουσες, σαν και αυτή, και βάζαμε τζάκια γύρω γύρω, θα χωρούσαν οι
άνθρωποι των σκηνών μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος και γυρίσουν στο χωριό τους.
ΜΑ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΔΟΥΛΕΙΑ.
Ακούστηκαν φωνές από την αίθουσα, όμως ο αρχιτζακοφύλακας τους σταμάτησε.
Έχει δίκιο το παιδί, είπε με αποφασιστικότητα.
Μήπως είναι δουλειά των αρκούδων να είναι ξύπνιες τέτοια
εποχή; Μήπως είναι δουλειά των ζώων να τρέχουν σε ξένα
δάση; Μήπως είναι δουλειά των ξωτικών να ζουν μακριά από τα δέντρα
και των νεράιδων μακριά από τις πηγές;
H, μήπως είναι δουλειά
των ανθρώπων να μας κατηγορούν επειδή δεν μπορούν να προστατέψουν το είδους
τους;
Ε, λοιπόν και εμείς θα κάνουμε ότι είπε ο μικρός, και όσο καιρό το
χτίζουμε, ας φροντίζουν μόνοι τους την φωτιά τους .
ΩΩΩΩΩΩΩΩΩ, Φώναξαν όλοι έκπληκτοι.. Μόνοι τους…είπαν σαν υπνωτισμένοι..
Όπως το βλέπω, συνέχιζε ο αρχιτζακοφύλακας, αφού δεν το θεωρούν
ιερό για όλους τους ανθρώπους, θα μπορούμε και μεις να τους θεωρούμε, το
υπόλοιπο από τους άλλους που θα μπορούν και χωρίς την φροντίδα μας
για λίγο.
Ναι, έχεις δίκιο..Φωνές ενθουσιασμού γέμισαν την αίθουσα και αμέσως άρχισαν
να καταστρώνουν σχέδια για το που θα έχτιζαν την νέα αίθουσα.
Τελικά δεν το σκέφτηκαν και πολύ μιας και ο χώρος στην μέση των σκηνών ήταν
αρκετά μεγάλος.
Οι άνθρωποι μαζεύτηκαν στην αρχή με περιέργεια, μετά με ενθουσιασμό και
όλοι μαζί, άρχισαν να κουβαλούν τα ξύλα, να τα κάνουν τοίχους χοντρούς και
ζεστούς, με πάτωμα στέρεο και μεγάλα τζάκια και στις τέσσερις πλευρές.
Ήταν τόσο ενθουσιασμένοι και παρασυρμένοι από την επιτυχία τους που γρήγορα
έχτισαν και μια άλλη, για να παίζουν τα παιδιά και να βρίσκουν ησυχία οι
μεγάλοι.
Οι νεραιδούλες χόρευαν τριγύρω, τα ξωτικά έφερναν νερό, οι
μικροί τζακοφύλακες διάλεγαν τα καλύτερα ξύλα και οι μεγαλύτεροι έδιναν
συμβουλές για το χτίσιμο.
Είχαν ήδη τελειώσει και οι οικογένειες άρχισαν να συγυρίζουν τα
υπάρχοντα τους ενώ μεγάλες φωτιές άρχισαν να ανάβουν και τα παιδιά
επιτέλους να ζεσταίνονται πρώτη φορά εδώ και μήνες.
Εν τω μεταξύ, οι άνθρωποι στην πόλη έκπληκτοι, είδαν τις φωτιές τους να
σβήνουν, τους σωρούς από ξύλα στην αυλή τους να εξαφανίζονται και ανάστατοι
άρχισαν να ψάχνουν να δουν τι είχε συμβεί.
Ρώτησαν στο δημαρχείο αλλά τους είπαν ότι ο δήμαρχος είχε πάει
για ξύλα στο βουνό, έτσι άρχισαν να πηγαίνουν και αυτοί.
Άρχισαν να κόβουν αδέξια τα ξύλα, τα πριόνια πήραν μπρος και ο θόρυβος τους
τρόμαξε τα πουλιά που πέταξαν μακριά από τις κορφές των δέντρων.
Δεν είχαν καιρό να καλέσουν σε συνάντηση τους τζακοφύλακες, ούτε να
αναλύσουν το πώς και το γιατί, μιας και ο χιονιάς
κατέβαινε απειλητικός και έπρεπε να προλάβουν πριν τους κλείσει το
χιόνι στο βουνό. Πρόσεχαν για τις αρκούδες και οι περιπολίες τους ειδοποιούσαν
αν υπήρχε κίνδυνος.
Ευτυχώς όλα πήγαν καλά και πρόλαβαν να γυρίσουν στο σπίτι τους με αρκετά
ξύλα για να περάσουν το κύμα του χιονιά.
Όταν εκείνο ήρθε τους βρήκε όλους με ζέστα και οι τζακοφύλακες
ήταν πολύ περήφανοι που βρήκαν τρόπο να κρατούν ζεστούς όλους τους
ανθρώπους τους, όπως και οι άνθρωποι ήταν περήφανοι που κατάφεραν να κάνουν
μόνοι τους κάτι τόσο σημαντικό όπως να κρατήσουν ζεστή την οικογένεια τους.
Οι αρκούδες κοιτούσαν από ψηλά της καμινάδες να καπνίζουν και κύματα ζεστού
αέρα έφτανε μέχρι σε αυτές με την μυρωδιά του καμένου ξύλου να
γεμίζει τα ρουθούνια τους.
Στάθηκαν μέσα στο χιόνι και αναλογίστηκαν γιατί στο καλό δεν
είναι στην ζεστή τους σπηλιά να κοιμούνται και να περιμένουν την
άνοιξη.
Τι κατάφεραν παρά να διώξουν την ζωή από το δάσος και τι να το κάνουν αφού
δεν έμεινε τίποτα από όσα αγαπούσαν;
Ήταν πολύ κουρασμένες για να αποφασίσουν τι να κάνουν και έτσι αποφάσισαν
να κάνουν ανακωχή και να πάνε όλες για ύπνο.
Λίγος ύπνος πάντα βοηθάει, ειδικά όταν χιονίζει, είπε ο αρχηγός και
απεσταλμένος αρκούδος νύσταζε αρκετά για να διαφωνίσει.
Το χιόνι απλώθηκε παντού και η νύχτα σκέπασε τα πλάσματα
της. Την Άνοιξη η ζωή θα είχε άλλη μια ευκαιρία να δείξει ότι μπορεί
να είναι δημιουργική και πάντα ανίκητη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Please, tell me something! It would be of a great help!